.
.
GREEK POETRY
POETRY -c.n.couvelis
ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης-
.
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ,ΠΟΙΗΤΗΣ
.
ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ''Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ'' ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ-χ.ν.κουβελης
.
ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟ
.
.
.
Τακης Σινοπουλος,Ποιητης-χ.ν.κουβελης
.
.
ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ''Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ'' ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ-χ.ν.κουβελης
.
.
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
[Μαρια,μπορει να ηταν εκεινος ο Μπιλιας,
εκεινος που τωρα θα βρεχονται τα κοκκαλα του γυμνα
αδεια απο μεδουλι σε καποια σκοτεινη πλευρα της Ιστοριας
εκεινος με υψωμενο το δακτυλο εδειχνε προς τη μερια μας
ενα Τοπιο Θανατου]
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
[μας βουλιαζαν οι λεξεις μας,ενας-ενας οι ανθρωποι
χανονταν στις λασπες
κι απο πανω μας πυροβολουσαν οι δολοφονοι
ειδα τον Φιλιππο,με κοιταξε και δεν με κοιταξε,
ειχε φτασει στην αλλη πλευρα,τοτε τον ρωτησα με φωνη,
που δεν ακουσε:
Φιλιππε,γιατι χαθηκες;δεν εισαι αναμεσα μας,τελευταια
φορα σ'ειδαμε στο σταθμο στη Λαρισσα,επειτα κενο,
με τι κενο αδειασες τις μερες σου;]
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
[και τι ωφελει,να καθομαι απραγος,η φωτια καιει τα δεντρα,
πριν καηκαν τα σπιτια,το σκυλι ουρλιαζε ολη τη νυχτα,
επειτα το πρωι δεν το ειδαμε,χυμηξε στη ληθη,δεν ξερουμε,
και σενα ρωταω Ελπηνορα,να μου πεις,γεγονοτα,που
σκοτωθηκες,σε ποιο μεταιχμιο;γιατι απο τα λεγομενα σου
θα συμπερανω και θ'αποφασισω για τον κοσμο.
Εμπρος ,λοιπον,Φιλε.Πες.Ακουω.]
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
[εχεις μετρησει ποση αποσταση ειναι απο τα ποδια σου,
απο τις πατουσες σου,που αγγιζουν τη γη,μεχρι την ακρη
του κεφαλιου σου,που συνορευει τον ουρανο;Οχι.Να σου πω εγω.
Απειρη.Και δεν ειναι κουφιος κομπασμος.
Δεν εχουμε καιρο για τετοια.]
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
[ειναι λιγο πριν ξημερωσει σ'ερημο ακρογυαλι της πατριδας
εδω,που καποτε ηταν γεματο βαρκες,τωρα δεν υπαρχουν,
που ταξιδεψαν τοσοι ανθρωποι χωρις εμας;γιατι δεν γυριζουν;
γιατι μας αποστρεφονται;τοσα χρονια]
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
[γυρισε ο Μπιλιας,τον ρωτησαμε ποιο τ'ονομα του.
Δεν απαντησε.Σαν να μην υπηρχαμε.Σκιες.Κι αυτος
πραγματικος]
Γινόταν ήλιος.
[μας χωριζε ενα ποταμι,μπροστα μας πλατυ ισιο
πιο κατω εστριβε.Κανεις δεν γυρισε απο κει να μας πει
τι ηταν,τι υπηρχε,πιο περα απο μας]
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
[η Μαρια.Η κραυγη της.Ποιους θρηνει η'ποιους φωναζει
να μαζευτουν;Δεν ξερει,πως ειναι δυσκολο να γυρισουν
αυτοι,που πηγαν.Ο Φιλιππος δεν γυρισε.Ο Ιακωβος δεν
γυρισε.Ο Μπιλιας δεν γυρισε.ο Πόρπορας, ο Kονταξής,
ο Mάρκος, ο Γεράσιμος,δεν γυρισαν ο Γουρνάς ο Φάκαλος
ο Tζαννής,ο Παπαρίζος, ο Eλεμίνογλου, ο Λαζαρίδης,ο Φλασκής
ο Kωνσταντόπουλος η Λίτσα η Φανή η Eλένη η Nτόνα η Nανά
ο Γιάννης ο Mακρής, ο Πέτρος ο Kαλλίνικος, ο Γιάννης
ο κουτσαίνοντας,ο Pούσκας,ο Προσόρας,ο Mπακρυσιώρης,
ο Aλαφούζος, ο Zερβός,ο Tζεπέτης, ο Zαφόγλου, ο Mαρκουτσάς,
ο Λουκάς δεν γυρισαν,σε ποια γεγονοτα θεριστηκαν κι αχυρα
σκορπισαν τα κοκκαλα τους;
Kι' από την Πελοπόνησο ως την Λάρισα
βαθύτερα ως την Kαστοριά
που κοπηκε θρυματιστηκε η μνημη τους,και δεν ανασαινει;
τοσο αιμα κι η Ελλαδα ταξιδευει χρονια αναμεσα στους δολοφονους
σκοτεινο ποταμι η Ιστορια μου
ελαχιστος ανωνυμος εγω τους καλεσα σε Νεκροδειπνο
Kι' εκεί μαζι τους ήρθανε πουλιά,
περλεκαμοί κι' άλλα παράξενα,σειράδες, τσιλαμήθρες,σκόρτσοι
κοτσυφια,κιτρινολαιμηδες και νυφούλες
χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα
επειδη τελειωμο δεν εχουν οι ανθρωποι]
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
[κι ηρθε ο Μπιλιας,στο θολο φως τον ειδα,δεν ηταν αλλος
και μου'πε με σοβαρη φωνη:Φιλε καιρο με ξεχασες.
Και τοτε θυμηθηκα την υποσχεση στον νεκρο φιλο Ελπηνορα.
Πως τον Λησμονησα
Ειπα να πω κατι,μια δικαιολογια,
και παει χαθηκε]
.
.
.
ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟ.
GREEK POETRY
POETRY -c.n.couvelis
ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης-
.
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ,ΠΟΙΗΤΗΣ
.
ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ''Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ'' ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ-χ.ν.κουβελης
.
ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟ
.
.
.
Τακης Σινοπουλος,Ποιητης-χ.ν.κουβελης
.
.
ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ''Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ'' ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ-χ.ν.κουβελης
.
.
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
[Μαρια,μπορει να ηταν εκεινος ο Μπιλιας,
εκεινος που τωρα θα βρεχονται τα κοκκαλα του γυμνα
αδεια απο μεδουλι σε καποια σκοτεινη πλευρα της Ιστοριας
εκεινος με υψωμενο το δακτυλο εδειχνε προς τη μερια μας
ενα Τοπιο Θανατου]
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
[μας βουλιαζαν οι λεξεις μας,ενας-ενας οι ανθρωποι
χανονταν στις λασπες
κι απο πανω μας πυροβολουσαν οι δολοφονοι
ειδα τον Φιλιππο,με κοιταξε και δεν με κοιταξε,
ειχε φτασει στην αλλη πλευρα,τοτε τον ρωτησα με φωνη,
που δεν ακουσε:
Φιλιππε,γιατι χαθηκες;δεν εισαι αναμεσα μας,τελευταια
φορα σ'ειδαμε στο σταθμο στη Λαρισσα,επειτα κενο,
με τι κενο αδειασες τις μερες σου;]
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
[και τι ωφελει,να καθομαι απραγος,η φωτια καιει τα δεντρα,
πριν καηκαν τα σπιτια,το σκυλι ουρλιαζε ολη τη νυχτα,
επειτα το πρωι δεν το ειδαμε,χυμηξε στη ληθη,δεν ξερουμε,
και σενα ρωταω Ελπηνορα,να μου πεις,γεγονοτα,που
σκοτωθηκες,σε ποιο μεταιχμιο;γιατι απο τα λεγομενα σου
θα συμπερανω και θ'αποφασισω για τον κοσμο.
Εμπρος ,λοιπον,Φιλε.Πες.Ακουω.]
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
[εχεις μετρησει ποση αποσταση ειναι απο τα ποδια σου,
απο τις πατουσες σου,που αγγιζουν τη γη,μεχρι την ακρη
του κεφαλιου σου,που συνορευει τον ουρανο;Οχι.Να σου πω εγω.
Απειρη.Και δεν ειναι κουφιος κομπασμος.
Δεν εχουμε καιρο για τετοια.]
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
[ειναι λιγο πριν ξημερωσει σ'ερημο ακρογυαλι της πατριδας
εδω,που καποτε ηταν γεματο βαρκες,τωρα δεν υπαρχουν,
που ταξιδεψαν τοσοι ανθρωποι χωρις εμας;γιατι δεν γυριζουν;
γιατι μας αποστρεφονται;τοσα χρονια]
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
[γυρισε ο Μπιλιας,τον ρωτησαμε ποιο τ'ονομα του.
Δεν απαντησε.Σαν να μην υπηρχαμε.Σκιες.Κι αυτος
πραγματικος]
Γινόταν ήλιος.
[μας χωριζε ενα ποταμι,μπροστα μας πλατυ ισιο
πιο κατω εστριβε.Κανεις δεν γυρισε απο κει να μας πει
τι ηταν,τι υπηρχε,πιο περα απο μας]
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
[η Μαρια.Η κραυγη της.Ποιους θρηνει η'ποιους φωναζει
να μαζευτουν;Δεν ξερει,πως ειναι δυσκολο να γυρισουν
αυτοι,που πηγαν.Ο Φιλιππος δεν γυρισε.Ο Ιακωβος δεν
γυρισε.Ο Μπιλιας δεν γυρισε.ο Πόρπορας, ο Kονταξής,
ο Mάρκος, ο Γεράσιμος,δεν γυρισαν ο Γουρνάς ο Φάκαλος
ο Tζαννής,ο Παπαρίζος, ο Eλεμίνογλου, ο Λαζαρίδης,ο Φλασκής
ο Kωνσταντόπουλος η Λίτσα η Φανή η Eλένη η Nτόνα η Nανά
ο Γιάννης ο Mακρής, ο Πέτρος ο Kαλλίνικος, ο Γιάννης
ο κουτσαίνοντας,ο Pούσκας,ο Προσόρας,ο Mπακρυσιώρης,
ο Aλαφούζος, ο Zερβός,ο Tζεπέτης, ο Zαφόγλου, ο Mαρκουτσάς,
ο Λουκάς δεν γυρισαν,σε ποια γεγονοτα θεριστηκαν κι αχυρα
σκορπισαν τα κοκκαλα τους;
Kι' από την Πελοπόνησο ως την Λάρισα
βαθύτερα ως την Kαστοριά
που κοπηκε θρυματιστηκε η μνημη τους,και δεν ανασαινει;
τοσο αιμα κι η Ελλαδα ταξιδευει χρονια αναμεσα στους δολοφονους
σκοτεινο ποταμι η Ιστορια μου
ελαχιστος ανωνυμος εγω τους καλεσα σε Νεκροδειπνο
Kι' εκεί μαζι τους ήρθανε πουλιά,
περλεκαμοί κι' άλλα παράξενα,σειράδες, τσιλαμήθρες,σκόρτσοι
κοτσυφια,κιτρινολαιμηδες και νυφούλες
χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα
επειδη τελειωμο δεν εχουν οι ανθρωποι]
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
[κι ηρθε ο Μπιλιας,στο θολο φως τον ειδα,δεν ηταν αλλος
και μου'πε με σοβαρη φωνη:Φιλε καιρο με ξεχασες.
Και τοτε θυμηθηκα την υποσχεση στον νεκρο φιλο Ελπηνορα.
Πως τον Λησμονησα
Ειπα να πω κατι,μια δικαιολογια,
και παει χαθηκε]
.
.
.
.
.
ειδα[θυμαμαι,οπως καποιος θυμαται το πρωτο τετραδιο
τα πρωτα παπουτσια το πρωτο περπατημα]ανθρωπους
απλους χωρικους αντρες λιγομιλητους και γυναικες ακαλλωπιστες
αφτιαχτες χαρα τους να φιλευουν τα παιδια,εμας,και τους ξενους
περαστικους μ'ολοκληρους ρομβους ραβανι ζαχαρωμενα ξερα συκα
κατω απ'τη πνοη ανθισμενων αμυγδαλιων να σποριαζουν τη γενια τους
μικρο σκουλικι η ζωη βγαζει φτερα πεταλουδα και στον αερα πεταει παιζει
παιδια στον παροντα χρονο με λησμονημενο το περασμενο κι αφροντιστα
για το ερχομενο στο λιγο στο ελαχιστο στην ενδεια που δεν ειναι φτωχεια
στ'ασπρα ακρογυαλια στους πρασινους λοφους στα λειψα χωραφια
στα κυπαρισσια που οριζουν τον φραχτη ενος κηπου
και το σπιτι απεριττο να σε χωρεσει σημαδι πως εισαι εδω πως βρεθηκες
πως σε υπολογιζουν,γιατι για να υπολογιζει ανθρωπος ανθρωπο ειναι
η ανθρωποτητα
Ψυχης τε περατα[ειπε ο Ηρακλειτος]δεν θα φτασει ποτε ανθρωπος
κι εγω εδω τωρα ξεφυλλιζω ανθρωπους
και κανεις δεν ξερει τι εχει συμβει
η΄τι δεν θα συμβει
η',κατα καποιο τροπο,τι θα αποσιωποιηθει
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου