.
.
GREEK POETRY
-ο θάνατος του Εκτορα
(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία Χ',στίχοι 322-376)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
My Own Empire of Hyperrealistic Paintings-Enigma-Lamento sul Hector morto
-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης
(περισσότερες εικόνες στο Facebook μου:Christos Couvelis)
ο θάνατος του Εκτορα
(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία Χ',στίχοι 322-376)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
τ'αλλο του σκέπαζαν κορμι τα καλά χάλκινα άρματα,
π'άρπαξε όταν του Πατροκλου τη ζωή σταματησε
όμως οι κλείδες φαίνονταν γυμνές που απ'τους ώμους
με τον αυχενα ξεχωρίζουν,στο λαιμό,απ'οπου της ψυχής
ο πιο γρήγορος χαμός,εκεί τον τρύπησε μανιασμενος
με το κοντάρι ο Αχιλλέας,και διαπερασε τον απαλό
αυχένα κι απέναντι βγήκε η αιχμή,
όμως το φάρυγγα δεν του'κοψε το βαρύ απ'το χαλκό
ακόντιο,ώστε σ'αυτον μπορούσε να μιλήσει και ν'αποκριθει
αφού σωριάστηκε στη σκόνη περηφανευτηκε ο Αχιλλέας
Εχτορα όταν έλεγες τον Πατροκλο απ'τ'αρματα ξεγυμνωνοντας
ασφαλής πως θα'σαι,εμένα δεν με σκεφτηκες που παραμερα
βρισκόμουν,ανόητε,σ'αυτον προστάτης μακριά πίσω
στα κοίλα πλοία αποσυρμενος πολύ ανώτερος σου,
αυτός που σου'σπασε τα γονατα,εσένα σκυλιά θα ξεσκίσουν
κι όρνια κι αυτόν με τιμές οι Αχαιοι θα κηδεψουν
σ'αυτον ψυχομαχωντας απάντησε ο Εχτορας με την αστραφτερή
περικεφαλαια,σε ικετεύω στη ζωή σου και των γονιών σου
και τα γόνατα σ'αγγιζω,μη μένα παρατήσεις στων Αχαιών
τα καράβια τα σκυλιά να με κατασπαράξουν,αλλά τον χαλκό
και τ'αφθονο χρυσάφι να δεχτεις,τα δώρα που θα σου δώσουν
ο πατέρας κι η σεβαστή μητερα και το σώμα μου στο σπίτι μου
δώσε πίσω,για να στη φωτιά οι Τρωες κι οι γυναικες των Τρώων
πεθαμένον μου αποδωσουν τις τιμες
τότε άγρια λοξά κοιτώντας τ'απαντησε ο γρηγορος
στα πόδια Αχιλλέας,σκύλε,μη με ικετευεις γονατίζοντας
και με γονεις,πόσο θα'θελα η οργή κι η καρδιά να μ'αφηνε
να σε κομματιαζα κι ωμά να'τρωγα τα κρέατα σου,
για όσα έκανες,όπως δεν θα βρεθεί κάποιος να σώσει
τη κεφαλή σου απ'τα σκυλιά,ούτε κι αν δεκαπλάσια
κι εικοσαπλασια δώρα έφερναν εδώ να σωριασουν,
κι αν υποσχωνται κι άλλα,ούτε κι αν το βάρος σου
σε χρυσάφι έσερνε να προσφέρει ο Δαρδανιδης Πρίαμος,
κι ούτε η σεβαστή σου μάνα στο κρεβατι θα σε ξαπλώσει
να θρηνήσει αυτόν που γέννησε,αλλά και σκυλιά
κι όρνια θα σε κατασπαραξουν
σ' αυτόν πεθαίνοντας αποκριθηκε ο Εχτορας
με την αστραφτερή περικεφαλαία,αφού καλά
σε γνωρίζω τη μοίρα μου βλεπω,δεν πρόκειται
να σε πείσω,γιατί σίδερο η καρδιά σου στα στήθια,
όμως αυτό τώρα σου λέω,μη αιτία.της οργής
των θεών γίνω,όταν μια μέρα ο Πάρις κι ο Φοίβος
Απόλλωνας φριχτά σε σκοτώσουν εκεί στις Σκαιές
Πύλες,
αφού αυτά σ'αυτον είπε το τέλος του θανάτου
τον σκέπασε κι η ψυχη απ'το κορμί πετωντας
στον Άδη εχει πάει την μοίρα της θρηνώντας,
π' αντρειωσυνη αφησε και νεότητα,
και σ'αυτον αν και πεθαμένον ο θεϊκός μίλησε
Αχιλλέας,πέθανε,την ώρα εγώ του θανάτου
θα δεχτώ οποτε κι αν θελησει ο Ζευς να φέρει
κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,
και τότε απ'τον νεκρον τράβηξε το χάλκινο κονταρι
και κει κοντά άφηνει,κι απογυμνώνοντας τον
τα ματωμένα άρματα επαιρνε,κι οι άλλοι γιοι των Αχαιών
έτρεξαν προς τα κει,και τ'Εχτορα κοιτουσαν το φυσικο
και τη θαυμαστή μορφή,που ουτ'ενας δεν πλησίασε
χωρίς να πληγωθεί,και τότε ένας κοιτάζοντας
στον άλλον πλησίον ελεγε,πόσο πολύ ακίνδυνος
ο Εχτορας είναι να τον αγγίξεις,παρά όταν με φωτιά
τα καράβια έκαιγε καταστροφεας,έτσι λοιπόν αυτά
ελεγε κι αφού πάνω του στέκονταν τον τρυπούσε
με τη λόγχη,
έπειτα τον απογύμνωσε απ'τα όπλα ο γρήγορος
στα πόδια θεϊκός Αχιλλέας
.
.
τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον μὲν ἔχε χρόα χάλκεα τεύχεα,
καλά, τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξε κατακτάς·
φαίνετο δ’ ᾗ κληῗδες ἀπ’ ὤμων αὐχέν’ ἔχουσι,
λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος·325
τῇ ῥ’ ἐπὶ οἷ μεμαῶτ’ ἔλασ’ ἔγχεϊ δῖος Ἀχιλλεύς,
ἀντικρὺ δ’ ἁπαλοῖο δι’ αὐχένος ἤλυθ’ ἀκωκή·
οὐδ’ ἄρ’ ἀπ’ ἀσφάραγον μελίη τάμε χαλκοβάρεια,
ὄφρά τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν.
ἤριπε δ’ ἐν κονίῃς· ὁ δ’ ἐπεύξατο δῖος Ἀχιλλεύς·330
«Ἕκτορ ἀτάρ που ἔφης Πατροκλῆ’ ἐξεναρίζων
σῶς ἔσσεσθ’, ἐμὲ δ’ οὐδὲν ὀπίζεο νόσφιν ἐόντα,
νήπιε· τοῖο δ’ ἄνευθεν ἀοσσητὴρ μέγ’ ἀμείνων
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐγὼ μετόπισθε λελείμμην,
ὅς τοι γούνατ’ ἔλυσα· σὲ μὲν κύνες ἠδ’ οἰωνοὶ 335
ἑλκήσουσ’ ἀϊκῶς, τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοί
Τὸν δ’ ὀλιγοδρανέων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·
λίσσομ’ ὑπὲρ ψυχῆς καὶ γούνων σῶν τε τοκήων,
μή με ἔα παρὰ νηυσὶ κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν,
ἀλλὰ σὺ μὲν χαλκόν τε ἅλις χρυσόν τε δέδεξο,340
δῶρα τά τοι δώσουσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ,
σῶμα δὲ οἴκαδ’ ἐμὸν δόμεναι πάλιν, ὄφρα πυρός με
Τρῶες καὶ Τρώων ἄλοχοι λελάχωσι θανόντα
Τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
μή με κύον, γούνων γουνάζεο μὴ δὲ τοκήων·345
αἲ γάρ πως αὐτόν με μένος καὶ θυμὸς ἀνείη
ὤμ’ ἀποταμνόμενον κρέα ἔδμεναι, οἷα ἔοργας,
ὡς οὐκ ἔσθ’ ὃς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι,
οὐδ’ εἴ κεν δεκάκις τε καὶ εἰκοσινήριτ’ ἄποινα
στήσωσ’ ἐνθάδ’ ἄγοντες, ὑπόσχωνται δὲ καὶ ἄλλα,350
οὐδ’ εἴ κέν σ’ αὐτὸν χρυσῷ ἐρύσασθαι ἀνώγοι
Δαρδανίδης Πρίαμος· οὐδ’ ὧς σέ γε πότνια μήτηρ
ἐνθεμένη λεχέεσσι γοήσεται ὃν τέκεν αὐτή,
ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται
Τὸν δὲ καταθνῄσκων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·355
ἦ σ’ εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι, οὐδ’ ἄρ’ ἔμελλον
πείσειν· ἦ γὰρ σοί γε σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός.
φράζεο νῦν, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι
ἤματι τῷ ὅτε κέν σε Πάρις καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων
ἐσθλὸν ἐόντ’ ὀλέσωσιν ἐνὶ Σκαιῇσι πύλῃσιν.360
Ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψε,
ψυχὴ δ’ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδος δὲ βεβήκει
ὃν πότμον γοόωσα, λιποῦσ’ ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην.
τὸν καὶ τεθνηῶτα προσηύδα δῖος Ἀχιλλεύς·
τέθναθι· κῆρα δ’ ἐγὼ τότε δέξομαι ὁππότε κεν δὴ365
Ζεὺς ἐθέλῃ τελέσαι ἠδ’ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι.
Ἦ ῥα, καὶ ἐκ νεκροῖο ἐρύσσατο χάλκεον ἔγχος,
καὶ τό γ’ ἄνευθεν ἔθηχ’, ὁ δ’ ἀπ’ ὤμων τεύχε’ ἐσύλα
αἱματόεντ’· ἄλλοι δὲ περίδραμον υἷες Ἀχαιῶν,
οἳ καὶ θηήσαντο φυὴν καὶ εἶδος ἀγητὸν370
Ἕκτορος· οὐδ’ ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι
Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν πυρὶ κηλέῳ.
Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε καὶ οὐτήσασκε παραστάς.375
τὸν δ’ ἐπεὶ ἐξενάριξε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς
.
.
.