.
.
GREEK POETRY
- Πάρις Αλέξανδρος τε Ελενη φιλότητι τραπείεν εὐνηθέντες σὺν Ἀθήνῃ
(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδια Γ',στίχοι 381-447)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Πάρις Αλέξανδρος τε Ελενη φιλότητι τραπείεν εὐνηθέντες σὺν Ἀθήνῃ
(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδια Γ',στίχοι 381-447)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Η θεα Αφροδίτη σώζει τον ευνοούμενο της Αλέξανδρο-Παρι
από τον Μενέλαο στην μονομαχία τους)
..........................αφού μ'ομιχλη αέρα τον έκρυψε,
και μέσα στον αρωματισμενο θάλαμο τον κάθισε,
έπειτα στην Ελένη αμέσως πήγε,αυτή πάνω στον πύργο
βρήκε τον ψηλο γύρω μαζί με Τρωαδιτισες κι απ'το λεπτό
κομσο φόρεμα πιάνοντας με το χέρι τράβηξε
και με τη μορφή γριάς γνεστρας όπου από παλια την είχε
μίλησε,αυτή που στη Λακεδαίμονα κατοικουσε με τέχνη
γνεθωντας εκλεκτό μαλλί και πάρα πολύ την αγαπούσε,
μ'αυτη λοιπόν ομοιασμενη της μίλησε η θεα Αφροδιτη,
έλα πάμε ο Αλέξανδρος σε καλεί στο σπίτι να γυρίσεις
κείνος μέσα στο θάλαμο και στο κοσμημενο με σπείρες
κρεβατι μ'ομορφια αστράφτει και ρούχα,και δεν θα πεις
άντρας απο μάχη που ήταν πως ήρθε,αλλά από χορό
πως έρχεται η' από χορό που μόλις τελειωσε αναπαύεται
είπε,και τότε σ'αυτη η καρδιά μέσα στα στήθη ταράχτηκε,
αλλ'όμως όταν τον πανέμορφο είδε της θεάς λαιμό
τα ερωτικά ποθητά βυζιά και τα μάτια που'λαμπαν
θαμπώθηκε κι έπειτα αυτά της ειπε λόγια
πλανευτρα,γιατι μ'αυτά να με ξεγελάσεις προσπαθεις;
είτε σε πολη πιο πέρα πλούσια να με πας,
ειτε στη Φρυγία,είτε στην Μηονια την ερωτικη
αν κάποιος σου'ναι αγαπητός απ'τους θνητούς ανθρώπους
επειδή ο Μενέλαος τώρα αφου τον όμορφο Αλεξανδρο
νίκησε θέλει στη πατριδα την άθλια εμένα να παρει
γι'αυτό τωρα λοιπόν εδώ μ'απατη στο νου παρουσιάστηκες;
έλα σ'αυτον πήγαινε και κάθισε,βγες έξω απ' των θεών
το δρόμο,μήτε πια τα πόδια σου κατά τον Ολυμπο να στρέψεις
αλλά πάντα δίπλα σ'αυτόν στέναζε κι αγρυπνα,
μέχρι η' γυναίκα του στο κρεβάτι να σε κάνει η' δουλα,
εκεί εγώ να πάω δεν θέλω,ντροπή θα'ταν,σ'εκεινου
να πέσω το κρεβάτι,οι Τρωαδιτισες πίσω μου όλες
θα με κατακρίνουν,στη καρδιά εγώ απεριγραπτα εχω
βασανα,σ'αυτή τότε οργισμένη η θεα απάντησε Αφροδιτη
μην μ'ερεθιζεις ανόητη,και απ'τον θυμό μου σε παρατησω,
τόσο να σε εχτρευτω όσο ως τώρα πολύ σ' αγάπησα
κι ανάμεσα στους δυο να σκεφτώ εχθρητες να φέρω
φοβερές σε Τρώες και Δαναους και συ από κακια μοιρα
αφανιστείς,είπε,και τρόμαξε η Ελένη η από τόν Δια γεννημένη
κι έφυγε τυλιγμένη μέσα στο λεπτό κάτασπρο φορεμα της
σιωπηλή,απ'ολες τις Τρωαδιτισες κρυφά,μπροστά δε η θεα
ήταν,κι αυτές όταν εφτασαν στ'Αλεξανδρου τ'ομορφο σπίτι,
γρήγορα οι υπηρέτριες τη δουλειά έπιασαν,και στον ψηλοροφο
ανεβηκε θάλαμο η ωραία γυναίκα και τότε κάθισμα η Αφροδίτη
με τ'όμορφο χαμογελο πηρε κι απέναντι στον Αλέξανδρο η θεα
το'φερε κι έβαλε όπου καθίζει η Ελένη η κόρη του Δία
που την ασπίδα από αιγας δέρμα εχει,και με γυρισμένα
προς αυτόν τά μάτια στον άντρα της με λόγια έλεγε επίπληξης,
γύρισες πίσω απ'τον πόλεμο,καλλίτερα να'χες εκεί σκοτωθεί
απ'αντρα νικημένος δυνατό,που ο πρωτος άντρας μου ήταν,
εσύ καυχιοσουν πριν πως απ'τον αντρειο Μενέλαο,στη δύναμη
και στα χέρια και στο κοντάρι ανώτερος είσαι,εμπρος λοιπόν
πηγαινε τώρα τον γενναίο να προκαλέσεις Μενέλαο,
πάλι εναντίον του να μονομαχήσεις,αλλ'εγω να κάτσεις φρόνιμα
σε συμβουλεύω,μήτε βίαιο πόλεμο με τον ξανθό Μενελαο
να πολεμισεις μητε νσε μαχη να μπεις αστοχαστα,μήπως γρήγορα
κάτω απ''το δόρι του υποταχτεις,και τότε ο Πάρις της απάντησε
και είπε,γυναίκα μη με βαρια χλευασμού λόγια με ξεφτευλιζεις
γιατί τώρα αν ο Μενέλαος με τη βοήθεια με νίκησε της Αθηνας
εκείνον αυριο κι εγώ,γιατί θεοί στο πλευρό είναι και σε μας,
αλλά έλα πήγαινε ερωτικά στο κρεβατι να ξαπλώσουμε,
γιατί ποτέ τόσος ως τώρα ο έρωτας δεν μου κατακυριεψε
το μυαλο, ούτε όταν την πρώτη φορά απ'την Λακεδαιμονα
την ερωτική σ'άρπαξα πλέοντας με τα ποντοπόρα καράβια
και στο νησί της Κραναης σμιχτηκα μαζί σου ερωτικα
στο κρεβάτι,όσο για σένα τώρα νιώθω έρωτα και γλυκός πόθος
να με συνταράζει,αυτά είπε,και πήγε στο κρεβατι,τότε αμέσως
ακολουθησε κι η γυναικα
.
.
..................... ἐκάλυψε δ’ ἄρ’ ἠέρι πολλῇ,
κὰδ δ’ εἷσ’ ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ κηώεντι.
αὐτὴ δ’ αὖ Ἑλένην καλέουσ’ ἴε· τὴν δὲ κίχανε
πύργῳ ἐφ’ ὑψηλῷ, περὶ δὲ Τρῳαὶ ἅλις ἦσαν·
χειρὶ δὲ νεκταρέου ἑανοῦ ἐτίναξε λαβοῦσα,385
γρηῒ δέ μιν ἐϊκυῖα παλαιγενέϊ προσέειπεν
εἰροκόμῳ, ἥ οἱ Λακεδαίμονι ναιετοώσῃ
ἤσκειν εἴρια καλά, μάλιστα δέ μιν φιλέεσκε·
τῇ μιν ἐεισαμένη προσεφώνεε δῖ’ Ἀφροδίτη·
«δεῦρ’ ἴθ’· Ἀλέξανδρός σε καλεῖ οἶκον δὲ νέεσθαι.390
κεῖνος ὅ γ’ ἐν θαλάμῳ καὶ δινωτοῖσι λέχεσσι
κάλλεΐ τε στίλβων καὶ εἵμασιν· οὐδέ κε φαίης
ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ’ ἐλθεῖν, ἀλλὰ χορὸν δὲ
ἔρχεσθ’, ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν.»
Ὣς φάτο, τῇ δ’ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε·395
καί ῥ’ ὡς οὖν ἐνόησε θεᾶς περικαλλέα δειρὴν
στήθεά θ’ ἱμερόεντα καὶ ὄμματα μαρμαίροντα,
θάμβησέν τ’ ἄρ’ ἔπειτα ἔπος τ’ ἔφατ’ ἔκ τ’ ὀνόμαζε·
«δαιμονίη, τί με ταῦτα λιλαίεαι ἠπεροπεύειν;
ἦ πῄ με προτέρω πολίων εὖ ναιομενάων400
ἄξεις, ἢ Φρυγίης ἢ Μῃονίης ἐρατεινῆς,
εἴ τίς τοι καὶ κεῖθι φίλος μερόπων ἀνθρώπων·
οὕνεκα δὴ νῦν δῖον Ἀλέξανδρον Μενέλαος
νικήσας ἐθέλει στυγερὴν ἐμὲ οἴκαδ’ ἄγεσθαι,
τοὔνεκα δὴ νῦν δεῦρο δολοφρονέουσα παρέστης;405
ἧσο παρ’ αὐτὸν ἰοῦσα, θεῶν δ’ ἀπόεικε κελεύθου,
μηδ’ ἔτι σοῖσι πόδεσσιν ὑποστρέψειας Ὄλυμπον,
ἀλλ’ αἰεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε καί ἑ φύλασσε,
εἰς ὅ κέ σ’ ἢ ἄλοχον ποιήσεται ἢ ὅ γε δούλην.
κεῖσε δ’ ἐγὼν οὐκ εἶμι—νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη—410
κείνου πορσανέουσα λέχος· Τρῳαὶ δέ μ’ ὀπίσσω
πᾶσαι μωμήσονται· ἔχω δ’ ἄχε’ ἄκριτα θυμῷ.»
Τὴν δὲ χολωσαμένη προσεφώνεε δῖ’ Ἀφροδίτη·
«μή μ’ ἔρεθε σχετλίη, μὴ χωσαμένη σε μεθείω,
τὼς δέ σ’ ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλ’ ἐφίλησα,415
μέσσῳ δ’ ἀμφοτέρων μητίσομαι ἔχθεα λυγρὰ
Τρώων καὶ Δαναῶν, σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι.
Ὣς ἔφατ’, ἔδεισεν δ’ Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα,
βῆ δὲ κατασχομένη ἑανῷ ἀργῆτι φαεινῷ
σιγῇ, πάσας δὲ Τρῳὰς λάθεν· ἦρχε δὲ δαίμων.420
Αἳ δ’ ὅτ’ Ἀλεξάνδροιο δόμον περικαλλέ’ ἵκοντο,
ἀμφίπολοι μὲν ἔπειτα θοῶς ἐπὶ ἔργα τράποντο,
ἣ δ’ εἰς ὑψόροφον θάλαμον κίε δῖα γυναικῶν.
τῇ δ’ ἄρα δίφρον ἑλοῦσα φιλομειδὴς Ἀφροδίτη
ἀντί’ Ἀλεξάνδροιο θεὰ κατέθηκε φέρουσα·425
ἔνθα κάθιζ’ Ἑλένη κούρη Διὸς αἰγιόχοιο
ὄσσε πάλιν κλίνασα, πόσιν δ’ ἠνίπαπε μύθῳ·
«ἤλυθες ἐκ πολέμου· ὡς ὤφελες αὐτόθ’ ὀλέσθαι
ἀνδρὶ δαμεὶς κρατερῷ, ὃς ἐμὸς πρότερος πόσις ἦεν.
ἦ μὲν δὴ πρίν γ’ εὔχε’ ἀρηϊφίλου Μενελάου430
σῇ τε βίῃ καὶ χερσὶ καὶ ἔγχεϊ φέρτερος εἶναι·
ἀλλ’ ἴθι νῦν προκάλεσσαι ἀρηΐφιλον Μενέλαον
ἐξαῦτις μαχέσασθαι ἐναντίον· ἀλλά σ’ ἔγωγε
παύεσθαι κέλομαι, μηδὲ ξανθῷ Μενελάῳ
ἀντίβιον πόλεμον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι435
ἀφραδέως, μή πως τάχ’ ὑπ’ αὐτοῦ δουρὶ δαμήῃς.»
Τὴν δὲ Πάρις μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μή με γύναι χαλεποῖσιν ὀνείδεσι θυμὸν ἔνιπτε·
νῦν μὲν γὰρ Μενέλαος ἐνίκησεν σὺν Ἀθήνῃ,
κεῖνον δ’ αὖτις ἐγώ· πάρα γὰρ θεοί εἰσι καὶ ἡμῖν.440
ἀλλ’ ἄγε δὴ φιλότητι τραπείομεν εὐνηθέντε·
οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδέ γ’ ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν,
οὐδ’ ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς
ἔπλεον ἁρπάξας ἐν ποντοπόροισι νέεσσι,
νήσῳ δ’ ἐν Κραναῇ ἐμίγην φιλότητι καὶ εὐνῇ,445
ὥς σεο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ.»
Ἦ ῥα, καὶ ἄρχε λέχος δὲ κιών· ἅμα δ’ εἵπετ’ ἄκοιτις.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου