I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

36-GREEK POETRY POETRY-C.N.COUVELIS ΠΟΙΗΜΑΤΑ-Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ-ΜΕΡΟΣ 36 PART 36

.

.

GREEK  POETRY
POETRY-C.N.COUVELIS
ΠΟΙΗΜΑΤΑ-Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ
.
.
ΜΕΡΟΣ  36
PART  36

.

.


Μορφες-σιδερομπετον-υψος 50μ πλάτος 20μ βαθος15μ-μακεττα

-χ.ν.κουβελης 

c.n.couvelis  

   

επί λογων-χ.ν.κουβελης 

       

αεικινητος έλικας του Αρχιμήδη το ψαρι                                                     

υποθέτω στις Συρακούσες το 413 π. Χ ο Γυλιππος 

δεν απέτρεψε την εκτέλεση των στρατηγών 

Δημοσθένη και Νικια                       

«οὐδὲν [έστι] ὅ,τι οὐκ ἀπώλετο                            

στους λακκους των λατομείων 

ο ένας πάνω στον άλλον, 

ποιος ζει από πάνω μου; 

η Αττική είναι μακρυά, 

σκοτείνιαζε, η Ιστορία  θαμπωνει, 

ο ζητιάνος στην ερημη πλατεία στο Συνταγμα 

απλωνει το κομμένο χερι, 

'αν κι αλλάξαμε πορεία 

ποτέ δεν φτάσαμε στη Καμαρίνα 

η' στη Γελά 

ούτε σ'αλλη ελληνική πόλη', 

πόσο ματωμένα θολα κόκκινα 

ήταν τα νερά του ποταμού Αναπου,

'στις Επιπολες  σύγχυση 

ο ένας επεφτε πάνω στον άλλον 

και τον έσφαζε, 

αιτια κι ο κοινός παιανας', 

μνήμη εμφυλίου,

'θ'αναχωρουσαμε και θα σωνομασταν 

αν δεν γίνονταν η έκλειψη της σελήνης,

σίγουρα έφταιγε η δεισιδαιμονια του Νικια',

στην ερημη πλατεία 

τρίζουν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων,

Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ,

'επειτα'με κοίταξε με μάτια που δεν έβλεπαν'

το τέλος με τη σφαγή στον ποταμό Ασσιναρο'                

ἁθρόοι γὰρ ἀναγκαζόμενοι χωρεῖν 

ἐπέπιπτόν τε ἀλλήλοις καὶ κατεπάτουν, 

περί τε τοῖς δορατίοις καὶ σκεύεσιν 

οἱ μὲν εὐθὺς διεφθείροντο, 

οἱ δὲ ἐμπαλασσόμενοι κατέῤῥεον.(Θουκυδίδης Ζ'84.3). 

μεταφραζω:αναγκασμένοι να προχωρούν συντεταγμένοι 

επεφταν ο ένας πάνω στον άλλον και καταπατουνταν , 

άλλοι χτυπουσαν στα δόρατα και στις εξαρτήσεις 

κι αμέσως χάνονταν, άλλοι παρασερνονταν στα νερά              

είναι παράδοξο πως σημερα 

μετά από αυτήν την μεγάλη ελληνική πανωλεθρια 

διατύπωσαμε την εκφραση

-αεικινητος ελικας του Αρχιμήδη το ψαρι

.

.

.

 


Composition-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Χρονολογησεις

-χ.ν.κουβελης


ομονοια.14:20.

σειρηνα περιπολικου 

σκιζει 

το δερμα της Σταδιου.

κρεμασμενα ματια στα σταντς 

του περιπτερου προς Αθηνας.

"πισω μας σερνουμε τους δολοφονους".

δεν το ακουσα.14:26.

στο κενο της ιστοριας 

καταβροχθιζονται.14:35.

φωνες.εκκοφαντικες.14:41.

φλυαρια.14:42.

.

.

.

 


Φωτογράφιση

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η ευλύγιστη βαρύτητα του ανθρώπου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


με βέλη γλάρων το γαλάζιο

η ευλυγιστη βαρύτητα 

του ανθρώπου

τονίζοντας το φως η θαλασσα

τυλίχτηκε στη συμμετρια

ο χρόνος πεπερασμένος 

άπειρος

ο καθρέφτης του αέρα

τίποτα δεν είναι ακατανόητο

εντός των ανθρώπων

.

.

.




Εκ Χρέους στη Σαπφώ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μνασιδικη,μακριά.στα ξένα είσαι,

και να σε ξεχάσω

δεν μπορω,

εδώ τριαντάφυλλα και λωτοι ανθίζουν

που τοσο αγαπούσες,

η νοσταλγία με πλημμυρίζει λύπη,

πλέκοντας άνθη στεφάνωνα τα μαλλακια σου,

αλήθεια,μ'εχεις ξεχάσει;

ο έρωτας με τρανταζει,

φουστάνι με κρόκο βαμμένο φορούσες

πορφυρό,

τωρα τριγυρνω θλιμμένη

ως μέσα στον σκοτεινό να'μαι Άδη,

πανέμορφα κεντητά παπούτσια

στόλιζαν τα πόδια σου,

δεν ξέρω τι θέλω,χάνω το μυαλό μου,

δεν θα ξαναγυρίσεις,φοβάμαι,

κι εγώ θέλω να πεθάνω,

θυμάσαι με περιδερεια λαμπερα

ήταν στολισμένος ο λαιμός σου,

και μεθυστικά αρώματα μύριζε το κορμί σου,

καποτε Μνασιδικη εσένα είχα,

τη κοπέλα που λαχταρούσα,

τίποτα τώρα πια δεν έχω,

περασμένα μεσάνυχτα 

εδυσε η σελήνη κι η Πουλια,

κι εγώ μόνη κοιμάμαι,

και το κύμα

σε αμμο Ιωνίας 

έπειτα σιωπή

και ξανά αναταραχή του αέρα

η μνήμη βουλιάζει

πληθαίνει το σκοταδι

ανυπαρξία

.

.

.



προοπτική ενδυναμης ηχηρης 

συμμετριας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


ηχοι γρυλων και  το φεγγάρι 

ανέβηκε

Ποτνια Θηρών Κραταιά


υπερκυβικη ενοραση νερου

σε υπεροπτικη επιφάνεια κρινων

χρωματικη εφελκυουσα γραμματική 

ανθους

στη νοητική διαύγεια μελισσας

η έκρυθμη πολλαπλοτητα σωματικής 

ρωγμης

ανιοντος χρονου

ένοπλης υπερτονισμενης επαναστασης 

αορατου λςξεων

προοπτική ενδυναμης ηχηρης 

συμμετριας

μια ακροτητα φωτισμενου τοπιου 

θαλασσας

υπερδιπλασιασμενης ορμής 

αγχιβαθους δαχτυλου

αφή υπερουσια 

υπερενδοξη

λιτότητα ρυθμικη

Χαιρε 

η ταχυτης Αισθησεων

Χαιρε 

η ευαισθησια πράσινων δεντρων

με φθογγισμους πορτοκαλιού 

εξισώνεται η διαφάνεια κοχυλιου

υπερτολμη απειροτητα

Χαιρε 

η αφή της ορτανσιας στο λαιμό 

του κυκνου

λευκοφορα αρμονική εκτιναξη 

πρωινου

σε ασβέστη η ώρα της πεταλούδας 

κίτρινος

ευέλικτος ακροβατης

κύκλος ευθυτενής 

ορθοπλωρων πουλιων

και ημισφαιρικοι λόφοι κυματιστοι

φωτεινά ημιτονια καθαρού αερα

Χαιρε 

χλωρό χόρτο βουνών

ασπαρτο αεικινητο 

θρόισμα ψαριού

σε ροδιού κόκκινο φούσκωμα

η εντελης φυλλοροη 

πρώτων αριθμων ο κοσμος

η' ατελης ψίθυρος ιδεων

Χαιρε 

τα Πρώτα Ελάχιστα των Ανθρωπων

ο ερεθισμος της επιδερμίδας της άγριας 

μεντας

η μυρωδικη φωνή απλετος

ισομετρος κελαηδισμος ερωτηματων

Χαιρε 

η Δίεση του Αβεβαιου

το πράσινο φύλλο του Είναι 

η' του Μη Ειναι

η ατέρμονη πίεση του χρονου

στο χρυσό στάχυ του ηλιου

η ελάχιστη χειρονομια

.

.

.


Geometricous-2μ χ 3μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Παράλληλα Αποσταλμενα

(αδ)/χνκ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(Ουρλιάζει η ζωή μου,

κλεισμένη στο μπαλαούρο του έρωτα σου...

προσήνεμο στο πόνο κάθε σκέψη...

χάνομαι μέσα στο μαύρο...

αχρηστεύομαι...

σε γόρδιους κόμπους όλη η αγάπη!)


η γοητεία σου ανίκητη σε μενα


ο έρωτας σου

αδυσώπητος

με αφανιζει

ομορφιά που είσαι;


(Χάθηκα μέσα στο μαύρο σου)


θέλω να εμφανισθείς

θεα 

όμορφη

για λατρεια


αυτη τη νυχτα

η σελήνη γλυστρισε

στον αριστερο ώμο σου

ήταν τοσο

εμφανής η απουσία σου


ότι ενώνει 

είναι η μεταφυσική

και τα ίχνη 

των πουλιών στην άμμο

τότε

ψηλαψησα

τα ιδεογράμματα του προσώπου σου

ειδα

τα μάτια

βαθειά στο φως


το όστρακο

η ρυθμική σου

έκρηξη

κλείστηκα

στον ήχο σου

το σώμα 

εκεί κρίνα αγρών

στα πόδια


κι έπειτα ο χρόνος

μια κλειστή γραμμή είναι

να σε συναντήσω


Σωμα Ενυδρο Υποκοριστικων

Φωνων Κρινων Ρηγματων

ΣωματοΦωνα Μαγνητοφωνα Στιλβουσων

Παρθενων Ακροτελευτου Ωραιοτητος

Κεκοσμημεναι Πολυτιμων Λιθων

Πρασινων Σαπφειρων και Ροδαλιζοντων

Κορραλιων Αφροεσσων Μηρων

Αμφιρυτων και Αδυμελεστατων

Μελισσων ο Διαφανος Εκπεσων Ανεμος

επι Δρυων επι Βραχων επι Λευκων Ανθεων

επι Καλων Μελων και των Ασεμνων

οι Οφθαλμοι Τανυπτερυγοι Εριφυλλοι

Ευδαιμονες Αρρητων Υπερουσιων

Αει Υπερ Αειθαλλων Ορθων Κυπαρισσων

Αει Υπερ Πληρους Ευωδοσεως των Φαλλων

Αει Υπερ Ανθεστηριων Κοριτσιων Εφηβαιων

και ο Αμαχος Ηρωας εκρινε:

Αξιον Εστι το Παναγνον

το Παγκαλον

το Αειδωρον

το Μυρσινης Οξυτερον

και Ευμελεστερον

το Φωνηεν Ιωτα Κορης

ειτε Μελιχρης ειτε Ξουθιας

.

Αει των Αρετων η Ασελγεια

Αει των Αδολων το Κρατος

Αει των Μη -Κρινοντων τ'Αγαθα

Αει τα Υψηλα Ελαχιστα

.

Σωμα Αχιβαδα Ασυμφωνων Ερωτηματων

Τι το Ατελες; τι το Λυσιτελες

Φρεατιον Υδατων

Κορης Ωραιας και Παγχρυσου

ΣωματοΦωνο Ειναι


(Μαγεία)


Κι εσύ

.

.

.



Pier Paolo Pasolini-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης


Mama Roma,Ecce l'Uomo Oedipus(Pier Paolo Pasolini)

-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης


Lo sapevi, peccare non significa fare il male: non fare il bene, 

questo significa peccare

να ξερεις,ν'αμαρτανεις δεν σημαινει να κανεις το κακο,

να μην κανεις το καλο αυτο σημαινει ν'αμαρτανεις

(Pier Paolo Pasolini)


Σκηνικό 


η Μηδεια  

στο ρόλο της Ιοκάστης 

η Σφίγγα τραγουδαει

Sometimes I feel like a motherless child,

A long way from home

ένα παιδί παίζει βόλους

τα μάτια του

Οιδίποδας:Χρέος μου η Αλήθεια

με οποιοδήποτε τίμημα

πουλιά σημαδεύουν τα σύννεφα

εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι

νοσεῖτε πάντες, καὶ νοσοῦντες, ὡς ἐγὼ 60

οὐκ ἔστιν ὑμῶν ὅστις ἐξ ἴσου νοσεῖ.

εγώ πιο πολύ απ' όλους εσάς

η κραυγή του

εγώ ένας Munch King

Crying 

στη Θήβα

η έρημος η άμμος

μια τοιχογραφία του Diego Maradona

στην αρχαία Νάπολη

η εφημερίδα στο πρωτοσέλιδο

Ο ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ ΧΑΘΗΚΕ ΣΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ

το νεκρό σώμα στη Νέκυια

του Πιερ Πάολο Παζολίνι

ένα μαρξιστικό αίνιγμα

Forza Italia

ο Ακατονε κατουράει το γκράφιτι

πουτανες μέσα σε προϊστορικά μπορδελα

δέχονται πλανόδιους μισθοφόρους

στο αρχαίο θέατρο των Συρακουσών

απαγγέλει

la loro speranza nel non avere speranza

κάποιος από τους θεατές εξεγείρεται

-είναι αγύρτης,φωνάζει,αντιγράφει ξεδιάντροπος τον Δάντη,

ιερόσυλος

στο επόμενο μονοπλάνο:ο λιθολισμος 

του αποδιοπομπαιου τραγου

(ἀποδιοπομπέομαι < ἀπό + Ζεύς(Θεός)+ πομπή

καθαίρω, αποβάλλω το μίασμα)

σε άλλη εικόνα:η Σιλβανα Μανγκανο

στο πορνειο της Πομπηίας:ΘΕΩΡΗΜΑ

ημερομηνία 1968

η επιγραφή στο δωμάτιο της:Euploia adest duobus milibus hominum

στα λατινικά

και μεταφρασμένη στα ιταλικά:Euploia è qui per duemila uomini

γύρισε από τη λαϊκή,πονάνε τα πόδια της,

φούσκωσαν,τα βάζει στη λεκάνη στο χλιαρό νερό,

τις νύχτες ξενυχτάει στην παραλία της Οστιας,

Μαμα Ρομα,της φωνάζουν,εδώ δολοφόνησαν τον Εττορε

τον γιο σου,

ένα αυτοκίνητο περνούσε πάνω απ'το σώμα του

και το έλιωσε

-ο δικος μου Οιδίποδας,ουρλιαζει η Άννα Μανιάνι,

δολοφονηθηκε

μετά το πλάνο με τον γυμνό άντρα

που εξαφανιζεται στην ερημμο

το πλάνο με το γραμμόφωνο

και τη φωνή της Odetta

Sometimes I feel like a motherless child,

A long way from home

.

.

.


Φωτογραφίζοντας (blended) την Αντιγόνη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Εικόνα με την Αντιγόνη:

τη νύχτα ο γρύλος κάτω από την πίεση της σελήνης,

μιλάμε για την Αντιγόνη,την συνονοματη,του Σοφοκλή,

'ερημη,ανυμεναιος,πικραμενη',το άψυχο σώμα του αδελφού της,

το nocturne op 9 n 2 του Σοπέν,

'η θλίψη του βαν Γκογκ που θα διαρκέσει για παντα',

η Αντιγόνη χαμογελάει,

ποια αιωνιότητα επαναλαμβάνεται;


στα ημιτόνια της νύχτας ο γρύλος 


κατά κάποιο τρόπο,μαζί,αποφευγουμαι

την γελοιοτητα της υπαρξης


αργότερα μετέφρασε:


Αντιγόνη Σοφοκλή(στίχοι 806-815,824-831)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Αντιγόνη


δέστε με,της πατρικής γης πολίτες,το δρόμο

τον τελευταιο να περπατώ,το τελευταίο  φως

 του ήλιου να βλέπω,και ποτέ ξανά,αλλ' ο Αδης

π'ολους αναπαυει ζωντανη στ' Αχέροντα την ακτή

με πάει,ούτε γαμήλια τραγουδια ευτύχησα,

ουτε με νυφικό κάποιος ύμνο μ'ύμνησε,

αλλ'με τον Αχέροντα θα νυμφευτω,

ακουσα πριν για τον πολύ θλιβερό χαμό της ξένης 

απ'τη Φρυγια κορης του Τανταλου,που στη κορφή

του Σιπυλου,αυτή όπως ο κισσος που  εξαπλωνει η πέτρα 

φύτρωσε γυρω της και την πνιγει

και τώρα οι βροχές την λιωνουν,όπως οι άνθρωποι λένε,

και ποτέ το χιονι δεν λειπει,

και κάτω απ' τα φρύδια της

τα πολυδακρυσμενα  βρέχεται ο λαιμός της,

ίδια εμενα ο θεος με στέλνει

στο θανατο

.

.

ὁρᾶτ᾽ ἔμ᾽, ὦ γᾶς πατρίας πολῖται, τὰν νεάταν ὁδὸν

στείχουσαν, νέατον δὲ φέγγος λεύσσουσαν ἀελίου,

κοὔποτ᾽ αὖθις. ἀλλά μ᾽ ὁ παγκοίτας Ἅιδας ζῶσαν ἄγει810

τὰν Ἀχέροντος

ἀκτάν, οὔθ᾽ ὑμεναίων ἔγκληρον, οὔτ᾽ ἐπινύμφειός

πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν, ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω.


ἤκουσα δὴ λυγρότατον ὀλέσθαι τὰν Φρυγίαν ξέναν

Ταντάλου Σιπύλῳ πρὸς ἄκρῳ, τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς825

πετραία βλάστα δάμασεν, καί νιν ὄμβροι τακομέναν,

ὡς φάτις ἀνδρῶν,

χιών τ᾽ οὐδαμὰ λείπει, τέγγει δ᾽ ὑπ᾽ ὀφρύσι παγκλαύτοις830

δειράδας· με δαίμων ὁμοιοτάταν κατευνάζει

.

.

.



Η Συνάντηση του Οδυσσέα και Αχιλλέα

(Οδύσσεια Ομήρου,ραψωδία λ' Νέκυια,στίχοι 471-491,533-540)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


και τότε την ψυχή τ'Αχιλλεα γνωρισα:


Οδυσσέα,πως έφτασες ως εδώ στον Αδη;

όπου είναι μονάχα θλιβερά φαντάσματα

ανθρώπων;


και τοτ'εγω τ'απαντησα:


Αχιλλέα Πηληδη ανάμεσα στους Αχαιούς ξεχωριστε

του Τειρεσια ήρθα εδώ τη γνώμη να γυρέψω

πως στο σπίτι μου στο Θιακι το πέτρινο νησί θα γυρίσω 

γιατι μέχρι τώρα σε γη Αχαϊκή κοντά  δεν έφτασα

μήτε σε χώμα πατρίδας πατησα,μόν'ολο βάσανα έχω,

και σαν εσένα Αχιλλέα άλλος απ'τους ανθρώπους

στα περασμένα χρόνια ευτυχέστερος δεν ήταν

όταν ζούσες ίσα με τους θεους τιμουσαμε οι Αργείοι,

και τώρα στους νεκρούς μέσα θαυμαστός είσαι,

γι'αυτο να μην σε τρώει λύπη,Αχιλλέα,οτι πεθανες


κι αυτός έτσι μ'αποκριθηκε:


Οδυσσέα,μη θέλεις το θάνατο με λόγια παρηγορα

να μου γλυκάνεις,καλλίτερα πάνω στη γη να'μουνα

σ'αλλον άνθρωπο φτωχό και ταπεινό να ξενοδουλευα

παρά πεθαμένος να'μαι και σ'ολους τους νεκρούς

να βασιλευω


(τότε για τον γιο του Νεοπτόλεμο με ρώτησε

κι εγώ τα κατορθώματά του στο Ίλιο τη Τροία είπα)


κι όταν του Πριάμου την πόλη πήραμε

με το μερίδιο του και δώρα στο καράβι μπήκε

χωρίς να λαβωθει γιατί κοφτερό κοντάρι

δεν τον άγγιξε,όπως συνειθισμενο είναι στο πόλεμο 

να συμβαίνει,όπου του Άρη τρομερή η μανία 


έτσι είπα,και τότε τ'Αχιλλέα η ψυχή γαληνεμενη

κατά τον κάμπο με τα ασφοδελα τράβηξε

αφού τα ένδοξα έργα του γιου του εμαθε

.

.

ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο

καί ῥ' ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·


«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν' Ὀδυσσεῦ,

σχέτλιε, τίπτ' ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον;

πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ   475

ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων


ὣς ἔφατ', αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·

«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ' Ἀχαιῶν,

ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν

εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην·   480

οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος οὐδέ πω ἁμῆς

γῆς ἐπέβην, ἀλλ' αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ', Ἀχιλλεῦ,

οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτερος οὔτ' ἄρ' ὀπίσσω·

πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν

Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν   485

ἐνθάδ' ἐών· τῶ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.»


ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ' αὐτίκ' ἀμειβόμενος προσέειπε·

«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ' Ὀδυσσεῦ.

βουλοίμην κ' ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,

ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη,   490

ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.

.

.

ἀλλ' ὅτε δὴ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν,

μοῖραν καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν

ἀσκηθής, οὔτ' ἂρ βεβλημένος ὀξέϊ χαλκῷ   535

οὔτ' αὐτοσχεδίην οὐτασμένος, οἷά τε πολλὰ

γίνεται ἐν πολέμῳ· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης.»


ὣς ἐφάμην, ψυχὴ δὲ ποδώκεος Αἰακίδαο

φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα,

γηθοσύνη, ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι.540

.

.

.



Αντιγονη-σχεδιο χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

 

Ο αντίλογος της Αντιγόνης στον Κρέοντα

(Αντιγόνη Σοφοκλή,στίχοι 449-470)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


(στο άδειο αρχαίο θέατρο,

βραδυαζε,ο ήχος των τζιτζικιών,ο χορός,

-η εξουσία,ειπε,των ανθρώπων,κι οι νόμοι τους,

δεν είναι απαραβίαστοι κι αλάθητοι,

τόση μεταφυσική παντου,

η σελήνη,πανσέληνος,ανέβαινε από την ανατολή,

νομοτελειακά από αύριο,μετά την αύξηση,

η μείωση)


ΚΡΕΩΝ

κι αλήθεια τόλμησες να παραβεις αυτούς

εδώ τους νόμους;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

γιατί σε μένα αυτά εδώ δεν τα'χε κηρύξει

ο Δίας,ούτε η Δικη που με τους θεούς

του κάτω κόσμου συγκατοικεί,τέτοιους

στους ανθρώπους όρισαν νομους

ούτε νόμιζα τόσο δυνατά να'ναι 

τα δικά σου προστάγματα ώστε τ' αγραπτα

κι αλαθευτα θεσπισματα των θεών,ενω'σαι θνητός,

να παραβαινεις,γιατί ούτε τώρα και χτες,

αλλά πάντοτε ισχύουν αυτοί,και κανείς δεν γνωρίζει

από πότε φάνηκαν,γι'αυτα λοιπόν δεν έπρεπε,

από κανενος ανθρώπου τη θεληση φοβισμένη,

στους θεούς να δικαστώ,γιατί πως θα πεθάνω 

το γνωριζα,πως αλλιως όχι;και πριν το προκηρύξεις,

αν δε πριν την ώρα πεθάνω,κέρδος αυτό εγώ το λέω,

γιατί όποιος μέσα σε πολλά όπως εγώ βάσανα

ζει,πως ειναι πεθαινωντας να μην κερδίζει;

έτσι σε μένα τούτη  δώ η μοίρα που'τυχα 

κανενας δεν είναι πονος,αλλ'αν ήταν αθαφτο 

ν'άφηνα το νεκρό σώμα αυτού που απ'την μάνα μου 

γεννήθηκε και πέθανε για κείνο θα πονούσα,

όμως γι'αυτα δεν πονάω,κι αν μου φαίνεται

τώρα πως για σενα τώρανανόητα συμβαινει να πράττω,

ίσως με τον ανόητο σε ανοησια να παρασερνομαι

.

.

ΚΡΕΩΝ

 καὶ δῆτ᾽ ἐτόλμας τούσδ᾽ ὑπερβαίνειν νόμους;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ

οὐ γάρ τί μοι Ζεὺς ἦν ὁ κηρύξας τάδε,450

οὐδ᾽ ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη

τοιούσδ᾽ ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους,

οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ

κηρύγμαθ᾽ ὥστ᾽ ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν

νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ᾽ ὑπερδραμεῖν.455

οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε

ζῇ ταῦτα, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου ᾽φάνη.

τούτων ἐγὼ οὐκ ἔμελλον, ἀνδρὸς οὐδενὸς

φρόνημα δείσασ᾽, ἐν θεοῖσι τὴν δίκην

δώσειν· θανουμένη γὰρ ἐξῄδη, τί δ᾽ οὔ;460

κεἰ μὴ σὺ προυκήρυξας. εἰ δὲ τοῦ χρόνου

πρόσθεν θανοῦμαι, κέρδος αὔτ᾽ ἐγὼ λέγω.

ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς

ζῇ, πῶς ὅδ᾽ οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει;

οὕτως ἔμοιγε τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν465

παρ᾽ οὐδὲν ἄλγος· ἀλλ᾽ ἄν, εἰ τὸν ἐξ ἐμῆς

μητρὸς θανόντ᾽ ἄθαπτον ἠνσχόμην νέκυν,

κείνοις ἂν ἤλγουν· τοῖσδε δ᾽ οὐκ ἀλγύνομαι.

σοὶ δ᾽ εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν,

σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω.470

.

.

.



Φωτογράφιση

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Η Ελένη πριν την φωτογράφιση μοδας

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


μετά την εκστρατεία στη Τροία,

επέστρεψε στη Σπάρτη,

η Ερμιόνη είχε μεγαλώσει,

ένιωθε απέχθεια γι'αυτη,

το αισθάνονταν,

κάποτε θα αντιμετώπιζε την κρίση,τη δίκη,

η Σπάρτη είναι αυστηρή,

δεν λογαριάζει ηδονές,

οι αδύνατοι είναι σκλάβοι τους,

εκείνο το βράδυ μπήκε στη καμαρά της,

βρήκε τη κοπέλα στον καθρέφτη,

-τώρα εσύ είσαι η όμορφη,

της είπε,

άπλωσε το χέρι να την αγκαλιάσει,

εκείνη της το τίναξε,

-αφησε με,φώναξε,

αρκετα με το μυθο της Αιγύπτου,να κοροϊδεύεις παιδιά ειναι,μεγάλωσα μητερα-

όλη τη νύχτα έμεινε άγρυπνη,

στ' αυτιά της ο αδιάκοπος ήχος των βατράχων μέσα στα καλάμια του Ευρώτα,

στο βάθος ο τεράστιος σκοτεινός όγκος του Ταυγετου,απειλητικός γίγαντας,

αισθάνονταν πως τα πάντα γύρω της είχαν

μεταβληθεί σε εφιάλτη,

τόσα ηρωικά κορμιά για την ανοησία της νεκρά

επέπλεαν στα νερά του Σκαμανδρου,

αδύνατο να ξεχάσει,καμια συγχώρεση,

ακούστηκε ένα μωρό,μέσα στη νύχτα,

να κλαίει στη κούνια,

-ο φτωχός μου Αστυανακτας,τρανταχτηκε  στη σκέψη,

η ζωή της μια γελοία ζωή 

κατάντησε,

αύριο,πρωί πρωί,έχει φωτογράφιση για το λάιφ σταιλ περιοδικό μόδας,

δεν την ενδιαφέρει που απ' το ξενυχτι θα'χει μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια,

είναι αποφασισμένη θα αρνηθεί το μακιγιάζ,

-αν θέλετε την ομορφιά μου αυτή είναι,θα τους πει,κι αυτή να πουλήσετε

.

.

.



ΑΝΤΙΓΟΝΗ.Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν.523

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


άναψαν δυνατό φως και το πέταξαν πάνω της

να την γυμνωσουν από νου και θέληση,

-ποια είσαι,παλιοπουτανα;,ούρλιαξαν

ενας την χαστούκισε,και ξέσπασε σ'αγρια γελια

-δεν βλέπετε; η Αντιγόνη ειναι

το νεκρό σώμα του προδότη εθαψε

τους κοιτούσε και δεν τους έβλεπε

ούτε τις φοβερες τους άκουγε

καυτός λίβας ξηρενει το χωμα

σφήκες και μύγες σκεπαζουν το κορμί του

κανένας ανθρώπινος νομος δεν μ'εμποδιζει να το κάνω

έσκαψε το χώμα το μάζεψε με τη παλάμη

και το'ριχνει πανω στο νεκρό αδελφό

στη γη να τον θάψει,

μετά από την εκτέλεση του πανάρχαιου χρέους

ας με σκοτώσουν,

γιατί αργούν;


ΑΝΤΙΓΟΝΗ.Θέλεις τι μεῖζον ἢ κατακτεῖναί μ’ ἑλών;

στιχος 497,Αντιγόνη Σοφοκλή

τι πιο πολύ;ελα λοιπόν να με σκοτωσεις


ΑΝΤΙΓΟΝΗ.Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν.523

δεν γεννήθηκα για να μισω,αλλά για ν'αγαπω

.

.

.

 


η Τεκμησσα γυναικα του Αιαντα του Τελαμωνιου

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


η σιωπη

η απέραντη ερημιά

η ψυχή

η φωνή 

η φωνή της

Παράγγειλέ μου, μάτια μου, το πότε θέλεις να ‘ρθης,

να στρώσω ρόδα ‘ς τα βουνά, τριαντάφυλλα ‘ς τους κάμπους,

η νυχτα

ο αντιλογος

-Κι’ α στρώσης ρόδα, μάζω τα, τριαντάφυλλα, μύρισέ τα,

κι εγώ πίσω δεν έρχομαι και πίσω δεν γυρίζω

ο Αίαντας μου

τα ελληνικά του λόγια

ἀλλ᾽ ἁλίσκεται

χαἰ περισκελεῖς φρένες

κι ο αλύγιστος νους νικιεται

τίποτα δεν θα ξεχάσω

κἀγὼ γάρ, ὃς τὰ δείν᾽ ἐκαρτέρουν τότε

βαφῇ σίδηρος ὥς, ἐθηλύνθην στόμα

πρὸς τῆσδε τῆς γυναικός· οἰκτίρω δέ νιν

χήραν παρ᾽ ἐχθροῖς παῖδά τ᾽ ὀρφανὸν λιπεῖν

κι εγώ που σαν βαμενο σίδερο σκληρός ήμουνα

γι'αυτη τη γυναίκα μαλακωσα

και με πικρενει χήρα στους εχτρους ν'αφησω

κι ορφανό το παιδί 

ο άνεμος δυνατός

το Ίλιον στην ομίχλη,κοιτάζω στη καρτ-ποσταλ

ένα βουητό αγριεμενων αντρών

το αρχαίο θέατρο

Αίας του Σοφοκλή,

ὑμεῖς δ᾽ ἃ φράζω δρᾶτε, καὶ τάχ᾽ ἂν μ᾽ ἴσως

πύθοισθε, κεἰ νῦν δυστυχῶ, σεσωμένον.

ο ήλιος πυρακτωμένος στη δύση

βράδιασε,

νύχτωσε,

τα κύματα της θαλασσας αφριζουν στα βράχια

μια αδιάφορη πανσέληνος πάνω

ένα κυπαρίσσι γυαλίζει κοφτερό

καμια κραυγή

ούτε ένα ουρλιαχτό ανθρώπου

που σφάζεται δεν ακούστηκε

μόνο αυτό

σεις να κάνετε ότι σας λέω,κι ίσως πολύ

γρήγορα μάθεται,πως αν και δυστυχισμένος είμαι,

έχω σωθει

έπειτα η σιωπή

απέραντη

τετέλεσται

η ψυχή μου

.

.


Ο Θρήνος της Ανδρομάχης για τον νεκρό Εχτορα

(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία Ω',στιχοι 722-745)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


οι γυναίκες στεναζαν,και σ'αυτες

η ασπροχερα Ανδρομάχη άρχισε το θρηνο,

του Εχτορα του πολεμιστή το κεφαλι 

πιάνοντας με τα χερια,άντρα μου,νέος 

στα χρόνια χάθηκες,κι εδώbμ'αφηνεις χήρα, 

και το παιδί που νήπιο είναι ακόμα,

που εσύ κι εγώ οι δυσμοιροι γεννησαμε,

κι ούτε θα φτάσει να μεγαλώσει άντρας,

γιατί γρήγορα απ' άκρη σ'ακρη η πόλη 

θα πέσει,αφού εσύ χάθηκες ο φύλακας,

αυτός που την έσωζε,και τις φρόνιμες 

γυναίκες και τα νήπια παιδια,

αυτοί γρήγορα στα κοίλα πλοία

θα μας σύρουν να φορτώσουν,

και μένα με σας,και συ παιδί μου

μαζί μου θα'σαι,όπου σ'εργα ανάρμοστα 

θα δουλεύεις,σε κύριο μοχθωντας σκληρό,

αν κάποιος απ' τους Αχαιούς δε σε ρίξει 

τραβώντας με τα χέρια απ' το πύργο 

πικρό να σου δώσει χαμό,

οποιος τον αδερφό του ο Εχτορας σκότωσε 

η' τον πατέρα η' και τον γιο,

αφού παρά πολλους απ'τους Αχαιους 

απ'τα χερια τ'Εχτορα τους εφαγε το χώμα,

γιατί ο πατέρας σου σκληρός στον ολέθριο 

πόλεμο ήταν,γι'αυτό ο λαός οδύρεται στη πολη,

κι ο θρήνος βουβός στους γονείς  και το πενθος,

Εχτορα,και πιο πολύ σε μένα  πικρός πόνος θα μείνει,

γιατί στο κρεβάτι δεν πεθανες κρατώντας μου 

τα χέρια,ούτε κάποιον μου'πες φρόνιμο λόγο,

που για πάντα δακρυζοντας νύχτα και μέρα να θυμάμαι

.

.

ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.

τῇσιν δ’ Ἀνδρομάχη λευκώλενος ἦρχε γόοιο,

Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο κάρη μετὰ χερσὶν ἔχουσα·

«ἆνερ, ἀπ’ αἰῶνος νέος ὤλεο, κὰδ δέ με χήρην725

λείπεις ἐν μεγάροισι· πάϊς δ’ ἔτι νήπιος αὔτως,

ὃν τέκομεν σύ τ’ ἐγώ τε δυσάμμοροι, οὐδέ μιν οἴω

ἥβην ἵξεσθαι· πρὶν γὰρ πόλις ἧδε κατ’ ἄκρης

πέρσεται· ἦ γὰρ ὄλωλας ἐπίσκοπος, ὅς τέ μιν αὐτὴν

ῥύσκευ, ἔχες δ’ ἀλόχους κεδνὰς καὶ νήπια τέκνα,730

αἳ δή τοι τάχα νηυσὶν ὀχήσονται γλαφυρῇσι,

καὶ μὲν ἐγὼ μετὰ τῇσι· σὺ δ’ αὖ τέκος ἢ ἐμοὶ αὐτῇ

ἕψεαι, ἔνθά κεν ἔργα ἀεικέα ἐργάζοιο,

ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου, ἤ τις Ἀχαιῶν

ῥίψει χειρὸς ἑλὼν ἀπὸ πύργου λυγρὸν ὄλεθρον,735

χωόμενος, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ

ἢ πατέρ’, ἠὲ καὶ υἱόν, ἐπεὶ μάλα πολλοὶ Ἀχαιῶν

Ἕκτορος ἐν παλάμῃσιν ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας.

οὐ γὰρ μείλιχος ἔσκε πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ·

τὼ καί μιν λαοὶ μὲν ὀδύρονται κατὰ ἄστυ,740

ἀρητὸν δὲ τοκεῦσι γόον καὶ πένθος ἔθηκας,

Ἕκτορ· ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά.

οὐ γάρ μοι θνῄσκων λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας,

οὐδέ τί μοι εἶπες πυκινὸν ἔπος, οὗ τέ κεν αἰεὶ

μεμνῄμην νύκτάς τε καὶ ἤματα δάκρυ χέουσα

.

.

.



Ο Θρήνος της Εκάβης για τον Εχτορα

(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία Ω',στίχοι 746-760)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


στεναζαν οι γυναίκες,κι ανάμεσα σ'αυτες 

άρχισε η Εκάβη τον γοερα το θρήνο,

Εχτορα,ήσουνα σε μένα στη καρδιά 

το πιο αγαπημένο απ'ολα τα παιδιά,

κι όταν ζούσες αγαπητος ήσουνα

στους θεούς,αφού και τώρα σε λυπούνται 

στου θανάτου τη μοιρα,γιατί τ'αλλα μου παιδιά  

ο γρηγορος στα πόδια Αχιλλέας επωλούσε,

κάποιον που'πιανε,πέρα στην ασιγαστη 

θάλασσα,στη Σάμο και στην Ίμβρο 

και στη Λήμνο που μέσα στην ομίχλη είναι,

κι σένα αφού σου τραβηξε με το χάλκινο  

κοντάρι τη ψυχη,πολλές φορές σε εσερνε 

γύρω απ'του φίλου του Πατροκλου τον τάφο,

που σκότωσες,όμως δεν τον ανέστησε,

τώρα σε μένα δροσερός κι ανέπαφος 

στο σπίτι είσαι ξαπλωμένος,όμοια μ'αυτον

που ο αργυροτοξος  Απολλωνας  ήρθε

και τον σκότωσε με τ'αορατα τα βελη,

έτσι είπε κλαίγοντας,και βαρυ θρήνο σηκωσε

.

.

... ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες.

τῇσιν δ’ αὖθ’ Ἑκάβη ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο·

«Ἕκτορ, ἐμῷ θυμῷ πάντων πολὺ φίλτατε παίδων,

ἦ μέν μοι ζωός περ ἐὼν φίλος ἦσθα θεοῖσιν·

οἱ δ’ ἄρα σεῦ κήδοντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ.750

ἄλλους μὲν γὰρ παῖδας ἐμοὺς πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεὺς

πέρνασχ’, ὅν τιν’ ἕλεσκε, πέρην ἁλὸς ἀτρυγέτοιο,

ἐς Σάμον ἔς τ’ Ἴμβρον καὶ Λῆμνον ἀμιχθαλόεσσαν·

σεῦ δ’ ἐπεὶ ἐξέλετο ψυχὴν ταναήκεϊ χαλκῷ,

πολλὰ ῥυστάζεσκεν ἑοῦ περὶ σῆμ’ ἑτάροιο,755

Πατρόκλου, τὸν ἔπεφνες· ἀνέστησεν δέ μιν οὐδ’ ὧς.

νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι

κεῖσαι, τῷ ἴκελος ὅν τ’ ἀργυρότοξος Ἀπόλλων

οἷς ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν.»

 Ὣς ἔφατο κλαίουσα, γόον δ’ ἀλίαστον ὄρινε.760

.

.

.

 


The Enigma-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης


Πλήρους ιμερων εκβλαστησεων-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Υψηλή ευθύνη περιστεριού 

ενδοξη 

εκσπερμάτωση κροταλία 

εντός ατελούς κοχλία 

εκδορευουσα 

πορφυροαισθιοντα κόλπον παρθένου 

πολλαπλών εγκαυλωσεων 

μετά ριπής κανονιοβολου ντε Σαντ 

ηχησεως 

περιβλέπτου Απτέρου Φιλονικίας 

ορθοψωλων ταυρισκων 

η' και αιγοκερων 

εκπορνευσεως συνενόχων 

συνουσιασμενων επί ποδηλάτων 

εν ατμοσφαιρα 

υλακων ορνιθοπτερυγων  

απαριθμουντων άπειρων στυσεων 

εντός μελανομορφου χοάνης  

νεγρισας εκ Μεγαρίδος

υπό λαυριας σκιάς 

οξειων κυπαρισσιων 

εξεχουσων οκταηχου ιντσεων 

μουνομερούς  εγχυματος 

περί τον μεσημβρινον ησυχασμον 

του αεροπτεριζομενου 

αεί Πανος παντός

.

.

.



Το γενι του πατερα μου-Μαχαιρα-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Οκτωβρης-χωρισθηκε το χωραφι σε σποριες


ο πατέρας μου κι οι άλλοι γεωργοί,κληρονόμοι του Ησιοδου,

αυτά άκουσαν και τήρησαν :


(Ησιόδου Έργα και Ημεραι)

-μεταφραση χνκουβελης cncouvelis


τους θνητους ανθρωπους άλλοτε  ένδοξους

κι άλλοτε αδοξους κάνει,άλλοτε γνωστους

κι αλλοτε άγνωστους,του μεγαλοδυναμου Δία 

η θεληση,γιατί εύκολα κάνει καποιον δυνατό,

κι εύκολα τον δυνατό ασθενιζει,τον δε θαυμαστο

μειώνει και τον αφανή υπερυψωνει,τον αδικο

εύκολα επανoρθωνει και τον υπερόπτη ταπεινωνει


ὅν τε διὰ βροτοὶ ἄνδρες ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε,

ῥητοί τ᾽ ἄρρητοί τε Διὸς μεγάλοιο ἕκητι.

ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει, 5

ῥεῖα δ᾽ ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει,

ῥεῖα δέ τ᾽ ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφε

.

και στον ίδιο του τον εαυτό κακό κάνει ο άνθρωπος

που σ'αλλον άνθρωπο κακό κάνει,κι η κακή συμβουλή

σ' αυτόν που συμβούλεψε πιο κακή,όλα του Δία

το μάτι τα βλέπει κι όλα τα καταλαβαινει


οἷ τ᾽ αὐτῷ κακὰ τεύχει ἀνὴρ ἄλλῳ κακὰ τεύχων, 265

ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη.

πάντα ἰδὼν Διὸς ὀφθαλμὸς καὶ πάντα νοήσας

.

γιατί η ανέχεια σ'ολα εντελώς με τον άνθρωπο

που δεν εργάζεται σύντροφος είναι,μ'αυτον επίσης

οι θεοί οργιζονται,αλλά κι οι άνθρωποι μ'οποιον ζει

και δεν εργάζεται,στο ήθος ομοιοι με τους χωρίς κεντρί

κηφήνες,αυτους που τον κοπο των μελισσών 

χωρίς να εργάζονται κατασπαταλουν τρώγοντας


Λιμὸς γάρ τοι πάμπαν ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί·

τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἀνέρες ὅς κεν ἀεργὸς

ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν,

οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ 305

ἔσθοντες· 

.

καμία εργασία ντροπή,το να μην εργάζεσαι ντροπη


ἔργον δ᾽ οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ᾽ ὄνειδος. 316

.

κακά μην κάνεις κέρδη,τα κακά κέρδη ίσα με με ζημια


μὴ κακὰ κερδαίνειν· κακὰ κέρδεα ἶσ᾽ ἄτῃσι 352

.

μήτε ν,'αναβαλλεις γι'αυριο και για μεθαυριο

γιατι την κατάλληλη ώρα οποιος ανθρωπος

δεν εργάζεται την αποθήκη δεν γεμιζει,

ουτ'αυτος π'αναβαλλει,το έργο η μέριμνα ωφελεί,

ο άνθρωπος π'αναβαλλει την εργασία 

συνέχεια με τη ζημιά παλευει


μηδ᾽ ἀναβάλλεσθαι ἔς τ᾽ αὔριον ἔς τε ἔνηφι·410

οὐ γὰρ ἐτωσιοεργὸς ἀνὴρ πίμπλησι καλιὴν

οὐδ᾽ ἀναβαλλόμενος· μελέτη δέ τοι ἔργον ὀφέλλει·

αἰεὶ δ᾽ ἀμβολιεργὸς ἀνὴρ ἄτῃσι παλαίει.

.

βόε δ᾽ ἐνναετήρω 

ἄρσενε κεκτῆσθαι, τῶν γὰρ σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,

ἥβης μέτρον ἔχοντε· τὼ ἐργάζεσθαι ἀρίστω.

οὐκ ἂν τώ γ᾽ ἐρίσαντε ἐν αὔλακι κὰμ μὲν ἄροτρον

ἄξειαν, τὸ δὲ ἔργον ἐτώσιον αὖθι λίποιεν.440


βόδια εννιάχρονα αρσενικά δυο να πάρεις,

γιατί η δύναμη αυτών δεν εξαντλείται,

αφού στη πρωτη της ηλικίας νιοτη είναι,

και για να εργαστουν άριστα ταιριαστά,

ποτε δεν θα μαλωσουν στ'αυλακι τ'αλετρι

να σπασουν κι η δουλειά μάταια εκεί να παψει

.

και φυλαγε,πότε του γερανού θ'ακουσεις τη φωνη

πάνω ψηλά απ'τα σύννεφα που κάθε χρόνο κραζει

και τ'οργωματος φερνει σημάδι και του χειμώνα

την ώρα του βροχερου καιρου δειχνει


Φράζεσθαι δ᾽, εὖτ᾽ ἂν γεράνου φωνὴν ἐπακούσῃς

ὑψόθεν ἐκ νεφέων ἐνιαύσια κεκληγυίης,

ἥ τ᾽ ἀρότοιό τε σῆμα φέρει καὶ χείματος ὥρην 450

δεικνύει ὀμβρηροῦ

,

αὔην καὶ διερὴν ἀρόων ἀρότοιο καθ᾽ ὥρην,460

πρωὶ μάλα σπεύδων, ἵνα τοι πλήθωσιν ἄρουραι.


και τη στεγνή και βρεγμενη γη στ'οργωματος όργωσε 

την ώρα,πολύ πρωί πηγαίνοντας,με καρπούς τα χώραφια σου

για να πληθύνουν

.

.

.












My Own Empire of Hyperealist Paintings-Enigma of a Civil War

-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης 


εμφύλιος πόλεμος

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τους στοιβαξαν στα τρένα,κάποιοι έκλαιγαν,

άλλοι έσπασαν τα παράθυρα και πήδηξαν έξω,

τους κυνήγησαν με τα σκυλιά,

τους έπιασαν και τους τουφεκισαν,

κάποιοι κρεμάστηκαν στα δέντρα,

άλλοι πνίγηκαν στο ποτάμι,

άλλοι τρελάθηκαν κι ούρλιαζαν,

με τους υπόλοιπους έφτασαν στο μέτωπο,

εκεί κουνούσαν σημαίες,

τους έβγαζαν πύρινους λόγους,

τους φανατισαν,

αυτοί είναι οι εχτροι,

τους έρριξαν στην κόλαση

χωρις αναπαυση νύχτα και μέρα,

ο φόνος τους αγριεψε,

το αίμα

σκοτώθηκαν πολλοι,

κι αυτοι που δεν σκοτώθηκαν 

δεν γύρισαν ποτέ στα σπίτια τους

μείνανε για πάντα στη φωτιά

.

.

.



Geometricous Abstraction -3μ χ 4,5μ-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Απέριττο -1-2-3

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


1

τι είσαι;τι δεν είσαι;

ειδικά όταν ποζαρεις στη φωτογραφια

τόση πραγματικότητα ορατή

απαλή φωνη

στο πρότυπο,ολ'αυτα,της αρχαϊκής κουρης

η ηλικία της αιωνιότητας,επιτέλους,συμμετρική,

και η έλικα του σώματος επαναληπτική

τι ησυχία στο capricio του Σοπεν

απεριττο βλέμμα λεξεων

πάντα η αλήθεια επιστρέφει

ως απόδειξη του θεού

.

.

2

ισως όλο αυτό είναι αδύνατο,λεει

μια μάταια χειρονομία

στο κενό

σκέφτηκε

ένας φαύλος κύκλος 

τι σώμα επιθυμώ

τίποτα δεν είναι σίγουρο

ότι είναι αλήθεια

τα μάτια

τα χείλη

τα χέρια

μα είναι η καθαρή αλήθεια ,λέει,

δεν είναι παραξενο

.

.

3

μας πιέζει από ψηλά 

η πανσέληνος

Ποτνια Κραταια

έπειτα η ανάσα 

των χορτων


προχωροντας η νύχτα

.

.

.






My Own Empire of Hyperrealistic Paintings-Enigma-Lamento sul Hector morto

-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης

(περισσότερες εικόνες στο Facebook μου:Christos Couvelis)


ο θάνατος του Εκτορα

(Ομήρου Ιλιάδα,ραψωδία Χ',στίχοι 322-376)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τ'αλλο του σκέπαζαν κορμι τα καλά χάλκινα άρματα,

π'άρπαξε όταν του Πατροκλου τη ζωή σταματησε

όμως οι κλείδες φαίνονταν γυμνές που απ'τους ώμους

με τον αυχενα ξεχωρίζουν,στο λαιμό,απ'οπου της ψυχής

ο πιο γρήγορος χαμός,εκεί τον τρύπησε  μανιασμενος

με το κοντάρι ο Αχιλλέας,και διαπερασε τον  απαλό

αυχένα κι απέναντι βγήκε η αιχμή,

όμως το φάρυγγα δεν του'κοψε το βαρύ απ'το χαλκό

ακόντιο,ώστε σ'αυτον μπορούσε να μιλήσει και ν'αποκριθει

αφού σωριάστηκε στη σκόνη περηφανευτηκε ο Αχιλλέας

Εχτορα όταν έλεγες τον Πατροκλο απ'τ'αρματα ξεγυμνωνοντας

ασφαλής πως θα'σαι,εμένα δεν με σκεφτηκες που παραμερα 

βρισκόμουν,ανόητε,σ'αυτον προστάτης μακριά πίσω 

στα κοίλα πλοία αποσυρμενος πολύ ανώτερος σου,

αυτός που σου'σπασε τα γονατα,εσένα σκυλιά θα ξεσκίσουν

κι όρνια κι αυτόν με τιμές οι Αχαιοι θα κηδεψουν

σ'αυτον ψυχομαχωντας απάντησε ο Εχτορας με την αστραφτερή 

περικεφαλαια,σε ικετεύω στη ζωή σου και των γονιών σου 

και τα γόνατα σ'αγγιζω,μη μένα παρατήσεις στων Αχαιών 

τα καράβια τα σκυλιά να με κατασπαράξουν,αλλά τον χαλκό 

και τ'αφθονο χρυσάφι να δεχτεις,τα δώρα που θα σου δώσουν

ο πατέρας κι η σεβαστή μητερα και το σώμα μου στο σπίτι μου 

δώσε πίσω,για να στη φωτιά οι Τρωες κι οι  γυναικες των Τρώων 

πεθαμένον μου αποδωσουν τις τιμες

τότε άγρια λοξά κοιτώντας τ'απαντησε ο γρηγορος

στα πόδια Αχιλλέας,σκύλε,μη με ικετευεις γονατίζοντας

και με γονεις,πόσο θα'θελα η οργή κι η καρδιά να μ'αφηνε

να σε κομματιαζα κι ωμά να'τρωγα τα κρέατα σου,

για όσα έκανες,όπως δεν θα βρεθεί κάποιος να σώσει

τη κεφαλή σου απ'τα σκυλιά,ούτε κι αν δεκαπλάσια

κι εικοσαπλασια δώρα έφερναν εδώ να σωριασουν,

κι αν υποσχωνται κι άλλα,ούτε κι αν το βάρος σου

σε χρυσάφι έσερνε να προσφέρει ο Δαρδανιδης Πρίαμος,

κι ούτε η σεβαστή σου μάνα στο κρεβατι θα σε ξαπλώσει

να θρηνήσει αυτόν που γέννησε,αλλά και σκυλιά

κι όρνια θα σε κατασπαραξουν

σ' αυτόν πεθαίνοντας αποκριθηκε ο Εχτορας

με την αστραφτερή περικεφαλαία,αφού καλά 

σε γνωρίζω τη μοίρα μου βλεπω,δεν πρόκειται 

να σε πείσω,γιατί σίδερο η καρδιά σου στα στήθια,

όμως αυτό τώρα σου λέω,μη αιτία.της οργής 

των θεών γίνω,όταν μια μέρα ο Πάρις κι ο Φοίβος 

Απόλλωνας φριχτά σε σκοτώσουν εκεί στις Σκαιές 

Πύλες,

αφού αυτά σ'αυτον είπε το τέλος του θανάτου 

τον σκέπασε κι η ψυχη απ'το κορμί πετωντας 

στον Άδη εχει πάει την μοίρα της θρηνώντας,

π' αντρειωσυνη αφησε και νεότητα,

και σ'αυτον αν και πεθαμένον ο θεϊκός μίλησε

Αχιλλέας,πέθανε,την ώρα εγώ του θανάτου

θα δεχτώ οποτε κι αν θελησει ο Ζευς να φέρει

κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί,

και τότε απ'τον νεκρον τράβηξε το χάλκινο κονταρι

και κει κοντά άφηνει,κι απογυμνώνοντας τον

τα ματωμένα άρματα επαιρνε,κι οι άλλοι γιοι των Αχαιών

έτρεξαν προς τα κει,και τ'Εχτορα κοιτουσαν το φυσικο

και τη θαυμαστή μορφή,που ουτ'ενας δεν πλησίασε

χωρίς να πληγωθεί,και τότε ένας κοιτάζοντας  

στον άλλον πλησίον ελεγε,πόσο πολύ ακίνδυνος 

ο Εχτορας είναι να τον αγγίξεις,παρά όταν με φωτιά 

τα καράβια έκαιγε καταστροφεας,έτσι λοιπόν αυτά 

ελεγε κι αφού πάνω του στέκονταν τον τρυπούσε 

με τη λόγχη,

έπειτα τον απογύμνωσε απ'τα όπλα ο γρήγορος 

στα πόδια θεϊκός Αχιλλέας

.

.

τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον μὲν ἔχε χρόα χάλκεα τεύχεα,

καλά, τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξε κατακτάς·

φαίνετο δ’ ᾗ κληῗδες ἀπ’ ὤμων αὐχέν’ ἔχουσι,

λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος·325

τῇ ῥ’ ἐπὶ οἷ μεμαῶτ’ ἔλασ’ ἔγχεϊ δῖος Ἀχιλλεύς,

ἀντικρὺ δ’ ἁπαλοῖο δι’ αὐχένος ἤλυθ’ ἀκωκή·

οὐδ’ ἄρ’ ἀπ’ ἀσφάραγον μελίη τάμε χαλκοβάρεια,

ὄφρά τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν.

ἤριπε δ’ ἐν κονίῃς· ὁ δ’ ἐπεύξατο δῖος Ἀχιλλεύς·330

«Ἕκτορ ἀτάρ που ἔφης Πατροκλῆ’ ἐξεναρίζων

σῶς ἔσσεσθ’, ἐμὲ δ’ οὐδὲν ὀπίζεο νόσφιν ἐόντα,

νήπιε· τοῖο δ’ ἄνευθεν ἀοσσητὴρ μέγ’ ἀμείνων

νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐγὼ μετόπισθε λελείμμην,

ὅς τοι γούνατ’ ἔλυσα· σὲ μὲν κύνες ἠδ’ οἰωνοὶ 335

ἑλκήσουσ’ ἀϊκῶς, τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοί

Τὸν δ’ ὀλιγοδρανέων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·

λίσσομ’ ὑπὲρ ψυχῆς καὶ γούνων σῶν τε τοκήων,

μή με ἔα παρὰ νηυσὶ κύνας καταδάψαι Ἀχαιῶν,

ἀλλὰ σὺ μὲν χαλκόν τε ἅλις χρυσόν τε δέδεξο,340

δῶρα τά τοι δώσουσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ,

σῶμα δὲ οἴκαδ’ ἐμὸν δόμεναι πάλιν, ὄφρα πυρός με

Τρῶες καὶ Τρώων ἄλοχοι λελάχωσι θανόντα

Τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·

μή με κύον, γούνων γουνάζεο μὴ δὲ τοκήων·345

αἲ γάρ πως αὐτόν με μένος καὶ θυμὸς ἀνείη

ὤμ’ ἀποταμνόμενον κρέα ἔδμεναι, οἷα ἔοργας,

ὡς οὐκ ἔσθ’ ὃς σῆς γε κύνας κεφαλῆς ἀπαλάλκοι,

οὐδ’ εἴ κεν δεκάκις τε καὶ εἰκοσινήριτ’ ἄποινα

στήσωσ’ ἐνθάδ’ ἄγοντες, ὑπόσχωνται δὲ καὶ ἄλλα,350

οὐδ’ εἴ κέν σ’ αὐτὸν χρυσῷ ἐρύσασθαι ἀνώγοι

Δαρδανίδης Πρίαμος· οὐδ’ ὧς σέ γε πότνια μήτηρ

ἐνθεμένη λεχέεσσι γοήσεται ὃν τέκεν αὐτή,

ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται

Τὸν δὲ καταθνῄσκων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·355

ἦ σ’ εὖ γιγνώσκων προτιόσσομαι, οὐδ’ ἄρ’ ἔμελλον

πείσειν· ἦ γὰρ σοί γε σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός.

φράζεο νῦν, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι

ἤματι τῷ ὅτε κέν σε Πάρις καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων

ἐσθλὸν ἐόντ’ ὀλέσωσιν ἐνὶ Σκαιῇσι πύλῃσιν.360

Ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψε,

ψυχὴ δ’ ἐκ ῥεθέων πταμένη Ἄϊδος δὲ βεβήκει

ὃν πότμον γοόωσα, λιποῦσ’ ἀνδροτῆτα καὶ ἥβην.

τὸν καὶ τεθνηῶτα προσηύδα δῖος Ἀχιλλεύς·

τέθναθι· κῆρα δ’ ἐγὼ τότε δέξομαι ὁππότε κεν δὴ365

Ζεὺς ἐθέλῃ τελέσαι ἠδ’ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι.

Ἦ ῥα, καὶ ἐκ νεκροῖο ἐρύσσατο χάλκεον ἔγχος,

καὶ τό γ’ ἄνευθεν ἔθηχ’, ὁ δ’ ἀπ’ ὤμων τεύχε’ ἐσύλα

αἱματόεντ’· ἄλλοι δὲ περίδραμον υἷες Ἀχαιῶν,

οἳ καὶ θηήσαντο φυὴν καὶ εἶδος ἀγητὸν370

Ἕκτορος· οὐδ’ ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη.

ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·

ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ μαλακώτερος ἀμφαφάασθαι

Ἕκτωρ ἢ ὅτε νῆας ἐνέπρησεν πυρὶ κηλέῳ.

Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε καὶ οὐτήσασκε παραστάς.375

τὸν δ’ ἐπεὶ ἐξενάριξε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου