.
.
GREEK POETRY
-στιχοι 176-214-Το όνειρο της βασίλισσας Ατοσσα και ο οιωνός
του αετού
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
ΑΙΣΧΥΛΟΥ,ΠΕΡΣΑΙ (472 π.Χ)
-στιχοι 176-214-Το όνειρο της βασίλισσας Ατοσσα και ο οιωνός
του αετού
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΑΤΟΣΣΑ
με πολλά πάντα όνειρα νυχτερινά
περνώ,αφ'οτου ο γιος μου στέλνοντας στρατό
στων Ιώνων τη γη πήγε να κυριέψει θελωντας
αλλ'ομως ποτέ τέτοιο καθαρό δεν είδα
μέχρι τη περασμενη νύχτα,αυτό και θά σου πω
σε μένα παρουσιάστηκαν δύο γυναικες καλοντυμενες
η μία με πέπλα περσικά στολισμένη
η άλλη με δωρικά,στην όψη
και στο ανάστημα απ'τις τώρα πολύ να υπερεχουν
και στα κάλλη αψεγάδιαστες,κι αδερφές από γένος
ιδιο.πατριδα να μενουν η μία την Ελλαδα
με κλήρο έλαχε γη,η άλλη βαρβαρη
σ'αυτες κάποια διχόνοια,όπως μου φάνηκε να είδα,
υπηρχε στην μια και την άλλη.ο γιος μου μαθαινοντας την
προσπάθησε να καταπραυνει.στ'αρμα του
τις ζευει και λουριά στους λαιμους
βάζει,η μια μ'αυτη εδώ υπερηφανευονταν στολή
και στα ηνία είχε υποτακτικο το στόμα.
η άλλη σφαδαζε,και με τα χέρια το καθισμα
συντριβει,κι αρπάζοντας σέρνει βίαια
χωρίς χαλινάρια και το ζυγό σπάζει στη μεση
πέφτει ο γιος μου,κι ο πατερας εμφανιζεται
Δαρείος ευσπλαχνιζοντας τον.κι όπως τον βλεπει
ο Ξέρξης, τα πέπλα ξεσκίζει στό σωμα
κι αυτά που τη νύχτα είδα λεω
όταν σηκώθηκα και τα χέρια σε καλλιρροη
βύθισα πηγή,με θυμιάματα στο χέρι σε βωμό
μπροστά πήγα,στους δαίμονες π'αποτρεπουν τα κακα
θελωντας να θυσιάσω πελανον αλεύρι μέλι και λάδι,
που σ'αυτους αυτά σκοπευουν,τότε βλέπω αετό
να φεύγει προς την εστία του Φοίβου,
κι απ'τό φόβο χωρίς μιλιά στάθηκα,φιλοι,
αμέσως μετά γεράκι κιρκινέζι βλεπω με γοργα
φτερά πάνω του να ορμά και με τα νύχια το κεφάλι
να του μαδα,αυτό τίποτα άλλο δεν έκανε παρα ζαρώνοντας
το σώμα προσφερε.αυτα σε μένα τρομακτικά είναι να δω,
κι εσείς να ακούτε,γιατί καλά το γνωρίζεται,ο γιος μου
πετυχαινοντας θαυμαστος θα γίνει άντρας,,
αν όμως αποτύχει-δεν είναι υπολογος στη πόλη,
αν σωθεί όμοια αυτή εδώ κυβερνα γη
.
·
ΑΤΟΣΣΑ
πολλοῖς μὲν αἰεὶ νυκτέροις ὀνείρασιν
ξύνειμ᾽, ἀφ᾽ οὗπερ παῖς ἐμὸς στείλας στρατὸν
Ἰαόνων γῆν οἴχεται πέρσαι θέλων·
ἀλλ᾽ οὔτι πω τοιόνδ᾽ ἐναργὲς εἰδόμην
180ὡς τῆς πάροιθεν εὐφρόνης· λέξω δέ σοι.
ἐδοξάτην μοι δύο γυναῖκ᾽ εὐείμονε,
ἡ μὲν πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη,
ἡ δ᾽ αὖτε Δωρικοῖσιν, εἰς ὄψιν μολεῖν,
μεγέθει τε τῶν νῦν ἐκπρεπεστάτα πολύ,
185κάλλει τ᾽ ἀμώμω, καὶ κασιγνήτα γένους
ταὐτοῦ· πάτραν δ᾽ ἔναιον ἡ μὲν Ἑλλάδα
κλήρῳ λαχοῦσα γαῖαν, ἡ δὲ βάρβαρον.
τούτω στάσιν τιν᾽, ὡς ἐγὼ ᾽δόκουν ὁρᾶν,
τεύχειν ἐν ἀλλήλῃσι· παῖς δ᾽ ἐμὸς μαθὼν
190κατεῖχε κἀπράυνεν, ἅρμασιν δ᾽ ὕπο
ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ λέπαδν᾽ ὑπ᾽ αὐχένων
τίθησι. χἠ μὲν τῇδ᾽ ἐπυργοῦτο στολῇ
ἐν ἡνίαισί τ᾽ εἶχεν εὔαρκτον στόμα,
ἡ δ᾽ ἐσφάδᾳζε, καὶ χεροῖν ἔντη δίφρου
195διασπαράσσει, καὶ ξυναρπάζει βίᾳ
ἄνευ χαλινῶν, καὶ ζυγὸν θραύει μέσον.
πίπτει δ᾽ ἐμὸς παῖς, καὶ πατὴρ παρίσταται
Δαρεῖος οἰκτίρων σφε· τὸν δ᾽ ὅπως ὁρᾷ
Ξέρξης, πέπλους ῥήγνυσιν ἀμφὶ σώματι.
200καὶ ταῦτα μὲν δὴ νυκτὸς εἰσιδεῖν λέγω.
ἐπεὶ δ᾽ ἀνέστην καὶ χεροῖν καλλιρρόου
ἔψαυσα πηγῆς, σὺν θυηπόλῳ χερὶ
βωμὸν προσέστην, ἀποτρόποισι δαίμοσιν
θέλουσα θῦσαι πέλανον, ὧν τέλη τάδε.
205ὁρῶ δὲ φεύγοντ᾽ αἰετὸν πρὸς ἐσχάραν
Φοίβου· φόβῳ δ᾽ ἄφθογγος ἐστάθην, φίλοι·
μεθύστερον δὲ κίρκον εἰσορῶ δρόμῳ
πτεροῖς ἐφορμαίνοντα καὶ χηλαῖς κάρα
τίλλονθ᾽· ὁ δ᾽ οὐδὲν ἄλλο γ᾽ ἢ πτήξας δέμας
210παρεῖχε. ταῦτ᾽ ἔμοιγε δείματ᾽ ἔστ᾽ ἰδεῖν,
ὑμῖν δ᾽ ἀκούειν. εὖ γὰρ ἴστε, παῖς ἐμὸς
πράξας μὲν εὖ θαυμαστὸς ἂν γένοιτ᾽ ἀνήρ,
κακῶς δὲ πράξας—οὐχ ὑπεύθυνος πόλει,
σωθεὶς δ᾽ ὁμοίως τῆσδε κοιρανεῖ χθονός.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου