.
.
GREEK POETRY
-Εικόνα της Ελενης
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Η Ελένη διηγηται στον Τηλέμαχο τη συνάντηση της με τον Οδυσσέα
στη Τροία
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια δ',στίχοι 120-122,219-264)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Ελενη
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-Εικόνα της Ελενης
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Η Ελένη διηγηται στον Τηλέμαχο τη συνάντηση της με τον Οδυσσέα
στη Τροία
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια δ',στίχοι 120-122,219-264)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-Εικόνα της Ελενης
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
πιο πολύ μου αρεσει η παρομοιωση μου με την Αρτέμιδα
την Χρυσηλακατη παρά με την Αφροδίτη την Πλανευτρα
αρκετά υπεφερα απ'αυτη και κορη παράτησα και κρεβάτι
κι άντρα,για έναν φαντασμένο εραστή,κούφιο και γελοίο,
ξενιτεύτηκα και τόσα γενναία κορμιά Τρώων και Αχαιων
σφάχτηκαν,για ένα είδωλο μια εικόνα της ωραίας Ελένης,
τώρα,εδώ στο εξοχικό μας στις Αμύκλες,η Άνοιξη είναι
ένα χάρμα ιδεσθαι,οι πορτοκαλιές κι οι λεμονιές έξοχα
αρωματίζουν τον αέρα και τα κρυστάλλινα νερά του Ευρώτα
ήρεμα κυλούν και πάνω ο ψηλός Ταυγετος τ'ομορφο βουνό,
εγώ είμαι ντυμένη με το μετάξι του τοπου μας,μια κομψή
κι ευγενική κυρία όπως πρέπει να μην προκαλεί την περιέργεια
του κόσμου,στα Υακινθεια του Απόλλωνα τη γιορτή καλεσμένη
πόσο ευτυχισμένη και πόσο με χαροποιει ο Διόνυσος Ψιλαξ
με φτερά,τώρα φτερώνω κι εγώ και κίτρινη μοιάζω πεταλούδα
.
.
Η Ελένη διηγηται στον Τηλέμαχο τη συνάντηση της με τον Οδυσσέα
στη Τροία
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια δ',στίχοι 120-122,219-264)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ενώ αυτός αυτά στο νου και στη καρδιά στοχάζονταν 120
η Ελενη απ'τους μοσχομυριστους ψηλοροφους θαλαμους
ηρθε στην Αρτέμιδα την χρυσοβελουσα ιδια κι ομοια
εἷος ὁ ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, 120
ἐκ δ' Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο
ἤλυθεν Ἀρτέμιδι χρυσηλακάτῳ ἐϊκυῖα
τότε λοιπόν αλλα σοφιστικε η Ελένη του Δία κόρη
αμεσως στο κρασί έρριξε βοτανο,όπου επιναν, 220
παυσιλυπο και ηρεμιστικό,των κακών όλων λησμονια
κι οποίος το καταπιεί,όταν στον κρατήρα αναμειγμένο,
δεν χύνει στα μάγουλο δάκρυ όλη μερα
ούτε κι αν πεθάνει η μητερα κι ο πατέρας του
ούτε κι αν μπροστά του τον αδελφό η' τον αγαπητό γιο 225
με χάλκινο σπαθί σφαζουν,και τα μάτια του βλεπουν
τέτοια η θυγατέρα του Δία θεραπευτικά είχε βοτανα,
ωφέλιμα,που η Πολυδαμνα της έδωσε,του Θωνα η γυναίκα,
η Αιγυπτια,γιατί άφθονα πολλά προσφέρει η γόνιμη εκεί γη
βοτανα,πολλά ωφέλιμα αναμειγμένα,πολλά δε βλαβερά 230
γιατρός ο καθένας εκει είναι γνώστης σοφός σ'ολους
τους ανθρωπους,γιατ'ειναι του Παιηονα γεννια,
κι αφού τα'ρριξε και παράγγειλε στα κρασοποτηρα να χυσουν
άρχισε πάλι να μιλά κι αυτά τα λόγια να λεει:
Ατρειδε Μενέλαε διοτρεφε και εσείς εδώ 235
αντρών γενναίων παιδιά,ομως ο θεός άλλοτε σ'αλλον
ο Ζευς καλό και κακό δίνει,αφού τα πάντα μπορει,
σε σας που τώρα καθισμένοι τρώτε και πινετε στο παλάτι
και στις διηγησεις ευχαριστιεστε,κάτι που να ταιριάζει
θα πω,όμως όλα δεν θα διηγηθώ ούτε θα ονοματισω 240
όσοι του Οδυσσέα του γενναιοκαρδου οι αθλοι ειναι
αλλ'αυτο δω που έπραξε και τόλμησε ο δυνατός άντρας
στη πόλη των Τρώων,όπου πάθατε συμφορές εσείς οι Αχαιοί,
τότε που αυτός πληγές φριχτες χάραζοντας στο σώμα
και κουρέλι βάζοντας στους ώμους,με δούλο μοιάζοντας, 245
στη πόλη των εχθρών αντρών μπήκε μεσα την ευρύχωρη
σ'αλλον αυτός μοιαζοντας κρυφτηκε σαν τον ζητιάνο
Δεκτη,αυτός που καθόλου τέτοιος δεν ήταν στων Αχαιων τα πλοια,
έτσι μοιαζοντας μπήκε στη πόλη των Τρώων μέσα,εκείνοι
όλοι μωραθηκαν,εγώ μόνο κατάλαβα ποιος αυτός ήταν,250
και τον ρώτησα,αυτός όμως με πονηριά μ'απεφυγε
αλλ'οταν αυτόν εγώ τον έλουσα και τον αλειψα με λαδι,
ρούχα του'δωσα και αφού του ορκίστηκα όρκο πιστευτό
να μην τον Οδυσσέα όπως πριν στους Τρώες γνωστός ηταν
φανερώσω πριν αυτός στα γρήγορα καράβια και στις σκηνές 255
γυρισει,τότε λοιπόν όλα μου τα ομολόγησε οι Αχαιοί που'χαν στον νου
και πολλούς Τρώες αφού έσφαξε με το χάλκινο μακρύ ξίφος
γύρισε στους Αργιτες,και απ'αυτα που'μαθε έφερε πολλά,
τότε οι άλλες Τρωαδιτισες λυπητερά θρηνούσαν,όμως εμένα
η καρδιά χαιρονταν,γιατί η καρδιά μου πεθυμουσε να γυρίσω 260
γρήγορα στο σπίτι μου,κι απ'τη τυφλα στεναζα,που η Αφροδίτη
μου'φερε,όταν μ'εφερε σ'αλλον τόπο απ'της αγαπημένης πατρίδας
τη γη,κι απ'την κόρη μου χωρισμενη κι απο κρεβάτι κι απ'αντρα,
που τιποτα δεν του'λειπε,ούτε σε φρονηση ούτε σε ομορφα
ἔνθ' αὖτ' ἄλλ' ἐνόησ' Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα·
αὐτίκ' ἄρ' εἰς οἶνον βάλε φάρμακον, ἔνθεν ἔπινον, 220
νηπενθές τ' ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων.
ὃς τὸ καταβρόξειεν, ἐπὴν κρητῆρι μιγείη,
οὔ κεν ἐφημέριός γε βάλοι κατὰ δάκρυ παρειῶν,
οὐδ' εἴ οἱ κατατεθναίη μήτηρ τε πατήρ τε,
οὐδ' εἴ οἱ προπάροιθεν ἀδελφεὸν ἢ φίλον υἱὸν 225
χαλκῷ δηϊόῳεν, ὁ δ' ὀφθαλμοῖσιν ὁρῷτο.
τοῖα Διὸς θυγάτηρ ἔχε φάρμακα μητιόεντα,
ἐσθλά, τά οἱ Πολύδαμνα πόρεν, Θῶνος παράκοιτις,
Αἰγυπτίη, τῇ πλεῖστα φέρει ζείδωρος ἄρουρα
φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ μεμιγμένα, πολλὰ δὲ λυγρά, 230
ἰητρὸς δὲ ἕκαστος ἐπιστάμενος περὶ πάντων
ἀνθρώπων· ἦ γὰρ Παιήονός εἰσι γενέθλης.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ' ἐνέηκε κέλευσέ τε οἰνοχοῆσαι,
ἐξαῦτις μύθοισιν ἀμειβομένη προσέειπεν·
«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφὲς ἠδὲ καὶ οἵδε 235
ἀνδρῶν ἐσθλῶν παῖδες, ἀτὰρ θεὸς ἄλλοτε ἄλλῳ
Ζεὺς ἀγαθόν τε κακόν τε διδοῖ· δύναται γὰρ ἅπαντα· -
ἦ τοι νῦν δαίνυσθε καθήμενοι ἐν μεγάροισι
καὶ μύθοις τέρπεσθε· ἐοικότα γὰρ καταλέξω.
πάντα μὲν οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ' ὀνομήνω, 240
ὅσσοι Ὀδυσσῆος ταλασίφρονός εἰσιν ἄεθλοι·
ἀλλ' οἷον τόδ' ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ
δήμῳ ἔνι Τρώων, ὅθι πάσχετε πήματ' Ἀχαιοί.
αὐτόν μιν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας,
σπεῖρα κάκ' ἀμφ' ὤμοισι βαλών, οἰκῆϊ ἐοικώς, 245
ἀνδρῶν δυσμενέων κατέδυ πόλιν εὐρυάγυιαν.
ἄλλῳ δ' αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε
Δέκτῃ, ὃς οὐδὲν τοῖος ἔην ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν·
τῷ ἴκελος κατέδυ Τρώων πόλιν, οἱ δ' ἀβάκησαν
πάντες· ἐγὼ δέ μιν οἴη ἀνέγνων τοῖον ἐόντα, 250
καί μιν ἀνειρώτευν· ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινεν.
ἀλλ' ὅτε δή μιν ἐγὼ λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσα καὶ ὤμοσα καρτερὸν ὅρκον,
μή με πρὶν Ὀδυσῆα μετὰ Τρώεσσ' ἀναφῆναι,
πρίν γε τὸν ἐς νῆάς τε θοὰς κλισίας τ' ἀφικέσθαι, 255
καὶ τότε δή μοι πάντα νόον κατέλεξεν Ἀχαιῶν.
πολλοὺς δὲ Τρώων κτείνας ταναήκεϊ χαλκῷ
ἦλθε μετ' Ἀργείους, κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν.
ἔνθ' ἄλλαι Τρῳαὶ λίγ' ἐκώκυον· αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ
χαῖρ', ἐπεὶ ἤδη μοι κραδίη τέτραπτο νεέσθαι 260
ἂψ οἶκόνδ', ἄτην δὲ μετέστενον, ἣν Ἀφροδίτη
δῶχ', ὅτε μ' ἤγαγε κεῖσε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης,
παῖδά τ' ἐμὴν νοσφισσαμένην θάλαμόν τε πόσιν τε
οὔ τευ δευόμενον, οὔτ' ἂρ φρένας οὔτε τι εἶδος.»
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου