.
.
Ι
Literature Λογοτεχνία
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
φωτογράφιση
-MetaPhysica Of Woman's Interiors
(Εγκατάσταση Installation)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
σε αυτήν την Εγκατάσταση (Installation),όπου στη τεράστια αίθουσα στους τεσσερους τοίχους προβάλονται οι φωτογραφίσεις,ανα 3 min,οι θεατές πρέπει να γράψουν μια ιστορία για κάθε φωτογραφία που βλέπουν
.
.
.
φωτογράφιση
-Ligeia τού Edgar Allan Poe-
(from my Installation: MetaPhysica Of Woman's Interiors)
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(μια ιστορία που έγραψα για μια φωτογράφιση τής εγκατάστασης μου MetaPhysica Of Woman's Interiors)
Η γυναίκα στο σεληνοφως
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
για πρώτη φορά την συνάντησα σε μια παλιά πόλη,που είχα πάει για αρχιτεκτονική μελετη,
ήταν πολύ όμορφη,
αμέσως την ερωτεύθηκα,
ήταν πολύ μορφωμένη,είχε σπουδάσει Ιστορία τής Τέχνης,έπαιζε πιάνο,ειχε πάθος για τον Σοπέν,
επίσης μιλούσε με πάθος και για τον Βαν Γκογκ,
κάποια στιγμή μού είπε ότι τούς έμοιαζα,
εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκαμε μαζί στο σπίτι που είχα ενοικιασει,
η νύχτα ήταν ζεστή,
ξενυχτησαμε,
το φεγγαρι φώτιζε το πρόσωπο της,
για μια στιγμή μου φάνηκε πως χάθηκε,
διαλύθηκε,φοβήθηκα,
εκεί η γελασε,
-μην.φοβασαι,μου είπε, αυτό,συμβαίνει συχνά,θα το συνηθισεις,
κοιμήθηκαμε ξημερώνοντας,
όταν ξύπνησα,δεν ήταν στο κρεβάτι,
σηκώθηκα,
δεν ήταν ούτε στο σπίτι,
τρελάθηκα,ντύθηκα και βγήκα έξω,
έβρεχε,όλη η πόλη πνιγμένη στην ομίχλη,
δεν ήξερα τίποτα γι'αυτη,
ούτε το όνομα της,ούτε που κάθεται,
ποιον να ρωτήσω;,ούτε σκιά ανθρώπου δεν είδα,
έτρεμα,περιπλανιομουν πολλες ώρες,
νύχτωσε,πυκνό σκοτάδι,
γύρισα πίσω,
τη βρήκα στο σπίτι,
ξαπλωμένη στο κρεβάτι,
-που πηγές,μου είπε μόλις με ειδε,
η φωνή της ανησυχη,
ξύπνησα και δεν σε βρήκα,τρελάθηκα,
δεν τής είπα την αλήθεια,
-δεν ήθελα να σε ξυπνήσω,και βγήκα να δω τη πόλη,ήθελα να δω τα κτίρια της,σαν αρχιτέκτονας,
τής έπιασε το χέρι,ήταν ζεστό,
-να γνωρίσω τη πόλη που ζεις
το προσωπο της σοβαρεψε,
-που ζω,αλήθεια που ζω;
την κοιταξα
-τι έχεις,χλωμιασες,πες μου, τής ειπα
-τιποτα,θα περάσει,πρέπει να συνηθίσεις,μου απάντησε,και με αγκάλιασε,
πάλι η νύχτα ήταν ζεστή,
το πρόσωπο της καθώς κοιμόνταν γαλήνιο το φώτιζε η πανσέληνος,
μού έκανε εντύπωση που είχε πάλι πανσέληνο κι εκείνη τη νυχτα,
το πρωί που ξυπνήσαμε
τής ζήτησα να παντρευτουμε και να φύγουμε,
-η πόλη μου, τής είπα,είναι στο νότο,εκεί το κλίμα είναι καλό,σίγουρα θα σού κάνει καλό στην υγεία σου,
εκείνη αρνήθηκε,
-ειναι αδύνατο να φύγω από δω,ξέρω σε στεναχωρώ,όμως μην με ρωτάς περισσότερα,σ' αγαπώ πολυ,
εκείνη τη νύχτα ξαγρυπνησα,
όλη την ώρα την κοιτούσα,η νύχτα ζεστή,
κοιμόνταν γαλήνια,ήσυχη,
μέσα στο φως τής πανσεληνου,
πήγε να με πάρει ο ύπνος,με δυσκολία κατάφερα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά,
και τότε,δεν ξέρω πως, μού πέρασε η ιδέα ότι ήταν νεκρή,τρελάθηκα,
δεν τόλμησα να την ξυπνησω,
έκλεισαν τα μάτια μου,σαν να ναρκωθηκα,
όταν ξύπνησα δεν ήταν στο κρεβάτι,
βγήκα έξω,
έβρεχε,
την έψαξα σε όλη τη πόλη,πουθενά,ψυχή ανθρώπου,
κάποτε είδα μια σκιά στο βάθος τού δρόμου,
μου φάνηκε πως ηταν εκείνη,
έτρεξα,πριν χαθεί,
ηταν ένας γέρος,τον ρώτησα για κείνη,αν την ήξερε,
δεν μιλησε αμέσως,έσκυψε το κεφάλι,φοβήθηκα μεν έπαθε κάτι,
-εκεινη, μού είπε,η φωνή του έτρεμε,
έχει εβδομήντα χρόνια που έχει πεθάνει,είκοσι χρονών ήταν τοτε,πολύ όμορφη,ήμουν πολυ ερωτευμένος μαζί της,θα παντρευομασταν,αλλά ξαφνικά πέθανε,
είδα το γέρο να εξαφανίζεται στην ομίχλη,να διαλύεται στη νύχτα,
γύρισα σπίτι,
τη βρήκα στο καθρέφτη,
μόλις με είδε σηκώθηκε και με αγκάλιασε,
-αγαπη μου,φοβηκα,
μού είπε,νομισα πως δεν θα γυρίσεις,
με κοίταξε,
λάτρευα αυτό το όμορφο πρόσωπο,τα μάτια της με γοήτευαν,
-θελω να παντρευτουμε,
να γίνω γυναίκα σου,να πάμε να ζήσουμε στη πόλη σου,
εκείνη τη ζεστη νύχτα κοιμόνταν γαλήνια,
άκουγα ήσυχη την αναπνοή της,ήταν ζωντανή,
το φεγγάρι τη φώτιζε αχνα,εκείνη τη νύχτα δεν ηταν πανσέληνο,είχε αρχίσει να μειωνεται,
την άλλη μέρα,το μεσημέρι,με το αυτοκίνητό μου,φύγαμε για την πολη μου στο νότο,
να ζήσουμε εκεί
.
.
.
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Edgar Allan Poe
Ligeia
.
Τι απρόσμενη τρέλλα μ' αναταραξε μ'εκεινη τη σκέψη;
Μ'ενα τίναγμα,βρέθηκα μπροστά της.
Κάνοντας πιαω ξαφνισμενη απ'το αγγιγμα μου,άφησε να πέσουν κάτω απ'το κεφάλι της,λυμενα,τα φριχτά σαβάνα που το κάλυπταν,
και τότε ξεχύθηκε,στην βαριά ατμόσφαιρα τής καμάρας,μια τεράστια μάζα από μακρυά κι ανακατεμένα μαλλιά,που ήταν πιο μαύρα κι απ'τα φτερά τού κορακιού τού μεσονυκτίου.
Και τώρα αργά άνοιξαν τα μάτια τής μορφής που στέκονταν μπροστά μου.
-Τώρα,πια,φωναξα δυνατά,-δεν μπορω,δεν μπορω να κάνω λάθος-,αυτά είναι τα μεγάλα,και τα μαύρα,και τα γεμάτα πάθος ματια-
τού χαμενου μου ερωτα-
τής Λαιδης Λιγειας.
What inexpressible madness seized me with that thought? One bound, and I had reached her feet! Shrinking from my touch, she let fall from her head, unloosened, the ghastly cerements which had confined it, and there streamed forth, into the rushing atmosphere of the chamber, huge masses of long and dishevelled hair; it was blacker than the raven wings of the midnight! And now slowly opened the eyes of the figure which stood before me. “Here then, at least,” I shrieked aloud, “can I never—can I never be mistaken—these are the full, and the black, and the wild eyes—of my lost love—of the Lady—of the LADY LIGEIA.”
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-Justine-
-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
quelle absurdité est la vertu
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
τι σκέφτεσαι για όλα αυτά Justine;
ρώτησε ο Marquis de Sade,
η κοπέλα κοκκινησε,έτρεμε,
- δεν ξέρω,μεσιέ,δεν ξέρω,
-τι σ'εμποδιζει να πεις;
επεμενε ο Marquis,
κοίτα την julliete,δεν είναι μια οπτασία;
η Justine κοίταξε,
-πηγαινε,την διέταξε ο Μαρκήσιος,βλέπεις σού κάνει νόημα να πας,
έλα,σήκω,
L’idée de Dieu est le seul
stupidité que je ne peux pas pardonner à l’humanité.
η ιδέα τού θεού είναι μόνη ανοησία την οποια δεν μπορώ να συγχωρέσω στην ανθρωποτητα
quelle absurdité est la vertu
.
.
.
φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
η πόλη που άδειασε
ξύπνησε,τον παραξένεψε που δεν άκουγε τον θόρυβο από τα αυτοκίνητα,εκείνη την ώρα πάντα η κυκλοφορία ήταν μεγάλη,ούτε άκουσε τα έπιπλα που συνήθως μετακινούσε η ηλικιωμένη γυναίκα στο πάνω διαμέρισμα,ούτε το ασανσέρ που ανεβάζει τη νεαρή χορεύτρια μετα τη νυχτερινή της δουλειά,γελασε,σηκώθηκε από το κρεβάτι,δεν είχε ηλεκτρικό στο μπάνιο,ούτε νερό,έβαλε τα ρούχα του,το ρολόι του είχε σταματήσει,αγχώθηκε μην αργήσει στη δουλειά ,βγήκε,το ασανσέρ δεν δούλευε,κατέβηκε με τη σκάλα,στο δρόμο έξω καμιά κίνηση,ούτε αυτοκίνητα ούτε άνθρωποι,περίμενε στη στάση το λεωφορείο,μόνος ήταν,εκεί που κάθε πρωί ήταν περίπου δέκα άτομα,
η ώρα περνούσε,αποφάσισε να πάει με τα πόδια,δύο χιλιόμετρα ήταν το γραφείο του,περπάτησε,
καμιά κίνηση,σαν να ήταν αυτός μονάχα στη πόλη,τι συμβαίνει; σκέφτηκε να πάρει τη φίλη του στο τηλέφωνο να ρωτήσει,αδύνατο,το τηλέφωνο του ήταν εκτός λειτουργίας,
έφτασε στη πολυκατοικία,το ασανσέρ ακίνητο,ανέβηκε με τη σκάλα πέντε ορόφους,λαχανιασε,ευτυχώς η πόρτα τού γραφείου ήταν ανοικτή,μπήκε μέσα,δεν ήταν κανένας εκεί,ένιωθε παράξενα,περίμενε κάτι να γίνει,όλο αυτό να αλλάξει,να τελειώσει,
δεν άκουγε κανέναν ήχο,καμιά φωνή,κανέναν θόρυβο,ένιωσε άγχος,πνίγονταν,
κατέβηκε,βγήκε έξω,
και τότε ξαφνικά όλα έγιναν όπως πριν,αυτοκίνητα,άνθρωποι,θόρυβος,κίνηση,γύρισε πίσω,το ασανσερ δούλευε,ανέβηκε στο γραφείο,οι συνάδελφοι ήταν όλοι εκεί,-πάλι άργησες,τού είπε αυστηρά ο διευθυντής,κοιμήθηκες βαριά;,τον ειρωνευτηκε,
η' ξενυχτησες με καμιά γυναίκα;
ξεκίνησε να δουλεύει,χτύπησε το τηλέφωνο του,ήταν η φιλενάδα του,τον ρώτησε τι συμβαίνει,τρεις ώρες τον παίρνει τηλέφωνο,και το έχει απενεργοποιημενο,ανησύχησε,δεν τής είπε τι τού συνεβει,δεν θα τον πίστευε και θα τον κορόιδευε,ούτε τόλμησε και σε κάποιον άλλον να το εκμυστηρευτεί,
μετά τη δουλειά γύρισε σπίτι,έφαγε πρόχειρα και ξάπλωσε στο κρεβάτι,φοβόνταν πως αυτό θα επαναληφθεί,
τον ξύπνησε το τηλέφωνο,ήταν η φίλη του,κανόνισαν να πανε για φαγητό,και να περάσουν τη νύχτα στο διαμέρισμα της
.
.
.
φωτογράφιση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η ενοχή
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
παντού,όπου βρίσκονταν,μέσα στη πόλη είχε την αίσθηση ότι τον θεωρούσαν υποπτο,στο δρόμο,στο τρόλεϊ,στο μετρό,στο σούπερ μάρκετ,στο καφέ,στο ασανσέρ,παντού,
το καταλάβαινε,γιατί απέφευγαν να τούς πλησιάσει,να τους μιλήσει,δεν αντάμωναν ποτέ μαζί του το βλέμμα τους,
ένας άλλος θα ένιωθε απογοήτευση,μοναξιά,η' και οργή,θυμό,
μίσος,
αυτός το θεώρησε αυτό αυτονοητο,φυσιολογικο,
μέσα στα εκατομμύρια τής πόλης,γιατί πρεπει κάποιος να τον εμπιστεύεται,αφού τίποτα δεν ξέρει για αυτον,μόνο την εξωτερική εμφάνιση βλέπει,άρχισε αυτο να τον διασκεδάζει,για τον καθέναν ήταν ένας ύποπτος ενός εγκλήματος,μιας παρανομίας,που διαπράχθηκε, διαπράττεται τώρα,η' θα διαπραχθει,σκεφθηκε πως είχαν γι'αυτον ενα σενάριο,στο οποίο έπαιζε,
πιθανόν τούς ενοχλούσε, τούς αγχωνε,που δεν είχε συλληφθεί,κινδύνευαν από αυτόν,τούς είχε γίνει έμμονη ιδέα,πολλοί,σχεδόν όλοι, τον είχαν φωτογραφίσει με το τηλέφωνο κρυφά,
στις εφημεριδες διάβαζαν όλες τις στήλες με τα εγκληματα,τις παρανομίες,έβλεπαν με προσοχή τις ειδησεις στη τηλεόραση,και κοιτούσαν τις φωτογραφίες των δραστων,αν έμοιαζαν με τη δική του,πάντα ήταν άλλος ο ένοχος αυτός πάντα ξέφευγε,σαν τα εγκλήματα του να ήταν το τελειο έγκλημα,
μια μέρα σε όλα τα εγκλήματα,που διάβασαν στις εφημερίδες,η' ειδαν στην τηλεόραση,η εικόνα τού δράστη ήταν η δική του,αυτός,
επιτέλους τον συνέλαβαν,θα τελειώσει το άγχος τους,
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-Helen Of Sparta-
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
η φωτογράφιση της για
Life Style Magazine
την αφήνει κενή,
ένας σκελετός που τον ντύνουν,
τον μακιγιαρουν,
προπαγανδίζουν την ιδεατή γυναίκα,
αυτή είναι πραγματική,
αποτυχημένος γάμος,
χώρισε από τον εραστή,
χαμόγελο ψεύτικο,
πνίγεται,
.
.
.
film noir scenes
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Τρεις δολοφονοι αναζητούν έναν ντετέκτιβ
-χ.ν.κουβςλης c.n.couvelis
ο φόνος ήταν μυστήριο,η έρευνα αδύνατη,όλα στο σκοταδι,ο ντετέκτιβ Κ. βρισκόταν σε τεταστιο αδιέξοδο,αξεπέραστο,πρώτη φορά στις υποθέσεις που είχε αναλάβει,
πρέπει,σκέφτηκε,να δημιουργήσω απόσταση,
σαν να μην υπάρχει,
αποφάσισε να πάει θέατρο,είχε καιρό,άλλοτε είχε πάθος,με τις μεταμφιέσεις τών ηθοποιών,να ζουν τις ζωές άλλων,
ήταν το έργο τού Luigi Pirandello Έξι προσωπα ζητούν συγγραφέα Sei personaggi in cerca d'autore,
εκεί μέσα στην αίθουσα τού ήρθε η ιδέα,
όταν τελείωσε η παράσταση είχε διαλευκάνει την υπόθεση τού φόνου,
την άλλη μέρα το πρωι
συνάντησε με τη σειρα και τούς τρεις υπόπτους,σε κάθε εναν εξέθεσε τους συλλογισμούς του,ήταν αναντιρρητοι,
ομολόγησαν το έγκλημα,
που είχαν κάνει
ξεχωριστά
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
προσθετοντας και μεταφράζοντας
Leopold Ritter von Sacher- Masoch
-Venus im Pelz-
-η Αφροδίτη με τη γουνα-
Τού είχε πει το βαγόνι να είναι άκρως ιδιωτικό,χωρίς καμία απολυτως ενοχλητική παρουσία,επιβάτη,η' ελεγκτή,εντελώς μόνοι οι δυο τους,με χοντρές αδιαφανεις κουρτίνες στη πόρτα,σε λίγο θα νύχτωνε,τον είχε διατάξει να ξαπλώσει στο απέναντι δερμάτινο κάθισμα και να τής έχει γυρισμένη τη πλάτη,μην διανοηθεί να κινηθεί,εκείνη θα του έλεγε τι θα κάνει,
ακούγονταν ο θόρυβος τού τρένου,
είχε νυχτώσει,
γδυνομαι,την άκουσε να λέει,τώρα είμαι γυμνή,
τυλίγομαι.με τη λευκή γούνα μου,ξαπλώνω στο κάθισμα,
η καρδιά του χτυπούσε δυνατά,
τα πόδια μου φαίνονται,γυμνωμενα,
γύρνα να δεις,
εκείνος υπάκουσε,γυρισε,
εκείνη τού γύρισε τη πλάτη,
το τρένο περνούσε ένα τούνελ,
πες μου,θέλω να ακούσω,όλες τις σκέψεις σου,
και ταυτόχρονα να κάνεις αυτό που κάθε άντρας θα έκανε φαντασιωνοντας μια γυναίκα,που του απαγορεύει να την αγγίξει,να αυνανίζεται,
αρχισε τωρα
εκείνος εκτέλεσε τη διαταγή της
Ο Θεός τον έχει καταδικάσει και στα χέρια μιας γυναίκας τον έχει παραδώσει.
(Ιουδηθ,βιβλίο 16,κεφάλαιο 7)
Gott hat ihn gestraft und hat
in in eines Weibes Hände gegeben.
Buch Judith 16. Kap. 7.
Ich hatte liebenswürdige Gesellschaft.
άκουγε τη φωνή της,
αγάπη μου,με αναστατωνεις,τι ηδονή,
Εχω την πιο γοητευτική παρέα.
Απέναντι μου στο τεράστιο Αναγεννησιακού στυλ τζάκι κάθεται η Αφροδιτη.
Ich hatte liebenswürdige Gesellschaft.
Mir gegenüber an dem massiven Renaissancekamin saß
Venus,
σε θέλω,με τρελάνεις,
η φωνή της
αλλ'όμως δεν είναι μια γυναίκα τού υποκόσμου,που κάτω απ'αυτο τόνομα πολεμά εναντίον του εχθρικού φύλου,όπως η μαντεμοαζελ Κλεοπατρα,αλλα η αληθινή θεα τού έρωτα.
aber nicht etwa eine Dame der Halbwelt, die unter diesem Namen Krieg führte gegen das feindliche Geschlecht, gleich Mademoiselle Cleopatra, sondern die wahrhafte Liebesgotiin.
ξέρεις τι κάνω;
άκουσε τη φωνή της,πεσ'το,δεν θέλω σεμνοτυφιες,
έτρεμε,
χαιδευεσε,
πού;
η φωνή της τον διέταξε να πει
στη γούνα σου, τής είπε,
θα λιγοθυμουσε,
όχι μεταφορές;τής σιχαινομε,τού φώναξε,το αληθινό όνομα,αυτό θέλω να ακούσω
χαϊδεύεις το μουνι σου
συνέχισε να μιλας
Καθονταν στην πολυθρόνα και είχε ανάψει μια φωτιά που τσιρριζε,και η αντανάκλαση τής κόκκινης φλόγας το χλωμό της πρόσωπο με τα λευκά μάτια εγλειφε και πότε πότε τα πόδια της,όταν αυτά να ζεστάνει
προσπαθούσε.
Sie saß im Fauteuil und hatte ein prasselndes Feuer angefacht, dessen
Widerschein in roten Flammen ihr bleiches Antlitz mit den weißen
Augen leckte und von Zeit zu Zeit ihre Fuße, wenn sie dieselben zu wärmen
suchte.
σήκω,κάθισε όρθιος,από πάνω μου,γυρίζω,με βλέπεις,βλέπεις τα πόδια μου ανοικτά,
βλέπεις τι κάνω,
σου αρέσει το μουνι μου;
το λατρεύεις;,πεθαίνεις;,πες
μιλα
το λατρεύω το μουνι σου,πεθαινω
Το κεφάλι της ήταν θαυμάσιο,παρόλο τα πετρωμενα μάτια της,αλλ'αυτο ήταν όλο,που απ'αυτήν είδα.
Ihr Kopf war wunderbar trotz der toten Steinaugen, aber das war auch
alles, was ich von ihr sah.
τωρα κλείσε τα μάτια,
συνέχισε να μιλας
Η Σεβασμια είχε το μαρμάρινο κορμί της μεσα σε μια μεγάλη γούνα τυλιγμένο και τρεμουλιαζε όπως μια κουλουριασμένη γατα
Die Hehre hatte ihren Marmorleib in einen
großen Pelz gewickelt und sich zitternd wie eine Katze
zusammengerollt.
έλα να με γαμησεις,
μην ανοίξεις τα μάτια,
έλα τώρα,τώρα,
ετσι,γαμα
μίλα ενώ με γαμας,
Δεν το καταλαβαίνω,ευγενική μου Κυρία,φωναξα,πραγματικά δεν είναι τόσο κρύα,εδώ και δύο βδομάδες έχουμε κυριολεκτικά άνοιξη.
Φαίνεστε νευρικη.
Ich begreife nicht, gnädige Frau, rief ich, es ist doch wahrhaftig
nicht mehr kalt, wir haben seit zwei Wochen das herrlichste Frühjahr.
Sie sind offenbar nervös.
.
.
.
ο Immanuel Kant το μπιλιάρδο και οι 7 γέφυρες τού Königsberg
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ο Immanuel Kant έφτανε πάντα στην ώρα του για το μπιλιάρδο,
διέσχιζε από τη μια πλευρά τής πόλης Königsberg
τη γέφυρα στον ποταμό Pregel περνούσε από το νησί Lomse και τη γέφυρα που το ένωνε με την άλλη πλευρά τής πόλης,και όλα αυτά συνέβαιναν ακριβώς την ίδια ώρα,
ήταν αδύνατο να τον κερδίσεις στο μπιλιάρδο,
-η καθαρή λογική,φίλε μου,βοηθάει,
μού έλεγε χαμογελώντας,
παράτα τις δεισιδαιμονίες,τις πίστεις,τη τύχη,
-ομως οι μπίλιες στη σύγκρουση συμπεριφέρονται τυχαία,σχεδόν χαοτικά, τού απάντησα,
-ετσι νομίζεις,
μου είπε,
η πιθανότητα να είναι εκεί,το προβλέπεις,δεν είναι τύχη,
πάντα με κέρδιζε,
μετά έφευγε,
την ίδια ώρα γυρνούσε
περνώντας,αντίστροφα,από τις δυο γέφυρες που ενώνουν με τη πόλη το νησί Kneiphof,
εκείνη τη μέρα άργησε,τον περίμενα,
ανησύχησα,
όταν ήρθε μου είπε,
-συγνωμη,άργησα,
σε όλη τη διάρκεια τού παιχνιδιού ήταν σοβαρός,αμίλητος,
ήταν φανερο πως κάτι τον απασχολούσε,
από ευγένεια δεν τον ρώτησα,
έκανε σφάλματα,ήταν αφηρημένος,παρολαυτά πάλι με κέρδισε,
έφυγε γρήγορα,
την άλλη μέρα πάλι καθυστέρησε,
δεν έπαιζε όπως πριν με την ίδια αυτοσυγκέντρωση,και ευφυία,κάτι συνέβαινε,
παραλίγο να χάσει το παιχνίδι,
την τρίτη μέρα,η ίδια αργοπορία,
μεγάλα λάθη στο παιχνίδι,δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω,να χάσει,επίτηδες δεν έπαιζα καλά,να κερδίσει,το κατάλαβε,
σταμάτησε το παιχνίδι,
-δεν χρειάζεται,να εισαι ευγενικός,τώρα είναι η ευκαιρία,η σειρά σου να κερδίσεις,
με απασχολεί ένα μεγάλο πρόβλημα,
ξέρεις τη πόλη μας Königsberg τη χωρίζει ο ποταμός Pregel,τα δύο νησιά Kneiphof και Lomse ενώνονται με τις πλευρές της πόλης και μεταξύ τους με εφτά γέφυρες,
ο μαθηματικός Leonhard Euler από το 1736 έθεσε το έξης πρόβλημα:
να διελθεις και απο τις εφτά γέφυρες μια φορά και μόνο,
λοιπόν αυτός είναι ο λογος που καθυστερω,
μέχρις τώρα ,και στις τρεις φορες που δοκιμασα,δεν το κατάφερα,και μάλιστα,συμπέρανα,πως είναι αδύνατο να λυθεί ο γριφος,γι'αυτό τον παρατάω,και συνεχίζω,την προηγούμενη πορεία μου,
-στην οποία, τού απάντησα χαμογελώντας,είναι αδύνατο να σε κερδίσω στο μπιλιάρδο
.
.
.
Τι θαυμάσιο πλάσμα που είναι η γυναικα
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Παλαιά Διαθήκη, Γένεσις,
η δημιουργία τής γυναικας
και δημιούργησε ο θεός τον ανθρωπο,κατά την εικόνα του τον δημιούργησε,αρσενικό και θηλυκό τούς δημιουργησε
Γεν. 1,27 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς
και ο θεός νυσταξε τον Αδάμ και τον κοιμησε,
και πήρε ένα απο τα πλευρά του και το σαρκωσε
Γεν. 2,21 καὶ ἐπέβαλεν ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν Ἀδάμ, καὶ ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς.
κι έδωσε το σχημα ο θεός στο πλευρό,που πήρε από τον Αδαμ,τής γυναίκας και την πήγε σ'αυτον
Γεν. 2,22 καὶ ᾠκοδόμησεν ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ Ἀδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἀδάμ.
και είπε ο Αδάμ,
αυτη τώρα είναι οστό από τα οστά μου και σάρκα από τη σάρκα μου,αυτή θα ονομαζεται γυναικα,γιατί απ'τον άντρα της αυτή εγινε
Γεν. 2,23 καὶ εἶπεν Ἀδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη·
και λόγω αυτού θα εγκαταλείπει ο άντρας τον πατέρα του και τη μητέρα και θα συνδέεται στενά με τη γυναίκα του,
και θα είναι οι δυο μιά
σαρκα
Γεν. 2,24 ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.
και ήσαν οι δύο γυμνοί,και ο Αδαμ και η γυναίκα του,και δεν ντρεπονταν
Γεν. 2,25 καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο.
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
8 Μαρτιου η Γιορτή τής Γυναίκας
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, τής έδωσε,
-σε ευχαριστω, τού είπε εκείνη,αυτο είναι το αίμα,που έχυσαν εκείνες οι λευκοντυμενες γυναίκες,εργατριες στην κλωστοϋφαντουργία,στις 8 Μαρτιου τού 1857,όταν ξεχύθηκαν στους δρόμους τής Νέας Υόρκης,διαμαρτυρόμενες,ζητώντας καλλιτερςς συνθήκες εργασίας,καλλιτερους μισθούς,εξίσωση τού μισθού τής γυναίκας με τον μισθό τού άντρα,μείωση τών ωρών εργασίας,από 16 ώρες σε 10 ώρες,
η αστυνομία τις χτύπησε άγρια,η διαδήλωση τών γυναικών βάφτηκε με αίμα,και ακολούθησαν ομαδικές απολύσεις από την εργοδοσια
είναι το αίμα τους,το κόκκινο τριαντάφυλλο
.
.
.
My Own Empire of Hyperrealistic Paintings
-The Visions of Giacomo Casanova-
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Eleanora,της είπε ο Giacomo Casanova ,είστε ένα θεϊκό πλάσμα,
εκείνη χαμογελασε
-μα μόλις με γνωρισατε,
-ειστε γυναίκα,απάντησε εκείνος και την αγκαλιασε,
και κάθε γυναίκα είναι θεϊκό πλάσμα,
.
.
.
My Own Empire of Hyperealistic Paintings
-Odysseus and Penelope-
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας)
-ο Οδυσσέας φεύγει για την Τροια-
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
αύριο ξημερώνοντας φεύγει,οι άντρες πάνε στον πόλεμο,είναι το καθήκον τους,το αριστείον τους,οι φρόνιμες γυναίκες μένουν στο σπίτι,στα παιδιά,στον αργαλειό,τ'αλλα τής εξουσίας και τής διοικήσεις τα κανόνισε,τα διαμοιρασε στους έμπιστους,
δύο πράγματα μόνο τού διεφευγουν,
το ενα
πως η Πηνελόπη έχει εραστή έναν από τους διορισμένους του διοικητές,έναν νεαρό πλαιμποι,
και το άλλο
η Οδύσσεια τού Ομήρου
.
.
.
My Own Empire of Hyperealistic Paintings
-Cassandra and Agamemnon-
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας)
-η Κασσάνδρα στις Μυκηνες-
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
αυτό,που μαντεύει,είναι δύσκολο,αδύνατο να πιστευτει,όμως θα συμβεί ακέραιο,αμετάκλητο,
εκείνος στην αρχή ταράχτηκε,έπειτα είδε το πρόσωπο του λυπημένο και σκοτεινό,
-δεν θα αντισταθώ,τής είπε,έχω χαθεί από τότε στην Αυλίδα,αυτό το χαμό τής Ιφιγένειας,οι τύψεις με συνθλίβουν,στη Τροία επεδίωξα να με σκοτώσει ο Αχιλλέας,γι'αυτό άρχισα την μηνιν του,εδώ,στις Μυκήνες,ήξερα τι συμβαίνει,η μοιχαλίδα γυναίκα ο εραστής,θα μπορούσα να τους εξορισω,να βάλω μυστικούς μου να τους δολοφονησουν,δεν το θέλησα,προτιμώ αυτο το τέλος,κάποιος θα το έλεγε αυτοκτονία,είναι παραίτηση,βαρέθηκα,
ας τελειώσουν μ'αυτο το τρόπο όλα,
εσενα,μικρή μου,
σκέφτομαι,να προσέχεις
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-Helen of Sparta-
-χ.ν.κουβελης c n.couvelis
(Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας)
η διπλή εικόνα τής Ελενης
-χ.ν.κουβελης c n.couvelis
είδα τις δύο εικόνες της,
καθώς εφευγε
στη μια θα βρίσκεται στη Τροία,στο Ίλιο,σε όλα τα δέκα χρόνια τού πολέμου,
η αιτία του,ντροπιασμένη στους Αχαιούς,στους Έλληνες,
και στην ραψωδία ω' τής Ιλιάδας τού Ομήρου θρηνεί τον Έκτορα
773 τὼ σέ θ’ ἅμα κλαίω καὶ ἔμ’ ἄμμορον ἀχνυμένη κῆρ·
οὐ γάρ τίς μοι ἔτ’ ἄλλος ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ
ἤπιος οὐδὲ φίλος, πάντες δέ με πεφρίκασιν
τώρα σε κλαίω και είναι η καρδιά μου λυπημένη βαθεια συντριμενη
γιατί μέσα στη Τροία άλλος
κανένας δεν είναι φιλος,
όλοι μ'αποφευγουν
στην άλλη είναι στη χώρα τού Νείλου την Αίγυπτο,
πραγματική,στην Τροία το είδωλο της,
αυτό γράφεται στην Ελένη τού Ευριπιδη
1.Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί,
ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον
λευκῆς τακείσης χιόνος ὑγραίνει γύας.
ο Νείλος με το ρεύμα του
ποτίζει
κι όχι η βροχή
τής Αιγύπτου τα χωματα
που όταν τα χιόνια λιωσουν
τη γη της υγραινει
32Ἥρα δὲ μεμφθεῖσ᾽ οὕνεκ᾽ οὐ νικᾶι θεὰς
ἐξηνέμωσε τἄμ᾽ Ἀλεξάνδρωι λέχη,
δίδωσι δ᾽ οὐκ ἔμ᾽ ἀλλ᾽ ὁμοιώσασ᾽ ἐμοὶ
εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ᾽ ἄπο
35Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ᾽ ἔχειν,
κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων
η Ήρα αφού οργισθηκε
που έτσι στη κρίση την νικησαν
ματαίωσε με τον Αλέξανδρο το σμίξιμο μου
γιατί εμένα δεν εδωσαν
παρά είδωλο να μού μοιάζει απ'αερα
στου Πριάμου το γιο,
και πως μ'εχει αυτος νομιζει,
πλανη,αφού δεν μ'εχει
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
(Ιστορίες Ιδιαίτερης Ευκρινειας)
το τρενο ξεκίνησε,γλυστρουσε στις ραγες που έλαμπαν
από τη βροχή που έπεσε όλη τη μέρα,
έπειτα το είδε ανάμεσα στα περιβόλια και να εξαφανίζεται,
νύχτωσε,τίποτα πια δεν εβλεπε,
σκέφτηκε τα περασμένα,
τι παράξενο το παρελθόν,
πόσο βαριά η μνήμη,
αυτό,που ονοματιζω,σκέφτηκε,χάνεται.
όχι δεν φοβονταν
.
.
.
My Own Empire of Heteronyma Paintings
-Electra-
-χνκουβελης cncouvelis
ποτέ δεν είχα δει την Ηλέκτρα τόσο ήρεμη,
-ποσο ομορφη είσαι καλή μου, τής είπα
χαμογέλασε,
μού ζήτησε να πάμε,σύντομα,τις επόμενες μέρες μια εκδρομή,
στη Μάνη και στο Μυστρά,ήθελε να δει τούς πύργους,τα κάστρα,
τις εκκλησίες,να την φωτογραφίσω εκεί,
τη νύχτα κοιμήθηκαμε μαζί,
ξημερώνοντας μάς ξύπνησαν δυνατά χτυπήματα στην πορτα,
-ανοίξτε,φώναζαν,θα σπάσουμε τη πορτα
-ποιοι είναι;
ρώτησα την Ηλέκτρα,
τι θέλουν;
εκείνη δεν μίλησε,το πρόσωπο της σοβαρό,
σηκώθηκα,άνοιξα,
είδα τρεις άντρες με στολη αστυνομίας,
μ'εσπρωξαν,μπήκαν μέσα,
κατευθύνθηκαν προς την Ηλέκτρα,
-συλλαμβανεσαι για διπλή δολοφονία,
της Κλυταιμνήστρας και τού Αιγισθου,
εκείνη δεν αντεδρασε,άπλωσε τα χέρια της
και τής φόρεσαν χειροπέδες,
με κοίταξε πριν την πάρουν,
-συγνωμη,μου είπε,
-ελα,μπρός,ακολούθησε και συ,
μού φώναξε ένας αστυνομικός
.
.
.
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας το τελευταίο γράμμα τής Virginia Woolf
(28 Μαρτίου 1941)
σού γράφω για τελευταία φορά,αυτό είναι το τελευταίο μου γραμμα,
για κάθε λέξη που γράφω βάζω και μια πέτρα στις τσέπες μου,τις γεμίζω,
πιστεύω να είναι αρκετά βαριες,να με βυθίσουν μέσα στα παγωμένα νερά τού ποταμού Ouse,ίσως μετά από μέρες με βρουν,φαγωμένη από τα ψάρια,φουσκωμένη από τα νερά,
πάλεψα με την αρρώστια τού μυαλού μου,όμως δεν τα κατάφερα,ημικρανίες,αυπνοια,διπολική διαταραχή,
δυνατές οι εικόνες τής πεθαμένης μαμας,μια πανέμορφη μαμά Pre-Raphaelite beauty
,τού πεθαμένου πατέρα,τής πεθαμένης αδελφής μου Στελλας,
και οι εικόνες τών δυό μικρών κοριτσιών,τής Βανέσσα και της Βιρτζίνια, που βιάζονταν από τα δυό αδέλφια τους,
πόσο φοβάμαι,τρομερά φοβάμαι,
ότι έγραψα μέσα στο δωμάτιο μου κλεισμένη με μια γραφομηχανή είναι αλήθεια,
είμαι μια γυναίκα πλέον τού 20ου αιώνα,
Dearest,
αγαπημένε
Αισθάνομαι είμαι βέβαιη πως πάλι τρελενομαι.
Αισθάνομαι πως δεν θα μπορέσουμε να αντέξουμε άλλη μια από εκείνες τις τρομερές στιγμές
Κι αυτή τη φορά δεν θα συνέλθω.
Αρχίζω ν'ακουω φωνές,και δεν μπορώ να συγκεντρωθω.
Έτσι κανω ότι φαίνεται το πιο σωστό πράγμα να κανω.
Μου'δωσες την πιο μεγάλη δυνατή ευτυχία.
Έχεις υπάρξει με κάθε τρόπο όλα εκείνα που κάποιος μπορούσε να υπάρξει.
Δεν νομίζω πως δυό άνθρωποι μπορούσαν να έχουν υπάρξει ευτυχέστεροι μέχρι αυτή η τρομερή αρρώστια να έρθει.
Δεν μπορώ να παλέψω πια.
Ξέρω ότι καταστρέφω τη ζωή σου,ότι χωρίς εμένα θα μπορεσεις να εργασθεις.
Και θα το κάνεις το ξέρω.
Βλέπεις δεν μπορώ ακόμη να το γράψω σωστά.
Δεν μπορώ να διαβάσω.
Ότι θέλω να πω είναι οτι οφείλω όλη την ευτυχία τής ζωής μου σε σένα.
Έχεις υπάρξει πολύ υπομονετικός μαζί μου κι απίστευτα καλός.
Θέλω να το πω αυτό,ο καθε ένας το ξέρει.
Αν κάποιος θα μπορούσε να μ'εχει σώσει αυτός θα σου'να εσυ.
Κάθε τι έχει φύγει από μένα εκτός από τη βεβαιότητα τής καλοσύνης σου.
Δεν μπορώ να συνεχίζω να καταστρεφω τη ζωή σου πια.
Δεν νομίζω οτι δυό άνθρωποι μπορούσαν να έχουν υπάρξει ευτυχέστεροι από ότι εμείς έχουμε υπαρξει.
Βιρτζίνια
Dearest
I feel certain I am going mad again. I feel we can’t go through another of those terrible times. And I shan’t recover this time. I begin to hear voices, and I can’t concentrate.
So I am doing what seems the best thing to do.
You have given me the greatest possible happiness. You have been in every way all that anyone could be. I don’t think two people could have been happier till this terrible disease came.
I can’t fight any longer.
I know that I am spoiling your life, that without me you could work. And you will I know. You see I can’t even write this properly. I can’t read. What I want to say is I owe all the happiness of my life to you. You have been entirely patient with me and incredibly good. I want to say that — everybody knows it.
If anybody could have saved me it would have been you. Everything has gone from me but the certainty of your goodness. I can’t go on spoiling your life any longer.
I don’t think two people could have been happier than we have been.
Virginia
συμφωνήσαμε,θυμάσαι,αν οι Γερμανοί εισβάλουν στο Λονδίνο να αυτοκτονήσουμε μαζι,
δεν μπορώ να περιμένω,
συγνώμη που το κάνω μόνη μου,
έτσι δεν θα φοβάται πια
η Virginia Woolf
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου