I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Jorinde und Joringel Τζοριντα και Τζορινγκελ Ein Märchen der Brüder Grimm Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Jorinde und Joringel

Τζοριντα και Τζορινγκελ 

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Jorinde und Joringel

Τζοριντα και Τζορινγκελ 

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας παλιός πυργος στη μέση ενός μεγάλου και πυκνού δάσους,εκεί μέσα κατοικούσε μια γριά γυναίκα μοναχή,που ήταν μεγάλη μάγισσα.

Τη μέρα ήταν γάτα η' νυχτικουκουβαγια και το βράδυ επερνε τη μορφή κανονικού ανθρώπου.

Αυτή τ'αγρια ζώα και τα πουλιά έπιανε και μετά αφού τα'σφαζε τα μαγείρευε και τα'ψηνε.

Όταν κάποιος σε εκατό βήματα απ'τον πυργο πλησίαζε εμενε ακινητος και δεν μπορούσε απ'τη θέση του να μετακινηθεί,μέχρι αυτή να τον απελευθερωσει,αλλ'ομως.αν μια αγνή νεαρή κοπελα σ'αυτον τον κύκλο πλησίαζε,την μεταμόρφωνε σ'ενα πουλί και την έκλεινε σ'ενα κλουβι και μετέφερνε το κλουβί σε μια καμάρα του πυργου.Είχε εφτά χίλιες τέτοια κλουβιά με τόσο σπάνια πουλιά μέσα στον πύργο.

Τότε ζούσε μια νεαρή κοπελα,που ονομάζονταν Τζοριντα,κι ήταν η ομορφότερη απ'τ'αλλα κοριτσια.

Αυτή λοιπόν κι ένας όμορφος νεαρός με τ'ονομα Τζορινγκελ ήταν λογοδοσμενοι.Βρισκονταν στις μέρες του αρραβώνα,κι είχαν μεγάλη ευτυχια.

Ήθελαν τα δυο τους να μιλήσουν και πήγαν στο δάσος να περπατησουν.

Πρόσεξε,είπε ο Τζορινγκελ,να μην πλησιάσεις στον πύργο.

Ήταν ένα όμορφο απόγευμα,ο ήλιος φαίνονταν φωτεινός ανάμεσα απ'τα κλαριά των δέντρων στο σκοτεινο πράσινο του δάσους,και τα τρυγόνια τραγουδούσαν λυπημένα.

Την  Τζοριντα την έπιασαν τα κλάματα κι ο Τζορινγκελ έκλαιγε.

Ένιωθαν αναστατωση,σαν να ήταν να πεθάνουν.

Κοιτάνε γύρω τους,είχαν χαθεί,δεν ήξεραν πως να γυρίσουν σπίτι.

Ακόμα ο μισος ήλιος ήταν πανω απ'το βουνό κι ο μισος κάτω.

Ο Τζορινγκελ μέσα απ'τους θάμνους είδε τον αρχαίο τοίχο του πυργου κοντά,τρόμαξε και 

ένιωσε να πεθαινει.

Η Τζοριντα τραγουδούσε.


το πουλάκι μου με το κόκκινο δακτυλιδακι

τραγουδά λυπημένα,λυπημένα,λυπημενα

τραγουδά στο περιστερακι τον θάνατο του

τραγουδάει λυπημένα 

λι τι τα τι τα


Ο Τζορινγκελ κοίταξε για την Τζοριντα.

Η Τζοριντα ήταν μεταμορφωμένη σ'ενα αηδόνι,που τραγουδούσε τι τα τι τα.

Μια νυχτοκουκουβαγια με γυαλιστερά μάτια πέταξε τρεις φορές εκεί γύρω και εκραζε τρεις φορές βαου βαου κουβαου.

Αυτός στέκονταν όπως μια πέτρα,δεν μπορούσε ούτε να κλάψει,ούτε να μιλήσει,ουτε χέρια ούτε πόδια να κουνησει.

Τώρα ο ήλιος έδυσε,η κουκουβαγια πέταξε μέσα σ'ενα θάμνο κι αμέσως βγήκε μια καμπούρα γριά εξω,κιτρινιαρα και σκελετός,με μεγάλα κόκκινα μάτια,γαμψή μύτη,που μέχρι την άκρη του σαγονιού έφτανε.

Αυτή μουρμουρισε κι άρπαξε τ'αηδονι και το πήρε μακριά στα χέρια.

Ο Τζορινγκελ δεν μπορούσε τίποτα να πει,ούτε απ'τη θέση του να κουνηθεί,τ'αηδονι ήταν  μακρια.

Τελικά ξανα'ρθε η γυναίκα κι είπε με φωνή που ίσα ακουγονταν.

Να λυθούν τα μάγια.

Κι ο Τζορινγκελ λύθηκε.Επεσε στα γόνατα της γυναίκας και την  παρακάλεσε,να του ξαναδώσει την Τζοριντα του,όμως αυτή του'πε πως ποτέ δεν θα την ξαναδεί κι έφυγε μακριά.

Αυτός ουρλιαξε,έκλαψε,όμως όλα ανώφελα.

Κί ο Τζορινγκελ έφυγε μακριά κι έφτασε τελικά σ'ενα ξένο χωριό,όπου φύλαγε πρόβατα γι'αρκετο καιρό .

Συχνά περιπλανιόταν γύρω απ'τον πύργο,όμως δεν πλησίαζε 

Τελικά μια φορά ονειρεύτηκε τη νύχτα πως βρήκε ένα κόκκινο  σαν το αίμα λουλούδι,που στη μέση ήταν ένα όμορφο μαργαριτάρι.

Έκοψε το λουλούδι και πήγε στον πύργο,κι ότι μ'αυτο άγγιζε,λύνονταν τα μάγια,επισης ονειρεύτηκε πως έτσι ξαναβρήκε την Τζοριντα του.

Το πρωί,που ξύπνησε,άρχισε στα βουνά και στα λαγκάδια να ψάχνει,τέτοιο λουλούδι να βρει,έψαξε μέχρι που  την ένατη μερα βρήκε το κόκκινο σαν το αίμα λουλούδι νωρίς το πρωι.Στο μέση ήταν μια μεγάλη σταλαγματια,τόσο μεγάλη όπως το όμορφο μαργαριτάρι.

Αυτό το λουλούδι το μετέφερε μέρα και και νύχτα στον πύργο.

Όταν έφτασε εκατό βήματα κοντά στον πύργο,δεν έμεινε ακίνητος,αλλά έφτασε μέχρι τη πόρτα.Ο Τζορινγκελ χάρηκε πολύ,άγγιξε τη πόρτα με το λουλούδι κι αυτή άνοιξε.Μπηκε μέσα,μέσα στην αυλή άκουσε τα πολλά πουλιά.Προχωρησε και βρήκε τη  σάλα,εκεί ήταν η μάγισσα και τάιζε τα πουλιά στα εφτά χιλιάδες κλουβιά.

Μόλις είδε τον Τζορινγκελ,κακιωσε,κακιωσε πολύ,τον εφτυσε χολή και φαρμάκι,αλλά δεν μπορούσε ούτε δύο βήματα να τον πλησιάσει.

Δεν έστρεψε σ'αυτη και πήγε να δει τα κλουβιά με τα πουλιά,επειδή ήταν πολλές εκατοντάδες αηδόνια,πως τώρα να ξαναβρεί την Τζοριντα του;

Ενώ αυτός κοίταζε,βλέπει την γριά κρυφά ένα κλουβί μ'ενα πουλί να αρπάζει και προς τη πόρτα να πηγαίνει.Αναπηδα γρήγορα κι αγγίζει το κλουβακι με το λουλούδι κι επισης τη γριά γυναίκα,-που τώρα τίποτα πια δεν μπορούσε να μαγέψει,κι η Τζοριντα ήταν εκεί,τον είχε απ'το λαιμό αγκαλιάσει,τόσο όμορφη όπως πάντα ήταν.

Τότε αυτός έκανε όλα τ'αλλα πουλιά παλι νεαρές κοπέλες και πήγε με την Τζοριντα του στο σπίτι κι έζησαν πολλά χρόνια μαζί ευτυχισμένοι.

.

.

Jorinde und Joringel

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es war einmal ein altes Schloß mitten in einem großen dicken Wald, darinnen wohnte eine alte Frau ganz allein, das war eine Erzzauberin. Am Tage machte sie sich zur Katze oder zur Nachteule, des Abends aber wurde sie wieder ordentlich wie ein Mensch gestaltet. Sie konnte das Wild und die Vögel herbeilocken, und dann schlachtete sie, kochte und briet es. Wenn jemand auf hundert Schritte dem Schloß nahe kam, so mußte er stillestehen und konnte sich nicht von der Stelle bewegen, bis sie ihn lossprach; wenn aber eine keusche Jungfrau in diesen Kreis kam, so verwandelte sie dieselbe in einen Vogel und sperrte sie dann in einen Korb ein und trug den Korb in eine Kammer des Schlosses. Sie hatte wohl siebentausend solcher Körbe mit so raren Vögeln im Schlosse.


Nun war einmal eine Jungfrau, die hieß Jorinde; sie war schöner als alle andere Mädchen. Die und dann ein gar schöner Jüngling namens Joringel hatten sich zusammen versprochen. Sie waren in den Brauttagen, und sie hatten ihr größtes Vergnügen eins am andern. Damit sie nun einsmalen vertraut zusammen reden könnten, gingen sie in den Wald spazieren. "Hüte dich," sagte Joringel, "daß du nicht so nahe ans Schloß kommst." Es war ein schöner Abend, die Sonne schien zwischen den Stämmen der Bäume hell ins dunkle Grün des Waldes, und die Turteltaube sang kläglich auf den alten Maibuchen.


Jorinde weinte zuweilen, setzte sich hin im Sonnenschein und klagte: Joringel klagte auch. Sie waren so bestürzt, als wenn sie hätten sterben sollen; sie sahen sich um, waren irre und wußten nicht, wohin sie nach Hause gehen sollten. Noch halb stand die Sonne über dem Berg, und halb war sie unter. Joringel sah durchs Gebüsch und sah die alte Mauer des Schlosses nah bei sich; er erschrak und wurde todbang. Jorinde sang:

"Mein Vöglein mit dem Ringlein rot

singt Leide, Leide, Leide:

es singt dem Täubelein seinen Tod,

singt Leide, Lei - zicküth, zicküth, zicküth."

Joringel sah nach Jorinde. Jorinde war in eine Nachtigall verwandelt, die sang zicküth, zicküth. Eine Nachteule mit glühenden Augen flog dreimal um sie herum und schrie dreimal schu, hu, hu, hu. Joringel konnte sich nicht regen. Er stand da wie ein Stein, konnte nicht weinen, nicht reden, nicht Hand noch Fuß regen. Nun war die Sonne unter; die Eule flog in einen Strauch, und gleich darauf kam eine alte krumme Frau aus diesem hervor, gelb und mager: große rote Augen, krumme Nase, die mit der Spitze ans Kinn reichte. Sie murmelte, fing die Nachtigall und trug sie auf der Hand fort. Joringel konnte nichts sagen, nicht von der Stelle kommen; die Nachtigall war fort. Endlich kam das Weib wieder und sagte mit dumpfer Stimme: "Grüß dich, Zachiel, wenn's Möndel ins Körbel scheint, bind lose Zachiel, zu guter Stund." Da wurde Joringel los. Er fiel vor dem Weib auf die Knie und bat, sie möchte ihm seine Jorinde wiedergeben, aber sie sagte, er sollte sie nie wiederhaben, und ging fort. Er rief, er weinte, er jammerte, aber alles umsonst. "Uu, was soll mir geschehen?" Joringel ging fort und kam endlich in ein fremdes Dorf; da hütete er die Schafe lange Zeit. Oft ging er rund um das Schloß herum, aber nicht zu nahe dabei. Endlich träumte er einmal des Nachts, er fände eine blutrote Blume, in deren Mitte eine schöne große Perle war. Die Blume brach er ab, ging damit zum Schlosse: alles, was er mit der Blume berührte, ward von der Zauberei frei; auch träumte er, er hätte seine Jorinde dadurch wiederbekommen. Des Morgens, als er erwachte, fing er an, durch Berg und Tal zu suchen, ob er eine solche Blume fände; er suchte bis an den neunten Tag, da fand er die blutrote Blume am Morgen früh. In der Mitte war ein großer Tautropfe, so groß wie die schönste Perle. Diese Blume trug er Tag und Nacht bis zum Schloß. Wie er auf hundert Schritt nahe bis zum Schloß kam, da ward er nicht fest, sondern ging fort bis ans Tor. Joringel freute sich hoch, berührte die Pforte mit der Blume, und sie sprang auf. Er ging hinein, durch den Hof, horchte, wo er die vielen Vögel vernähme; endlich hörte er's. Er ging und fand den Saal, darauf war die Zauberin und fütterte die Vögel in den siebentausend Körben. Wie sie den Joringel sah, ward sie bös, sehr bös, schalt, spie Gift und Galle gegen ihn aus, aber sie konnte auf zwei Schritte nicht an ihn kommen. Er kehrte sich nicht an sie und ging, besah die Körbe mit den Vögeln; da waren aber viele hundert Nachtigallen, wie sollte er nun seine Jorinde wiederfinden? Indem er so zusah, [merkte er,] daß die Alte heimlich ein Körbchen mit einem Vogel wegnahm und damit nach der Türe ging. Flugs sprang er hinzu, berührte das Körbchen mit der Blume und auch das alte Weib - nun konnte sie nichts mehr zaubern, und Jorinde stand da, hatte ihn um den Hals gefaßt, so schön, wie sie ehemals war. Da machte er auch alle die andern Vögel wieder zu Jungfrauen, und da ging er mit seiner Jorinde nach Hause, und sie lebten lange vergnügt zusammen

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου