I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Ν -Literature Λογοτεχνία -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


 .

.

Ν

Literature Λογοτεχνία

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis




χ.ν.κουβελης c.n.couvelis 

Σκηνες αναζήτησης σε μια πολη

(Θεσσαλονίκη)


Σκηνη 1.


Νύχτα.Βρεχει.Ο άντρας στην Εγνατία..Τα φώτα τών λεωφορείων

κυλούν στην υγρασία τού δρόμου..

Στην Πλατεία Αριστοτέλους,βλεπει μια γυναίκα με κόκκινο παλτό.

Την ακολουθεί.Στρίβει στην Τσιμισκή.Μέσα στις βιτρίνες, το πρόσωπό της αλλάζει.Κάθε αντανάκλαση.Μια άλλη πόλη.

Στην Αγίου Δημητρίου,αργότερα.Την βλέπει μπροστά σε μια πόρτα.

Χαμογελάει, λέει κάτι για το φως, και χάνεται.

Μετά τα μεσανυχτα στην παραλιακή.Ακινητη θάλασσα, βαριά υγρασία.

Ο Λευκός Πύργος γκρίζος.Μια γυναίκα στέκεται στο κιγκλίδωμα.

-Σε ψάχνω κι εγώ, του λέει.

Χάνεται πάλι.

Στον  Βαρδάρη, νύχτα βαθιά.Νέον επιγραφές, φορτηγά, μπύρες.

Η ίδια γυναίκα, τώρα με κοντά μαλλιά, κάθεται στο πεζοδρόμιο.

Τού ζητάει τσιγάρο.Της δίνει.Εκεινη σηκωνεται και απομακρύνεται.

Φεύγει πριν προλάβει να τη ρωτήσει.

Στα Λαδάδικα.Οι τελευταίοι πελάτες στο μπαρ.Η γυναίκα χορεύει μόνη της.

Γυμνά πόδια.Τον κοιτάει και τού κάνει νόημα.Δεν πλησιάζει.

Ξέρει πως αν το κάνει, θα χαθεί για πάντα.

Η πόλη ξημερώνει.Πίσω στην Εγνατία.Τα ρολά ανεβαίνουν, τα καφέ ανοίγουν.

Κάθε πρόσωπο που περνά ένα αγνωστο.

.

.

Σκηνή 2.


Μια γυναίκα που είχε δει στο Βαρδάρη Δεν θυμόταν καλά το πρόσωπο.

Στην Εγνατία, το πλήθος. Περνούσαν άνθρωποι βιαστικοί,τουρίστες που φωτογράφιζαν ό,τι έβλεπαν. Σ’ ένα φανάρι απέναντι από τη Ροτόντα, την είδε Μια γυναίκα με μαλλιά δεμένα ψηλά, που στεκόταν στην άκρη τού πεζοδρομίου, κρατώντας ένα πλαστικό ποτήρι με καφέ. Γύρισε το κεφάλι της και για μια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν.

Εφτασε στην Πλατεία Αριστοτέλους. Τα τραπέζια γεμάτα. Άνθρωποι με κινητά, τα περιστέρια  έκοβαν βόλτες ανάμεσα στα πόδια. 

Κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Από το βάθος τής στοάς, μια γυναίκα πέρασε κρατώντας μια τσάντα. Ήταν άλλη.Μα είχε το ίδιο βάδισμα.Την ακολούθησε ως την Τσιμισκή. Κάποια στιγμή στάθηκε έξω από ένα κατάστημα ρούχων, κι ύστερα χάθηκε ανάμεσα στις στοές. .

Νύχτωσε.Η πόλη άλλαζε ρυθμό. Τα μαγαζιά κατέβαζαν ρολά, τα φώτα άναβαν. Βρέθηκε στη παραλιακή. Το φως τού Θερμαϊκού χρυσό, και το νερό ακίνητο. Κόσμος περπατούσε, ζευγάρια, παιδιά με ποδήλατα, παρέες που γελούσαν. Εκείνη καθόταν στο στηθαίο, κοιτώντας προς τη θάλασσα. Τώρα το πρόσωπο της φαινόταν καθαρά ,μα ήταν διαφορετικό πάλι. Άλλο χρώμα μαλλιών, άλλο βλέμμα. Κάθισε λίγα μέτρα πιο πέρα. Δεν τού μίλησε, δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Μετα σηκώθηκε και περπατούσε προς τον Λευκό Πύργο.

Την ακολούθησε ως εκεί. Οι τουρίστες έβγαζαν φωτογραφίες, οι πλανόδιοι πουλούσαν ψημενο καλαμπόκι. Εκείνη στάθηκε για λίγο στην είσοδο, τον κοίταξε,κι ύστερα ανέβηκε. Εκείνος έμεινε απ’ έξω. Δεν ήξερε αν έπρεπε να την ακολουθήσει. Όταν τελικά μπήκε, δεν την ειδε πουθενά.

Τη νύχτα  στα Λαδάδικα. Έξω από ένα μπαρ, μια γυναίκα κάπνιζε.Το πρόσωπο 

της φωτιζόταν από τις επιγραφές νέον.. Ήταν εκείνη.  Χαμογέλασε.

-Με ψάχνεις;, τον ρώτησε.

Δεν απάντησε.

Επειτα εκείνη μπήκε μέσα. Όταν μπήκε κι εκείνος, η αίθουσα ήταν άδεια.

Βγήκε έξω. Η πόλη τον τύλιξε.

Κι ύστερα τίποτα. Μόνο το βήμα του στον δρόμο και το μακρινό βουητό 

τής νύχτας.

.

.

Σκηνή 3.


Στην Πλατεία Αριστοτέλους, την είδε πρώτη φορά. Καθόταν μόνη, με ένα βιβλίο στα χέρια. Μαύρα μαλλιά, πρόσωπο φωτεινό.

Πλησίασε.

-Συγγνώμη,μήπως σε ξέρω;

Εκείνη χαμογέλασε.

-Όλοι ξέρουμε όλους εδώ. Είμαστε στην ίδια πόλη.

Σηκώθηκε  και χάθηκε μέσα στο πλήθος.

Ένα παιδί πούλαγε μπαλόνια. Η πόλη άλλαζε.

Την επόμενη μέρα, περπάτησε στην Τσιμισκή. Οι βιτρίνες,τα νέα ρούχα.

-Αυτή η πόλη πάντα προσποιείται ότι είναι καινούρια, σκέφτηκε.

Και τότε, την είδε ξανά.

Φορούσε κόκκινο παλτό.

-Εσύ πάλι.

Γύρισε, τον κοίταξε χωρίς έκπληξη.

-Πάντα εσύ ψάχνεις.

-Ποια είσαι;

-Είμαι ό,τι θυμάσαι.

Είπε και τον προσπερασε.

Προχώρησε.Τα στενά είχαν σκιά και ψύχρα. 

Μπροστά στη Ροτόντα  παρακολουθησε μια νεαρή κοπέλα που επαιζε κιθάρα.

Σκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη.Ειναι σαν γυναίκα.Αλλάζει συνέχεια.

Κάποτε την είχαν κάψει, την είχαν χτίσει ξανά. Εβραίοι, Τούρκοι, Έλληνες,όλοι είχαν αφήσει τη σκιά τους.

-Ίσως αυτή να ’ναι η  ίδια η πόλη.

Στην παραλιακή, το βράδυ  ο αέρας είχε γεύση αλμυρή. 

Και εκεί,στη σκιά τού Λευκού Πύργου,την είδε τρίτη φορά.Φορούσε λευκό φόρεμα

Πλησιασε προς το μέρος της.Εκείνη χάθηκε.

Αργά τη νυχτα στον Βαρδάρη.Τα φαντάσματα τών παλιών ξενοδοχείων.

Τα φώτα νέον.

Είδε μια  γυναίκα με κοντά μαλλιά, τσιγάρο στο χέρι.

Τον κοίταξε και χαμογέλασε.

-Άργησες.

-Εσύ είσαι;

-Ήμουν κάποτε.

Στα Λαδάδικα εκλειναν τα μπαρ..

Μπήκε σ’ ένα μικρό μπαρ.Η γυναίκα ήταν εκει.Κοντη φούστα.Ενα ποτήρι 

ουίσκι στο χέρι.

Πλησίασε.

-Είσαι η ίδια;

-Είμαι όλες..

Κάθισε δίπλα της. Για λίγο μίλησαν σαν να γνωρίζονταν, χωρίς να εξηγούν 

τίποτα. Όταν γύρισε να της πει κάτι ακόμη, η καρέκλα ήταν άδεια.

Βγήκε έξω. Ο αέρας μύριζε βροχή.

Περπάτησε ως τη θάλασσα. Τα φώτα τού λιμανιού έκαναν κύκλους στο νερό.

Ένιωσε πως η πόλη τον κοιτούσε.Εκείνη, που ήταν η πόλη.

-Οτι ψαχνω, σκέφτηκε.ειναι απλώς ότι θυμάμαι.

.

.

Σκηνή 4.


Εγνατία.Ανθρωποι,λεωφορεία,αυτοκίνητα,μηχανάκια,άνθρωποι.

Σκέφτηκε πως κάτω απ’ αυτόν τον δρόμο, σιωπηλά, κοιμούνται ακόμα οι ρωμαϊκές πέτρες Όλα κάτω από άσφαλτο και διαφημίσεις.

Στην Πλατεία Αριστοτέλους, ανάμεσα στα τραπέζια και στα παιδιά που κυνηγιόντουσαν, την είδε πρώτη φορά. Καθόταν μόνη με ένα βιβλίο στα χέρια, 

το φως από τη δύση έπεφτε στο πρόσωπό της.

Πλησίασε.

-Συγγνώμη,μήπως σε ξέρω;

Εκείνη χαμογέλασε.

-Όλοι ξέρουμε όλους εδώ. Από τη στάχτη τότε.

Ένιωσε να καταλαβαίνει. Η πυρκαγιά τού 1917 είχε σβήσει το παλιό κέντρο, και πάνω στα ερείπια χτίστηκε αυτή η νεοκλασική ψευδαίσθηση,με συμμετρίες και καμάρες που κοιτούν προς τη θάλασσα.

Πήγε να τής μιλήσει ξανά, μα εκείνη σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στο πλήθος.

Την άλλη μέρα, περπατούσε στην Τσιμισκή. Οι βιτρίνες λαμπερές, μα πάνω απ’ αυτές, τα παλιά μπαλκόνια έδειχναν τη φθορά. Οι όροφοι έμοιαζαν να θυμούνται εποχές εμπορίου και προσφύγων από τη Μικρασία, οικογένειες που ξανάστησαν τη ζωή τους πάνω σε δάνεια και υποσχέσεις.

Και τότε, την είδε ξανά.

Φορούσε κόκκινο παλτό και κρατούσε μια σακούλα με βιβλία.

- Εσύ πάλι

Γύρισε, τον κοίταξε.

-Πάντα εσύ ψάχνεις.

-Ποια είσαι;

-Είμαι αυτή που αλλάζει όταν αλλάζει η πόλη.

Πέρασε δίπλα του και χάθηκε μέσα στο πλήθος. 

Στη Ροτόντα. Τουρίστες γελούσαν, έπιναν μπύρες στα σκαλοπάτια.

Και τότε την είδε να περνά ,μ’ ένα μαντίλι στο κεφάλι.

Κι έσβησε πίσω από το μνημείο.

Το βράδυ κατέβηκε στην παραλιακή. Το φως τών αυτοκινήτων έσπαγε στα νερά. Οι άνθρωποι έτρωγαν, έπιναν, μιλούσαν δυνατά. Οι τουρίστες φωτογραφίζονταν κάτω από το άγαλμα τού Αλεξάνδρου.

Στον Λευκό Πύργο.Την είδε εκεί, στο κιγκλίδωμα, να κοιτάζει το νερό.

-Ήμουν εκεί όταν ήταν φυλακή.,τού είπε,Ήμουν εκεί όταν βάφτηκε λευκός για

να ξεχαστεί το κόκκινο αίμα.Εσύ τι θυμάσαι από μένα;

Στον Βαρδάρη αργοτερα Τα φώτα τών παλιών ξενοδοχείων, τα μαγαζιά με τις ταμπέλες σε τρεις γλώσσες, οι άνθρωποι που δεν κοιμούνται ποτέ.

Στην πλατεία, μπροστά σ’ ένα παλιό καφενείο, την είδε πάλι. Είχε κοντά μαλλιά, φορούσε ένα μαύρο σακάκι.

-Άργησες, τού είπε.

-Πού βρισκόμαστε τώρα;

-Εκεί όπου έφταναν οι πρόσφυγες με τα τρένα. Εδώ ξεκινούσαν τα πάντα 

ξανά.

-Και εσύ;

-Εγώ ήμουν εκεί.

Στα Λαδάδικα η υγρασία τής νύχτας γλυστρουσε στον θόρυβο τών μπαρ.

Εδώ, παλιά, ήταν αποθήκες και οίκοι εμπορίου, πορνεια.

Σ’ ένα μικρό μαγαζί, με ξύλινη ταμπέλα, την βρήκε ξανά.

Το προσωπο μακιγιαρισμενο.

- Είσαι εσύ πάλι;

-Εγώ, η πόλη.

Στη παραλιακή ξημερώματα ο αέρας μύριζε βροχή και πετρέλαιο.

Στάθηκε μπροστα στη θάλασσα.Η πόλη πίσω του ξυπνούσε πάλι.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Οι πόλεις μου/My Cities)

1

Η Πόλη τών Καθρεφτων


Υπάρχει μια πόλη χτισμένη επάνω σε καθρέφτες.

Οι δρόμοι της δεν είναι από πέτρα,χώμα,η' ασφαλτο αλλά από γυαλί που αντανακλά το παρελθόν τών περαστικών. 

Κάθε φορά που κάποιος βαδίζει εκεί, βλέπει κάτω από τα βήματά του όχι το είδωλό του, αλλά μια στιγμή απ'το παρελθον του:ένα γέλιο από τη παιδική ηλικία, ένα βλέμμα που δεν ανταποδόθηκε ποτέ, μια υπόσχεση που δεν κρατήθηκε.

Οι κάτοικοι τής πόλης σ'αυτους τούς καθρέφτες

δεν βλέπουν το τωρα ,αλλά το πριν. 

Οι ξένοι που την επισκέπτονται νομίζουν πως πρόκειται για ένα θαύμα τής αρχιτεκτονικής, μια πόλη τών καθρεπτων.

Όμως αυτοί δεν βλέπουν το παρελθόν τους,μόνο οι κάτοικοι τής πόλης.

Κι από τις διηγήσεις τους καταλαβαίνουν τη θλίψη τους,γι'αυτο που χάθηκε για πάντα  και τωρα είναι αντανάκλαση,ανάμνηση.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Οι πόλεις μου/My Cities)

2

Η Πόλη τής Φιλοσοφίας


Η πόλη αυτη είναι καλυμμένη από ομίχλη.

Οι κάτοικοι της περνουν τη ζωή τους ρωτώντας  συνεχώς και έχοντας απορίες.

Στην αγορά τής Πόλης δεν πουλούν αντικείμενα, αλλά έννοιες: «δύναμη», «δικαιοσύνη», «ειναι», «λογικη». 

Οι τιμές τους αλλάζουν κάθε μέρα, γιατί κάθε μέρα σημαίνουν κάτι άλλο,διαφορετικο.

Οι ξένοι που φτάνουν εκεί

γοητευονται.

Μένουν μόνιμα στη πόλη,και σιγα-σιγα μοιάζουν με τους κατοίκους της.Να αμφιβάλλουν για κάθε βεβαιότητα.Να περπατούν αργά,να κοιτούν γύρω τους,όχι για να δουν,αλλά για να σκεφτούν.

Στο κέντρο της πόλης βρίσκεται ένα τετραγωνο,όμως κανείς δεν το διασχίζει,είναι απαγορευμένη ζώνη.

Αν το κάνει τότε παύει να ρωταει,να  σκέφτεται.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Οι πόλεις μου/My cities)

3

Η Πόλη τών Δολοφονιων


Υπάρχει μια πόλη αγεωγραφητη,που φοβουνται να την ονομάσουν.

Όμως όσοι την επισκέφτηκαν κρυφά τη λένε:Πόλη τών Δολοφονιων.

Εγώ έζησα εκεί τρεις μερες και τρεις νύχτες.

Είναι χτισμένη σε μια κοιλάδα κάτω από πυκνα σύννεφα σκόνης.Οι κάτοικοι της σιωπηλοί,δυσπρόσιτοι.

Τη πρώτη νύχτα είδα παιδιά να παιζουν κυνηγοντας σκιές στους τοίχους τών κλειστών και σκοτεινων σπιτιών.

Τη δεύτερη νύχτα, προσκλήθηκα σε ένα δείπνο από έναν έμπορο.. Το τραπέζι του ήταν γεμάτο φαγητά, αλλά κανείς δεν έτρωγε. Οι καλεσμένοι μιλούσαν για

ανθρώπους που δολοφονήθηκαν. 

-Εδώ δεν δολοφονουμε κάποιον για να τον ξεφορτωθούμε.μου ειπε ο εμπορος.Αλλα για να τον θυμόμαστε. Αν δεν αφαιρούσαμε τη ζωή,δεν θα τής δίναμε αξια.

Σ'αυτη,λοιπόν,την πόλη των δολοφονιών, κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να σκοτώσει μία φορά στη ζωή του.Οχι από αντιδικία,αλλά εκτελωντας μια τελετουργια.

Πρέπει πρώτα να γράψει ένα ποίημα για εκείνον που θα σκοτώσει.Ενα ποίημα που να εξηγεί γιατί είναι αναγκαίος ο θάνατός του. Ποιο κομμάτι τής ύπαρξης του θα διασωθεί απ’ αυτόν. Αν το ποίημα θεωρηθεί άξιο, η πράξη επιτρέπεται. Αν όχι, ο ίδιος ο ποιητής εξοριζεται.

Όλα τα ποιήματα φυλάσσονται αυστηρά σε μια βιβλιοθήκη στο κέντρο τής πόλης.Λένε πως αν ένας στίχος διαρρευσει ο νεκρός επιστρέφει και η πόλη κινδυνεύει να καταρρεύσει από το βάρος τών επιστροφών.

Την τρίτη νύχτα μεσα στο σκοτάδι τών δρόμων μια σκιά με ακολουθούσε.

Καταλαβα πως ήταν ο δολοφόνος μου.Καταφερα να τού ξεφυγω.

Και τώρα είμαι εδώ και διηγούμαι την εμπειρία μου σ'αυτη τη πόλη τών δολοφονιων.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Οι πόλεις μου,My cities)

4

Η Πόλη τών Fractals 


Υπαρχει η Πόλη τών Fractals. 

Κανείς δεν ξερει πότε χτίστηκε, και κανείς δεν ξερει αν κάθε τμημα της υπαρχει ταυτόχρονα ή διαδοχικά.

Ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται βαδίζοντας μέσα σ'αυτη οι δρόμοι της να διαιρούνται σε μικρότερα δρόμους, αυτά τα μικρότερα να διαιρούνται ξανά,κι αυτά σε μικρότερα,...

Οι πράξεις τών κατοίκων τής πόλης επαναλαμβανόταν σε διαφορετικές κλίμακες. Οταν κάποιος άνοιγε μια πόρτα, μικρές πόρτες άνοιγαν αλλου.

Βρίσκονταν μέσα σε αλλες πόλεις, που ήταν ακριβώς ίδιες αλλά σε μικρότερη κλίμακα.

Ένας ισχυρίστηκε πως κάποτε πέρασε μέσα από έναν διάδρομο τόσο μικρό που χρειάστηκε να γίνει μικροσκοπικός για να τον διασχίσει. Έπειτα, όταν βγήκε,είδε τον εαυτο του μέσα σε μια νέα πόλη, με δρόμους που αντικατόπτριζαν την προηγούμενη, σαν να κοιτούσε τον εαυτό του μέσα σε μια ατέλειωτη ακολουθία καθρεφτών.

Κανείς δεν εγκαταλείπει την Πόλη τών Fractals. Όσοι προσπαθούν να φύγουν, συνειδητοποιούν ότι οι έξοδοι πολλαπλασιάζονται, χωρίζονται και χάνουν το δρόμο τους σε μικρές εκδοχές του ίδιου δρόμου. Και έτσι, όλοι μένουν, όχι από ανάγκη, αλλά γιατί είναι αδύνατο να φύγουν από το ιδιο.

Ένας ξένος έφτασε στην Πόλη των Fractals με έναν σκοπό: να την χαρτογραφήσει. .

Την πρώτη μέρα, η χαρτογράφηση φαινόταν εύκολη. Σημείωνε δρόμους που διακλαδώνονταν, πλατείες που επαναλαμβάνονταν, και τα σπίτια που καθρεφτίζονταν σε μικρότερα σπίτια. Όμως την επόμενη μέρα, όταν κοίταξε το χάρτη, παρατήρησε κάτι παράξενο: τα μονοπάτια που είχε σημειώσει δεν αντιστοιχούσαν πλέον στους δρόμους που έβλεπε μπροστά του. Ενας δρομος που χθες οδηγούσε σε μια πλατεία σήμερα τον έστελνε σε ένα άλλο δρομο, που δεν υπήρχε την προηγούμενη μέρα.

Καθώς προσπαθούσε να καταγράψει την πόλη, ανακάλυψε ότι κάθε γραμμή που σχεδίαζε δημιουργούσε μια νέα γραμμη, κάθε σημείο που σημείωνε γεννούσε έναν μικρότερο δρόμο.

Σύντομα, ο επισκέπτης κατάλαβε πως η πόλη δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί χωρίς να την αλλάξεις. Κάθε προσπάθεια κατανόησης ήταν ταυτόχρονα μια πράξη δημιουργίας. Κάθε σημείωση στο χαρτί, κάθε μέτρηση, κάθε σκέψη για τη δομή της γεννούσε νέες εκδοχές της. Η πόλη δεν ήταν στατική,αλλά κάτι που υπήρχε μέσα στην ίδια την αλληλεπίδραση με τον παρατηρητή.

Περπατώντας σε ένα δρόμο ο επισκέπτης- χαρτογράφος,είχε την αίσθηση πως ήταν σε γνωστο μέρος.

Έφτασε σε μια πλατεία.Εκει στο κέντρο της είδε έναν άνθρωπο.Πλησιασε.Ο άνθρωπος ήταν σκυμμενος

πάνω από έναν χαρτη.

-Κι εγώ χαρτογράφος ημουν,είπε στον άνθρωπο.

Εκείνος τον κοίταξε.

-Ομως η πόλη είναι αδύνατο να χαρτογραφηθεί.

-Το ξέρω,απάντησε ο άλλος,χρόνια χρόνια προσπαθώ να χαρτογράφησω αυτό το τμήμα και όλο μικραίνει 

Όταν κοίταξε το χάρτη,στις γραμμές τών δρομων είδε κάτι που τον τρόμαξε: μικρές φιγούρες να κινούνται κι ανάμεσά τους, δύο μορφές να περπατούν η μία δίπλα στην άλλη.

-Είμαστε εμείς; ρώτησε.

Ο αλλος χαμογέλασε.

-Φυσικα εμείς,ειπε.

Και σε μια από τις πολλές ιστορίες που αφηγούνται οι ταξιδιώτες στη πόλη,ένας συγγραφέας κάποτε προσπάθησε να την περιγράψει.

Και όσο έγραφε, οι σελίδες του άρχισαν να πληθύνονται από μόνες τους.

Κάθε φράση που ολοκλήρωνε, γένναγε μια παραλλαγή της επόμενης. Κάθε πρόταση καθρεφτιζόταν σε μια μικρότερη, σχεδόν ίδια, 

Κι έτσι, διογκώθηκε σε ένα βιβλίο χωρίς τέλος.

Και μπορει κάποιος που από περιέργεια το ανοίξε να πέσει σεη σελίδα που να περιγράφει τη συνάντηση των δύο χαρτογραφων.

Αυτό που συμβαίνει είναι πως η πόλη διακλαδιζεται συνεχώς σε ίδιες πόλεις.

Ένας σε μια σελίδα του βρήκε μόνο μια προταση:

Όποιος διαβάζει αυτό το κείμενο, είναι ήδη μέσα στην πόλη

Ο αναγνώστης χαμογέλασε.

κι εκλεισε το βιβλίο.

Και τελειωνω τη διήγηση τής πόλης τών fractals με αυτή τη σκέψη:

Η πόλη συνεχίζει να υπαρχει κάθε φορά που κάποιος θυμάται πως υπήρξε.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η Tarantella τής Αλίκης τού Lewis Carroll 


Ήταν μια από εκείνες τις μέρες που ανασανε ανία.

Η  Αλίκη καθισμένη μπροστα στον μεγάλο καθρέφτη τού σαλονιού.

Δεν ήταν κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί, μα ποτέ με τόση σοβαρότητα,σαν

ν'ανοίγεις μια πόρτα.

-Αφου εκεί περα,είπε στον εαυτό της,είναι η Χώρα των Θαυμάτων,εδώ είναι η Χωρα Μη Θαυμάτων, όπου όλα είναι λογικά, προβλέψιμα, και οι καθρέφτες καθρεφτες.

Σηκώθηκε πλησίασε τον καθρέφτη και πέρασε μέσα του.

Ο Λαγός με το ημίψηλο καπέλο την περίμενε κάτω από ένα πράσινο φουντωτο δέντρο .

-Καλημέρα, μιστερ, είπε η Αλίκη. Σου έχω φέρει δωράκι,ένα πρόβλημα από τον Lewis Carroll.

Ο Λαγός με σοβαρό ύφος:

-μον σερί,είμαι όλος αυτιά.

Η Αλίκη χαμογελάει και λέει:

-Τρεις αδελφές ,η Έλσι, η Λότι και η Τίλι, πηγαίνουν περίπατο. Η ηλικία τής Έλσι είναι το άθροισμα τών άλλων δύο, και το τετράγωνο τής ηλικίας τής Λότι ισούται με το τετράγωνο τής ηλικίας τής Τίλι συν τη δική της ηλικία. Πόσων ετών είναι η καθεμία;

Ο Λαγός έβγαλε ένα μικρό τετράδιο από το ημίψηλο καπέλο του και μολυβι, σαν ταχυδακτυλουργός,κι αφού μουρμούρισε «ας θέσουμε E,Lo, T για τις ηλικίες», έκανε πράξεις στον αέρα με το ραβδί του:

συν +,πλην -,επί .,δια:,

Μετά από λίγο χαμογέλασε αυτάρεσκα.

-Ευρεικα! η Τίλι είναι 3, η Λότι είναι 4 και η Έλσι 7. Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος και δεν χρειάζεται αποδείξεις.

Η Αλίκη τον χειροκρότησε.

-Ορθως.E=Lo+T=4+3=7

και Lo.Lo=T.T+E

4.4=3.3+7

16=9+7

16=16

Τώρα η σειρά μου,για να έχουμε εξισωση, τής είπε ο Λαγός κλεινοντας της το ματι.

Απάντησέ μου, Αλικακι:

Σε ένα χωριό υπάρχουν δύο κουρείς. Ο ένας έχει όμορφο καλοκουρεμένο κεφάλι κι ο άλλος ασχημο κακοκουρεμενο. Σε ποιον θα  πας να κουρευτείς;

Η Αλίκη έβγαλε ένα καθρεφτάκι κοίταξε τα μαλλιά της,σκέφτηκε λίγο.

-Μα φυσικά, στον ακουρευτο!,απάντησε. Επειδή ο καθένας κόβει τα μαλλιά του άλλου ,άρα ο καλοκουρεμένος κουρεύτηκε από τον κακοκουρεμενο!

-Περιφημα! είπε ο Λαγός και τής έδωσε το χερι.

Συγχαρητήρια για την  λογική σου.

Ήρθαν  και δυο φίλοι τους:

ο παπουτσωμένος Γάτος και η Ντάμα Κούπα η κοκέτα.

-Παιζουμε μπριτζ;,πρότεινε ο Γατος.

-Γιατι όχι,απάντησε,ο Λαγός,τι έχουμε να χάσουμε;

Η Ντάμα Κουπα ανακατεύει την τράπουλα ταχυδακτυλουργικως .

Και στρώθηκαν οι τέσσερις χαρτοπαιχτες σ'ένα τραπέζι με καθρέφτη.

Η Ανατολη Αλίκη ζευγαρι απέναντι με τον Λαγό Δυση

Ο Βορράς Γάτος ζευγάρι απέναντι με την Ντάμα Κούπα Νοτο .

Μοίρασαν τα χαρτιά.Η παρτίδα άρχισε με τις ιδιοτροπίες της.

Ο Λαγός προσπαθούσε να θυμηθεί αν είχε ήδη παίξει το σπαθί του ή μόνο σκεφτηκε να το ριξει.

Ο Γάτος,κάθε τοσο εξαφανιζόταν στη μέση κάθε γύρου για να σκεφτεί «μεταφυσικά» αν το μπριτζ είναι παιχνίδι δεξιοτήτων ή τύχης. 

Η Αλίκη σημείωνε τους πόντους με τόση επιμέλεια που στο τέλος είχε κατασκευάσει μια νέα θεωρία πιθανοτήτων.

Αν παίξω Άσσο και δεν παίξω Ρήγα Καρο τότε η πιθανότητα  για λένε ειναι...

Η Ντάμα Κουπα κάθε τόσο 

χαμογελούσε με νόημα.

Και η παρτίδα κατέληξε:

Αλίκη Λαγός 7/6 Γάτος Ντάμα Κουπα

-Ίσως η ζωή να ’ναι μια μεγάλη παρτίδα μπριτζ,

φιλοσοφησε η Ντάμα.

-Τα φύλλα μοιράζονται στην τύχη,σχολίασε τεχνοκριτικως η Αλίκη,όμως το πώς θα τα παίξεις αυτό είναι η τέχνη!

Τότε άρχισε να ακούγεται μουσική. Από τα κλαδια τών δέντρων βιολιά, από το νερο μια τρομπέτα, και το χορταρι άρχισε να κυματίζει στο ρυθμό τού μπαλετου Pulcinella τού Igor Stravinsky.

Ο Λαγός Πουλτσινελα φορεσε μάσκα τής commedia dell’arte, και με τον φίλο του Γάτο κάνουν καντάδα στα κοριτσια.

Η Αλικη Πιμπινελα χορεύει ανάμεσα τους και η φίλη της Ντάμα Κούπα ανεμίζει το φουστάνι της.

Η μουσική τελείωσε.

Η ώρα πέρασε.

Η μαμά κι ο μπαμπάς όταν επιστρέψουν θα ανησυχησουνν αν δεν την βρουν στο σαλόνι.

Η Αλίκη χαιρέτησε τους φίλους.

-εις το επανιδείν au revoir,girl and boys,

έκανε ένα βήμα,πέρασε τον καθρέφτη και επεστρεψε εγκαίρως στο σαλόνι τής άλλης πλευράς.

Τής Χώρας τών Μη-Θαυματων.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η Αλίκη τού Lewis Carroll 

και η παρτίδα τού Bridge


Η Αλίκη,αποφεύγοντας την ανία της Χώρας τών Μη Θαυμάτων,περασε τον καθρέφτη μπροστά της και βρέθηκε στη Χώρα των Θαυμάτων 

Εκεί βρήκε τους φίλους της:

Τον Λαγό με το ημίψηλο καπελο,τον Γάτο(ένα copy τού Cheshire Cat),και την belladonna star Ντάμα Κούπα.

Αποφάσισαν να παίξουν μια 

παρτίδα bridge,κάτω από το φουντωτο πράσινο δέντρο.

Κάθισαν στο στρογγυλό τραπεζι έτοιμοι για την αντιμαχια Τύχης και Λογικής.

Στην Ανατολή η Αλίκη και στη Δύση απέναντι ζευγάρι  με το Λαγό.

Στο Βορρά ο Γατος και απεναντι στο Νοτο ζευγάρι με  τηη Ντάμα Κούπα.

Μοιράστηκαν τα χαρτιά,αφού πρώτα ανακατεύθηκαν ταχυδακτυλουργικως από τα χέρια τού Λαγού.

Άρχισε το bridge game:

Ο Λαγός από τη Δυση κοιτούσε τα χαρτιά του και ένιωθε ότι κάθε φύλλο ήταν ένα συγκεκριμένο πρόβλημα μαθηματικής λογικής που έπρεπε να λύσει.

Σκεφτόταν:

-Αν παίξω Άσσο Σπαθί τώρα, τότε ο αντίπαλος θα αντιδράσει με Ρήγα Καρό και η λεβέ θα χαθεί. 

Άρα πρέπει να

ανακατευθύνω τις πιθανότητες.

Το μυαλό του δούλευε με εξισώσεις,

πιθανοθεωρητικές ανισότητες και διαγράμματα δέντρου, σαν να ήταν σε διαγωνισμό λογικών γρίφων. 

Κάθε κίνηση αντιστοιχούσε σε λύση ενός συστήματος εξισώσεων με άγνωστα.

Η Αλίκη στην Ανατολή έβλεπε τα χαρτιά της ως συγκεκριμένο γρίφο, ένα λογικό αίνιγμα που έπρεπε να αποκωδικοποιήσει:

-Αν παίξω Κούπα, η Νότος θα μπορούσε να κερδίσει τη λεβέ, 

αλλά αν παίξω Σπαθί, το σύνολο τών πιθανών λεβέ θα μειωθεί…

Κάθε φύλλο ήταν μια συνθήκη σε ένα αλγεβρικό ή γεωμετρικό πρόβλημα. Σημείωνε με ακρίβεια, αναλύοντας κάθε πιθανό αποτέλεσμα και σχεδιάζοντας στρατηγικές σαν να έλυνε τον πιο περίπλοκο γρίφο του Lewis Carroll.

Ο Γάτος στο Βορρά,είχε άλλον προβληματισμό. Αντιμετώπιζε την παρτίδα ως μεταφυσική φιλοσοφία. 

Κάθε λεβέ ήταν μια υπόθεση για τη φύση τής πραγματικότητας, και κάθε απόφαση έπρεπε να βασιστεί σε αξιώματα και θεώρηματα όπως η Ηθική τού Σπινόζα:

Αξίωμα 1: Η φύση τού παιχνιδιού είναι αναγκαία και καθορισμένη.

Θεώρημα 1: Η λεβέ που κερδίζεται ή χάνεται είναι αποτέλεσμα όχι μόνο τύχης αλλά και τής αλληλουχίας αιτίων και αποτελεσμάτων.

Κάθε φύλλο γινόταν αντικείμενο λογικής απόδειξης και φιλοσοφικής ανάλυσης. Όταν ο Γάτος ρίχνει ένα φύλλο, μονολογεί:

-Αν αυτό το φύλλο είναι σωστό, 

τότε η λεβέ ακολουθεί αναγκαστικά· 

αν είναι λάθος, η συνέπεια είναι γνωστή…

και όλα είναι ένα παιχνίδι αιτιοκρατίας.

Η Ντάμα Κούπα στο Νότο έβλεπε την παρτίδα ως Glamour Show. 

Κάθε φύλλο που έπαιζε συνοδευόταν από χαριτωμενη κίνηση τού χεριού,υποσχετικο χαμόγελο,αθώα δήθεν επίδειξη τού ντεκολτέ,ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα:

-Το παιχνίδι είναι σκηνή, η κάθε λεβέ θεατρική στιγμή, και οι αντίπαλοι το κοινό μου,σκέφτονταν με την ηδονικη ελαφρότητα τού είναι.

Τα φύλλα της δεν ήταν απλώς αριθμοί και σύμβολα:ήταν κοσμήματα που εξέφραζαν λάμψη, παρουσία και φινέτσα, ενσωματώνοντας το Glamour Show στη λογική τού bridge.

Καθώς η παρτίδα προχωρούσε, η στρατηγική αποκτούσε σπουδαιότητα. 

Ο Λαγός μελετούσε κάθε κίνηση σαν μαθηματικό πρόβλημα, 

η Αλίκη σαν λογικό γρίφο, ο Γάτος σαν φιλοσοφική απόδειξη, 

και η Ντάμα Κούπα σαν παράσταση show. 

Οι λεβέ κυλούσαν: 

1-1

2-2

3-3… 

μέχρι που το σκορ έφτασε στο 6-6.

Η τελική λεβέ ήταν καθοριστική. Η Αλίκη από την Ανατολη αποφάσισε να παίξει Άσσο Κούπα, 

ο Γάτος στο Βορρα έριξε 10 Κούπα,

ο  Λαγός από τη Δύση ακολούθησε με Ρήγα Κούπα

και η Ντάμα Κούπα στο Νοτο με χάρη το 8 Κούπα,

αν και καταρχην σκέφτηκε 

ριξει Ντάμα Κούπα.

Και τελικά:

Η Ανατολή-Δυση κερδίζει τον Βορρα-Νοτο.

Τελικό σκορ: 7-6 λεβε.

Τότε ο Lewis Carroll(που από κεκτημένη ταχύτητα περιγραφής δεν αναφέρθηκε)που παρακολουθούσε σκεπτικος,όταν η παρτίδα ολοκληρώθηκε,σχολίασε:

-Παρατηρησα,My Ladies and Gentlemen, ότι ο Λαγός, αν και λογικά σχολαστικός, υπέπεσε σε λάθος υπολογισμό πιθανοτήτων στη λεβέ 5.

Και η  Αλίκη, παρόλο που σκέφτηκε κάθε γρίφο σωστά, δεν εκμεταλλεύτηκε πλήρως την πληροφορία από τις προηγούμενες λεβέ.

Ο δε Γάτος, ενώ γενικα φιλοσοφούσε σχολαστικα τα αίτια και τα αποτελέσματα, αγνόησε την αναγκαιότητα της τύχης.

 Και η γοητευτική Ντάμα Κούπα, παρόλο που έλαμψε στο Glamour, έχασε μερικές κρίσιμες λεβέ λόγω υπερβολικής θεατρικότητας.

Και με ένα αινιγματικο χαμόγελο ο Carroll κατέληξε:

-Το bridge είναι μαθηματική λογική, γρίφος, φιλοσοφία και θέαμα ταυτόχρονα. Ο νικητής είναι αυτός που συνδυάζει αυτά τα 4 στοιχεία χωρίς να παραβλέπει την τύχη. Και η στρατηγική, όπως στη ζωή, απαιτεί λογική, φαντασία και,οπωσδηποτε, μια μικρή δόση λάμψης.

Η Αλίκη, ο Λαγός, ο Γάτος και η Ντάμα Κούπα εμειναν σιωπηλοι, απολαμβάνοντας τη μαγεία τής ανακάλυψης. 

Η παρτίδα τού bridge είχε τελειώσει, αλλά η μάθηση και η απόλαυση τού παιχνιδιού θα τούς συντρόφευε για πάντα.

Έπειτα η ώρα πέρασε gaming.Η Αλίκη αποχαιρέτησε τούς φίλους της.

-Au revoir,my love friends.

Και περνώντας μέσα απ' τον καθρέφτη επέστρεψε 

στην ανία τής Χώρας τών Μη Θαυμάτων.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Nocturne op.9 no.2


Ξύπνησε.Κοιταξε το παράθυρο.Δεν είχε ξημερώσει.

Εκείνη κοιμόνταν ακόμη.

Όλη τη νύχτα έβρεχε.

Σηκώθηκε χωρίς να ανάψει φως.

Πηγε στη κουζίνα. Εβαλε καφε να βράσει.

Ανοιξε το παράθυρο.Ορμησε μέσα ή υγρασία τού Οκτωβρη. Έξω, ο κόσμος ξυπνούσε μέσα σ’ ένα φως θολο μελαγχολικό.Εκείνο το φως που κάνει τα πράγματα να φαίνονται διαλυμένα.Αδιαφορα.

Εκείνη ξυπνησε.Την άκουσε.

Ήρθε στη κουζίνα. Την ειδε.

-Κοιμηθηκες;τη ρώτησε.

-οχι πολύ,απάντησε εκείνη,κανει κρυο.

Εκείνος έκλεισε το παράθυρο.

Εκείνη πήγε στο μπάνιο.

Όταν βγήκε τον ρώτησε:

-Θα φύγεις;

Εκείνος δεν την κοιταξε.

 -Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι για να μείνει κανείς,ειπε Νομίζω πως απλώς αλλάζουμε δωμάτια μέσα στο ίδιο σπίτι.

Έμειναν σιωπηλοί.

Τώρα η σιωπή.

Τόσα χρόνια μιλουσαν

για να συντηρήσουν κάτι που είχε πάψει να υπάρχει.

Πηγαν στο σαλόνι.

Εκείνη άνοιξε τη τηλεόραση Την έκλεισε.

-Ξέρεις τι σκέφτομαι;

είπε εκείνη.

Ότι η ζωή μας είναι ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες. Κι εμείς κοιτάμε συνεχώς τις αντανακλάσεις, χωρίς ποτέ να αγγίζουμε τίποτα αληθινό.

Εκείνος χαμογέλασε 

-Ίσως οι καθρέφτες,είπε,να είναι πιο αληθινοί απ’ ό,τι εμεις. Κρατούν ό,τι χάνουμε.

Εκείνο το πρωινό  περπάτησαν στη παραλία, εκεί όπου είχαν γνωριστεί πριν δεκαπέντε χρόνια. Ο αέρας μύριζε σάπια φύκια.Τα κύματα,μια αίσθηση επανάληψης,σαν κάτι που 

δεν έχει τέλος ούτε αρχή.

-Θυμάσαι τότε; ρώτησε εκείνη.

-Μόνο αποσπάσματα,είπε εκείνος σαν να μιλούσε στον εαυτό του.Εικόνες χωρίς ήχο. Εσύ με ένα κόκκινο φόρεμα. Το  πρωινό φως.Κατι μού είπες που δεν θυμάμαι. Εκείνη σταματησε.Ειχε γυρισμένη την πλατη.

-Ίσως,ειπε,να ’ναι καλύτερα έτσι.

Εκείνος ένιωσε λύπη.

Όπως οταν κάποιος καταλαβαινει πως η ζωή του έγινε παρελθόν.

Το βράδυ,στο σπίτι,εκείνη έπαιξε στο πιάνο Σοπέν:

Nocturne op. 9 No. 2

Στο δωμάτιο χαμηλός φωτισμός.

Εκείνος άκουγε τις νότες.

Ακινησία νερού.

Εκείνη σταμάτησε να παίζει.

Χωρίς να τον κοιτάξει είπε:

-Αυτό το κομμάτι το έπαιζε η μητέρα μου όταν ήμουν παιδί.

-Την θυμάσαι καθαρά; τη ρωτησε

-Όχι,απάντησε εκείνη. Μόνο τα χέρια της πάνω στα πλήκτρα. Ίσως να τη θυμάμαι μέσα από τη μουσική της. 

-Την αγαπούσες; τη ρώτησε.

-Δεν ξέρω,απαντησε εκεινη.

Ίσως να αγαπησα μόνο την ιδέα που είχα για κεινη.

Τη νύχτα έβρεχε.

Η υγρασία συνέχιζε να διαλύει τη πόλη.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Η παρτίδα Σκάκι τών 2 Θεωριων


Α vs Β
Α: παιζει με τα λευκα.
Β:παίζει με τα μαυρα.
8 . ♜  ♞ ♝  ♛  ♚ ♝   ♞   ♜
7 .♟♟♟♟♟♟ ♟♟
6 .
5 .
4 .
3 .
2 . ♙  ♙  ♙  ♙  ♙  ♙  ♙  ♙
1 . ♖  ♘  ♗ ♕ ♔  ♗  ♘  ♖
      a   b   c  d  e   f   g   h
Η παρτίδα άρχισε.
Α:Ο πρώτος, ο Μαθηματικός είχε το βλέμμα του βυθισμένο στο σύνολο τών πιθανών κινήσεων, όχι ως παιχνίδι, αλλά ως τοπολογία της ύπαρξης
Β:Ο δεύτερος, ο Φιλόσοφος έβλεπε τις  κινήσεις τού Α σαν πράξεις βούλησης, σαν τη διαλεκτική ανάμεσα στην αναγκαιότητα και την ελευθερία.
Κανείς τους δεν μιλούσε. Μονάχα ο ήχος τών πιονιών που άγγιζαν τα ασπρόμαυρα  τετραγωνα  ακούγονταν.
Ο Α σε κάθε κίνηση τού Β έβλεπε ότι:
η στρατηγική τού
αντιπάλου του,ειναι απρόβλεπτη αλλά εσωτερικά συνεπής,και αποκάλυπτε μια συμμετρία μέσα στην ασυμμετρία.
Κάθε επίθεση, κάθε υποχώρηση, κάθε ανταλλαγή κομματιών, τού φανέρωνε μια κρυφή μαθηματική σχέση.
Κάποια στιγμή, όταν ο Β θυσιασε ένα πιονι,σκέφτηκε:
Ένα σύστημα όπου η ήττα ενός στοιχείου γεννά τη νίκη του επόμενου.
Στο μυαλό του γεννηθηκε μια Θεωρια. Όχι από αριθμούς, αλλά απο:
Κίνηση-Μετασχηματισμός
-Νέα Ισορροπία.
Έτσι,επηρεασμενος από τον αντίπαλό του, συνέλαβε μια Θεωρία Αυτογενών Συμμετριών.
Ταυτόχρονα ο Β παρατηρουσε τον τρόπο που ο Α σκεφτόταν πριν κινηθεί.
Έβλεπε μια πειθαρχία, μια λογική ψυχρότητα.
Και τότε άρχισε να αντιλαμβάνεται πως η καθαρή λογική τού αντιπάλου του γεννούσε μια νέα μορφή ελευθερίας.
Μια ελευθερία όχι της βούλησης, αλλά της κατανόησης: η αποδοχή τής ανάγκης ως πράξης.
Έτσι, κατά τη διάρκεια τής παρτίδας, σχηματίστηκε στο νου του ένα φιλοσοφικό σύστημα.
Το ονόμασε:Οντολογία τής Σχέσης.
Σύμφωνα μ’ αυτό,το Είναι δεν είναι ποτέ μόνο του. Υπάρχει μόνο στο βαθμό που συσχετίζεται.
Η βασίλισσα υπάρχει επειδή υπάρχει ο βασιλιάς.Το πιόνι, επειδή υπάρχει η σκακιέρα που παίζει τη κίνηση του.
Η συνείδηση, επειδή υπάρχει το άλλο βλέμμα απέναντί της.
Ο Β αισθάνθηκε τότε ότι είχε ανακαλύψει τη θεμελιώδη δομή ένος φιλοσοφικου συστηματος που ενωνε τη λογική και την επιθυμία.
Η παρτίδα συνεχίζονταν.
Ο Α κοίταξε τη σκακιέρα.
Ματ σε τρεις κινήσεις.
Ο Β κοίταξε τη σκακιέρα.
Δεν υπήρχε διαφυγή.
Χαμογέλασε.
-Ματ λοιπόν,είπε ήρεμα.
-Ματ, ακριβώς, απάντησε ο Α.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή
η μαθηματική Θεωρία Αυτογενών Συμμετριών
έσβησε στο μυαλό του.
Σαν ποτέ να μην είχε γεννηθεί.Ολο το λαμπρό οικοδόμημα τών λογικών σχέσεων διαγράφηκε.
Και ο Β λίγο πριν ολοκλήρωσει την μεγάλη του φιλοσοφική σύλληψη
ένιωσε τη σκέψη του να θολώνει.
Η Οντολογία τών Σχέσεων
κατέρρευσε.Διαλυθηκε.
Το σκάκι ανάμεσα τους ένα
πεδίο από κενά ασπρόμαυρα τετραγωνα.
Όπου η νίκη και η ήττα δεν διαφέρουν.
Η παρτίδα τελείωσε με τον κλασσικό τρόπο:
ματ.
Όμως:
Ο Α και ο Β  σε μια παρτίδα σκάκι είχαν υπάρξει ο ένας το θεώρημα τού άλλου.
Κι αυτό τώρα μετά το ματ το αγνοούσαν.
.
.
Η Παρτίδα Σκακιού
Α vs Β

Α:λευκά πιόνια.
Β: μαύρα πιόνια.

8 . ♜  ♞ ♝  ♛  ♚ ♝   ♞   ♜
7 .♟♟♟♟♟♟ ♟♟
6 .
5 .
4 .
3 .
2 . ♙  ♙  ♙  ♙  ♙  ♙  ♙  ♙
1 . ♖  ♘  ♗ ♕ ♔  ♗  ♘  ♖
      a   b   c  d  e   f   g   h

1. e4 e5
Το κλασικό άνοιγμα με έλεγχο του κέντρου. Και οι δύο παίκτες ανοίγουν γραμμές για αξιωματικούς και βασίλισσα.

2. Nf3 Nc6
ο Α αναπτύσσει τον ίππο και πιέζει το πιόνι e5.
Ο Β απαντά συμμετρικά, υπερασπίζοντας το e5.

3. Bb5 a6 4. Ba4 Nf6 5. O-O Be7
Ξεκινά η Ισπανική Παρτίδα (Ruy Lopez).
Ο Α βάζει τον αξιωματικό στην κλασική διαγώνιο.
Ο Β αναπτύσσει κομμάτια, ετοιμάζεται για ροκέ.

6. Re1 b5 7. Bb3 d6 8. c3 O-O 9. h3 Nb8

Ο Α ενισχύει το κέντρο (c3) και αποφεύγει πιθανά σαχ στην g4 (h3).
Ο Β κάνει ροκέ και αναδιοργανώνει τον ίππο (Nb8 → Nc5) για πιο ευέλικτη ανάπτυξη.

10. d4 Nbd7 11. Nbd2 Bb7
Ο Α σπάει το κέντρο με d4, προσπαθώντας να πάρει χώρο.
Ο Β βάζει τον αξιωματικό σε φιανκέτο (Bb7), ελέγχοντας τη μεγάλη διαγώνιο.

12. a4 c5 13. d5 c4 14. Bc2 Nc5
Η παρτίδα παίρνει μορφή σκληρής μάχης για το κέντρο και πτέρυγα της βασίλισσας.
Τα πιόνια μπλοκάρουν τη θέση, οι ίπποι αναπτύσσονται στρατηγικά.

15. Nf1 Nxa4 16. Ng3 Nc5
Ο Α αναδιοργανώνει τον ίππο για επίθεση.
Ο Β κερδίζει υλικό στην πτέρυγα της βασίλισσας (Nxa4).

17. Nf5 Re8 18. Bg5 h6 19. Bh4 Bf8
Ο Α ξεκινά επίθεση στην πτέρυγα του βασιλιά, στοχεύοντας πιθανά αδύναμα σημεία.
Ο Β προστατεύει τον βασιλιά και αναδιοργανώνει αξιωματικούς.

20. Qd2 Kh7 21. Nxh6+ gxh6 22. Ng5+ hxg5 23. Qxg5 Bg7
Ο Α θυσιάζει τον ίππο για άνοιγμα γραμμών γύρω από τον βασιλιά.
Ο Β παίρνει, αλλά η θέση γίνεται επικίνδυνη λόγω έκθεσης του βασιλιά.

24. Re3 Bh6 25. Qf5+ Kg7 26. Rg3+ Kf8
Ο Α φέρνει πύργο στην επίθεση.
Ο Β προσπαθεί να ξεφύγει, αλλά ο βασιλιάς είναι εγκλωβισμένος.

27. Bxf6 Qc8 28. Qh7 Bg7 29. Qxg7#
Η τελική επίθεση ολοκληρώνεται:
Η λευκή βασίλισσα παίρνει στο g7, δίνει ματ.Checkmate.
Ο μαύρος βασιλιάς δεν έχει κίνηση, καμία προστασία δεν υπάρχει.

1. e4 e5
2. Nf3 Nc6
3. Bb5 a6
4. Ba4 Nf6
5. O-O Be7
6. Re1 b5
7. Bb3 d6
8. c3 O-O
9. h3 Nb8
10. d4 Nbd7
11. Nbd2 Bb7
12. a4 c5
13. d5 c4
14. Bc2 Nc5
15. Nf1 Nxa4
16. Ng3 Nc5
17. Nf5 Re8
18. Bg5 h6
19. Bh4 Bf8
20. Qd2 Kh7
21. Nxh6+ gxh6
22. Ng5+ hxg5
23. Qxg5 Bg7
24. Re3 Bh6
25. Qf5+ Kg7
26. Rg3+ Kf8
27. Bxf6 Qc8
28. Qh7 Bg7
29. Qxg7#.ματ.Checkmate
.
.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας 


Πλούταρχος,Συναγωγὴ ἱστοριῶν παραλλήλων Ἑλληνικῶν καὶ Ῥωμαϊκῶν

(4)


Ο Ξέρξης με πεντακόσιες μυριάδες στο Αρτεμίσιο προσορμιζοντας πόλεμο στους κατοίκους τού τόπου κύρρηξε.

Οι Αθηναίοι λοιπόν αναστατωμένοι έστειλαν κατάσκοπο τον Αγησίλαο, τού Θεμιστοκλή αδελφό,αν και ο Νεοκλής ο πατέρας του σε όνειρο είδε πως και τα δυο τού έκοψαν χέρια.

Όταν βρεθηκε στους βάρβαρους με στολη περσική τον Μαρδόνιο,έναν απ' τους σωματοφυλακες,σκότωσε νομίζοντας πως ο Ξέρξης ειναι.

Τοτε αφού  συνεληφθει απ'τους εκεί γύρω δεμένος  πήγε στο βασιλέα.

Κι όταν να θυσιασθει ο προαναφερθεις επρόκειτο πάνω στου Ήλιου το βωμό το δεξί έβαλε χέρι,και χωρίς αναστεναγμούς αντεχωντας το μαρτύριο τών βασανων ελευθερώθηκε απ'τα δεσμά λέγοντας:

όλοι είμαστε τέτοιοι οι Αθηναίοι,κι αν δεν το πιστεύεις,και το αριστερό θα βάλω.

Τότε επειδή φοβήθηκε ο Ξέρξης να τον φρουρούν διέταξε,

όπως ακριβώς ιστορει ο Αγαθαρχιδης ο Σάμιος στο δεύτερο βιβλίο τών Περσικών.


ΞΕΡΞΗΣ μετὰ πεντακοσίων μυριάδων Ἀρτεμισίῳ προσορμίσας πόλεμον τοῖς ἐγχωρίοις κατήγγειλεν· Ἀθηναῖοι δὲ συγκεχυμένοι κατάσκοπον ἔπεμψαν Ἀγησίλαον, τὸν Θεμιστοκλέους ἀδελφόν, καίπερ Νεοκλέους τοῦ πατρὸς αὐτοῦ κατ´ ὄναρ ἑωρακότος ἀμφοτέρας ἀποβεβληκότα τὰς χεῖρας. παραγενόμενος δ´ εἰς τοὺς βαρβάρους ἐν σχήματι Περσικῷ Μαρδόνιον, ἕνα τῶν σωματοφυλάκων, ἀνεῖλεν ὑπολαμβάνων Ξέρξην εἶναι. συλληφθεὶς δὲ πρὸς τῶν πέριξ δέσμιος ἤχθη πρὸς τὸν βασιλέα. βουθυτεῖν δὲ τοῦ προειρημένου μέλλοντος ἐπὶ τῷ τοῦ Ἡλίου βωμῷ τὴν δεξιὰν ἐπέθηκε χεῖρα, καὶ ἀστένακτος ὑπομείνας τὴν ἀνάγκην τῶν βασάνων ἠλευθερώθη τῶν δεσμῶν εἰπών ’πάντες ἐσμὲν τοιοῦτοι Ἀθηναῖοι· εἰ δ´ ἀπιστεῖς, καὶ τὴν ἀριστερὰν ἐπιθήσω.‘ φοβηθεὶς δ´ ὁ Ξέρξης φρουρεῖσθαι αὐτὸν προσέταξε· καθάπερ ἱστορεῖ Ἀγαθαρχίδης Σάμιος ἐν δευτέρᾳ τῶν Περσικῶν.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας 


Θουκυδίδης,Ιστορία Πελοποννησιακου Πολέμου,

Βιβλίο β',67


και στο τελος τού ίδιου θέρους ο Αριστεας ο Κορίνθιος και οι πρέσβεις τών Λακεδαιμονίων Ανηριστος και Νικόλαος και Πρατοδαμος και Τιμαγορας απ'τη Τεγέα και ο Πολλις απ'το Άργος,εξ ιδίων κινούμενος,κατευθυνόμενοι στην Ασία προς τον βασιλεα όπως,αν είναι δυνατόν,τον πείσουν και χρήματα να τους δώσει και να συμμετάσχει στο πόλεμο,φτάνουν στον Σιταλκη πρώτα,τον γιο τού Τηρεα στη Θρακη,

θελωντας και να τον πείσουν,αν μπορούσαν,αφού αποστατησει από τη συμμαχία τών Αθηναίων να  εκστρατευσει στη Ποτειδαια,όπου ήταν στράτευμα τών Αθηναίων που πολιορκουσε,

και όπως τον καταφέρουν,δια μέσου εκείνου να περάσουν από τον Ελλήσποντο στον Φαρνάκη τού Φαρναβαζου,

ο οποίος επρόκειτο στο βασιλέα να τούς στείλει,

όμως οι πρέσβεις τών Αθηναίων που έτυχε να βρίσκονται εκεί ο Λέαρχος τού Καλλιμαχου και ο Αμεινιαδης τού Φιλημονος 

στον Σιταλκη πείθουν τον Σαδοκο που είχε γεννηθεί Αθηναίος,τού Σιταλκη το γιο,όπως τους άντρες να παραδώσει στα χέρια τους,για να μην μεταβούν στον βασιλέα και την πόλη του,όσο τούς περνούσε,να βλαψουν.

αυτός λοιπόν αφού πεισθηκε τούς άφησε να κατευθυνθουν μέσω τής Θράκης στο πλοίο με το οποίο επρόκειτο τον Ελλήσποντο να περασουν

και πριν να επιβιβαστούν

τούς συλλαμβάνει.

κι άλλους στελνωντας μαζί με τον Λεαρχο και τον Αμεινιαδη τούς διέταξε σ'εκεινους να παραδωσουν,

αυτοί τότε αφού τούς πήραν τούς μετέφεραν στην Αθήνα,

όταν αυτοί έφτασαν επειδή φοβήθηκαν οι Αθηναίοι τον Αριστεα

μήπως πάλι τούς κάνει  ακόμη μεγαλύτερη ζημιά διαφευγοντας,γιατί και πρωτύτερα σ'αυτά τής Ποτείδαιας και της Θράκης

τα πάντα φαίνεται να έκανε, 

χωρίς κριση,αν και θέλησαν να μιλησουν,αυθημερόν τούς σκότωσαν όλους και σε φαράγγι έρριξαν,

αφού θεώρησαν δίκαιο σ'αυτους ν'αντιδρασουν όπως ακριβώς και οι Λακεδαιμόνιοι πρώτοι εκαναν,

τούς εμπόρους που επιασαν απ'τους Αθηναιους κι απ'τους συμμάχους στα φορτηγά πλοία γύρω απ'τη Πελοπόννησο πλεοντας να σκοτώσουν και σε φαράγγια να ριξουν.

γιατί πράγματι όλους από την αρχή τού πολέμου οι Λακεδαιμόνιοι όσους να έπιαναν στη θάλασσα σαν εχθρούς αφάνιζαν,κι αυτους που με τούς Αθηναίους συμπολεμουσαν κι αυτούς με κανέναν απ'τους δυο.


[67] [67.1] Καὶ τοῦ αὐτοῦ θέρους τελευτῶντος Ἀριστεὺς Κορίνθιος καὶ Λακεδαιμονίων πρέσβεις Ἀνήριστος καὶ Νικόλαος καὶ Πρατόδαμος καὶ Τεγεάτης Τιμαγόρας καὶ Ἀργεῖος ἰδίᾳ Πόλλις, πορευόμενοι ἐς τὴν Ἀσίαν ὡς βασιλέα, εἴ πως πείσειαν αὐτὸν χρήματά τε παρασχεῖν καὶ ξυμπολεμεῖν, ἀφικνοῦνται ὡς Σιτάλκην πρῶτον τὸν Τήρεω ἐς Θρᾴκην, βουλόμενοι πεῖσαί τε αὐτόν, εἰ δύναιντο, μεταστάντα τῆς Ἀθηναίων ξυμμαχίας στρατεῦσαι ἐπὶ τὴν Ποτείδαιαν, οὗ ἦν στράτευμα τῶν Ἀθηναίων πολιορκοῦν, καὶ ᾗπερ ὥρμηντο, δι’ ἐκείνου πορευθῆναι πέραν τοῦ Ἑλλησπόντου ὡς Φαρνάκην τὸν Φαρναβάζου, ὃς αὐτοὺς ἔμελλεν ὡς βασιλέα ἀναπέμψειν. [67.2] παρατυχόντες δὲ Ἀθηναίων πρέσβεις Λέαρχος Καλλιμάχου καὶ Ἀμεινιάδης Φιλήμονος παρὰ τῷ Σιτάλκῃ πείθουσι τὸν Σάδοκον τὸν γεγενημένον Ἀθηναῖον, Σιτάλκου υἱόν, τοὺς ἄνδρας ἐγχειρίσαι σφίσιν, ὅπως μὴ διαβάντες ὡς βασιλέα τὴν ἐκείνου πόλιν τὸ μέρος βλάψωσιν. [67.3] ὁ δὲ πεισθεὶς πορευομένους αὐτοὺς διὰ τῆς Θρᾴκης ἐπὶ τὸ πλοῖον ᾧ ἔμελλον τὸν Ἑλλήσποντον περαιώσειν, πρὶν ἐσβαίνειν ξυλλαμβάνει, ἄλλους ξυμπέμψας μετὰ τοῦ Λεάρχου καὶ Ἀμεινιάδου, καὶ ἐκέλευσεν ἐκείνοις παραδοῦναι· οἱ δὲ λαβόντες ἐκόμισαν ἐς τὰς Ἀθήνας. [67.4] ἀφικομένων δὲ αὐτῶν δείσαντες οἱ Ἀθηναῖοι τὸν Ἀριστέα μὴ αὖθις σφᾶς ἔτι πλείω κακουργῇ διαφυγών, ὅτι καὶ πρὸ τούτων τὰ τῆς Ποτειδαίας καὶ τῶν ἐπὶ Θρᾴκης πάντα ἐφαίνετο πράξας, ἀκρίτους καὶ βουλομένους ἔστιν ἃ εἰπεῖν αὐθημερὸν ἀπέκτειναν πάντας καὶ ἐς φάραγγα ἐσέβαλον, δικαιοῦντες τοῖς αὐτοῖς ἀμύνεσθαι οἷσπερ καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ὑπῆρξαν, τοὺς ἐμπόρους οὓς ἔλαβον Ἀθηναίων καὶ τῶν ξυμμάχων ἐν ὁλκάσι περὶ Πελοπόννησον πλέοντας ἀποκτείναντες καὶ ἐς φάραγγας ἐσβαλόντες. πάντας γὰρ δὴ κατ’ ἀρχὰς τοῦ πολέμου Λακεδαιμόνιοι ὅσους λάβοιεν ἐν τῇ θαλάσσῃ ὡς πολεμίους διέφθειρον, καὶ τοὺς μετὰ Ἀθηναίων ξυμπολεμοῦντας καὶ τοὺς μηδὲ μεθ’ ἑτέρων.

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Vincent Van Gogh Alonso Don Quixote 

(Ελληνικά, English, Francais, German,Italian, Spanish, Portuguese)


Ο Vincent van Gogh περπατούσε νύχτα σε μια άδεια πόλη.

Οι κολώνες φωτισμού αναμμένες.Οι σκιές σε επιμήκυνση.Στον μπλε ουρανο η σελήνη μηνίσκος.

Εκεί μέσα στη παράξενη αρμονία,είδε γυναίκες,να περπατούν αργά,σιωπηλές.

Σαν να ονειρεύονταν του φάνηκε.

Και ξαφνικά μπροστά του στάθηκε η αδύνατη ψηλή αστεία φιγούρα ενός ιππότη,με μπρούτζινη πανοπλία κι ένα ξύλινο κοντάρι στο χέρι.

Alégrate, amigo,φώναξε η φιγούρα με επικο πομπώδες τονο.

Ο Vincent κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν: 

ο Alonso Don Quixote.

Ψάχνω τη Dulcinea μου,

είπε ο ιππότης,πρέπει επειγόντως να τη σώσω,κινδυνεύει απ' τους κακούς γίγαντες.

Ο Vincent χαμογέλασε:

Μα αυτοί,amigo,δεν είναι γίγαντες,είναι ανεμόμυλοι.

Δεν είναι φαντασία ,ονειρο.

-Οπως κάθε πραγματικό που αγγίζει η καρδιά είναι όνειρο,amigo,είπε σοβαρός ο Don Quixote.

Ακούστηκε ένας μακρινός πυροβολισμός.

-Ουτε κι αυτός είναι όνειρο,είπε ο Vincent,έχει συμβεί πραγματικα.

Περιπλανήθηκαν στους δρόμους τής πόλης.Εφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό.

Τα τραίνα σταματημένα στις αποβαθρες.Αιωνια ακίνητα.

Οι γυναίκες όρθιες,ακίνητες, τούς παρακολουθούσαν.

Ανάμεσα τους,η Sien Clasina Maria Hoornik

τού van Gogh,και η Dulcinea τού Don Chichote.

Ο Vincent κοίταξε ψηλά το αιωρούμενο πρόσωπο τού 

Don Quixote σε κίτρινους στροβιλισμούς άστρων και είπε: 

Ζούμε μέσα στα όνειρα άλλων ανθρώπων,amigo.

Ο Don Chichote χαμογέλασε με θλίψη.

-Και ίσως οι πίνακες σου,είπε, να είναι η ίδια η ζωή,και οι ανεμόμυλοι μου σκιές τής φαντασιας.

Και ξαφνικά ο ιππότης στρέφει το κεφάλι με το μπρούτζινο κράνος ψηλά, σηκώνει το κοντάρι και λογχιζει το φεγγάρι φωνάζοντας:Dulcinea.

Την ίδια στιγμή ο Vincent βλέπει την Sien μεσα στις ακίνητες γυναίκες.Η τρίτη από αριστερά.Πλησιαζει.

Κι εκείνη χάνεται.

Δεν υπήρχε γύρω τους παρά μόνο η πραγματικότητα,που διαλύει τα όνειρα τους.

.

.

Vincent Van Gogh Alonso Don Quixote


Vincent van Gogh walked at night through an empty city.

The streetlights were on. Shadows stretched long. In the blue sky, a crescent moon.

There, in that strange harmony, he saw women walking slowly, silently.

It seemed to him as if they were dreaming.

And suddenly, in front of him, stood the thin, tall, comical figure of a knight, with bronze armor and a wooden lance in hand.

"Alégrate, amigo," the figure shouted in an epic, pompous tone.

Vincent immediately understood who he was:

Alonso Don Quixote.

"I’m looking for my Dulcinea," said the knight, "I must save her urgently; she is in danger from evil giants."

Vincent smiled:

"But those, amigo, are not giants, they are windmills.

It’s not imagination, it’s a dream."

"As everything real that touches the heart is a dream, amigo," said Don Quixote seriously.

A distant gunshot was heard.

"That’s not a dream either," said Vincent, "it really happened."

They wandered the streets of the city. They arrived at the railway station.

The trains were stopped on the platforms. Eternally still.

The women stood motionless, watching them.

Among them, Sien Clasina Maria Hoornik of van Gogh, and Don Quixote’s Dulcinea.

Vincent looked up at Don Quixote’s floating face in yellow swirling stars and said:

"We live inside other people's dreams, amigo."

Don Quixote smiled sadly.

"And perhaps your paintings," he said, "are life itself, and my windmills are shadows of imagination."

And suddenly, the knight turned his head up with his bronze helmet, lifted his lance, and pierced the moon shouting: "Dulcinea."

At that same moment, Vincent saw Sien among the motionless women. The third from the left. He approached.

And she disappeared.

Around them, there was nothing but reality, which dissolves their dreams.

.

.

Vincent Van Gogh Alonso Don Quichotte


Vincent van Gogh marchait la nuit dans une ville vide.

Les lampadaires étaient allumés. Les ombres s’allongeaient. Dans le ciel bleu, un croissant de lune.

Là, dans cette étrange harmonie, il vit des femmes marcher lentement, silencieusement.

On aurait dit qu’elles rêvaient.

Et soudain, devant lui, se dressa la silhouette mince, grande et comique d’un chevalier, avec une armure en bronze et une lance en bois à la main.

"Alégrate, amigo," cria la silhouette d’un ton épique et pompeux.

Vincent comprit immédiatement qui c’était :

Alonso Don Quichotte.

"Je cherche ma Dulcinée," dit le chevalier, "je dois la sauver d’urgence ; elle est en danger à cause des méchants géants."

Vincent sourit :

"Mais eux, amigo, ce ne sont pas des géants, ce sont des moulins à vent.

Ce n’est pas de l’imagination, c’est un rêve."

"Comme tout ce qui est réel et touche le cœur est un rêve, amigo," dit Don Quichotte sérieusement.

Un coup de feu lointain se fit entendre.

"Ça non plus ce n’est pas un rêve," dit Vincent, "cela s’est vraiment reel."

Ils errèrent dans les rues de la ville. Ils arrivèrent à la gare.

Les trains étaient arrêtés sur les quais. Éternellement immobiles.

Les femmes restaient debout, immobiles, les observant.

Parmi elles, Sien Clasina Maria Hoornik de van Gogh, et la Dulcinée de Don Quichotte.

Vincent regarda en haut le visage flottant de Don Quichotte dans des tourbillons jaunes d’étoiles et dit :

"Nous vivons dans les rêves des autres, amigo."

Don Quichotte sourit tristement.

"Et peut-être que tes tableaux," dit-il, "sont la vie elle-même, et mes moulins à vent sont les ombres de l’imagination."

Et soudain, le chevalier tourna la tête avec son casque de bronze, leva sa lance et transperça la lune en criant : "Dulcinée."

Au même moment, Vincent vit Sien parmi les femmes immobiles. La troisième à partir de la gauche. Il s’approcha.

Et elle disparut.

Autour d’eux, il n’y avait que la réalité, qui dissout leurs rêves.

.

.

Vincent Van Gogh Alonso Don Quijote


Vincent van Gogh ging nachts durch eine leere Stadt.

Die Straßenlaternen leuchteten. Die Schatten wurden lang. Am blauen Himmel ein Mondsichel.

Dort, in dieser seltsamen Harmonie, sah er Frauen langsam und still gehen.

Es schien ihm, als träumten sie.

Und plötzlich stand vor ihm die dünne, große, komische Gestalt eines Ritters, mit bronzener Rüstung und einem hölzernen Speer in der Hand.

"Alégrate, amigo," rief die Gestalt in epischem, pompösem Ton.

Vincent erkannte sofort, wer er war:

Alonso Don Quijote.

"Ich suche meine Dulcinea," sagte der Ritter, "ich muss sie dringend retten; sie ist in Gefahr durch böse Riesen."

Vincent lächelte:

"Aber das sind, amigo, keine Riesen, das sind Windmühlen.

Es ist keine Fantasie, es ist ein Traum."

"Wie alles Wahre, das das Herz berührt, ein Traum ist, amigo," sagte Don Quijote ernst.

Ein fernes Schussgeräusch war zu hören.

"Auch das ist kein Traum," sagte Vincent, "es ist wirklich geschehen."

Sie wanderten durch die Straßen der Stadt. Sie erreichten den Bahnhof.

Die Züge standen auf den Gleisen. Ewige Stille.

Die Frauen standen reglos da und beobachteten sie.

Unter ihnen Sien Clasina Maria Hoornik von van Gogh und Don Quijotes Dulcinea.

Vincent blickte hinauf auf Don Quijotes schwebendes Gesicht in gelben wirbelnden Sternen und sagte:

"Wir leben in den Träumen anderer Menschen, amigo."

Don Quijote lächelte traurig.

"Und vielleicht sind deine Bilder," sagte er, "das Leben selbst, und meine Windmühlen die Schatten der Fantasie."

Und plötzlich drehte der Ritter den Kopf mit dem bronzenen Helm nach oben, hob seinen Speer und stieß die Mondesgabel und rief: "Dulcinea."

Zur selben Zeit sah Vincent Sien unter den reglosen Frauen. Die dritte von links. Er näherte sich.

Und sie verschwand.

Um sie herum gab es nur die Realität, die ihre Träume zerstört.

.

.

Vincent Van Gogh Alonso Don Chisciotte


Vincent van Gogh camminava di notte in una città vuota.

I lampioni erano accesi. Le ombre si allungavano. Nel cielo blu, una luna a falce.

Lì, in quella strana armonia, vide delle donne camminare lentamente, silenziose.

Sembrava loro che stessero sognando.

E improvvisamente, davanti a lui, si ergeva la figura sottile, alta e comica di un cavaliere, con armatura di bronzo e una lancia di legno in mano.

"Alégrate, amigo," gridò la figura con tono epico e pomposo.

Vincent capì subito chi era:

Alonso Don Chisciotte.

"Cerco la mia Dulcinea," disse il cavaliere, "devo salvarla urgentemente; è in pericolo per colpa dei cattivi giganti."

Vincent sorrise:

"Ma quelli, amigo, non sono giganti, sono mulini a vento.

Non è fantasia, è un sogno."

"Come tutto ciò che è reale e tocca il cuore è un sogno, amigo," disse Don Chisciotte seriamente.

Si sentì uno sparo lontano.

"Neanche questo è un sogno," disse Vincent, "è successo davvero."

Si aggirarono per le strade della città. Arrivarono alla stazione ferroviaria.

I treni erano fermi sui binari. Eternamente immobili.

Le donne stavano in piedi, immobili, a osservarli.

Tra loro, Sien Clasina Maria Hoornik di van Gogh, e la Dulcinea di Don Chisciotte.

Vincent guardò in alto il volto fluttuante di Don Chisciotte tra gialli vortici di stelle e disse:

"Viviamo nei sogni degli altri, amigo."

Don Chisciotte sorrise tristemente.

"E forse i tuoi dipinti," disse, "sono la vita stessa, e i miei mulini a vento sono ombre dell’immaginazione."

E improvvisamente, il cavaliere voltò la testa con il casco di bronzo verso l’alto, sollevò la lancia e trafigge la luna gridando: "Dulcinea."

Nello stesso momento Vincent vide Sien tra le donne immobili. La terza da sinistra. Si avvicinò.

E lei scomparve.

Intorno a loro c’era solo la realtà, che dissolveva i loro sogni.

.

.


Vincent Van Gogh Alonso Don Quijote


Vincent van Gogh caminaba de noche por una ciudad vacía.

Las farolas estaban encendidas. Las sombras se alargaban. En el cielo azul, una luna creciente.

Allí, en esa extraña armonía, vio a mujeres caminando lentamente, en silencio.

Le pareció que estaban soñando.

Y de repente, frente a él, se encontraba la delgada, alta y cómica figura de un caballero, con armadura de bronce y una lanza de madera en la mano.

"Alégrate, amigo," gritó la figura con un tono épico y pomposo.

Vincent comprendió de inmediato quién era:

Alonso Don Quijote.

"Busco a mi Dulcinea," dijo el caballero, "debo salvarla urgentemente; está en peligro por los malvados gigantes."

Vincent sonrió:

"Pero esos, amigo, no son gigantes, son molinos de viento.

No es imaginación, es un sueño."

"Como todo lo real que toca el corazón es un sueño, amigo," dijo Don Quijote seriamente.

Se escuchó un disparo lejano.

"Eso tampoco es un sueño," dijo Vincent, "sucedió realmente."

Vagaron por las calles de la ciudad. Llegaron a la estación de tren.

Los trenes estaban detenidos en los andenes. Eternamente quietos.

Las mujeres permanecían de pie, inmóviles, observándolos.

Entre ellas, Sien Clasina Maria Hoornik de van Gogh, y la Dulcinea de Don Quijote.

Vincent miró hacia arriba el rostro flotante de Don Quijote entre remolinos amarillos de estrellas y dijo:

"Vivimos dentro de los sueños de otras personas, amigo."

Don Quijote sonrió tristemente.

"Y tal vez tus cuadros," dijo, "sean la vida misma, y mis molinos de viento las sombras de la imaginación."

Y de repente, el caballero giró la cabeza con su casco de bronce hacia arriba, levantó su lanza y atravesó la luna gritando: "Dulcinea."

Al mismo tiempo, Vincent vio a Sien entre las mujeres inmóviles. La tercera desde la izquierda. Se acercó.

Y ella desapareció.

A su alrededor no había más que la realidad, que disuelve sus sueños.

.

.

Vincent Van Gogh Alonso Dom Quixote


Vincent van Gogh caminhava à noite por uma cidade vazia.

Os postes de luz estavam acesos. As sombras alongadas. No céu azul, uma lua crescente.

Ali, naquela estranha harmonia, viu mulheres caminhando lentamente, em silêncio.

Parecia-lhe que estavam sonhando.

E de repente, à sua frente, estava a figura magra, alta e engraçada de um cavaleiro, com armadura de bronze e uma lança de madeira na mão.

"Alégrate, amigo," gritou a figura em tom épico e pomposo.

Vincent entendeu imediatamente quem era:

Alonso Dom Quixote.

"Estou procurando minha Dulcineia," disse o cavaleiro, "preciso salvá-la urgentemente; ela está em perigo por causa dos maus gigantes."

Vincent sorriu:

"Mas esses, amigo, não são gigantes, são moinhos de vento.

Não é imaginação, é um sonho."

"Como tudo o que é real e toca o coração é um sonho, amigo," disse Dom Quixote seriamente.

Ouviu-se um tiro distante.

"Isso também não é um sonho," disse Vincent, "aconteceu de verdade."

Eles vagaram pelas ruas da cidade. Chegaram à estação ferroviária.

Os trens estavam parados nas plataformas. Eternamente imóveis.

As mulheres permaneciam em pé, imóveis, observando-os.

Entre elas, Sien Clasina Maria Hoornik de van Gogh, e a Dulcineia de Dom Quixote.

Vincent olhou para o alto o rosto flutuante de Dom Quixote em redemoinhos amarelos de estrelas e disse:

"Vivemos dentro dos sonhos de outras pessoas, amigo."

Dom Quixote sorriu tristemente.

"E talvez seus quadros," disse ele, "sejam a própria vida, e meus moinhos de vento sombras da imaginação."

E de repente, o cavaleiro virou a cabeça com o capacete de bronze para cima, levantou a lança e cravou a lua gritando: "Dulcineia."

No mesmo momento, Vincent viu Sien entre as mulheres imóveis. A terceira da esquerda. Aproximou-se.

E ela desapareceu.

Ao redor deles, só havia a realidade, que dissolve seus sonhos.

.

.

.


Mark Rothko, Untitled (Red on Red)1969


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ο τελευταίος πινακας


Ένα φως χλωμό,μεταλλικό,στο δωμάτιο.

Ηταν νωρίς το πρωί.

Ενα φλιτζάνι μαύρο καφέ.Δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου.Το τελευταίο 

καιρό τα χρώματα στους πίνακες του σκοτείνιασαν.Πιο βαθιά κόκκινα,μαύρα.

Μια βαρυτική δύναμη.

Ο μισοτελειωμένος πίνακας.Ενα καστανό μαύρο πάνω,ένα κόκκινο κάτω.

Μια οριζόντια λεπτή γραμμή κίτρινου.Ζωγραφικη μιας αναπνοής που πνίγεται.

Ένα τέλος χρωμάτων.

Στο τραπέζι ανακατεμένα σωληνάρια χρώματα,πινέλα,χαρτιά.

Το δωμάτιο μύριζε τερεβινθινη.Εξω ακούγεται το βουητό τής τεράστιας πόλης.

Το χρώμα δεν είναι μορφή.Ειναι συναίσθημα,σκέφτηκε,που έχει χάσει το

νόημα.

Κοίταξε ένα άλμπουμ.φωτογραφιων.

Ποτε ήταν η τελευταία φορά που την είδε;

Μεσημέρι.Βγηκε έξω.

Η πόλη ψυχρή.Οι βιτρίνες τα φανάρια οι περαστικοί όλα αδιάφορα.

Περπατούσε αργά.Περασε μπροστα από ένα μεγάλο εστιατόριο.Σιχαινεται

τα εστιατόρια.Την καταναλωση διακοσμητικών φαγητών.

Την είδε,έτσι τού φάνηκε,μέσα στο πλήθος.Την έχασε.

Φθινοπωρινή ομίχλη.Δεν ζητούσε τίποτα.

Επέστρεψε.Στο ασανσέρ ένιωσε ότι είχε δει ό,τι χρειάζονταν να δει.

Μπαίνοντας στο διαμέρισμα στάθηκε μπροστά στον πίνακα.Σε πολύ μικρή

απόσταση.

Πήρε ένα πινέλο και πέρασε άλλη μια στρώση κόκκινο.Το χρώμα απορροφηθηκε

αμέσως.

Εδώ τελειώνει,ψιθύρισε.

Πήγε στο μπάνιο και έπλυνε τα χέρια του στον νεροχύτη.Κοιταξε το νερό που

έγινε κόκκινο.

Γύρισε στο δωμάτιο.Στο σημειωματάριο έγραψε:Ο πίνακας είναι...

Δεν τελείωσε τη φράση.

Ο ήχος τής πόλης δεν τον αφορούσε πια.

Άκουσε τη φωνή της απ' τη κρεβατοκάμαρα.

Πηγε.Τη βρήκε μπροστά στον καθρέφτη.

Αυτό ήταν πριν ένα μήνα.

Το επόμενο πρωι κανείς δεν υπήρχε στο δωμάτιο.

Μόνο ο πίνακας στο σκοτάδι.

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ο εκμηδενισμος τού Ηγεμονα τού Niccolo Machiavelli 


Το 1512 οι Μέδικοι, με τη βοήθεια τών ισπανικών στρατευμάτων τού Φερδινάνδου, επέστρεψαν στη.Φλωρεντια και κατέλυσαν τη δημοκρατία. 

Ο Νικολο Μακιαβέλι, που υπηρετούσε το κράτος τής πόλης, αποπέμφθηκε 

από τη διπλωματική του θέση..Οι φίλοι του,οι προστάτες του,διωχθηκαν.

Ο ίδιος συνελήφθη.Αναφερετε πως βασανίστηκε..

Όταν τον άφησαν ελεύθερο αποσύρθηκε στο κτήμα του.

Άρχισε να γράφει.Ηξειρε πως τώρα οι Μεδικοι τον περιφρονουσαν.Επρεπε.να

ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη τους.

Περιέγραφε με ακρίβεια τη δύναμη,την ασταθή φύση τής εξουσίας και τα μέσα που χρησιμοποιεί ο ηγεμόνας για να την διατηρήσει. Η γλώσσα ήταν απλή, τα παραδείγματα ρεαλιστικά, η σκέψη αυστηρή.

Όταν τελείωσε το χειρόγραφο, το έστειλε στους Μέδικους, ελπίζοντας σε αναγνώριση. 

Δεν υπήρξε απάντηση.

Εφάρμοσαν το δεύτερο από αυτό που τούς απηύθυνε:

Τούς αντιπάλους σου ή πρέπει να τούς παίρνεις με το μέρος σου ή να τούς εκμηδενίζεις.

Τον εκμηδενισαν.

.

.

.


φωτογράφιση -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Μονόλογος τής γυναίκας στο Θάλαμο 7


Δεν ξέρω τι μέρα είναι. Εδώ μέσα οι μέρες ειναι ιδιες. Παγιδευμένες μέσα 

σ’ ένα θορυβο.

Ακούω ακόμα εκείνη τη φωνη. Όταν κοιμάμαι,την ακούω πιο δυνατά. 

Η φωνή τής μάνας μου, όταν χτυπούσε την πόρτα και φώναζε να ανοίξω. 

Μου λένε να καταπιώ το χάπι. Το μικρό, άσπρο, στρογγυλό που υποτίθεται 

«θα με γαληνέψει».

Μα δεν θέλω γαλήνη.Θέλω να βγω απ’ τον τοίχο.

Όταν με ηρεμούν, με σκοτώνουν λίγο λίγο κάθε φορά. Μια σταγόνα σιωπής στάζει μέσα μου.

Στο πάτωμα, κάτω απ’ το παράθυρο, υπάρχει μια γρατσουνιά , την έκανα εγώ 

με το κουμπί τής πιτζάμας. Έγραψα το όνομά μου: Ελένη. Να θυμάμαι ποια 

είμαι.

Το φως είναι μαχαίρι και μού κόβει τα μάτια.Μιλώ στα ρολόγια και να τούς 

ζητώ να σταματήσουν.

Οι ήχοι,πάντα οι ήχοι. 

Μια φορά, έξω, έπεσε κεραυνός κοντά στο σπίτι ,και από τότε, κάθε φορά 

που ακούω μεταλλικό χτύπο, ξαναζώ εκείνη τη νύχτα.

Οι γιατροί μιλάνε σιγά μεταξύ τους. Νομίζουν πως δεν ακούω. Αλλά εγώ 

τ'ακούω όλα.:

“Μανιοκαταθλιπτική φάση, έντονη συναισθηματική διακύμανση, παραληρητικές αναφορές.”

Όμως κανείς δεν γράφει στις σημειώσεις τους: φόβος. Κανείς δεν σημειώνει πως απλώς φοβάμαι.

Τη νύχτα βλέπω εφιάλτες. Στα όνειρα περπατάω σ’ έναν διάδρομο που δεν τελειώνει. Στους τοίχους υπάρχουν καθρέφτες, αλλά δεν δείχνουν εμένα, δείχνουν μια αλλη γυναίκα.

Εκείνη η γυναίκα γυρίζει και με κοιταζει.Τα μάτια της σκοτεινα.Μου λέει,

ψιθυριζει,ίσα που την ακούω: “Μην πάρεις τα χάπια. Αν τα πάρεις, θα με ξεχάσεις.”

Κι εγώ τη φοβάμαι. Γιατί νομίζω πως εκείνη είμαι εγώ.Μια άλλη.

Όταν έρχονται οι νοσοκόμοι, τούς χαμογελώ. Έμαθα να υποκρίνομαι.

Αν χαμογελάς, σε αφήνουν ήσυχη. Δεν σε δένουν. Δεν σου βάζουν άλλο φάρμακο στη φλέβα.

Αλλά μόλις φεύγουν, το χαμόγελο λιώνει, πέφτει στο πάτωμα.

Κάποτε πίστευα πως η αγάπη θα με γιατρέψει. Τώρα πιστεύω πως μόνο 

η σιωπή μπορεί.

Αν καταφέρω να κάνω τούς ήχους να σταματήσουν, ίσως μπορέσω να κοιμηθω.Πώς είναι να κοιμάσαι χωρίς φόβο;

Ακούς;

Πάλι βουίζει ο τοίχος. Ίσως να είναι ο σωλήνας της θέρμανσης. Ίσως και να 

είναι το μυαλό μου.

Δεν έχει σημασία. Εδώ μέσα.Μόνο ήχο


Σήμερα μπήκε ένας καινούριος γιατρός.Δεν με κοιτάει στα μάτια.

Ρώτησε τ’ όνομά μου.

«Ελένη», του είπα, και μού χαμογέλασε.

Μετά σημείωσε κάτι. Όλοι σημειώνουν κάτι.

Το μεσημέρι έφεραν το δίσκο με το φαγητό. Σούπα ζεστη.

Την άφησα να κρυώσει. Δεν πεινουσα.Ειχα ένα βάρος στο στομάχι, σαν να'χα κατάπια όλο το νοσοκομείο.

Το βράδυ η μυρωδιά τού οινοπνεύματος. 

Η νοσοκόμα έφυγε.

Μετά ακούγεται πάλι ο ήχος,το κλικ από το κλείδωμα τής πόρτας.

Αυτός ο ήχος μού υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει έξοδος.

Δίπλα στον θάλαμο 6, η Μαρία κλαιει,την ακούω,που νομίζει πως τής παίρνουν το παιδί κάθε νύχτα.

Της είπα μια φορά πως δεν υπάρχει παιδί. Μου είπε: «Ούτε κι εσύ υπάρχεις».

Από τότε, δεν μιλάμε.

Ήρθε η νοσοκόμα γράφει στην καρτέλα μου: “Συνεργάσιμη. Ήρεμη.”

Δεν ξέρει πως μέσα μου ουρλιάζω. Μόνο που δεν βγαίνει ήχος, γιατί αν ακουστώ, θα ’ρθουν με τούς λευκους ιμάντες να με δέσουν.

Κι εγώ δεν θέλω .

Κάποιες φορές νομίζω πως βλέπω σκιές στους τοιχους

Τις νύχτες, μετράω τις σταγόνες από τον ορό. Μία, δύο, τρεις…

Αύριο θα με πάνε πάλι στην αίθουσα ηλεκτροσόκ.

Το λένε «θεραπεία». Εγω το λέω "ο κεραυνός εκείνης τής νύχτας στο σπίτι μου"

Ακουω τη φωνή τής μάνας μου.Μόνο που τώρα ψιθυρίζει πιο ήρεμα:

«Μη θυμάσαι, Ελένη. Όλα ήταν ένα όνειρο».

Κι εγώ θέλω να τη ρωτήσω ,αν ήμουν ποτέ ξύπνια.Αν υπήρξα.


Με ξύπνησαν νωρίς.Το φως ήταν άσπρο.

Οι νοσοκόμοι με οδήγησαν στον διάδρομο.Το βήμα μου αντηχούσε στα κρύα πλακάκια.

Με πήγαν στη αίθουσα τού ηλεκτροσόκ.

Κοίταζα τούς τοίχους.γεμάτοι στίγματα από άλλους ανθρώπους που ίσως δεν υπήρξαν ποτέ.

Με κάθισαν στη καρέκλα.Φοβομουν.

Ο γιατρός μού χαμογέλασε.

«Θα σου κάνει καλό», είπε. 

Με δέσανε. .

Ακούω τον ήχο τού μηχανήματος.

Βλεπω τη γυναίκα από το όνειρο μου να κάθεται απεναντι, χωρίς να μιλάει.

Τα μάτια της ήταν ακόμα πιο σκοτεινά.

Η πρώτη δόση ηλεκτρισμου.Το μυαλό μου μούδιασε.

Όταν τελείωσαν, με γύρισαν στον θάλαμο.

Ξαπλωσα στο κρεβάτι μου.Δεν ακουγα τίποτα.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Λαϊκές Ιστορίες)

Το λαχείο


 Ο Μήτσος από μικρός στη τύχη το'ριχνε το μπαλακι.Μια ιδέα,μια κομπίνα,

ένα κάτι τυχερον,αδερφέ και κονομαεί.Κοντολογις ελεγε:θα κάνω την τύχη μου.

Κι εκείνη η ρουφιάνα έκανε την αδιάφορη.Την ακαταδεκτη.

Ο Μήτσος εμενε,τρόπος τού λέγειν,σε ένα σπίτι.Σπιτι το λες αν είσαι

φαντασιόπληκτος  η' εφοριακός να φορολογησεις το παρόν ακίνητον.

Εκείνη τη μέρα είχε τις μαύρες του.Τις παραειχε εις το ορθότερον.

Αφού πάντα είχε τα μαύρα.

Το τελευταίο ψιλο του ρουφηχτηκε στον κουλοχέρη.

Τώρα πίνει καφέ τής παρηγοριάς στο καφέ τού Μπάμπη.Τον.λεγανε και 

'ο  Μισός' τον Μπάμπη.Μισος κλέφτης,μισος κουφός.Ακουγε ότι τον

βόλευε.Πχ δεν άκουγε το 'βερεσε'.

 Εκείνη λοιπόν την αποφραδα μέρα για τον Μήτσο,είχε τα κέφια του ο 

Μπάμπης.

-ρε Μητσαρα, τού σερβίρει,πιες το καφεδάκι σου με την ησυχία σου,

κι άμα δεν έχεις να πληρώσεις,σε γράφω στο δεφτερι και σε σβήνω

με την ησυχία μου,έτσι κι αλλιώς σβηστός είσαι,είπε και γέλασε.

Αυτό το 'σβηστός είσαι' πολύ τού κακοφανηκε τού Μήτσου.

Όμως τον βόλεψε λόγω ανωτέρας βίας.Και δεν εκφράστηκε δεοντως.

Τότε λοιπόν μπουκαρει μέσα ή Φροσω.Μετα ξεχειλισμενων καμπυλών και 

φθηνων αρωμάτων.Χηραμενη από τριετίας.Αποσυρμενη από δεκαετίας.

Αρχαιον πλέον είδος.Παλαια δόξα και διηγουμενη να κλαίς.

Αυτά τα ελαχιστα αναγνωριστικα.Και τώρα εις το προκειμενον.

Η Φρόσω κρατουσε τα λαχεία μοστρα.Τον πλησίασε.

-Μαγκα, τού ξηγιεται,παίρνεις λαχείο,και κανείς τη τύχη σου.Εισαι;

Αστραψε μέσα στο Μήτσο,στα εσωψυχα του,εκείνο το 'θα κάνω τη τύχη μου',

μαράζι από παιδιοθεν.

-Είναι, τής πασάρει.

Εκείνη τού λέει:-τοσο κανει.

Εκείνος τής λέει:εντάξει,γραψτο.

Εκείνη τού λέει:Εντάξει,το κρατάω,γράψε το νούμερο:38142

Στο σπίτι όλη τη νύχτα,τα μάτι γαρίδα,άυπνος έως πρωίας, κάνει όνειρα μεγαλομετόχου:

Βιλαρα εξοχικο,αυτοκίνητο φινο,κοτερο δελφινι,γυναίκες ιλουστρασιον,

κλπ παρεμφερή πλουσιοπάροχα.

Και βλέπει την επαύριον στην εφημερίδα τον κερδίζοντα αριθμό.

38142.

Τρελάθηκε.Η τρέλα του κτυπησε πόρτα Δρομοκαειτιου.

 Στο πρώτο βρισκει τη Φρόσω.

-Κερδισα το λαχείο,να σε φιλήσω μανιτσα.

Και χυμαει να την φιλήσει.

-Ωπα,τού κάνει εκείνη ανεβάζοντας την όπισθεν.Στοπ.Δεν καταλαβες.Εγω κέρδισα.

-πως τι; τι κέρδισες;λέει ο Μήτσος.

-Ξοφλεισες;,δεν ξοφλεισες; λέει η Φρόσω.

Επομένως ακυρον τον κέρδος.

-Και ποιος κέρδισε; ρωτάει ο Μήτσος.

-Φυσικα,εγώ που κράτησα το ανεξόφλητο,απαντάει η Φρόσω.

Και τότε κατάλαβε ο Μήτσος.

Την τύχη του την έπιασε τύχη η Φρόσω.

.

.

.

 .

.



Edward Hopper paintings 


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Το κίτρινο φως μεσα


Ξημέρωνε στη πολη.Εξω.Μέσα στο δωμάτιο  ενα χλωμό, μεταλλικό φως μέσα από τις περσίδες τού δωματίου σε λωρίδες πάνω στούς τοίχους. 

Εκείνη, καθόταν στην άκρη τού κρεβατιού, φορώντας ένα λευκό νυχτικο και κοιτούσε το άδειο ποτήρι στο κομοδίνο. Το ρολόι απέναντι χτυπούσε σταθερά,

τα δευτερόλεπτα ενοχλητικά τής υπενθύμιζαν ότι ο χρόνος δεν σταματά, ακόμα 

κι όταν όλα μέσα σου έχουν παγώσει.

Εκείνος ήταν στην κουζίνα. Ένας άντρας γύρω στα σαράντα πέντε. Έφτιαχνε καφέ χωρίς να σκέφτεται, οι κινήσεις του αυτόματες,το κουτάλι, η ζάχαρη, το ανακάτεμα, ο ήχος τού μεταλλου στο φλιτζάνι. 

Έξω, από το παράθυρο, η πόλη ξυπνούσε σβήνοντας τα φώτα νέον και μεγαλωνοντας τούς θορύβους. Μέσα, τίποτα δεν άλλαζε.

Δεν μιλουσαν πολύ τον τελευταίο καιρό. Ζούσαν μαζί, αλλά ο καθένας

κατοικούσε σ’ έναν διαφορετικό κόσμο.

Τα βράδια κάθονταν απεναντι στο μικρο σαλονι, το φως κίτρινο. 

Εκείνη διάβαζε ένα βιβλίο.Εκείνος ακινητος περίμενε κάτι να συμβεί, κάτι που ποτέ δεν συνέβαινε..

Μια νύχτα, εκείνη πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε απέναντι στη πολυκατοικία τα φωτισμένα παραθυρα.Πισω από τις κουρτίνες στα δωμάτια σκιές αγνωστων 

ανθρώπων.Μια γυναίκα που χτένιζε τα μαλλιά της, ένας άντρας που έβγαζε το σακάκι του, μια σκιά που έσβηνε το φως και χανονταν.

Εβλεπε ζωές εγκλωβισμένες, όπως τη δική της. Κάθε παράθυρο μια ιστορία

μοναξιάς.

Εκείνος σταθηκε πίσω της. Δεν μίλησε.Δεν την άγγιξε. Κοίταζαν μαζί το απέναντι κτίριο. .

-Νομίζεις ότι μας βλέπουν; είπε εκείνη.

-Όχι. Κανείς δεν βλέπει κανέναν, πια, απάντησε εκείνος.

Το επόμενη μέρα ,το απογευμα, εκείνη πηγε στο μικρό καφέ που συνειθιζε να πηγαίνει.

Κάθισε στο παράθυρο, παρήγγειλε έναν καφέ φίλτρου.Το φως έμπαινε πλάγια. 

Το ραδιόφωνο έπαιζε  μια παλιά μελωδία που έκανε τον χρόνο να κυλά πιο αργά. Από το τζάμι έβλεπε τούς περαστικούς.Πρόσωπα που περνούσαν βιαστικά.

Αυτός ήταν ο τρόπος τους να υπάρχουν,σκέφτηκε.

Εκείνος είχε μείνει σπίτι.Σταθηκε στη μέση τού σαλονιου περιτριγυρισμενος

από έπιπλα που δεν είχαν μετακινηθεί μήνες.

Είχε νυχτωσει όταν εκείνη γυρισε. Δεν μιλησαν.Εκείνος κάθονταν στον καναπε .Εκείνη κάθισε δίπλα του. .

Το φως εξω ήταν κίτρινο.Μια επιγραφή νέον απέναντι αναβοσβηνε.

Ενας ρυθμός ζωης ξενης,σκέφτηκε εκείνος.

Ταυτόχρονα κι εκείνη σκέφτηκε το ιδιο

-Δεν έχουμε που να πάμε,την άκουσε να λεει.

-ναι,δεν εχουμε που να πάμε,τον άκουσε να απαντάει.

.

.

.



φωτογράφιση-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η νύχτα.


Με λένε Ρωξάνη.Αυτό λέω στους πελάτες.Αυτοι έρχονται ,φεύγουν,κι εγώ

μένω στο ίδιο δωμάτιο.Το παραθυρο στο δωματιο δεν ανοίγει ποτέ.

Ήμουν δεκαεννιά όταν ήρθα στη πόλη.

Στο μέρος που γεννήθηκα και μεγάλωσα πνιγομουν.Με κοιτούσαν.Με έκριναν.

Με έδιωξαν.

Στην αρχή στη πόλη δύσκολα επιβίωνα.Μια γνωστή μου κοπέλα μού μιλήσε 

για το 'σπιτι'.

Πήγα.Εγινε η συμφωνία με τη μαντάμ.Το σώμα σου,μού είπε,είναι το προϊόν 

σου,όχι τα αίσθηματα σου.

Μου έδωσε,θυμάμαι,να φορέσω ένα μαύρο κομπινεζον.Οι άντρες , μού είπε η μαντάμ,προτιμούν το μυστήριο.Οχι το λευκό,την αγνότητα.Ουτε το κόκκινο,

το πάθος.Το μαύρο,το μυστήριο ελκύει.

Ενας πελάτης έρχονταν για καιρό κάθε Τρίτη.Δεν ήθελε σεξ,ήθελε να μιλάμε.

Μού μιλούσε για το γιο του Για τη γυναίκα του ποτέ.Μου έφερνε σοκολάτες.

Την τελευταία φορά που ήρθε μού είπε πως δεν είχε γιο.

Ένας άλλος κάθε φορά μού ελεγε 'συγνωμη'.Δεν ξέρω γιατί και σε ποιον το 

έλεγε.Κι αυτός κάποτε εξαφανίστηκε.

Όλοι όσοι έρχονται εδώ κάποια στιγμή εξαφανίζονται.

Σε μένα μένει η νύχτα.Η νύχτα είναι φίλη μου.Με προστατεύει.Στο σκοτάδι

κανένας δεν σε βλέπει πραγματικά,δεν σου κάνει ερωτήσεις.

Κάποιες φορές φοβάμαι. Όχι τούς πελάτες.Φοβαμαι την απουσία τού αύριο. 

Τι θα γίνει όταν γεράσω.

Ίσως να γίνω πάλι η  «Ελένη».Αυτό είναι το πραγματικό μου όνομα.

Η δουλειά μου εδώ στο 'σπιτι' είναι να ακουω.Πουλαω,όχι το κορμί μου,αλλά

τη σιωπή,το άγγιγμα που δεν κρίνει.

Η μόνη εικόνα που έχω τού εαυτού μου,είναι αυτή στον καθρέφτη,μετά όταν φεύγει ο πελάτης.Καμια άλλη.

Το πρωί νιώθω κουρασμενη.Ξεβαφω το πρόσωπο μου και είναι σαν να σβήνω

το πρόσωπο μου.Αυτο τής Ρωξάνης.Αυτο τής νύχτας.

.

.

.



Antonio Gramsci-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Μην αδιαφορισετε για τον Antonio Gramsci


14 dicembre 1931 

Carissima Tania, 

solo giovedí ricevetti la tua lettera del 3 dicembre che era giunta tassata 

non so per quale ragione ma probabilmente per eccesso di peso. Le tue 

fotografie, nell'insieme, mi sono piaciute moltissimo; avrei però voluto 

averne qualcuna di recentissima, come mi avevi promesso, perché già da 

circa un anno e mezzo non ci vediamo e avrei voluto avere una impressione 

delle tue attuali condizioni di salute. 


Απρίλης 1937.Η νύχτα στη φυλακή.

Ενώ η Ιταλία  μέσα στην παραίσθηση τού φασιστικού μεγαλείου. Ο Μουσολίνι, είκοσι χρόνια μετά την «Πορεία προς τη Ρώμη», είχε μετατρέψει τη χώρα σε έναν μηχανισμό ελέγχου. Η  ρητορική Αναγέννηση τής Ρώμης.Η αποικιοκρατική εκστρατεία στην Αιθιοπία.

Ο Antonio Gramsci γράφει στα 'Τετραδια τής φυλακής:

Η  μάχη για την ηγεμονία δεν κρίνεται μόνο στα όπλα, αλλά στις ιδέες, στις λέξεις, στη γλώσσα τών ανθρώπων.

Το τραπέζι μπροστά του γεμάτο  σημειώσεις, σκέψεις, αποσπάσματα για τον Μακιαβέλλι, τον Μαρξ, την εκπαίδευση, τη γλώσσα. 

Ο φύλακας, ένα νέο παιδί  απ'το Τορίνο,δεν ήξερε ποιον ακριβώς είχε απέναντί του: έναν κρατούμενο ή έναν δάσκαλο.

-Κύριε Γκράμσι, χρειάζεστε κάτι; ρώτησε.

Εκείνος χαμογέλασε.

-Μονάχα λίγο χαρτί ακόμη, αν υπάρχει,ζήτησε.

Οι λέξεις είναι το μόνο που δεν μπορούν να μου πάρουν.,σκέφτηκε.

Ήξερε,ότι το τέλος πλησιαζει. Οι γιατροί τον είχαν προειδοποιήσει πως η καρδιά του δεν θα άντεχε άλλο. 

Εκείνος συνεχιζε να οραματίζεται σε μια Ιταλία μετά τον φασισμο.

Τώρα όλα πνιγμένα στη προπαγάνδα και το φοβο.

Έβλεπε εικόνες τής Σαρδηνίας.Τα βουνά στο φως.Η μάνα στον αργαλειό.

Η φτώχεια τού λαού.

Ο Τολιατι στη Μόσχα.

Σύντροφοι μην ξεχνάτε:Εκπαίδευση.

Πήρε την πένα,να προλάβει πριν νυχτώσει,να γράψει:Η παλιά τάξη πεθαίνει, 

και η νέα δεν μπορεί ακόμη να γεννηθεί. Στο μεταξύ, εμφανίζονται τέρατα…

Σύντροφοι μην ξεχνάτε:Εκπαίδευση.Μην αδιαφορειτε.

Ο άνθρωπος με τη φωνή τών ταπεινών έβλεπε στις εφημερίδες τής Ρωμης 

τα πρωτοσέλιδα με τις  l«λαμπρές επιτυχίες τού Ντούτσε» στην Αβησσυνία. 

Φωτογραφίες με Ιταλους στρατιώτες κάτω από την αυτοκρατορική

σημαια.

Θυμόταν ακόμη τον εισαγγελέα στη δίκη του να φωνάζει:

Πρέπει να εμποδίσουμε αυτόν τον εγκέφαλο να λειτουργεί για είκοσι χρόνια.

Κι εκείνος έγραφε ασταμάτητα να μην προδώσει τον άνθρωπο.

Η αλήθεια, έγραφε, είναι επαναστατική.

Καταλαβαινε πως ο  φασισμός κυριάρχησε όχι μόνο με τα όπλα,αλλά με τη 

συναίνεση, με την πίστη τών μικροαστών, με τον φόβο και τη σαγήνη τού 

έθνους. 

Εκείνος πρέσβευε ότι: η πολιτισμική ηγεμονία, η κυριαρχία τών ιδεών,ειναι

το νέο πεδίο μάχης.

Αντιμετωπιζε τη φυλακή όχι ως σιωπή, αλλά ως εργαστήριο παρατήρησης 

του κόσμου.

Η Τάνια τού έστειλε τα περιοδικα:Pégaso και Educazione Fascista.

Ενδιαφέρεται να κατανοήσει πως ο  φασισμός κατασκευάζει την 'ηγεμονια

τού.'

Αναλύοντας την επίσημη «μορφωτική» παραγωγή τού καθεστώτος, προσπαθεί να διαπιστώσει πώς το κράτος καλλιεργεί τη συναίνεση, πώς χρησιμοποιεί 

την εκπαίδευση και τον πολιτισμό για να ελέγξει το συλλογικό φαντασιακό.

Στο Τορίνο το 1919,στα εργοστάσια τής Fiat,στις συνελεύσεις τών εργατών,

στις συζητήσεις με τους συντροφους,πίστευε ότι η επανασταση είναι ζήτημα ημερών.

Τώρα ξέρει πως ειναι υπόθεση αιώνων.

Η Ισπανία στους φασίστες τού Φράνκο.

Η Γερμανία στους ναζί τού Χίτλερ.

Η Σοβιετική Ένωση στις δίκες τής Μόσχας.

Θυμήθηκε το γραμμα στη μάνα:

Carissima mamma,

ho pensato molto a te in questi giorni. Ho pensato ai nuovi dolori che stavo 

per darti, alla tua età e dopo tutte le sofferenze che hai passato. 

Occorre che tu sia forte, nonostante tutto, come sono.forte io e che mi perdoni 

con tutta la tenerezza del tuo immenso amore e della tua bontà. 

Saperti forte e paziente nella sofferenza sarà un motivo di forza anche per me: pensaci e quando mi scriverai all'indirizzo che ti manderò rassicurami.

Λίγο αργότερα αποκοιμήθηκε.

Είδε το τελευταίο όνειρο του.Περπατουσε ανάμεσα σε πλήθη ανθρώπων.

Κρατούσαν βιβλία αντί για όπλα.Ενα μικρό παιδί τού έδωσε ένα τετράδιο.

Εγραψες για μένα, τού είπε,τον Antonio.

Το πρωί, στις 27 Απριλίου 1937 ,ο γιατρός διαπίστωσε τον θάνατό τού.

Ο φάκελος τού Antonio  Gramsci εκλεισε.

Ο φάκελος τού Antonio Gramsci άνοιξε.

Ο Antonio Gramsci δεν πέθανε.

Ο Antonio Gramsci διάβαζεται

Ο κάθε ένας είναι φιλόσοφος.

Η ελευθερία είναι εργασία τού νου.


 Ricorda, se non l'hai ancora fatto, che non ho ricevuto il fascicolo di «Pégaso» 

dello scorso novembre, e fammi mandare i fascicoli di novembre e dicembre dell'«Educazione Fascista» dove è pubblicato il resoconto del 

Congresso degli Istituti fascisti di cultura che desidero leggere. Manda, per 

piacere, la lettera raccomandata. Se le riviste straniere mi saranno concesse 

ci sarà tempo a fare l'abbonamento: nel dubbio è meglio astenersi. – Ti mando 

il modulo del servizio dei Conti correnti Postali del «Corriere della Sera» per rinnovare l'abbonamento che scade il 31 dicembre: lo puoi rinnovare per tre 

mesi o per sei mesi, non piú di sei mesi però.

 – Cara Tania, ti abbraccio affettuosamente 

Antonio

.

.

.

Σημειωσεις:


Γραμμα τού Gramsci από τη φυλακή στην Tania Schucht(1887-1943),

κουνιάδα του και αδελφή τής γυναίκας του Julia.

Η Τάνια τού έστελνε βιβλία,τρόφιμα,ειδήσεις, φωτογραφίες...


14 dicembre 1931 

Carissima Tania, 

solo giovedí ricevetti la tua lettera del 3 dicembre che era giunta tassata 

non so per quale ragione ma probabilmente per eccesso di peso. Le tue 

fotografie, nell'insieme, mi sono piaciute moltissimo; avrei però voluto 

averne qualcuna di recentissima, come mi avevi promesso, perché già da 

circa un anno e mezzo non ci vediamo e avrei voluto avere una impressione 

delle tue attuali condizioni di salute


Αγαπημενη μου  Τάνια,

μόνο την Πέμπτη έλαβα το γράμμα σου της 3ης Δεκεμβρίου, το οποίο 

είχε φτάσει με επιπλέον ταχυδρομικό τέλος ,δεν ξέρω για ποιον λόγο, 

αλλά πιθανόν εξαιτίας υπέρβασης βάρους. Οι φωτογραφίες σου, συνολικά, 

μου άρεσαν πάρα πολύ· αλλά θα ήθελα να είχα και κάποια προσφατη, 

όπως μου είχες υποσχεθεί, γιατί ήδη εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο 

δεν έχουμε ιδωθεί, και θα ήθελα να έχω μια εντύπωση για την τωρινή 

σου κατάσταση υγείας.


Ricorda, se non l'hai ancora fatto, che non ho ricevuto il fascicolo di «Pégaso» 

dello scorso novembre, e fammi mandare i fascicoli di novembre e dicembre dell'«Educazione Fascista» dove è pubblicato il resoconto del Congresso 

degli Istituti fascisti di cultura che desidero leggere. 

Manda, per piacere, la lettera raccomandata.

 Se le riviste straniere mi saranno concesse ci sarà tempo a fare l'abbonamento: 

nel dubbio è meglio astenersi. 

– Ti mando il modulo del servizio dei Conti correnti Postali del «Corriere della Sera» per rinnovare l'abbonamento che scade il 31 dicembre: 

lo puoi rinnovare per tre mesi o per sei mesi, non piú di sei mesi però.

 – Cara Tania, ti abbraccio affettuosamente 

Antonio


Θυμήσου, αν δεν το έχεις ήδη κάνει, ότι δεν έχω λάβει το τεύχος τού περιοδικού «Pégaso» του περασμένου Νοεμβρίου, και φρόντισε να μου στείλεις τα τεύχη Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του περιοδικού «Educazione Fascista», όπου έχει δημοσιευθεί η αναφορά τού Συνεδρίου των Φασιστικών Ινστιτούτων Πολιτισμού, το οποίο επιθυμώ να διαβάσω.

Στείλε, σε παρακαλώ, το γράμμα συστημένο.

Αν μου επιτραπούν τα ξένα περιοδικά, θα υπάρξει καιρός να γίνει η συνδρομή· προς το παρόν, αν υπάρχει αμφιβολία, είναι καλύτερα να αποφύγουμε.

Σου στέλνω το έντυπο της Υπηρεσίας Ταχυδρομικών Λογαριασμών της 

«Corriere della Sera» για να ανανεώσεις τη συνδρομή, που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου: μπορείς να την ανανεώσεις για τρεις ή έξι μήνες, αλλά όχι για περισσότερο από έξι μήνες.

—Αγαπητή Τάνια, σε φιλώ,

Αντόνιο.

.

.

.

αποσπασμα από το γραμμα τού Gramsci που έστειλε από τη φυλακή 

στη μητέρα του Giuseppina Marcias (1861–1932).


Roma, 20 novembre 1926


Carissima mamma,

ho pensato molto a te in questi giorni. Ho pensato ai nuovi dolori che stavo 

per darti, alla tua età e dopo tutte le sofferenze che hai passato. 

Occorre che tu sia forte, nonostante tutto, come sono.forte io e che mi perdoni 

con tutta la tenerezza del tuo immenso amore e della tua bontà. 

Saperti forte e paziente nella sofferenza sarà un motivo di forza anche per me: pensaci e quando mi scriverai all'indirizzo che ti manderò rassicurami.


αγαπημένη μου μαμά 

Σε αυτές τις μέρες σε σκέφτηκα πολύ.

Σκέφτηκα τις καινούργιες στενοχώριες που επρόκειτο να σου δωσω, στην

ηλικία σου και μετά  τις ολες δοκιμασίες που έχεις ήδη περάσει.

Πρέπει να είσαι δυνατή, προπαντως, όπως είμαι κι εγώ δυνατός, και να με συγχωρήσεις με όλη την τρυφερότητα τής απειρης αγάπης και τής καλοσύνης σου.

Να ξέρω πως είσαι δυνατή και υπομονετική μέσα στη δοκιμασία θα είναι

ένα κίνητρο δύναμης και για μένα. 

σκέψου το αυτό, και όταν θα μου γράψεις στη διεύθυνση που θα σου στείλω, καθησύχασέ με.

.

.

.




φωτογράφιση 
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η τελευταία νύχτα

(Μονόλογος τής Ελενης)


Η σελήνη κρύφτηκε στα σύννεφα.Και στη νύχτα,απόψε,πύκνωσε το σκοτάδι.

Ακούω,λίγο πιο πέρα απ' το κήπο,τα νερά τού Ευρώτα.Σκoτεινα,αργά να 

κυλουν.Τη θλίψη τών βατράχων στα καλάμια.Ο τεράστιος όγκος τού

Ταυγετου αυστηρός στο βάθος.Κανενας άνθρωπος δεν ξεφεύγει τη μοίρα 

του.

Οι στρατιώτες γύρω στις φρουρές ξαγρυπνουν.Παίζουν χαρτιά να περάσει

η ώρα.

Πως θα τουςξεγλυστρισω;

Τι προδίδω;.Σε τι είμαι ενοχή;

Γιατί βλέπω τη Τροια να καίγεται;Γιατί ακούω θρήνους;

Όμως εμένα μια ακατανίκητη φωτιά με καίει.

Η επιθυμία μου.Ουτε σε νόμο,ούτε σε ηθική

Σε λίγο θα φύγω.

Και ποτέ πια δεν θα ξαναδώ τούς ανθρώπους που αγαπώ.Την μικρή μου

Ερμιόνη.

Ένα χέρι αόρατο με παρασύρει.

Ξέρω,στη ντροπή,στη καταρα,στη καταστροφή,

Βγήκε η σελήνη απ' τα σύννεφα.Παγωμενη.Νοεμβρης μήνας.

Η ώρα με βιάζει να ετοιμαστώ.Να φύγω.

Πόση νύχτα,πόσο σκοτάδι θα με καλύψει να φτασω στον έρωτα.Στη συμφορα.

Ο Έρωτας,ακούω,σέρνεται σαν ζωντανό φίδι.

Ο Ταύγετος απέναντι όρθιος τεράστιος μάρτυρας.

Το σώμα μου θέλει να φύγει.

Οι βάτραχοι στα καλάμια,είναι γυναίκες που θρηνούν.Η Ληδα η μάνα μου.

Η καρδιά μου σπαραζει.Η Τροια Ελένη θα καει,ακούω.Κι εσύ θα είσαι

η αιτία.

Ο ευγενικός Έκτορας νεκρός.Η σεμνή Ανδρομάχη χήρα.Ο μικρος

Αστυνακτας τσακισμένος στα βράχια.

Κι εσύ στο κρεβάτι τού Παρι μοιχαλίδα.

Γιατί δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής;Γιατί ολ'αυτα πρέπει να γίνουν;

Γιατί δεν ανεβαίνουν στο σπίτι οι στρατιώτες να με πιάσουν;

Να φωνάξουν.Πηγε να το σκάσει με τον εραστή.Τον ξένο άντρα.Τον εχτρο μας.

Είναι ο έρωτας μια κατάβαση στη κόλαση.

Η σελήνη κρύφτηκε στα σύννεφα.

Είμαι μόνη και φοβάμαι.Ποιος μπορεί να με σταματήσει;

Η Ελένη τής Σπάρτης πεθαίνει.

Η Ελένη τής Τροίας θα'ναι καταραμένη.

Όμως πριν σβήσει η νύχτα,κι είναι αργά,πρέπει να φύγω.

Τώρα που η Σπάρτη κοιμάται.Πριν το πρώτο φως της μερας πέσει στις 

κορφές τού Ταϋγετου.

Υποταγμένη στην φλόγα που καίει,και δεν σβήνει.

Φεύγω και πάω στο ατελείωτο σκοτάδι.

Να κατέβω τη ξύλινη σκάλα σιγά με προσοχή,να μην τρίξουν τα σκαλιά.

Κι αν κάποτε με θυμηθούν, ας μην πουν πως αγάπησα.

Ας πουν πως δεν μπόρεσα να μην αγαπήσω.

.

.

.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Μη μοι δώσης, Κύριε, μισθόν επίγειον, αλλ’ άφες με εν τη αφάνειά μου.

(Αφιέρωμα στον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη)


-τι ψάχνεις;

-τον κόσμο

-αν η ψυχή δεν έχει ταπείνωση δεν βλέπει τιποτα


Τὴν τελευταία νύχτα ξύπνησε ἀπὸ ἕνα φῶς. 

Ἐξω ἀπὸ το σπιτι ο πατέρας ηταν καθισμένος πανω σε μια πετρα 

Ολα ἦταν ἀκίνητα. Ἔνιωσε παραξενα, ἀλλὰ καὶ ἡρεμια.

Δεν τον ενοχλησε.Μπηκε μέσα και κοιμήθηκε.

Ὅταν ξημέρωσε, ὁ πατερας δὲν ἦταν πιά ἐκεῖ. Μόνο ἡ πέτρα έστεκε στη 

θέση της.Στη θεση του σκέφτηκε.

Θυμήθηκε τα λόγια του:

Μὴν ψάχνεις νὰ δεις τὸ θαῦμα,ούτε να το καταλάβεις.

Γιατι θα τρομάξεις.


Νοέμβρη βράδυ είχε βγει με τη βάρκα να ψαρέψει.Τον επιούσιον.Οι άλλοι

τον είχαν αποθαρρύνει.

Μην πας,θα σε πνίξει η θάλασσα.

Δεν τους άκουσε και τόλμησε να αψηφήσει τα φυσικά στοιχεία.

Ανοίχτηκε στον ποντο.Κυκλωσε τα δίχτυα.

Ο καιρός χειροτερεψε.Νυχτωνε γρήγορα.

Σε λίγο το σκοτάδι ήταν πυκνό.Η θάλασσα σαν κάποιο τεράστιο θαλασσινό 

κητος μουγκριζε.

"Κύριε, σώσον τούς εν θαλάσση" προσευχήθηκε.

Και τότε είδε καθαρά κάτω στο βυθό τής θάλασσας τη μορφή ενός ανθρωπου,

που ήταν φωτεινός και περπατούσε.

Εγώ είμαι,σκέφτηκε,πνιγμένος,η' η ψυχή καποιου από τους παλιούς ναυαγους.

Μην φοβάσαι,άκουσε τη φωνή του ανθρώπου να την φέρνει πάνω το αρμυρο

νερό,η θάλασσα είναι δοκιμασία,όχι τιμωρία.


Είπαν πως τον πήρε η θάλασσα.

Η αλήθεια είναι,πως με εκείνον τον άνθρωπο παρέα ψαρεύει γαλήνιος.


Αναχώρησε σε ερημικό τοπο.Απροσπελαστο τών ανθρώπων.Εκει ζητουσε

το άρρητο.

Σε σχισμη βραχου σπήλαιο κατοικουσε.Με ακρίδες χόρτων δειπνούσε.

Και εμφανίσθηκε ο πειρασμός.Σε σαρκικές μορφές πλάνης.Γυμνη γυναίκα.

Σε υλικές.Πλουτισμου.Σε ισχύ.Εξουσιας.

Και εκείνος άντεξε,κράζοντας:

Κυριε λύτρωσόν με ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ὅτι ἐγὼ εἰμὶ ὁ πειρασμός μου.

Ὅστις ἑαυτόν ταπεινώσει, ἐσοὶ πλησιάζει.


Κανείς δεν ήξερε από που ήρθε εκείνος ο άνθρωπος στο νησί.

Κι όταν τον ρωτούσαν δεν απαντούσε.

Είπαν πως 'τα μυαλά του ψηλωσαν',τρελός ο δύστυχος.

Άλλος είπε πως κακουργεψε στα μέρη του και έφυγε μακριά να μην τιμωρηθεί.

Άλλος πως σε πόλεμο έχασε οικογένεια,γυναίκα και παιδιά,και βιός

Όμως κανένας δεν άγγιξε την αλήθεια τού ανθρώπου.Γιατι η αλήθεια είναι 

αφατη και ξεφεύγει την περιέργεια τών ανθρώπων.


Όταν μιλούσε εκείνος ο αγιος άνθρωπος τούς φαίνονταν πως οι λέξεις του έβγαιναν μέσα απ' τη γη και ανέβαιναν στον ουρανό.Ως στρουθια.

Έλεγαν πως αγγίζει τον αόρατο κόσμο.

Και μια μέρα,ώρα μεσημέρι,κραυγή και θρήνος ακούστηκε.

Η φωνή μιας μάνας.

Πήγαν και τον βρήκαν.Το παιδι ψυχομαχει,τού είπαν,τρέξε.

Μπήκε στο σπίτι και είδε το παιδί ξαπλωμένο στο κρεβάτι,ακίνητο.

Η μάνα έσκιζε τα μάγουλα με τα νύχια της.

Έσκυψε και έπιασε το χέρι τού παιδιού.Παγωμενο και άψυχο.

Στάθηκε εκεί ώρα αμίλητος.

Και όταν τελείωσε το παιδί άνοιξε τα μάτια και ζήτησε νερό.

Σωθηκε,φώναξαν,.Θαύμα.

Και εκείνος μονάχα ψιθύρισε:

Δόξα σοι, Κύριε, που και τών ταπεινών τα χειλη ακούς.


Στην αρχη αυτόν τον ξενομεριτη άντρα τον φοβόντουσαν.Ηταν επιφυλακτικοί

να τον δεχτούν.

Σιγά σιγά λόγω τής ανθρώπινης φιλευσπλαχνιας τον συμπονεσαν.

Ένας από αυτούς πάνω στο πρόσκαιρο χώμα ήταν.Κατα εικόνα και ομοιωση.

Κάποια μέρα τον είδαν να προσεύχεται μπροστά σε μια πετρα.

-Τινος το είδωλο είναι αυτό; τον ρώτησε ένας.

-Ολων τών διψωντων και πεινωντων,απάντησε εκείνος.

Και παίρνοντας χώμα στη χούφτα το έφερε στα χείλη του  και το ετρωγε.

-Ό,τι είναι καθαρό,τούς είπε,να το δίνετε· ό,τι είναι βρώμικο, να το αφηνεται.


Εκείνο το καλοκαίρι ήταν καυτό.Λιβας άναβε και έκαιγε τη γη καμίνι.

Το νερό είχε στερέψει.Ανθρωποι ζώα φυτα υποφεραν.

Και οι άνθρωποι περίμεναν με αγωνία τα Έσχατα των Αιώνων.

Εκείνος τότε ξάπλωσε στο ξεραμένο χώμα και σταύρωσε τα χέρια του.

Μόνο τα μάτια είχε ανοιχτά, στραμμένα στον ουρανό.

-Κυριε,ψιθύρισε,μην στερήσεις το νερό απο τα πλάσματα σου.

Και τότε μια σταγόνα έπεσε στο μέτωπό του.Ύστερα άλλη, και άλλη,ώσπου ο ουρανός άνοιξε τα νερά του.

Εκείνος ακριβώς εκεινη την ώρα αναλήφθηκε στην άλλη ζωή.

Κανείς δεν έμαθε ποτέ το όνομά του. Στο Συναξάρι του τόπου, τον μνημονεύουν ως τον 'Αγιο τής Βροχης'.


-Η ψυχή ,που πάει όταν ο άνθρωπος φεύγει;

-Οπου φυσά ο άνεμος.

-Και που φυσά ο άνεμος;

-Παντοτε προς το φως.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Morphy Variations Opera Game

(Το Chess Game:Opera Game τού Paul Morphy,Paris 1958
και 2 Avant Garde music compositions
1:Morphy Variations Opera Game
2:Morphy Opera Mechanica)

Η «Opera Game» (Παρτίδα τής Όπερας) τού Paul Morphy είναι μία από τις διασημότερες παρτίδες στην ιστορία τού σκακιού ,ένα πραγματικό κομψοτέχνημα τακτικής και οικονομίας κινήσεων.
Παίχθηκε στο Παρίσι το 1858, κατά τη διάρκεια μιας παράστασης όπερας στο Théâtre Italien, ανάμεσα:
στον 21 ετών Paul Morphy (λευκά)
και τους:
Δούκας Karl II τού Brunswick και  Κόμη Isouard (μαύρα),
οι οποίοι έπαιζαν συνεργατικά εναντίον του

8. ♜  ♞  ♝  ♛   ♚   ♝  ♞  ♜
7.♟   ♟. ♟   ♟.  ♟.  ♟. ♟   ♟
6.
5.
4.
3.
2. ♙  ♙  ♙   ♙   ♙   ♙   ♙  ♙
1. ♖  ♘  ♗   ♕   ♔   ♗  ♘  ♖
    a    b   c    d   e    f    g   h

1. e4 e5
2. Nf3 d6
3. d4 Bg4
4. dxe5 Bxf3
5. Qxf3 dxe5
6. Bc4 Nf6
7. Qb3 Qe7
8. Nc3 c6
9. Bg5 b5
10. Nxb5 cxb5
11. Bxb5+ Nbd7
12. O-O-O Rd8
13. Rxd7 Rxd7
14. Rd1 Qe6
15. Bxd7+ Nxd7
16. Qb8+ Nxb8
17. Rd8# (ματ, checkmate τών λευκών στα μαυρα)

1
(Avant Garde music composition)
Morphy Variations Opera Game

Πειραματική σύνθεση για προετοιμασμένο πιάνο, ηλεκτρονικά, βιολί, κοντραμπάσο, 2 κρουστά, μαγνητοταινία
Διάρκεια ~17 λεπτά

Μορφή
17 κινήσεις 17 μέρη (mouvements).
Κάθε μέρος αντιστοιχεί σε μία σκακιστική κίνηση·
η εναλλαγή λευκών – μαύρων γίνεται με αλλαγή χροιάς και δυναμικής.
Όλη η παρτίδα εξελίσσεται σαν μουσική μάχη όπου οι ήχοι «συγκρούονται», «εγκλωβίζονται» και στο τέλος εξαϋλώνονται σε ηχητικό ματ.

1
e4 / e5 : «Άνοιγμα»
Σιγή 5ʺ-ένας παλμός χαμηλής συχνότητας (40 Hz).
Το πιάνο χτυπιέται στο εσωτερικό με μεταλλικά ελατήρια.
Ρυθμική συμμετρία .

2
Nf3 / d6 : «Πρώτη επίθεση»
Το βιολί παίζει αρμονικές glissandi· τα κρουστά (ξύλινα blocks) αντιδρούν ασύμμετρα.
Ο ήχος διασπάται σε μικρό ρήγμα στη σιωπή.

3
d4 / Bg4 : «Διάνοιξη χώρου»
Χωρική ηλεκτρονική διάχυση· λευκός θόρυβος κινείται από L → R.
Το πιάνο με με cluster χορδών.

4
dxe5 / Bxf3 : «Ανταλλαγή»
Το κοντραμπάσο με δοξάρι στο καραολο παράγει βόμβο που συγχωνεύεται με tape feedback.
Σύντομο ηχητικό «κόψιμο» (mute = captured piece).

5
Qxf3 / dxe5 : «Επιστροφή ισορροπίας»
Η ανθρώπινη φωνή εισέρχεται, χωρίς λέξεις· μόνο αναπνοές, στο tempo 60 BPM.
Δομή Α-Β-Αʹ σαν αντανάκλαση στη σκακιέρα.

6
Bc4 / Nf6 : «Προειδοποίηση»
Σταδιακή αύξηση συχνοτήτων, μετατροπή του λευκού θορύβου σε ρυθμική παλμικότητα.
Το βιολί κρατά διατονική C-E-F♯-A, «τεταμένη» χορδή.

7
Qb3 / Qe7 : «Αντίκρουση»
Δύο μαγνητοταινίες προβάλλουν τον ίδιο ήχο με ¼ δευτ. καθυστέρηση → ηχώ-αντίλογος.

8
Nc3 / c6 : «Στατική συγκέντρωση»
Ελεύθερος ρυθμός, μόνο συριστικοί ήχοι.
Ο χώρος παγώνει, οι συχνότητες σχηματίζουν «τετράγωνο».

9
Bg5 / b5 : «Επίθεση στην πτέρυγα»
Αιφνίδιο forte, τα πλήκτρα χτυπιούνται με πέτρα, κρουστά συγχρονισμένα
3/8 + 5/8.

10
Nxb5 / cxb5 : «Σύγκρουση»
Ρυθμικό μινιμαλιστικό ostinato· ο ηλεκτρονικός ήχος κόβεται απότομα.

11
Bxb5+ / Nbd7 : «Σκακιστικό σοκ»
Glissando προς τα κάτω 7 οκτάβες (symbolic check).
Η παρτιτούρα σημειώνει «παράλυση» -σιγή 3 δευτ.

12
O-O-O / Rd8 : «Ροκέ»
Πολυρυθμική σπειροειδής κίνηση· κύμα στον χώρο surround.
Η αίσθηση μετατόπισης βασιλιά – ασφαλεια.

13
Rxd7 / Rxd7 : «Καταστροφή»
Πλήρες tutti cluster ff- απότομο silence.
Όλα τα όργανα αφήνουν τη «σκηνή» εκτός τού tape.

14
Rd1 / Qe6 : «Προτελευταίο άνοιγμα»
Πιάνο και βιολί σε tritone E–B♭.
Αναπνοές + ηλεκτρονικό φως -αίσθηση προαναγγελίας.

15
Bxd7+ / Nxd7 : «Θυσία»
Σιωπή -μια μονή νότα G σε fortissimo, που χάνεται σε delay ∞.

16
Qb8+ / Nxb8 : «Κλείδωμα»
Απολύτως μηχανικός ρυθμός (7 παλμοί/sec).
Τα κρουστά παράγουν ρυθμικό μοτίβο 0110101 (δυαδικό μοτίβο ματ).

17.Rd8# : «ΜΑΤ»
Εκρηκτικό tutti· όλες οι συχνότητες -λευκός θόρυβος.
Έπειτα, απόλυτη σιωπή 30 δευτ. (“silence as checkmate”).

Το έργο τελειώνει .
.
.
2
(Avant Garde music composition)
Morphy Opera Mechanica

(μια ηχητική μεταγραφη της σκακιστικής ιδιοφυΐας τού Paul Morphy,
Παρίσι 1958.)
Για πιάνο προετοιμασμένο, βιολί, κρουστά και ηλεκτρονικά

I.
E4–E5: Το Άνοιγμα (0:00–0:15)
(το άνοιγμα — η πρώτη ανάσα πριν τη μάχη)
Ήχος: απαλή επίθεση από πιάνο — δύο νότες Μι–Μι♭ παλμικά, σαν αναπνοή.
Ηλεκτρονικά: υποτόνιο βόμβο σε A=55Hz, υποδηλώνοντας το "κέντρο".

II.
Nf3–d6: Η Αμφισβήτηση (0:15–0:30)
Πιάνο: ανισόρροπα τρίηχα, staccato — η λευκή κίνηση επιθετική, η μαύρη αμυντική.
Βιολί: glissando προς τα κάτω, σαν αμφιβολία.
Ηλεκτρονικά: σύντομο metallic ping, σαν χτύπημα ρολογιού.

III.
4–7: Το Κέντρο Αναπνέει (0:30–1:00)
Οι κινήσεις d4, Bc4, Qb3 αποδίδονται ως φωτεινές συγχορδίες στο πιάνο·
Το βιολί παίζει ostinato από 3 νότες (C–E–A), συνεχές μοτίβο ανάπτυξης.
Τα κρουστά (frame drum) εισάγουν ρυθμική αστάθεια, σαν “πνευματική εγρήγορση”.

IV.
10.Nxb5!! – Η Θυσία (1:00–1:20)

Ξαφνική διακοπή.
Απόλυτη σιωπή 1 δευτερολέπτου· μετά ένα βίαιο cluster στο πιάνο (έξι πλήκτρα ταυτόχρονα).
Ηλεκτρονικός ήχος: παραμόρφωση σαν θραύση γυαλιού.
(η θυσία του ίππου – ένα κβαντικό άλμα, η τέχνη που υπερβαίνει τη λογική.)

V.
11–13: Η Ανάπτυξη σε Καταιγίδα (1:20–1:45)
Πιάνο: εναλλαγή ανάμεσα σε μικρά arpeggios (λευκα) και χαμηλά χτυπήματα (μαύρα).
Βιολί: δραματικά pizzicato, αντιφωνία με ηλεκτρονικά clicks.
Ρυθμός 7/8· συμβολίζει τη ρευστή ασυμμετρία της επίθεσης.

VI.
14–16: Το Τελικό Κάρφωμα (1:45–2:05)
Ηλεκτρονικά: feedback loop σαν εκκρεμές.
Πιάνο: παίζει motif από τρεις επαναλαμβανόμενες νότες — d#, f#, g# — “Rd1–Rd8”.
Ο ήχος σταδιακά στενεύει, σαν να συμπιέζεται ο χώρος.

VII.
17.Rd8#: Το Ματ (2:05–2:30)
Ξαφνική έκρηξη: πιάνο και βιολί σε unisono με cluster fff.
Ακολουθεί σιωπή· μετά μία μονή ηλεκτρονική νότα (Α) που σβήνει αργά, σαν παλμός θριάμβου.
.
.
.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Το Τέλος τού Ματιού 


Το κτίριο τής φυλακής ήταν ένα τέλειο γεωμετρικό σχήμα,συμμετρικό και ψυχρό.

Γύρω από τον εσωτερικό κυλινδρικό πύργο,ακριβώς στο κέντρο του,το 

παρατηρητήριο,οι κυκλικές πτέρυγες με τα κελιά.

Ένα σύστημα απόλυτου ελέγχου,όπου με την αθέατη  παρουσία τού παρατηρητή επιβάλλονταν η αυστηρή πειθαρχηση κάθε κρατούμενου. 

Η θέαση,η επιτήρηση, ήταν η τιμωρία.

Όμως τελευταία ο επιτηρητής ,ο μοναδικός άνθρωπος,που βρίσκονταν στον κεντρικό πυργο,μέσα στη σιωπή,είχε την αίσθηση πως κάποιος τον κοιτούσε 

από τα κελιά.Οχι κάποιος που φοβαται,αλλά κάποιος που απειλει.

Αντιλήφθηκε ότι οι μηχανισμοί παρακολούθησης παρουσίαζαν μικρές ανεξήγητες διακοπές. Οι φακοί τών καμερών έσβηναν στιγμιαία.

Έκανε αναφορά στη διοίκηση τής φυλακής.Του απάντησαν :τεχνική δυσλειτουργία και θα διορθωθεί εγκαίρως.

Όμως, παρόλαυτά,τιποτα,δεν άλλαξε.Ανησυχουσε."Κάθε νύχτα",έγραψε στο ημερολόγιο του,"για λίγα δευτερόλεπτα, το κέντρο παύει να βλέπει. Και τότε, ολόκληρη η φυλακή με κοιτά".

Καινούργια αναφορά στους ανώτερους.Αδιαφορησαν.

Τις επόμενες μέρες, η ανησυχία του έγινε εμμονή.Αυπνος με τα μάτια του καρφωμένα στους φακούς παρατηρούσε συνεχώς τούς κρατούμενους.

Διαπίστωσε,με τρόμο,μια παράξενη αλλαγή,αδιανόητη για εκείνη τη φυλακή:

οι κρατούμενοι δεν αντιδρούσαν πια στη θέα τού βλέμματός του, δεν έδειχναν φόβο.Μερικοί μάλιστα στέκονταν ορθιοι, στο κέντρο τού κελιού, κοιτάζοντας ακριβώς προς το σημείο όπου ήξεραν ότι κρυβόταν ο παρατηρητής.

Ήταν σαν να τον ενεπαιζαν.

Και ενα βράδυ, ένας από αυτούς,ο κρατούμενος αρ.47,ύψωσε το χέρι και έδειξε προς το παρατηρητήριο.Ενιωσε να παγώνει. "Ξέρουν", ψιθύρισε,"με βλέπουν"

Το επόμενο πρωι, βρήκε τη  μορφή  του  σχεδιασμένη με κιμωλια στο δάπεδο τού πύργου.Κάποιος είχε μπει μέσα χωρίς να τον αντιληφθεί.

Ήταν εφιαλτικό.

Ολοι μπορούν να βλέπονται,έγραψε στο ημερολόγιο ,αλλά κανείς δεν γνωρίζει πότε, δεν υπάρχει διαφυγή από το βλέμμα,ούτε για τον παρατηρητή. 

Αν ο κρατούμενος πιστέψει ότι βλέπει, τότε εκείνος όντως βλέπει. Η εξουσία αλλάζει θέση, χωρίς να το καταλάβεις.

Ξημερώματα οι επιθεωρητές ελεγχου άνοιξαν την κεντρική πύλη τού παρατηρητηρίου και τον βρήκαν καθισμένο στην καρέκλα του, μπροστά στο πάνελ τών καμερών ,νεκρό.

Το βλέμμα του ήταν στραμμένο σε μία οθόνη που μετέδιδε τη δική του εικόνα. 

Οι τεχνικοί ερεύνησαν και  διαβεβαίωσαν πως καμία κάμερα δεν μπορούσε να δείχνει το εσωτερικό του πύργου.

Και όμως, το αρχείο έδειχνε καθαρά: πίσω από τον νεκρό επιτηρητη ήταν 

μια φιγούρα σκοτεινή ακίνητη, που τον παρακολουθούσε.

Στον κεντρικό πυργο τής φυλακής τοποθετηθηκε νέος  επιτηρητής.

Όλα τώρα λειτουργουσαν τέλεια.Οι κρατούμενοι πλέον συμπεριφέρονταν με απόλυτη πειθαρχία.Η επιτήρηση πάλι ήταν πανταχού παρούσα,αορατη.

Όταν σε βλέπω,δεν με βλέπεις.


Ο ντετέκτιβ Κ. ειδικός σε θέματα κυβερνοασφάλειας και ψυχοτεχνικής επιτήρησης, ανέλαβε να ερευνήσει την υπόθεση τού νεκρού επιτηρητη.

Η επίσημη ανακοίνωση ήταν: Αιφνίδιος θάνατος εν υπηρεσία λόγω καρδιακής ανακοπής.

Ο ντετέκτιβ Κ. άνθρωπος ορθολογιστής,μπηκε στον πύργο αποφασισμένος 

να βρει ανθρώπινη αιτία.,αναλύοντας τα δεδομένα τών καμερών.

Ερευνωντας τού φάνηκαν αφύσικες οι κατεστραμμένες εγγραφές, η εικόνα 

τού παρατηρητή πίσω από τον παρατηρητή.

Κάθε εικοσιτετράωρο, ακριβώς στις 03:07,τη νύχτα, το σύστημα έκανε επανεκκίνηση από μόνο του και άνοιγε για δευτερόλεπτα.

Στην οθόνη, έβλεπε το εσωτερικό τού πύργου.Και κάπου μέσα σε αυτήν την

εικόνα  διαγραφόταν το σκοτεινό περίγραμμα ενός ανθρώπου καθισμένου 

στην καρέκλα τού νεκρου επιτηρητη.

Ανακάλυψε ένα υποσύστημα εγκατεστημένο από τον επιτηρητη τούς τελευταίους μήνες: PAN-OPTICON v3, 

ένα πρωτότυπο λογισμικό αυτοματοποιημένης επιτήρησης, ικανό να μαθαίνει 

τα πρότυπα συμπεριφοράς κρατουμένων και να προβλέπει αποκλίσεις.

Μόνο που στην αποθηκευτικη μνήμη τού προγραμματος δεν υπήρχαν καταγεγραμμένα αρχεία. Είχαν διαγραφει.

Εκτός από ένα:

"Τώρα εγώ βλέπω τον παρατηρητη

Το βλέμμα δεν χρειάζεται σώμα.

Η παρατήρηση συνεχίζεται."

Εκείνη τη νύχτα,ο Κ. κάθονταν στην καρέκλα τού νεκρου επιτηρητη.

Στις 3.07 οι εικόνες τών κελιών εμφανίστηκαν : οι κρατούμενοι κοιμούνταν. 

Και τότε είδε ένας-ένας να ανοίγουν  τα μάτια τους ταυτόχρονα και να 

κοιτάζουν κατευθείαν στην κάμερα.

Και σε κάθε οθόνη  είδε τον εαυτό του καθισμένο στο κέντρο. 

Ήταν όπως ο επιτηρητης στη στιγμή τού θανάτου του.

Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δεν ήταν αδύνατο,σαν να παρέλυσε.

Οι κάμερες αναβόσβηναν και στο ηχείο ακούστηκε ψίθυρος:

"Κάθε βλέμμα χρειάζεται παρατηρούμενο"

Το φως χαμήλωσε, και στην οθόνη μπροστά του εμφανίστηκε για μια στιγμή 

η μορφή τού παρατητηρη, που του ειπε:

"Δεν είμαι νεκρός. Είμαι ο φακός."

Το πρωί, οι επιθεωρητές ελεγχου βρήκαν τον Κ. σε κατάσταση κατατονίας. 

Τα μάτια του ήταν ανοιχτά, και κοιτούσαν επίμονα τις οθόνες.

Τον μετέφεραν στο νοσοκομειο.

Οι τεχνικοί στο πύργο παρατήρησαν κάτι παράξενο: οι κάμερες περιστρέφονταν αυτόματα, σαρωντας τα κελιά. Και σε μια από αυτές, για λίγα δευτερόλεπτα, ειδαν  τον Κ.καθισμένο στην καρέκλα.

Η τελευταία εγγραφή τού συστήματος φέρει χρονοσήμανση 03:07:00 και το εξής μήνυμα:

"Το Panopticon λειτουργεί.

Ο Παρατηρητής είναι παντού."

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ένα παραμύθι)

Το μήλο πάντα πέφτει 


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η γη ο ήλιος το φεγγάρι,Ηταν όμως και ο 

Ισαάκ Νευτων.μεσα σε ένα κήπο με μηλιές και τριανταφυλλιές. 

Και συλλογίζονταν  πώς κινούνται τα άστερια, το φεγγάρι,γιατί πέφτουν 

όλα τα πράγματα στη γη.

Ήταν ένα μεσημέρι ζεστό και ξάπλωσε κάτω από μια μηλιά.Εβλεπε τα

φύλλα από το απαλό αεράκι να τρέμουν.

Και ξαφνικά ένα κόκκινο μήλο αποκόπηκε από το κλαρί και επεφτε

κατευθείαν στο κεφάλι του.

Δεν τρόμαξε,αντίθετα χάρηκε,γιατι τότε για πρώτη φορά κατάλαβε.

-Γιατί το μήλο έπεσε κάτω.Γιατί δεν ανέβηκε προς τον ουρανό ή δεν έμεινε μετέωρο στον αέρα.

Αυτό ήταν το.πρωτο χτύπημα τού μηλου.

Από εκείνη τη μέρα άρχισε τα πειράματα.Εριχνε πέτρες ψηλά.Και έπεφταν.

Έριχνε φύλλα και έπεφταν.Εριχνε μήλα και κεινα έπεφταν,οπως και το πρώτο.

Και τότε στο όνειρο του,είδε πως πέταξε τη σελήνη στη γη κι εκείνη αντί.

να πέσει στο κεφάλι του και στα κεφάλια τών ανθρώπων,γύριζε γύρω 

από τη γη.

Όταν ξύπνησε ήταν βέβαιος.

Ολα έλκουν το ένα το άλλο.

Οπως οι άνθρωποι έλκονται από τον έρωτα  και οι πεταλούδες από το φως.

Και σ'αυτο εδωσε το όνομα:Παγκοσμια Έλξη.

Η μεγάλη αρχή που κυβερνά τα ουράνια σώματα και τα μήλα τής μηλιάς.

Καί τη νύχτα κοίταξε ψηλά το φεγγάρι που κινούνταν αργά.

-Δεν πέφτει, γιατί το κρατά η έλξη τής γης, σκεφτηκε. Και τη Γη ο Ήλιος.

Και τον Ήλιο τον κρατά το Σύμπαν ολόκληρο.

Και το μήλο,που δεν το κράτησε το κλαρί,έπεσε στο κεφάλι μου,

είπε χαμογελώντας και πιάνοντας το κεφάλι του.


Μην.ξεχνας να ρωτάς,γιατί από το  'γιατι' αρχίζουν οι μεγάλες ανακαλύψεις.

Μην τρομάζεις αν μήλα πέσουν στο κεφάλι σου.

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(μια ταινία μικρού μήκους)

το φιλμ που καιγεται


Σκοτάδι.

Ακούγεται ο ήχος μιας μηχανής προβολής.

Η οθόνη γεμίζει με κόκκινο φως, έπειτα μια φλόγα σιγοκαίει το φιλμ.


φωνη(off) ανδρική:

ποιος ακούει όταν μιλάς;


φλου σε λευκό

μια γυναίκα κοιτάζεται σε έναν καθρεφτη


χτύπημα στη πόρτα.


η γυναίκα γυρίζει και κοιτάει.


φλού σε λευκό.

φωνή (off) τής γυναίκας:

καμία πράξη δεν είναι αμαρτία.


Ένα δωμάτιο,δύο οθόνες στο δάπεδο,σώματα δεμένα εκτελούνται.

Απότομη διακοπή τής εικόνας.

Σκοτάδι.


Η γυναίκα σηκώνει τις οθόνες,τις αφήνει και σπανε.

φλου στο λευκό.

φωνή(off)τής γυναίκας:

γιατί πιστεύουμε πως είμαστε ελεύθεροι;


Η οθόνη σκοτεινιάζει.Το φιλμ καίγεται.


η γυναίκα στο δωμάτιο μαζεύει κομμάτια φιλμ από το πάτωμα.


φωνή τής γυναίκας:

Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από το να σε βλέπουν.


φλου στο λευκό.

Ο ήχος της προβολής σταματά.


Τέλος

.

.

.




 

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Το παιχνιδι


Κάθε μέρα,όταν νύχτωνε,πήγαινε την ίδια ωρα στο ιδιο μπαρ,κάθονταν

στο ίδιο τραπέζι,πάντα παρηγγειλε κονιάκ.Και πάντα περίμενε να ακούσει 

από την Etta James το μπλουζ: Baby,what you want me to do.

Αργότερα πήγαινε στο καζίνο.Εκει που ονειρεύονται παίζοντας.Και καταστρέφονται.Η ψευδαίσθηση πως μπορείς να αλλάξεις τη μοίρα σου ρίχνοντας έναν αριθμό.

Και μια νύχτα την είδε.

Η γυναίκα καθόταν μόνη στο τραπέζι τής ρουλέτας.

Η γνωριμία τους ήταν γρήγορη.Εκεινη τον κοίταξε και τού ζήτησε τσιγάρο.

Εκείνος χωρίς να την κοιτάξει,τής πρόσφερε.

Εκείνη το πήρε χαμογελώντας.Αυτο το ειδε.

-Χάνετε ή κερδίζετε;τη ρώτησε.

-Πάντα χάνω, απάντησε.

Ξημερώνοντας έφυγαν από το καζίνο μαζί.Περπατησαν στον αδειο δρόμο.

Τον ρώτησε πώς ζει.Της ειπε για το πάθος του για τη ζωή,για το φόβο

τής αδράνειας.Ελεγε ψέματα.

Εκείνη τον άκουγε,για να περάσει η ώρα.

-Θελω να νικήσω, τής είπε.

-Εγω θέλω να χάσω, τού είπε εκείνη.Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι.

Πήγαν σε ξενοδοχείο.

Δεν τον άφησε να την αγγίξει.

Τού είπε πως ένας αντρας την εγκατέλειψε.

Εκείνος την αγκάλιασε.Εκεινη δεν τον απεφυγε.

-Ας ζησουμε την ίδια ψευδαίσθηση, τού είπε.Ξέρω ότι μου είπες ψέματα.

Όμως δεν θέλω να μάθω την αλήθεια.Καθε αλήθεια είναι ένα καινούργιο 

ψέμα.

Ενα βράδυ στο καζίνο ,έβαλε όλα της τα χρήματα στο μαύρο.Εχασε.

Την είδε να σηκώνεται ήρεμα.

-Αυτό ήταν, είπε. Εγώ τελείωσα.

Έφυγαν από το καζίνο.Περπατησαν στον αδειο δρόμο.

-Θα φύγω, τού ειπε.Μην ψάξεις να με βρεις.Καθε ένας παίζει το παιχνίδι

του.Εσυ το δικό σου κι εγώ το δικό μου.Αν μπορέσεις,ζήσε.Εγω,ξέρεις,

διάλεξα την ήττα.

Χώρισαν.

Από εκείνη τη νύχτα δεν την ξαναείδε.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Μικρές Ιστοριες

(Ελληνικά,English, German, Italian, Spanish, Portuguese)


1. 

Το λεωφορείο Νο 14


Ο Κ. έπαιρνε κάθε πρωί το λεωφορείο Νο 14.

Μόνο που δεν ήξερε πού πήγαινε.

Ο οδηγός άλλαζε διαδρομή κάθε μέρα ,μια μέρα πήγαινε στο Πανεπιστήμιο, την άλλη στην παραλία, την τρίτη στο φεγγάρι,τρόπος τού λεγειν .

«Το εισιτήριο, παρακαλώ», του είπε μια φορά ο ελεγκτής.

«Δεν έχω, αλλά έχω μια ιδέα», απάντησε ο Κ.

Ο ελεγκτής σκέφτηκε λίγο, του έδωσε ένα εισιτήριο, κι εκείνος του έδωσε την ιδέα:

«Να βάλεις καθίσματα που να θυμούνται ποιος κάθισε».

Από τότε, το λεωφορείο Νο 14 κυκλοφορεί μόνο με καθίσματα που θυμούνται.


2. 

Ο άνθρωπος που ήθελε να μάθει να σκέφτεται ανάποδα


Ο Κ. αποφάσισε να σκέφτεται ανάποδα.

«Γιατί όλοι σκέφτονται προς τα μπρος;» είπε. «Θα ξεκινώ απ’ το τέλος!»

Ξύπνησε λοιπόν το βράδυ, έφαγε το δείπνο του πριν το μεσημεριανό, πήγε στη δουλειά Κυριακή, και Σάββατο πήρε ρεπό.

Όταν γνώρισε μια γυναίκα, της είπε: «Σε αποχαιρετώ.»

Κι εκείνη, συγκινημένη, του απάντησε: «Χάρηκα που δε σε γνώρισα ακόμα.»

Έζησαν ευτυχισμένοι, αντίστροφα.


3. 

Το ρολόι που κουράστηκε να μετράει


Ένα ρολόι κάποτε είπε: «Κουράστηκα! Όλο τικ τακ, τικ τακ! Δεν υπάρχει λίγη ποίηση στο χρόνο;»

Κι έτσι σταμάτησε.

Οι άνθρωποι πανικοβλήθηκαν, η πόλη πάγωσε, τα ραντεβού διαλύθηκαν.

Μόνο ένα παιδί χαμογέλασε:

«Επιτέλους, ο χρόνος μας κοιμαται!»


4.

Η βροχή που δεν ήθελε να πέσει


Συγκεντρώθηκαν σύννεφα πάνω απ’ την πόλη, μα η βροχή αρνιόταν να πέσει.

«Γιατί να πέσω;» είπε. «Να γίνω λάσπη; Εγώ ονειρεύομαι να γίνω μουσική!»

Και τότε φύσηξε άνεμος, και την έκανε τραγούδι.

Από τότε, κάθε φορά που φυσάει, η πόλη μουρμουρίζει:

«Πάλι η βροχή κάνει πρόβα.»


1. 

Bus No. 14


K. took bus No. 14 every morning.

Only he didn’t know where it was going.

The driver changed the route every day: one day to the university, the next to the beach, the third to the moon, so to speak.

“Your ticket, please,” the inspector said once.

“I don’t have one, but I have an idea,” K. replied.

The inspector thought for a moment, gave him a ticket, and K. gave him the idea:

“Install seats that remember who sat there.”

Since then, bus No. 14 only runs with seats that remember.


2. 

The man who wanted to think backwards


K. decided to think backwards.

“Why does everyone think forwards?” he said. “I’ll start from the end!”

So he woke up at night, ate dinner before lunch, went to work on Sunday, and took Saturday off.

When he met a woman, he said: “Goodbye.”

And she, moved, replied: “I’m glad I haven’t met you yet.”

They lived happily, backwards.


3. 

The clock that got tired of counting


Once a clock said: “I’m tired! Tick-tock, tick-tock! Isn’t there a little poetry in time?”

And so it stopped.

People panicked, the city froze, appointments collapsed.

Only one child smiled:

“Finally, time is sleeping for us!”


4. 

The rain that didn’t want to fall


Clouds gathered above the city, but the rain refused to fall.

“Why should I fall?” it said. “Become mud? I dream of becoming music!”

Then the wind blew and turned it into a song.

Since then, every time the wind blows, the city murmurs:

“Again, the rain is rehearsing.”


1.

L’autobus n° 14


K. prenait chaque matin l’autobus n° 14.

Seulement, il ne savait pas où il allait.

Le conducteur changeait d’itinéraire chaque jour : un jour il allait à l’université, le lendemain à la plage, le troisième jour sur la lune,

façon de parler.

« Votre ticket, s’il vous plaît », lui dit un jour le contrôleur.

« Je n’en ai pas, mais j’ai une idée », répondit K.

Le contrôleur réfléchit un instant, lui donna un ticket, et K. lui donna son idée :

« Mettez des sièges qui se souviennent de qui s’y est assis. »

Depuis ce jour, l’autobus n° 14 circule seulement avec des sièges qui se souviennent.


2.

L’homme qui voulait penser à l’envers


K. décida de penser à l’envers.

«Pourquoi tout le monde pense en avant ?» dit-il. «Moi, je commencerai par la fin !»

Il se réveilla donc le soir, prit son dîner avant son déjeuner, alla au travail le dimanche, et se reposa le samedi.

Quand il rencontra une femme, il lui dit : «Je te dis adieu.»

Elle répondit, émue : «Ravie de ne pas encore t’avoir rencontré.»

Ils vécurent heureux, à rebours.


3.

L’horloge fatiguée de compter


Une horloge dit un jour : «Je suis fatiguée ! Toujours tic tac, tic tac ! Et la poésie du temps, où est-elle ?»

Alors elle s’arrêta.

Les gens paniquèrent, la ville se figea, les rendez-vous s’évanouirent.

Un seul enfant sourit :

« Enfin, le temps dort ! »


4.

La pluie qui ne voulait pas tomber


Les nuages s’assemblèrent au-dessus de la ville, mais la pluie refusa de tomber.

«Pourquoi tomber ? Pour devenir boue ? Moi, je rêve de devenir musique !»

Alors le vent souffla, et la transforma en chanson.

Depuis, chaque fois qu’il vente, la ville murmure :

«Encore la pluie qui répète.»


1. 

Bus Nr. 14


K. nahm jeden Morgen den Bus Nr. 14.

Nur wusste er nicht, wohin er fuhr.

Der Fahrer änderte die Route jeden Tag: einmal zur Universität, am nächsten Tag zum Strand, am dritten zum Mond, sozusagen.

„Fahrkarte, bitte“, sagte der Kontrolleur einmal.

„Ich habe keine, aber ich habe eine Idee“, antwortete K.

Der Kontrolleur dachte kurz nach, gab ihm eine Fahrkarte, und K. gab ihm die Idee:

„Setze Sitze ein, die sich merken, wer dort saß.“

Seitdem fährt Bus Nr. 14 nur noch mit Sitzen, die sich erinnern.


2. 

Der Mann, der rückwärts denken wollte


K. beschloss, rückwärts zu denken.

„Warum denkt jeder vorwärts?“ sagte er. „Ich fange am Ende an!“

Also wachte er nachts auf, aß das Abendessen vor dem Mittagessen, ging sonntags zur Arbeit und nahm sich samstags frei.

Als er eine Frau traf, sagte er: „Auf Wiedersehen.“

Und sie, bewegt, antwortete: „Ich bin froh, dass ich dich noch nicht getroffen habe.“

Sie lebten glücklich, rückwärts.


3. 

Die Uhr, die müde wurde zu zählen


Eines Tages sagte eine Uhr: „Ich bin müde! Tick-tack, tick-tack! Gibt es keine Poesie in der Zeit?“

Und so blieb sie stehen.

Die Menschen gerieten in Panik, die Stadt erstarrte, Termine fielen aus.

Nur ein Kind lächelte:

„Endlich schläft die Zeit für uns!“


4. 

Der Regen, der nicht fallen wollte


Wolken sammelten sich über der Stadt, aber der Regen weigerte sich zu fallen.

„Warum sollte ich fallen?“ sagte er. „Zu Schlamm werden? Ich träume davon, Musik zu werden!“

Dann wehte der Wind und machte daraus ein Lied.

Seitdem murmelt die Stadt jedes Mal, wenn der Wind weht:

„Wieder probt der Regen.“


1.

L’autobus n. 14


K. prendeva ogni mattina l’autobus n. 14.

Solo che non sapeva dove andasse.

L’autista cambiava percorso ogni giorno: un giorno all’università, il giorno dopo alla spiaggia, il terzo sulla luna, per così dire.

“Il biglietto, per favore,” disse una volta il controllore.

“Non ce l’ho, ma ho un’idea,” rispose K.

Il controllore ci pensò un attimo, gli diede un biglietto, e K. gli diede l’idea:

“Metti sedili che ricordino chi vi ha seduto.”

Da allora, l’autobus n. 14 viaggia solo con sedili che ricordano.


2. 

L’uomo che voleva pensare al contrario


K. decise di pensare al contrario.

“Perché tutti pensano in avanti?” disse. “Comincerò dalla fine!”

Così si svegliava di notte, cenava prima del pranzo, andava a lavorare la domenica e prendeva il sabato libero.

Quando incontrò una donna, le disse: “Addio.”

E lei, commossa, rispose: “Sono felice di non averti ancora incontrato.”

Vissero felici, al contrario.


3. 

L’orologio che si stancò di contare


Un giorno un orologio disse: “Sono stanco! Tic-tac, tic-tac! Non c’è un po’ di poesia nel tempo?”

E così si fermò.

La gente andò nel panico, la città si bloccò, gli appuntamenti fallirono.

Solo un bambino sorrise:

“Finalmente il tempo dorme per noi!”


4. 

La pioggia che non voleva cadere


Le nuvole si raccolsero sopra la città, ma la pioggia si rifiutava di cadere.

“Perché dovrei cadere?” disse. “Diventare fango? Io sogno di diventare musica!”

Allora soffiò il vento e la trasformò in canzone.

Da allora, ogni volta che soffia il vento, la città mormora:

“La pioggia sta facendo le prove di nuovo.”


1. 

Autobús n.º 14


K. tomaba cada mañana el autobús n.º 14.

Solo que no sabía a dónde iba.

El conductor cambiaba la ruta cada día: un día a la universidad, otro a la playa, el tercero a la luna, por así decirlo.

“Su boleto, por favor,” dijo una vez el inspector.

“No tengo, pero tengo una idea,” respondió K.

El inspector pensó un momento, le dio un boleto, y K. le dio la idea:

“Pon asientos que recuerden quién se sentó.”

Desde entonces, el autobús n.º 14 solo circula con asientos que recuerdan.


2. 

El hombre que quería pensar al revés


K. decidió pensar al revés.

“¿Por qué todos piensan hacia adelante?” dijo. “¡Empezaré desde el final!”

Así que se despertaba de noche, cenaba antes del almuerzo, iba a trabajar el domingo y se tomaba el sábado libre.

Cuando conoció a una mujer, le dijo: “Adiós.”

Y ella, conmovida, respondió: “Me alegro de no haberte conocido todavía.”

Vivieron felices, al revés.


3. 

El reloj que se cansó de contar


Una vez un reloj dijo: “¡Estoy cansado! Tic-tac, tic-tac. ¿No hay un poco de poesía en el tiempo?”

Y así se detuvo.

La gente entró en pánico, la ciudad se congeló, las citas se deshicieron.

Solo un niño sonrió:

“¡Por fin, el tiempo duerme para nosotros!”


4. 

La lluvia que no quería caer


Se juntaron nubes sobre la ciudad, pero la lluvia se negó a caer.

“¿Por qué debería caer?” dijo. “¿Convertirme en barro? ¡Yo sueño con convertirme en música!”

Entonces sopló el viento y la convirtió en canción.

Desde entonces, cada vez que sopla el viento, la ciudad murmura:

“La lluvia está ensayando otra vez.”


1. 

Ônibus n.º 14


K. pegava o ônibus n.º 14 todas as manhãs.

Só que ele não sabia para onde ia.

O motorista mudava a rota todos os dias: um dia para a universidade, no outro para a praia, no terceiro para a lua, por assim dizer.

“O bilhete, por favor,” disse o cobrador uma vez.

“Não tenho, mas tenho uma ideia,” respondeu K.

O cobrador pensou por um momento, deu-lhe um bilhete, e K. deu-lhe a ideia:

“Coloque assentos que lembrem quem se sentou.”

Desde então, o ônibus n.º 14 circula apenas com assentos que lembram.


2. 

O homem que queria pensar ao contrário


K. decidiu pensar ao contrário.

“Por que todos pensam para a frente?” disse ele. “Começarei pelo fim!”

Então acordava à noite, jantava antes do almoço, ia trabalhar no domingo e folgava no sábado.

Quando conheceu uma mulher, disse: “Adeus.”

E ela, emocionada, respondeu: “Fico feliz por ainda não ter te conhecido.”

Viveram felizes, ao contrário.


3. 

O relógio que se cansou de contar


Certa vez, um relógio disse: “Estou cansado! Tic-tac, tic-tac! Não há um pouco de poesia no tempo?”

E então parou.

As pessoas entraram em pânico, a cidade congelou, os compromissos se desfez.

Apenas uma criança sorriu:

“Finalmente, o tempo está dormindo para nós!”


4. 

A chuva que não queria cair


Nuvens se reuniram sobre a cidade, mas a chuva se recusava a cair.

“Por que eu deveria cair?” disse. “Virar lama? Eu sonho em virar música!”

Então o vento soprou e a transformou em canção.

Desde então, toda vez que o vento sopra, a cidade murmura:

“A chuva está ensaiando de novo.”

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ένα Παραμύθι)


ο μικρός αετός 


Μια φορά κι έναν καιρό πάνω στα ψηλά βουνά ζούσε ένας μικρός αετός που ονειρευόταν να πετάξει πάνω απ'ολα τα σύννεφα. 

Οι άλλοι αετοί τον συμβουλευαν να περιμένει να μεγαλώσει,να δυναμώσουν τα φτερά του. Αλλά εκεινος δεν τούς άκουσε.

Και μια μέρα που μια δυνατή καταιγίδα ξέσπασε στα βουνά κι οι άλλοι αετοί κρύφτηκαν να γλιτώσουν,ο μικρός αετός απλωσε τα φτερά του,τα τίναξε και πέταξε μέσα στην καταιγίδα. 

Ο δυνατός άνεμος τον σήκωσε ψηλά,πολυ ψηλά,

πέρασε τα σύννεφα,και βρέθηκε από πάνω τους να πετα.

Εκεί για πάντα έμεινε.

Ποτέ δεν ξαγυρισε στο ψηλό βουνό,στους άλλους αετούς.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Παραμύθι) 

η κόρη και το δέντρο που μιλούσε


Μια φορά κι έναν καιρό σ’ενα τόπο πολύ μακρινό από δω αναμεσα στα δαση και τα βουνά,σ'ένα μικρό σπιτάκι ζούσε μια φτωχη χήρα

γυναίκα με τη μονάκριβη κόρη της.

Τη Μαρθα,που ήταν όμορφη κι είχε καλή 

καρδιά.

Μια μέρα χειμωνιάτικη,κρύα και παγωμένη, τής είπε η μανα της.

-Πηγαινε,παιδί μου,στο δάσος να φέρεις ξύλα για τη φωτιά.Ομως πρόσεξε μην νυχτωθεις,γιατί τη νύχτα εκει

βγαίνουν πονηρά πλάσματα κι αρπάζουν τα κορίτσια.

Η Μάρθα πήγε στο δάσος.

Κι εκεί που ξύλα μάζευε,ξαφνικά άκουσε να την φωνάζουν:

-Μάρθα Μάρθα.

Τρόμαξε και κοίταξε γύρω της.

Και είδε ένα μεγάλο δέντρο,με ραγισμένο κορμί.Ηταν το δέντρο που τής μιλούσε.

-Μη φοβάσαι.Διψω και μαραίνονται.Αν ομως με ποτίσεις με νερό

θα σου δώσω κάτι που κανένας άλλος στον κόσμο δεν έχει.

Η Μάρθα τότε το λυπήθηκε και το νερό που είχε να πιει το έχυσε στη ρίζα τού δέντρου.

Εκείνο αναστεναξε βαθειά σαν να αναγεννηθηκε.

Και ανοιξε ο κορμός του και μέσα είδε ένα μικρό χρυσό μήλο να'ναι.

-παρ'το,τής είπε το δέντρο,δικό σου είναι,δώρο για τη συμπόνια και τη καλοσύνη σου.Ομως να το φυλάξεις καλά.Πρόσεξε μην το δείξεις σε πλεονεκτη πονηρό άνθρωπο γιατί από ευλογια θα γίνει κατάρα.

Η Μάρθα πήρε το χρυσό μήλο, το έκρυψε στον κόρφο της,ευχαριστησε το

δέντρο,φορτώθηκε τα ξύλα και γύρισε σπίτι της. 

Όμως η μανα είδε το κρυμμένο χρυσό μηλο,γιατί φώτιζε.

-Τι κρύβεις,τής είπε 

-Τιποτα,είπε εκείνη.

-Αφου το βλέπω φωτίζει,επεμενε η μανα.

Και της το άρπαξε 

Μόλις είδε το χρυσό μήλο η μάνα τρελάθηκε. 

-Μ'αυτο θα γίνουμε,είπε,πλούσιες.

Αύριο θα το πουλήσω.

-οχι,μάνα,μην το κάνεις,παρακαλεσε η Μάρθα,είναι δώρο τού δέντρου 

Όμως η μάνα δεν άκουσε κι όταν το πήγε στον έμπορο να το πουλήσει,εκείνο μαύρισε κι έγινε στάχτη μέσα στα χέρια της 

Η μάνα γύρισε κι έπεσε άρρωστη στο κρεβάτι να πεθάνει.

Και τότε απελπισμένη και λυπημένη η Μάρθα ξαναπήγε στο δασος και γονάτισε μπροστά απ'το δέντρο και ζήτησε συγνώμη.

Κι εκείνο τη συγχώρεσε.

Κι ένα απ'τα φύλλα του έπεσε στο χώμα και φύτρωσε ένα μικρό δεντράκι με φύλλα χρυσά.

-Καθε φθινόπωρο,τής είπε το δέντρο,θα'ρχεσε να κόβεις ένα χρυσό φυλλαράκι.

Και τα καλά που'θα'χεις να τα μοιράζεστε με τους άλλους.

Και κανένας ποτέ να μην πεινάσει.

Γύρισε σπίτι και βρήκε τη μάνα της σηκωμένη απ'το κρεβάτι,η αρρώστια γιατρεύτηκε και περασε.

Από τότε ποτέ δεν πεινασαν αυτοί και οι άλλοι γυρω  άνθρωποι με τα χρυσά τα φυλλαράκια.

Κι ήμουνα κι εγώ που διηγούμαι μέσα στους γειτόνους τής Μαρθας και χόρτασα το ψωμί.

.

.

.




χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

η φωτογράφιση 


Στη ρεσεψιόν τού χοτελ η κυρία Ν,μια γυναίκα γύρω στα σαράντα με 

μαύρο φόρεμα,μαύρα γάντια,μαύρα γυαλιά,ζήτησε το δωμάτιο 609.

Η υπάλληλος,είδε τη φωτογραφικη μηχανή,και τη ρώτησε:

-Είστε φωτογράφος;

-Όχι. Είμαι το μοντέλο, είπε.

Ανέβηκε στο δωμάτιο.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι.Απομοιμηθηκε.

Την ξυπνησε το χτυπημα στη πόρτα.Ανοιξε.Ηταν ο φωτογραφος Μ.

Είχε έρθει να την πάρει για τη νέα φωτογράφιση.

Στην πρώτη λήψη,σε ένα ημιφωτισμενο δωμάτιο,η κυρία Ν. φορούσε μαύρα

εσώρουχα με ζαρτιερες,.ψηλά τακούνια και ένα κολιε από μαργαριτάρια.

Στη δεύτερη φωτογραφία,κρατούσε ένα πιστόλι.

-Δεν είναι αληθινό, είπε ο Μ.

-Ούτε κι εγώ, τού απάντησε.

Μια νύχτα τη φωτογράφισε πεσμένη δίπλα σε μια πισίνα, φορώντας μαύρο 

παλτό και κόκκινα γάντια. .

-Αυτή είναι η πιο αληθινή μου στιγμή, τού είπε.

-Γιατί;

-Γιατί μόνο όταν προσποιούμαι, υπάρχω.

Ο Μ. την συνοδευει στο ξενοδοχείο.Ανεβαινουν μαζί στο δωμάτιο 609.


Νύχτα.Βρεχει.Ο δρόμος γυαλίζει.

Η κυρία Ν. εμφανίζεται στη γωνία. Μαύρο παλτό, γόβες, κόκκινα χείλη.

Σταματά κάτω από μια πινακίδα-νεον. 

Ανάβει τσιγαρο.Η φλόγα τού αναπτήρα φωτίζει για μια στιγμή το πρόσωπό 

της.

Κλικ.

Η πρωτη φωτογραφία.

Ένα μαύρο αυτοκίνητο έρχεται αργά απ'το βάθος τού δρόμου και σταματά

πίσω της.Ο κινητήρας του δεν σβήνει. 

Κλικ.

Η δεύτερη φωτογραφία.

Ένας άντρας ανοίγει την πόρτα τού αυτοκινήτου.και βγαίνει.

Ο φωτογράφος Μ.σηκωνει τη κάμερα.

Κλικ.

Ακούγεται ένας πυροβολισμός κι ο άντρας πέφτει στην άσφαλτο.

Η τρίτη φωτογραφία.

Η βροχή δυναμώνει.

Ο φωτογράφος Μ. πλησιάζει τη κυρία Ν.

-Η κάμερα σκοτώνει ακριβώς όπως μια σφαίρα ,τού λέει.


Την περίμενε έξω από το χοτελ.

Η κυρία Ν.φορουσε καπέλο με πέπλο, μαύρα γυαλιά, ένα γκρι ταγέρ.

Πήγαν στο Cafe de Flore.

Τής έδειξε τη φωτογραφία.

Ειδε το αυτοκίνητο στον γυαλιστερό δρόμο,έναν άντρα ξαπλωμένο στην άσφαλτο,και μια γυναικα με τσιγάρο κάτω από μια επιγραφή νεον.

Χαμογέλασε.

-Η εκδίκηση μου,σκηνοθετημένη φωτογραφία,τού είπε.

Και υπεγραψε το τσεκ πληρωμής τής συμφωνίας.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Είδα τη φωτογραφία σου


Την είδε πρώτη φορά ένα απόγευμα, σε μια έκθεση φωτογραφίας:

'Σιωπηλές στάσεις'.

Όχι την ίδια τη γυναίκα,αλλά τις φωτογραφίες της που εκτίθονταν.

Ε.Self Portrait.

Δεν υπήρχε άλλο στοιχείο

ταυτότητας.

Σε μια φωτογραφία,την ειδε μπροστά σ' ένα καθρέφτη,το είδωλο της θολο.

Σε δευτερη ,ενα χερι αγγιζε τον ώμο της.

Σε μια άλλη,κάθονταν στο κρεβάτι κοιτώντας κατευθείαν την κάμερα.

Από εκείνη τη μερα άρχισε να τη σκέφτεται.

Μετά από πολύ επιμονη αναζήτηση την εντοπισε στα σοσιαλ μιντια.

Τής εγραψε:

-Είδα τη φωτογραφία σου.

Σχεδόν αμέσως έλαβε απάντηση:

Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν για σένα.

Αρχισε μια σχέση μεταξύ τους.

Εκείνη τού έστελνε φωτογραφίες.

-άγγιξέ με με το βλέμμα σου, τού έγραψε 

Δεν ζήτησε ποτέ να τη δει από κοντά.

Ίσως γιατί ήξερε ότι αν τη συναντούσε, η πραγματικότητα θα σκότωνε το μυστήριο.

Κάποια στιγμή εκείνη δεν απαντούσε πια στα μηνύματα του.

Στις φωτογραφίες της η γυναίκα έμοιαζε να εξαφανίζεται: πρώτα θολή, μετά μόνο μια σκιά, ύστερα τίποτα,μόνο το άδειο  δωματιο.

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η τελευταία σκηνη

(η θλίψη τής Romy Schneider)


Καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη βαφονταν.Ήταν πια σαράντα  χρονών.

Βγήκε για λίγο στο μπαλκόνι. Ο αέρας μύριζε βροχη.Γυρω και πέρα η 

αδιάφορη η πόλη.

Μπήκε μέσα.Ξαπλωσε στο κρεβάτι.

Κάποτε την είχε  βασανισει η ζήλεια.

Ένα σημείωμα:Έφυγα με την αλλη.

Το τηλέφωνο της χτύπησε. Ήταν ο σκηνοθέτης. 

Την ρωτησε αν ήθελε να δει ένα πρώτο μοντάζ τής ταινίας.

Εκείνη δέχτηκε,μηχανικά.

Στο στούντιο, καθώς οι σκηνές άρχισαν να προβάλλονται, είδε τον εαυτό της στην οθόνη.

-Είναι υπέροχη,είπε ο σκηνοθετης.

Εκεινη χαμογέλασε. 

Ήξερε πως ήταν το κύκνειο άσμα της. Ένα τελευταίο βλέμμα στη μνήμη τού παιδιού της 

που είχε χαθεί.

Όταν τελείωσε η ταινία ζήτησε να μην ανάψουν τα φώτα,να μείνει για λίγο στο σκοτάδι.

-Πρεπει να το συνειθισω,ειπε,Αυτος είναι ο καινούργιος μου ρόλος.

Το βράδυ, στο σπίτι, έβαλε σ'ένα ποτήρι κρασί.

Στο πικάπ έβαλε το κουαρτέτο τού Σούμπερτ:

Ο θάνατος και η κόρη. 

Στο τραπέζι, δίπλα της,

η τελευταία φωτογραφια με το γιο της,στη βραδιά που την βραβευσαν.Το βλέμμα του ήξερε πως δεν θα το ξαναδει ποτέ.

Πόσο γρήγορα ο ενθουσιασμός της για το όμορφο εξαφανίστηκε.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι αργά.

ΒΤο κρασί την είχε ζαλίσει.

Κι ύστερα, σιωπή.

Το φως τού δρόμου έπεφτε πάνω στο πρόσωπό της σαν προβολέας.

Η τελευταία σκηνη.

Η σκηνή όπου μια γυναίκα κάθεται στο σκοταδι. Χωρίς κοινό. Χωρίς φακό. Χωρίς ρόλο.


Το επόμενο πρωί, οι εφημερίδες έγραψαν:

Η ηθοποιος πέθανε στον ύπνο της.Εμφραγμα τού μυοκαρδίου,

από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών χαπιών, σε συνδυασμό με αλκοόλ.

.

.

.

 .

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ο πινακας-φονος


Το εργαστήριο του ήταν γεμάτο καθρέφτες, μισοτελειωμένους πίνακες

και ρολόγια χωρίς δείκτες.

Είχε αποσυρθεί από την αγορά,τις εκθέσεις,τη δημοσιότητα,συνεντεύξεις,

παρουσιασεις,αφιερώματα.

Τώρα οταν ζωγράφιζε έναν πίνακα,στο τέλος τον κάλυπτε με ένα λευκό

χρώμα.

Όλος ο χώρος ήταν γεμάτος από λευκούς πίνακες.

Ώρες κάθονταν σε μια περιστρεφόμενη καρέκλα στο κέντρο τού εργαστηριου.

Ένα μήλο στον πάγκο τού φάνηκε σαν ανθρώπινο μάτι. Ο ανεμιστήρας έγινε πουλί που πετούσε.

Τού πέρασε μια παρανοϊκή ιδέα:

Να δημιουργήσει έναν πινακα-φονο.

Όταν άνοιξαν το εργαστήριο και τον βρήκαν νεκρό στο πάτωμα,τον είδαν 

ζωγραφισμένο στο καμβά όρθιο με το πινέλο στο χέρι,και μεσα στο μάτι 

του πάλι η ίδια εικόνα,αυτός όρθιος με το πινέλο στο χέρι,,και πάλι στο μάτι 

η ίδια εικόνα,και πάλι η ίδια εικονα.

Μετα το θάνατο του τον τίμησαν με μια έκθεση.

Όλοι οι λευκοί του πίνακες.

Και στο κέντρο:Ο πινακας-φονος.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η Υποθεση τής Κραυγής τού Μουνκ 


Ήταν ένα απόγευμα θολο.Ο Edward Munch περπατούσε στη γέφυρα τού Όσλο-φιορδ.Στη τσάντα είχε ένα μπλοκ και χρωματιστά μολύβια.

Η απόχρωση σιδήρου τού ουρανού αντανακλωνταν στα νερά.

Ξαφνικά, από την άλλη άκρη τής γέφυρας, ακούστηκε μια κραυγή.

 Ένας άνδρας, με τα χέρια στο πρόσωπο, ούρλιαζε. 

Πίσω του, δυο σκοτεινές φιγούρες,ενος αντρα και μια γυναίκας,κινούνταν βιαστικά προς την έξοδο τής γέφυρας. Έπειτα το σώμα τού άντρα έπεσε.

Ο Μουνκ ετρεξε.Οταν εφτασε ήταν αργά,ο.αντρας ήταν νεκρός.

Γονάτισε.Εβγαλε από τη τσάντα το μπλοκ και τα χρώματα κι αρχισε να

σχεδιάζει το πρόσωπο τού ανθρώπου.Οχι τα χαρακτηριστικά του,αλλά 

το ουρλιαχτό του.

Μετά στο εργαστήριο του ζωγράφισε την Κραυγη.

Ήξερε πως εκείνο το απόγευμα κάποιος δολοφονήθηκε.

Η αστυνομία τού Όσλο ταυτοποίησε το νεκρό σώμα:ο τραπεζίτης Ρίχαρντ Άντερσεν. 

Υπήρχαν υποψιες πως ήταν ένοχος για υπεξαίρεση ενός τεράστιου ποσου

από την τράπεζα.Εμπλεκονταν σ'αυτή την υποθεση και καλλιτέχνες που 

ζητούσαν χρηματοδότηση.Ενας απ'αυτους ήταν και Μουνκ.

Η είδηση τής δολοφονίας έφτασε στην 221B Baker Street,

Ο.ντετεκτιβ Sherlock Holmes καθισμένος στο σαλόνι του τη διάβασε στους 

The Times:

Norwegian artist Edward Munch captures in paint  the face of a dying man

Σηκώθηκε και χωρίς να κοιτάξει τον Dr. Watson είπε:

-Ουάτσον, έχουμε μια πρόσκληση απο τη Νορβηγία.


Ο Σερλοκ Χολμς το πρώτο πράγμα που έκανε στο Όσλο ήταν να επισκεφτεί

τον Μουνκ στο εργαστήριο του.Ο ζωγράφος τον υποδέχτηκε σχεδόν ψυχρα.

Ο.ντετεκτιβ ζήτησε να δει τον πίνακα.

Τον παρατήρησε αμίλητος για αρκετά λεπτά.

-Είναι αλήθεια, κύριε Μουνκ; ρώτησε.

-Τι εννοείτε;

-Ότι αυτό το πρόσωπο το είδατε, και δεν το επινοήσατε;

Ο Μουνκ δεν απάντησε. Αντί γι’ αυτό, τού έδειξε το μπλοκ του εκείνου τού 

απογεύματος. 

Ο Χολμς χαμογέλασε

-Δεν εννοώ το πραγματικό πρόσωπο τού θύματος,αλλά το ζωγραφισμένο.

Και συνέχισε:

-Το θύμα ήταν ο Άντερσεν. Η γυναίκα πού είδατε ήταν πιθανότατα η Άννα Νίλσεν, ερωμένη του. Και ο άντρας;

-Δεν πρόλαβα να δω.Ηταν τόσο δυνατή η εικόνα τού δολοφονημένου άντρα και τής κραυγής του,που δεν πρόσεξα.

Ο Χολμς κοίταξε ξανά τον πίνακα.

Και μετά γύρισε και κοιταξε προσεκτικά το πρόσωπο τού Μουνκ.και είπε:

-Τι πρόσωπο σας,κύριε Μουνκ,μοιάζει με το πρόσωπο τού θύματος,

Είδε μια ανεπαισθητη ταραχη στο βλέμμα τού ζωγράφου.


όταν έφυγαν ο Ουάτσον είπε:

-Τον αιφνιδιασες, Σερλοκ 

-Αυτο ήθελα να κάνω Ουάτσον απαντησε.


Ο Χολμς μαζί με τον Ουάτσον ταξίδεψε στην Alta τού Finnmárku τής Νορβηγίας, κοντά στα σύνορα με τη Φιλανδία και τη Ρωσία.

Ένα ιδανικό σημείο για το φαινόμενο Aurora Borealis. 

 -Η παρατηρηση τού Βόρειου Σέλας,Ουάτσον ,ενεργοποιηει τα φαια κύτταρα,

Είχε ανακαλύψει ότι  ο Μουνκ είχε ζητήσει από τον Άντερσεν χρηματοδότηση.

Εκείνος αρνήθηκε, θεωρώντας τα έργα του 'παρανοϊκές διαταραχές'. 

Λίγες μέρες πριν τη δολοφονία, ο Μουνκ είχε πει σε φίλο του:

-Θα ήθελα να τον κάνω να νιώσει τον τρόμο.

Οταν  επέστρεψαν στο Όσλο ο Χολμς επισκέφτηκε στην κλινικη του τον

ψυχίατρο που απευθύνθηκε ο Μουνκ.Εκείνος τού ειπε για τις κρίσεις 

πανικού και τις οπτικές ψευδαισθήσεις από τις οποίες υπεφερε.ο ζωγραφος.

Στο ξενοδοχείο που διέμεναν ο Χολμς είπε στον Ουάτσον:

-Ο ζωγράφος Μουνκ,Ουατσον,δεν ήταν απλά μόνο αυτόπτης μάρτυρας τής 

δολοφονίας.Ειχε υποκινήσει τη συνάντηση τού Άντερσεν με την πρώην 

ερωμένη του και τον συνεργό της εραστή πάνω στη γέφυρα τού Οσλο-φιορδ.

Ο Χολμς απεφυγε να παρουσιασει  τα συμπεράσματα του στη νορβηγική αστυνομία και επισκέφτηκε τον Μουνκ στο εργαστήριο του.

Και μπροστα στον πίνακα τής Κραυγής τού είπε.

-Κυριε Μουνκ,είστε ηθικός αυτουργός τής δολοφονίας τού Αντερσεν.

Εξωθησατε την πρώην ερωμένη του,που παράτησε,να τον εκδικηθεί με

συνεργό τον εραστή της.Σκοπος σας ήταν  εκείνη τη στιγμή τού φόνου

να είστε εκεί ώστε να σχεδιασεται το πρόσωπο ενός ανθρώπου που ουρλιάζει

από τον τρόμο τού θανάτου.Ο πίνακας σας είναι η μαρτυρία.

Ο Χολμς πλησίασε στον πινακα.

Και μπορεί,συνέχισε,να ξεγελάσει τούς παντες.Ομως αυτά τα μάτια χωρίς κορες,ανοικτά προς το κενό,είναι από εδώ και πέρα η συνείδηση σας.


Η υπόθεση για τις νορβηγικές αρχές έκλεισε ως ένας φόνος ερωτικής 

εκδίκησης.


Το ίδιο απόγευμα ο Σερλοκ Χολμς μαζί με τον ντοκτορ Ουάτσον πετούσαν με 

το αεροπλάνο προς το Λονδίνο και την 221B Street.

Από τη τσαντα του εβγαλε τη φωτογραφία τής Κραυγής τού  Μουνκ.

-Απο αυτή τη Κραυγή,Ουάτσον,η Νορβηγία θα γίνει ονομαστή.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(avant garde music composition)

LvBeethoven ma non troppo


(και μια μελέτη ανάλυση τής μουσικής σύνθεσης)


Σύνθεση για μαγνητοταινία, ορχήστρα, τζαζ τρίο, σοπράνο, μικτή και παιδική χορωδία, φυσικούς ήχους πεδίου.

Διάρκεια: περίπου 67 λεπτά.

Δομή: 5 μέρη συνεχόμενα (attacca).

Κύρια τονικότητα αναφοράς: 

ρε ελάσσονα (με εναλλαγές σε σι ύφεση ελάσσονα, μι μείζονα, φα# ελάσσονα).


I. Prologus – Disgregatio (0’00’’ – 12’30’’)


Έναρξη με αναλογική μαγνητοταινία που περιέχει παραμορφωμένο απόσπασμα από την αρχή του Allegro ma non troppo, un poco maestoso της 9ης Συμφωνίας.

Η ταχύτητα της ταινίας μειώνεται κατά 35%, προκαλώντας χαμηλότερη τονική μετατόπιση περίπου μιάμισης οκτάβας.

Ο ήχος μοιάζει παχύς, κοκκώδης.

Στο 1’45’’ εισέρχεται ηλεκτρονικός βόμβος στα 43 Hz, ως σταθερό υπόβαθρο.

Στα 3’20’’ αρχίζουν διακοπτόμενοι θόρυβοι από ανεστραμμένες μαγνητοταινίες, που επαναλαμβάνουν φράσεις του θέματος χωρίς χρονική συνοχή.

Από το 5’00’’ εμφανίζεται σόλο κοντραμπάσο pizzicato, με ελεύθερο ρυθμό, σε τριημιτόνια διαστήματα.

Ταυτόχρονα, μεταλλικοί ήχοι (αλυσίδες, κουτιά) εισάγονται ως percussive στοιχεία, με ηχοχρώματα χαμηλής συχνότητας.

Η ενότητα κορυφώνεται στο 10’30’’ με μακρό cluster εγχόρδων (βιολιά–άλτα) σε sul ponticello, διάρκειας 90’’, που σβήνει σε λευκό θόρυβο ταινίας.


II. Resonantia Urbica (12’30’’ – 25’00’’)

Αρχή με ηχογραφημένους ήχους πόλης: φωνές ανθρώπων σε διάφορες γλώσσες,τραίνα, αυτοκινητα, βήματα,πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν..

Οι ήχοι αυτοί ρυθμίζονται με tape delay σε κύκλους 8 δευτερολέπτων.

Εισέρχεται το τζαζ τρίο:

Πιάνο (improvisando, modal, σε ρε ελάσσονα),

Κοντραμπάσο arco με glissandi,

Ντραμς με brushes, αργό ρυθμό σε 5/4.

Στο 15’45’’ η πιάνο-φόρμα αποδομεί το θέμα της 9ης Συμφωνίας (μέτρο 92 του πρώτου μέρους), μετατρέποντάς το σε blue notes.

Ο ρυθμός αυξάνεται προοδευτικά μέχρι τα 22’00’’ όπου εμφανίζεται πολυρυθμία 5/4 + 7/8, με σύντομες επεμβάσεις ηχογραφημένων κεραυνών.

Η ενότητα κλείνει με fade out του τζαζ τρίο και fade in των παιδικών φωνών που τραγουδούν χωρίς λόγια σε μοτίβο ρε–μι–φα#.


III. Vox Solitaria (25’00’’ – 38’40’’)


Στο 25’00’’ ακούγεται σοπράνο a cappella, καταγεγραμμένη σε πολλαπλές λήψεις (έως 6 overdubs).

Η φωνή κινείται μεταξύ σι ύφεση ελάσσονα και φα# μείζονα, με ευρεία χρήση portamento και vocal fry.

Κάθε φωνητική φράση συνοδεύεται από reversed reverb, δημιουργώντας αντήχηση προς τα πίσω.

Από το 29’30’’ ενσωματώνεται spectral drone από συνθεσάιζερ (στα 512 Hz και 1024 Hz).

Η φωνή σταδιακά διασπάται: οι συλλαβές αποκόπτονται, απομονώνονται, γίνονται παλμοί.

Στο 35’00’’ επανεμφανίζεται ένα απόσπασμα από τον “Ύμνο στη Χαρά” σε ηλεκτρονική παραμόρφωση, μείξη δύο ηχογραφήσεων 1951 και 1962, που διασταυρώνονται με διαφορετικές ταχύτητες.

Η ενότητα κλείνει με σόλο φωνή στη νότα μι (πάνω από τη μεσαία οκτάβα), σταθερή για 40’’, με σταδιακή μείωση έντασης κατά -3 dB/sec.


IV. Choros Universalis (38’40’’ – 55’10’’)


Είσοδος μικτής χορωδίας 60 φωνών: 30 ανδρικές, 30 γυναικείες,

και παιδικής χορωδίας 15 φωνών.  

Ο ήχος είναι cluster-based: οι φωνές τοποθετούνται σε τυχαία ημιτόνια εντός του φάσματος ρε–σι♭ (τρεις οκτάβες).

Στο 40’00’’ οι άνδρες τραγουδούν χαμηλά mmm, οι γυναίκες ah, τα παιδιά ee, σε αντίθετη κίνηση.

Κάθε 12 μέτρα αλλάζει το φωνητικό φωνήεν.

Στο 44’30’’ οι παιδικές φωνές απομονώνονται, τραγουδώντας τριφωνία ρε–φα–λα, που θυμίζει απλουστευμένη παραπομπή στην Ode to Joy.

Η συνοδεία γίνεται από μεταλλόφωνο και πιάνο με πεντάλ συνεχούς αντήχησης.

Από το 48’00’’ εισέρχονται ηλεκτρονικοί ήχοι χαμηλής συχνότητας που δημιουργούν beat frequencies γύρω στα 30 Hz.

Η ένταση κορυφώνεται στο 52’20’’: όλες οι φωνές κρατούν μακρόφωνο fortissimo cluster διάρκειας 45’’, που σταδιακά διαλύεται σε λευκό θόρυβο.


V. Epilogus – Lumen Sonoris (55’10’’ – 67’00’’)


Η τελική ενότητα αρχίζει με μονοφωνικό θέμα στα έγχορδα (viola solo), βασισμένο στη μελωδία της 9ης Συμφωνίας αλλά με αντίστροφη φορά (ανεστραμμένη μελωδική γραμμή).

Παράλληλα, ήχοι πεδίου: κύματα, άνεμος, καρδιογράφος (ρυθμικός παλμός 72 BPM).

Στο 58’30’’ επανέρχεται η σοπράνο, τραγουδώντας χωρίς λόγια, σε ppp, πάνω από υπόστρωμα εγχόρδων con sordino.

Από το 61’00’’ εισέρχεται παιδική χορωδία, unisono, σε επαναλαμβανόμενο μοτίβο τριών νοτών (ρε–μι–φα#), διάρκειας 3 δευτερολέπτων ανά επανάληψη.

Το μοτίβο επαναλαμβάνεται 33 φορές, με κάθε κύκλο να μειώνεται κατά 0,5 dB.

Στο 66’00’’ όλες οι φωνές και τα όργανα σβήνουν σταδιακά, αφήνοντας μόνο τον φυσικό ήχο της μαγνητοταινίας – ένα ελαφρύ βουητό στα 18 kHz.

Το έργο ολοκληρώνεται με απόλυτη σιωπή 30’’, χωρίς cut-off.


Οργανογραφία:

Ταινίες: 4 αναλογικές μαγνητοταινίες (Revox B77), stereo field recordings, tape loops.

Ηλεκτρονικά: modular synthesizer, granular processor, reverb chamber.

Ορχήστρα: 2 φλάουτα, 2 κλαρινέτα, 1 φαγκότο, 2 κόρνα, 1 τρομπέτα, 2 τρομπόνια, τύμπανα, βιμπράφωνο, μεταλλόφωνο, 8 βιολιά, 4 βιόλες, 3 τσέλα, 2 κοντραμπάσα.

Τζαζ Τρίο: πιάνο, κοντραμπάσο, ντραμς.

Χορωδίες: Μικτή 60μελής και παιδική 15μελής.

Σολίστ: Σοπράνο.


Ηχητικό αποτέλεσμα 


Η συνολική υφή του έργου εξελίσσεται από πυκνή, παραμορφωμένη μαζικότητα (Μέρος Ι) σε διάφανη, αραιή δομή (Μέρος V).

Οι δυναμικές κυμαίνονται από ffff σε pppp, με συχνές απότομες μεταβάσεις.

Η χροιά μεταβάλλεται από αναλογική τραχύτητα ταινίας σε καθαρό φωνητικό ηχόχρωμα.

Ο ρυθμός είναι ασύμμετρος, άλλοτε οργανωμένος, άλλοτε πλήρως ελεύθερος.

Η παρουσία της 9ης Συμφωνίας είναι διακεκομμένη, αποδομημένη, επανερχόμενη σε μικρά θραύσματα μέσα στη νέα ηχητική ύλη.

.

.


Αναλυτική Μουσικοθεωρητική Περιγραφή

(θεματα, μοτίβα, ρυθμικες φόρμες, διαστήματα, υφές και timbre)


I. Prologus – Disgregatio


Τονικό πεδίο: Ρε ελάσσονα (κεντρική), με διατονικές εκτροπές σε μι ύφεση και σι φυσικό.

Μορφή: Ελεύθερη 12λεπτη φόρμα σε τρεις μικροενότητες.


Μοτίβα και θέματα:

Θέμα Α:απόσπασμα από την έναρξη της 9ης Συμφωνίας (μέτρα 1–8), επεξεργασμένο

με tape slowdown (-35%) και reversal.


Μοτίβο Χ: διάστημα καθαρής πέμπτης (ρε–λα) που διασπάται σε ημιτόνια (ρε–μι♭–μι). Χρησιμοποιείται ως ρυθμικό παλμικό θεμέλιο.


Ρυθμική δομή: 

δεν υπάρχει μέτρο, αλλά παλμικός κύκλος διάρκειας 16 δευτερολέπτων, βασισμένος σε αναλογικό click track.


Ηχητική υφή:

Clusters εγχόρδων σε sul ponticello, εύρος από 50 Hz έως 4.5 kHz.

Tape noise στο φάσμα υψηλών συχνοτήτων 12–15 kHz, λειτουργεί ως συνεχές "πέπλο".

Βάθος πεδίου: στερεοφωνική διασπορά με pan L–R έως ±80°, δημιουργώντας φασματικό "περιστρεφόμενο" αποτέλεσμα.


Ρυθμικές σχέσεις:

Οι ήχοι μαγνητοταινίας (φράσεις Μπετόβεν) επανέρχονται κάθε 64 δευτερόλεπτα, χωρίς ταυτόσημη έναρξη, δημιουργώντας πολυχρονία.


II. Resonantia Urbica


Τονικό κέντρο: Σι ελάσσονα → Μι μείζονα → επιστροφή σε Ρε ελάσσονα.

Μορφή: Τζαζ φόρμα Α–Β–Α’, διάρκειας 12’30’’.


Θεματικό υλικό:

Θέμα Β: μοτίβο πέντε φθόγγων (ρε–μι–φα#–σολ–φα), αναφορά στο μοτίβο της "Χαράς" σε κατιούσα ακολουθία.

Στο πιάνο χρησιμοποιείται τεχνική modal jazz, με αρμονίες 4ων και 5ων: [Dmin7] – [Emin7] – [Gmaj7].

Ο αυτοσχεδιασμός διαρθρώνεται σε φράσεις 5/4, subdivided ως 3+2 ή 2+3.


Ηχοχρώματα:

Το κοντραμπάσο μεταχειρίζεται arco harmonic glissandi στα σημεία σύνδεσης Α–Β (15’10’’–15’45’’).

Στα τύμπανα, χρήση brushes με ασύμμετρα μοτίβα triplet (1/8–1/8–1/4).

Οι ήχοι πόλης λειτουργούν ως “field percussion”: φωνές ανθρώπων τονίζονται στην αρχή κάθε φράσης (1η και 5η θέση του 5/4).


Δομή χρονομετρικά:


Σημείο/ Γεγονός


12’30’’ /Έναρξη field recordings + πιάνο ostinato.


15’45’’ /Είσοδος πλήρους τζαζ τρίο.


20’00’’ /Τυχαία εισαγωγή thunder roll – pitch center F#.


23’10’’ /Μετατροπία σε E major, crescendo.


24’30’’ /Fade-out, είσοδος παιδικών φωνών (ρε–μι–φα#).


III. Vox Solitaria


Κέντρο: Φα# μείζονα → Σι ύφεση ελάσσονα.

Δομή: Μονόφωνη vocal texture που μετατρέπεται σε πολυφωνικό tape layering 

(6 κανάλια).


Μελωδικά στοιχεία:

Η φωνή κινείται κυρίως μέσα σε διάστημα μικτής έκτης (φα#–ρε#).

Συχνές glissandi μέχρι μισής οκτάβας.

Επαναλαμβανόμενο melisma σε φθόγγους [μι–φα–μι–ρε].


Τεχνικές:

Χρήση reverse reverb με pre-delay 400 ms.

Layering τριών ταινιών σε χρονική μετατόπιση 1, 2, και 3 δευτερολέπτων, δημιουργώντας canonic echo.

Το synth drone κινείται σε σταθερή συχνότητα 512 Hz (ντο#5), με δευτερεύουσα αρμονική 1024 Hz.


Ρυθμική αγωγή:

Ελεύθερη, χωρίς μέτρο, αλλά με περιοδικό παλμό αναπνοής (περίπου κάθε 5,5 δευτερόλεπτα).

Οι συλλαβές (ah, e, i) διαδέχονται η μία την άλλη με σταθερή αναλογία 3:2:1.


Υφή:

Από μονόφωνη στο 25’–27’, σε οκταφωνική tape polyphony στο 34’–36’.

Κατάληξη με σταθερό φθόγγο μι5 (sustain 40’’), με fade-out -3 dB/sec.


IV. Choros Universalis


Κέντρο: Ρε ελάσσονα (επανέρχεται η αρχική βάση).

Μορφή: Μικτή χορωδία σε πέντε επιπέδα υφής.


Επίπεδα:

1. Βάση (ανδρικές φωνές): παρατεταμένα mmm στο εύρος Ρε1–Φα#2.

2. Μεσαίο (γυναικείες): ah–oh, κινούμενες σε τρίτες.

3. Παιδική: ee σε ανοδική τριφωνία Ρε4–Φα4–Λα4.

4. Ορχηστρική συνοδεία: βιολιά σε col legno battuto, εναλλάξ με μεταλλόφωνο.

5. Ηλεκτρονικό υπόβαθρο: drone στα 30 Hz, 60 Hz, 120 Hz.


Ρυθμική άρθρωση:

Εναλλαγή μετρικών κύκλων 6/4 και 7/4, αντιστοιχούν σε αναπνοές της χορωδίας.

Μεταξύ 45’ και 48’ υπάρχει “κανόνας με χρονική καθυστέρηση”· κάθε ομάδα μπαίνει με offset 2,5’’ σε σχέση με την προηγούμενη.


Αρμονική οργάνωση:

Η κύρια συγχορδία: D – F – A – C – E – G (επεκταμένη 13η).

Οι φωνές σχηματίζουν tone clusters με διαστήματα μικρότερα του ημιτονίου (microtonal drift ±15 cents).

Το τέλος του μέρους (52’20’’–55’10’’) είναι μια στατική συσσώρευση 60 φωνών σε εύρος πέντε οκτάβων.


V. Epilogus – Lumen Sonoris


Κέντρο: Ρε ελάσσονα → Μετατροπία σε Λα μείζονα (τελική έκλειψη).

Μορφή: Παράλληλη ανάπτυξη 3 γραμμών (viola solo, σοπράνο, παιδική χορωδία).


Melodic line:

Viola solo: Αντεστραμμένη μελωδία “Ode to Joy”: αρχίζει στο Λα και κατέρχεται κατά διαστήματα 2ας και 3ης.

Σοπράνο: σταθερή νότα φα#5 με vibrato 6 Hz, πλάτος ±30 cents.

Παιδική χορωδία: τριφθογγικό μοτίβο Ρε–Μι–Φα#, επαναλαμβανόμενο 33 φορές.


Ρυθμική διάρκεια:

Κάθε κύκλος της παιδικής χορωδίας έχει διάρκεια 3’’ (1’’ ανά φθόγγο), με διάλειμμα 0,5’’ σιωπής.

Ολόκληρη η ενότητα διαρκεί 6’ (33 κύκλοι × 3,5’’).


Υφή και φάσμα:

Σταδιακή αποσύνθεση του ηχοχρώματος:

55’10’’–61’00’’: επικρατεί έγχορδο con sordino (παρατεταμένο).

61’00’’–65’00’’: fade out όλων των οργάνων πλην της χορωδίας.

65’00’’–66’30’’: μόνο μαγνητοταινία (βόμβος στα 18 kHz).

Τελική σιωπή 30’’ (fermata al niente).


Συνολική Δομή :

Μέρος /Τονικό κέντρο/ Κύρια τεχνική/Χρονική διάρκεια/Υφή


I Ρε ελάσσονα Tape distortion / clusters 12’30’’ Πυκνή, σκοτεινή

II Σι–Μι–Ρε Τζαζ modal αυτοσχεδιασμός 12’30’’ Πολυρυθμική

III Φα#–Σι♭ Φωνητική πολυφωνία 13’40’’ Διαφανής, ηχοχρωματική

IV Ρε Cluster choir 16’30’’ Μαζική, πολυφωνική

V Ρε–Λα Τριμερής υφή 11’50’’ Σταδιακή αποδόμηση

.

.


Μουσικη τεχνική περιγραφή των τεσσάρων βασικών ηχητικών στοιχείων του έργου:

Μικτή Χορωδία

Παιδική Χορωδία 

Jazz trio

Soprano solo


1. 

Μικτή Χορωδία (SATB, 60 φωνές: 30 άντρες, 30 γυναίκες)


Σύνθεση και Δομή:

30 sopranos & altos, 30 tenors & basses.

Οργανώνονται σε ομάδες 4–5 στρωμάτων για polyphonic texture.

Ηχογραφούνται ή εκτελούνται live σε staggered timing για canonic echo και temporal displacement.


Τεχνικές φωνής:

Cluster glissandi: οι φωνές γλιστρούν μαζί σε ηχητικά clusters, δημιουργώντας dense harmonic mass.

Sustained tones: κρατημένες νότες, microtonal adjustments ±15 cents για φασματική διαφοροποίηση.

Harmonic breathing: εναλλαγή έντασης ανά αναπνοή, ώστε η φωνητική υφή να παλλεται.

Polyphonic layering: συνδυάζονται 5–7 layers με offset 2–3 δευτερολέπτων.


Ρόλος και χρήση:

Δημιουργούν φασματικό υπόβαθρο, αλληλεπιδρούν με μαγνητοταινίες, jazz trio και σοπράνο.

Χρησιμοποιούνται σε sustained clusters ή σε rapid microtonal glissandi για textural contrast.


Φάσμα & Δυναμικό:

Συχνότητες: 150 Hz – 8 kHz

Δυναμικό: pp – fff, ανάλογα με clusters ή solo passages


2.

Παιδική Χορωδία (15 φωνές)


Σύνθεση και Δομή:

15 παιδιά, συνήθως unison ή τριφωνικά μοτίβα (C–E–G, D–F–A κ.λπ.)

Χρήση staggered entry/exit για temporal layering.


Τεχνικές φωνής:

Ψιθύρισμα αριθμών ή φωνηέντων, χωρίς συγκεκριμένες λέξεις (1–9, a, o, u).

Sustained notes σε καθαρή τονικότητα, χωρίς vibrato, για διαφανές timbre.

Ελαφρές glissandi σε unison για subtile harmonic texture.


Ρόλος και χρήση:

Λειτουργούν ως «διαφανής» φωνητική ομάδα, καθαρή, με σαφή tonal reference.

Συγχρονίζονται με μαγνητοταινίες στο τέλος για δημιουργία unison climax.


Φάσμα & Δυναμικό:

Συχνότητες: 250 Hz – 8 kHz

Δυναμικό: pp – mf, χωρίς extreme accents


3. Jazz Τρίο(Πιάνο, Κοντραμπάσο, Ντραμς)


Σύνθεση:

Πιάνο: modal voicings, clusters, ostinato patterns

Κοντραμπάσο: arco, pizzicato, glissandi, harmonics

Ντραμς: brushes, mallets, free polyrhythms, asymmetrical accents


Τεχνικές και Ρυθμός:

Πολυρυθμική χρήση: 9/8, 7/8, 4/4, εναλλαγές subdivisions.


Improvisation με temporal displacement και interaction με μαγνητοταινίες.

Πιάνο και κοντραμπασο συχνά αναπτύσσουν counterpoint σε relation με clusters χορωδίας.


Ρόλος και χρήση:

Δημιουργούν free jazz, rhythmic και harmonic counterpoint σε συμφωνική υφή.

Υποστηρίζουν transitions ανάμεσα σε sections, accentuation climax, διασύνδεση με σόλο σοπράνο.


Φάσμα & Δυναμικό:

Συχνότητες: 60 Hz – 6 kHz

Δυναμικό: p – fff, ανάλογα με αυτοσχεδιαστικές κορυφώσεις


4. Soprano Solo


Τεχνικές:

Sustained notes, portamento, glissandi, vocal fry

Reverse reverb και multi-track overdubs (3–6 κανάλια)

Αυτοσχεδιαστικές φράσεις, τελικό unison με παιδική χορωδία


Ρόλος και χρήση:

Συνδέει μαγνητοταινίες, χορωδίες και jazz trio

Λειτουργεί ως κορυφαίο ηχητικό στοιχείο, φορέας θεματικών αναφορών Beethoven (fragmented, retrograde, inversion)


Φάσμα & Δυναμικό:

Συχνότητες: 250 Hz – 12 kHz

Δυναμικό: pp – fff, με κορυφώσεις στα harmonics και high register

.

.

.

Μελέτη και ανάλυση της σύνθεσης “LvBeethoven ma non troppo” του χνκουβέλη :


1. Γενική Αισθητική και Σημασία του Έργου


Η σύνθεση “LvBeethoven ma non troppo” αποτελεί μια avant-garde αναδιασκευή και αποδόμηση του έργου του Μπετόβεν, με άξονα αναφοράς την 9η Συμφωνία. Το έργο ενσωματώνει αναλογικές μαγνητοταινίες, ορχήστρα, τζαζ τρίο, σοπράνο, μικτή και παιδική χορωδία και φυσικούς ήχους πεδίου, δημιουργώντας ένα πλούσιο ηχοτοπικό σύμπαν που κινείται μεταξύ ακατέργαστης υλικότητας και διαφανούς μουσικής πολυπλοκότητας.

Η διάρκεια των 67 λεπτών και η συνεχής σύνδεση των πέντε μερών (attacca) υποδηλώνει εξελικτική αφήγηση: από την πυκνή, παραμορφωμένη υφή του Prologus έως την διαφανή, αραιή τελική ενότητα Epilogus. Η χρήση διαφορετικών τονικών κέντρων (ρε ελάσσονα, σι ύφεση ελάσσονα, μι μείζονα, φα# ελάσσονα) προσφέρει ηχητική κινητικότητα, αποφεύγοντας μια γραμμική αρμονική ανάπτυξη και επιτρέποντας διαρκή αναφορά στη μουσική μνήμη του Μπετόβεν μέσα από θραύσματα, μετατροπίες και ανάποδη ανάγνωση θεμάτων.

Η συνολική αίσθηση του έργου είναι εικονιστική και χωρική, με έντονη προσοχή στην τοποθέτηση των ηχοχρωμάτων στον χώρο, τόσο στερεοφωνικά (pan L-R) όσο και ηχητικά (ηχητικά επίπεδα των χορωδιών, των ταινιών και των ηλεκτρονικών drones). Η πολυεπίπεδη πολυφωνία και η χρήση temporal displacement, overdubs, και tape loops δημιουργούν μια φασματική και πολυχρονική εμπειρία.


2. Μουσική Δομή και Θεματική Ανάλυση


I. Prologus – Disgregatio (0’00’’–12’30’’)

Κεντρική Ιδέα: Αποδόμηση της έναρξης της 9ης Συμφωνίας με αναλογική μαγνητοταινία.

Τονικό πεδίο: Ρε ελάσσονα, με διατονικές εκτροπές σε μι ύφεση και σι φυσικό.

Υφή: Πυκνή, κοκκώδης, clusters εγχόρδων σε sul ponticello.

Τεχνική: Tape slowdown (-35%), ηλεκτρονικός βόμβος 43 Hz, σόλο κοντραμπάσο pizzicato σε τριημιτόνια διαστήματα, μεταλλικοί ήχοι percussion.


Το Prologus θέτει θεμελιωδώς την έννοια της κατακερματισμένης μνήμης του Μπετόβεν και εισάγει τον ακροατή σε έναν κόσμο όπου η familiar μουσική είναι ταυτόχρονα αναγνωρίσιμη και ξένη. Η χρήση cluster και noise δημιουργεί υλική αίσθηση και αναδεικνύει το ενδιαφέρον του χνκουβέλη για τον ήχο ως υλικό, όχι μόνο ως μελωδία ή αρμονία.


II. Resonantia Urbica (12’30’’–25’00’’)

Κεντρική Ιδέα: Ενσωμάτωση ηχητικού τοπίου αστικής ζωής και jazz τρίο.

Τονικό πεδίο: Σι ελάσσονα → Μι μείζονα → Ρε ελάσσονα.

Υφή: Πολυρυθμική, asymmetrical, περιέχει polyrhythms 5/4 + 7/8, field recordings, modal jazz πιάνο.

Τεχνική: Πιάνο με blue notes επεξεργάζεται το θέμα της 9ης Συμφωνίας. Κοντραμπάσο και ντραμς σε ασύμμετρα patterns, ηχογράφηση ήχων κεραυνών.


Αυτή η ενότητα αναδεικνύει την διασταύρωση της κλασικής παράδοσης με τον αυτοσχεδιασμό της jazz, υπογραμμίζοντας τη σχέση του Μπετόβεν με την σύγχρονη ηχητική εμπειρία. Οι field recordings λειτουργούν ως περιβάλλον και percussion, δημιουργώντας μια πολυαισθητηριακή αφήγηση.


III. Vox Solitaria (25’00’’–38’40’’)

Κεντρική Ιδέα: Σόλο σοπράνο, η φωνή ως κεντρικός φορέας μνήμης και παραμόρφωσης του υλικού.

Τονικό πεδίο: Φα# μείζονα → Σι ύφεση ελάσσονα.

Υφή: Από μονόφωνη σε πολυφωνική tape layering (6 κανάλια).

Τεχνική: Sustained notes, glissandi, vocal fry, reverse reverb, spectral drone, canonic echo.


Η φωνή λειτουργεί ως ανθρώπινη αναφορά σε ψηφιακό/ηλεκτρονικό πλαίσιο. Η πολυεπίπεδη ηχογράφηση δημιουργεί ψευδο-πολυφωνία, δίνοντας την εντύπωση ότι η φωνή πολλαπλασιάζεται στο χώρο και στο χρόνο, συνδέοντας την ανθρώπινη έκφραση με την ηχητική μηχανική επεξεργασία.


IV. Choros Universalis (38’40’’–55’10’’)

Κεντρική Ιδέα: Μικτή και παιδική χορωδία, cluster-based, μεγιστοποίηση πολυφωνικής έντασης.

Υφή: Μαζική, με tone clusters και microtonal drift ±15 cents.

Τεχνική: Πολυεπίπεδη χορωδία, staggered entries, sustained clusters, εναλλαγή φωνηέντων, ηλεκτρονικά drone στα 30–120 Hz.


Η Choros Universalis λειτουργεί ως ηχητική κορύφωση, όπου η ανθρώπινη φωνή συνδυάζεται με τεχνητά drones και cluster, δημιουργώντας υλική, σχεδόν υπερβατική εμπειρία. Το έργο εδώ αγγίζει το όριο μεταξύ μουσικής και ηχητικής εγκατάστασης, υπογραμμίζοντας την avant-garde προσέγγιση του συνθέτη.


V. Epilogus – Lumen Sonoris (55’10’’–67’00’’)

Κεντρική Ιδέα: Τελική αποδόμηση και διάφανη επίλυση.

Τονικό πεδίο: Ρε ελάσσονα → Λα μείζονα (τελική έκλειψη).

Υφή: Από παρατεταμένο έγχορδο con sordino σε fade out παιδικής χορωδίας 

και τελική σιωπή.

Τεχνική: Αντεστραμμένη μελωδία Viola solo, παιδική χορωδία επαναλαμβάνει μοτίβο 33 φορές, gradual dynamic reduction, φυσικοί ήχοι πεδίου.


Το Epilogus αποδίδει τελετουργικό τέλος και εναρμόνιση των διασπασμένων ηχοχρωμάτων. Η επανάληψη του τριφθογγικού μοτίβου παιδικής χορωδίας συνδέει την αρχή με το τέλος, δημιουργώντας κυκλικό χρόνο και αναστοχαστική αίσθηση.


3. Οργανογραφική και Τεχνική Σημασία


Μικτή χορωδία: Δημιουργεί clusters, polyphonic layering, temporal displacement, harmonic breathing.

Παιδική χορωδία: Διαφανής, unison/trifonic, tonal reference, υποστηρίζει τελική ενότητα.

Jazz τρίο: Free modal improvisation, polyrhythms, counterpoint με orchestral clusters.

Soprano solo: Foreshadows Beethoven motifs, συνδέει μαγνητοταινίες με live performance, κορυφαία θεματική παρουσία.


Η ενσωμάτωση αναλογικών και ψηφιακών τεχνικών (Revox B77, modular synths, granular processing) συνδέει την παραδοσιακή μουσική με την σύγχρονη πειραματική πρακτική.


4. Ηχητική και Ερμηνευτική Κριτική


1. Δυναμική: Από ffff έως pppp, με απότομες μεταβάσεις, δημιουργεί αίσθηση έκρηξης και αποσύνθεσης.

2. Υφή: Από πυκνή, κοκκώδη, αναλογική (Prologus) σε διαφανή, αραιή και serene (Epilogus).

3. Ρυθμός: Συνδυασμός ελεύθερων και πολυρυθμικών τμημάτων, συχνές μετατροπίες σε μέτρα όπως 5/4, 7/8, 9/8.

4. Χροιά: Παραμορφωμένη tape texture → καθαρό human timbre → cluster/overtones → fade-out σε natural sound.


Το έργο επιτυγχάνει αμφίδρομη διάδραση μεταξύ ανθρώπινου και μηχανικού, φυσικού και επεξεργασμένου ήχου, δημιουργώντας υπερ-ηχητικό αφήγημα που κινητοποιεί τόσο νοητικά όσο και αισθητηριακά τον ακροατή.


5. Συνολική Αξιολόγηση


Η σύνθεση του χνκουβέλη αποτελεί έναν τολμηρό διάλογο με την παράδοση 

του Μπετόβεν, αποδομώντας τη γνωστή μορφή της 9ης Συμφωνίας και επαναδημιουργώντας την σε σύγχρονο avant-garde πρίσμα. 

Η χρήση διαφορετικών υφών, ηχοχρωμάτων και πολυμεσικών τεχνικών 

καθιστά το έργο υψηλής πειραματικής και αισθητικής αξίας.

Το έργο μπορεί να θεωρηθεί σταθμός στη σύγχρονη μουσική σκηνή, καθώς ενσωματώνει ιστορικό υλικό, jazz αυτοσχεδιασμό, φωνητική τεχνική, ηλεκτρονική επεξεργασία και field recordings σε μια συνεκτική, πολυεπίπεδη σύνθεση.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Lady Day Billie Holiday 

(μονόλογος)


Οταν γεννιέσαι μέσα στη λάσπη,δεν περιμένεις να γίνεις Lady Day.

Όπως τα βατράχια για να μην πνιγείς τραγουδάς.

Η μάνα μου, ήταν παιδί ακόμα, δεκατριών χρονών,όταν με γεννησε.

Ο πατέρας μου μας παρατησε.

Στη Φιλαδέλφεια,στη Βαλτιμόρη,στη Νέα Υόρκη η ζωή μαύρη.Οπως το 

χρώμα.μας μαύρο.

Θυμάμαι να να με χτυπούν,να με διωχνουν,να με κακοποιουν.

Κορίτσι δεκατεσσάρων χρονών πουλιομουν για λίγα δολάρια,για ένα πιάτο

φαι.Μ' επιασαν ,μ'εβαλαν φυλακή.

Η φωνή μου δεν είχε χαρά.Ειχε θλίψη.

Δεν τραγουδούσα για να με χειροκροτούν, τραγουδούσα για να μην πεθάνω.

Οι άντρες με έλεγαν Lady Day, μα εγώ ήξερα πως ήμουν μια μαυρη με κραγιόν.

Η φωνή μου ήταν όπως σπάνε τα ποτήρια όταν πέφτουν από τα χέρια ενός μεθυσμένου.

Κι ύστερα ήρθε εκείνο το τραγούδι.Strange Fruit.

Μαύρα κορμιά που κρέμονται από τα δέντρα.

Πάντα το τραγουδούσα τελευταίο.

Ήθελα απόλυτη σιωπή,τον προβολέα πάνω στο πρόσωπο μου.

Ύστερα αποσυρομουν στο σκοταδι.

Οι λευκοί μού απαγόρευσαν να το τραγουδαω.Με είπαν πόρνη,πρεζού,αλκοολική.

Με φυλάκισαν.

Η Αμερική δεν συγχωρεί μια μαύρη γυναίκα που τούς θυμίζει τη βαρβαρότητα

της.

Οι άντρες με κακοποίησαν.Αλλος με χτύπησε,άλλος μ'έκλεψε,άλλος με πούλησε

στην αστυνομία.Κανεις δεν μ'αγαπησε.

Κι ήρθε το τέλος τής φωνής μου.

Τώρα στο Νοσοκομείο, η Eleanora Fagan,17 Ιουλίου 1959,έχει μονάχα 1 δολάριο 

στη τσάντα της.

Η ψυχή μου θα μαυρίσει τον ουρανό η' την κόλαση σαν ένα παράξενο φρουτο.

My soul will blacken heaven or hell like a strange fruit.

God bless the child,the  Billie.

Αυτα είναι τα τελευταία λόγια μου.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Besame mucho 


Το δωμάτιο σχεδόν σκοτεινό.

Απο έξω ακούγονταν το Besame Mucho.

Η γυναίκα κάθονταν στη καρέκλα σκυμμένη με τα χέρια τυλιγμένα σφιχτά

στα γονατα.Τα μάτια της ακίνητα κοιτούσαν το πάτωμα.

Ο άντρας όρθιος στο παράθυρο ένιωθε πως η νύχτα θα είναι ατελειωτη.

Κανείς δεν μιλούσε.

Εκείνη σηκώθηκε,άνοιξε τη πόρτα κι έφυγε.

Μέσα στο δωμάτιο ο ήχος τού Besame mucho τελείωνε.

.

.

.

Cesaria Evora-Besame mucho

https://youtu.be/LLsg_Lk819s?si=EUsAWJ63qxhQmUFI

.

.

.


 .

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Έτσι συνεβηκε


Ξύπνησα νωρίς.Το φως περνούσε απ’τα παντζούρια .Το ρολόι έδειχνε επτά. 

Σηκώθηκα. Έβρασα καφέ, χωρίς ζάχαρη. 

Βγήκα έξω.Ο ήλιος ήταν δυνατός και με τυφλωνε.Περιπλανιομουν στους

δρόμους άσκοπα.Δεν σκεφτόμουν τίποτα.

Κάθισα σε ένα καφέ.Παρατηρουσα μια γυναίκα,κάπου σαράντα χρόνων.

Ακίνητη.Μαυρα γυαλιά.Χτυπησε το τηλέφωνο της,δεν το σήκωσε.Ουτε

μια φορά δεν ήπιε απ'τον καφέ της.Μπηκε ένας άντρας νεώτερος,την

πλησίασε ,κατι τής είπε ,εκείνη σηκώθηκε κι έφυγαν.

Γύρισα στο σπίτι λίγο μετα το μεσημέρι.Βρηκα κάτι φακέλους κάτω απ'

τη πόρτα, τούς παρατησα εκεί.

Η ζέστη μέσα στο διαμέρισμα ήταν ανυπόφορη.Εβαλα τον ανεμιστήρα.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι.Χτυπησε το τηλέφωνο μου,ήταν η Ελένη.Ερχονταν

στο σπίτι.Ειχαμε γνωριστεί πριν από ένα μήνα.

Ήρθε η Ελένη.Μου είπε να πάμε για μπάνιο.Δεν είχα διαθεση.

Τελικά πήγα.Το νερό τής θάλασσας ήταν χλιαρό.Εκεινη κολυμπούσε.Εκεινη

γελούσε.

Το βράδυ φάγαμε σ'ένα εστιατόριο.Το φαγητό ήταν απαισιο.Δεν έφαγα.

Η Ελένη μού είπε πως θα κοιμόνταν σπίτι μου.Δεν απάντησα αμέσως.Μετα

είπαν:εντάξει.

Πέσαμε κατευθείαν στο κρεβάτι.

Την άλλη μέρα μού τηλεφώνησαν.Πεθανε η πρώην γυναίκα μου.Δεν την είχα 

δει απο τότε που χωρίσαμε,πεντε χρόνια.Πηγα στη κηδεία.Η Ελένη με περίμενε σ'ενα καφε.Λιγη άνθρωποι,ο ήλιος έκαιγε.Μια γυναίκα δίπλα μου έκλαιγε.Δεν

την ήξερα.Απομακρυνθηκα.Δεν ένιωθα λύπη.Μονο μια μεγάλη κούραση.

Οι επόμενες μέρες ήταν όλες ίδιες.


(Η Ελενη):

Τον γνώρισα στην παραλία, ένα απόγευμα.Το νερό ήταν ζεστό, κι εκείνος

κολυμπούσε.

Δεν προσπάθησε να μου αρέσει. Ίσως γι’αυτό με γοητευσε.

Από τότε κάναμε παρέα.Εγω πρώτη τον φιλησα μεσα σε ένα μπαρ.Δεν μιλούσαμε

πολύ.Ειχε χωρίσει.Δεν μού τιποτα για τη γυναίκα του.Οταν τον ρωτούσα αν

μ'αγαπα, μού ειπε:μάλλον όχι.Δεν ένιωσα προσβολή,γιατί δεν ήξερα αν κι εγώ ένιωθα κάτι.

Παρόλαυτά ένιωθα να δένομαι μαζί του.

Όταν γύρισε από τη κηδεια τής πρώην γυναίκας του μού είπε:μια χαμένη ώρα.

Όταν έμαθα για τον φόνο τρελλαθηκα.Τον είχαν σκοτώσει στο δρόμο έξω από το

σπίτι του ξημερώνοντας.

Εκείνη τη νύχτα είχαμε πάει σε ένα μπαρ.Ηπιε,θυμάμαι,τρία ουίσκι.Θα πηγαίναμε

σπίτι μου.Ομως βγαίνοντας έξω άλλαξε γνώμη.Θα πήγαινε κάθε ένας σπίτι του.

Όταν τον ρώτησα γιατί, μού απάντησε:να δέχεσαι τα πράγματα,χωρις να τα

τα ερμηνευεις.

Με έβαλε σε ένα ταξί και χωρίσαμε.

Τον δολοφόνο του δεν τον έπιασαν ποτέ.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

χωρίς ωράριο ύπαρξης 

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)


Μετά το τηλέφωνο,έμεινε στον καναπέ ακίνητη,δεν έκλεισε τα μάτια.

Έξω η πόλη αδιάφορη.Αδειασμενη από ανθρώπους.Το δωμάτιο νυχτωσε.

Πήγε στον καθρέφτη.Το είδωλο μιας άλλης γυναίκας.

Κοιμήθηκε με τα ρούχα.Οταν ξύπνησε ήταν μεσάνυχτα.Αναψε το πορτατίφ

στο κομοδίνο.

Αυτό το ποίημα,δεν το έγραψε.


Χωρίς ωράριο υπαρξης


Δεν ήρθες χτες

Κι ούτε σήμερα

Κι εγώ, ήθελα να σου πω, δεν έχω πια τσιγάρα

Μόνο κάτι αποδείξεις από σούπερ μάρκετ και την απουσία σου

Αυτό το άδικο πράγμα, που μένει όταν όλα τα άλλα φεύγουν

Στην κουζίνα στάζει η βρύση σαν ρολόι φυλακής

Κάθε σταγόνα μετράει πόσο λείπεις

Κι εγώ,τα χείλη ξερα και το κραγιόν ξεβαμμένο

προσπαθώ να θυμηθώ πότε είπα «σ’ αγαπω»

λες και το είχα δανειστεί από ξένη ζωή

Εγώ δεν ήθελα ρομάντζα

Ήθελα να με κοιτάς και να μη φοβάσαι

Να μη μετρούσες αν αξίζω το χάδι σου

Να μείνεις λίγο, ρε γαμώτο

όπως μένει η φωνη

όπως μένει το νερο στα χέρια

Δεν θα σε ξαναδώ

Ποτέ πια το πρόσωπό μου στις παλάμες σου

όπως τότε

πριν μάθουμε να λέμε ψέματα


Σηκώθηκε πήγε στο σαλόνι.Ολα ήταν εκεί στο τραπεζάκι.Το κουτί,το ποτήρι

με το νερό.

Μια απλή κίνηση.Απλωσε το χέρι,άνοιξε το κουτί.Ολα είναι πικρά στο

στόμα.Εφερε το ποτήρι στα χείλη.

Έσβησε το φως.Το σκοτάδι είναι στοργικό.Σε αγκαλιάζει.

Ξαπλωμένη στον καναπέ,έκλεισε τα μάτια.

.

.


Without a Schedule of Existence


After the phone call, she stayed still on the couch, didn’t close her eyes.

Outside, the city indifferent. Empty of people. The room grew dark.

She went to the mirror. The reflection of another woman.

She slept with her clothes on. When she woke, it was midnight.

She turned on the lamp on the nightstand.

This poem, she didn’t write it.


Without a Schedule of Existence


You didn’t come yesterday,

nor today.

And I wanted to tell you—I have no cigarettes left,

only a few supermarket receipts and your absence,

that unjust thing that stays when everything else leaves.

In the kitchen, the tap drips like a prison clock,

each drop counting how much I miss you.

And I, with dry lips and faded lipstick,

try to remember when I said “I love you,”

as if I had borrowed it from another life.

I never wanted romance.

I just wanted you to look at me without fear,

not to measure if I deserved your touch,

to stay a little, damn it—

the way a voice stays,

the way water lingers on the hands.

I’ll never see you again,

my face in your palms,

as then,

before we learned to lie.


She got up and went to the living room.

Everything was there on the small table: the box, the glass of water.

A simple movement. She reached out her hand, opened the box.

Everything is bitter in the mouth. She brought the glass to her lips.

She turned off the light. Darkness is tender. It embraces you.

Lying on the couch, she closed her eyes.

.

.


Sans horaire d’existence


Après le téléphone, elle resta immobile sur le canapé, sans fermer les yeux.

Dehors, la ville indifférente. Vide d’hommes. La chambre s’assombrit.

Elle alla vers le miroir. Le reflet d’une autre femme.

Elle s’endormit tout habillée. Quand elle se réveilla, il était minuit.

Elle alluma la lampe de chevet.

Ce poème, elle ne l’a pas écrit.


Sans horaire d’existence


Tu n’es pas venu hier,

ni aujourd’hui.

Et moi, je voulais te dire que je n’ai plus de cigarettes,

seulement quelques tickets de supermarché et ton absence,

cette chose injuste qui reste quand tout le reste s’en va.

Dans la cuisine, le robinet goutte comme une horloge de prison,

chaque goutte compte combien tu me manques.

Et moi, les lèvres sèches, le rouge effacé,

j’essaie de me souvenir quand j’ai dit « je t’aime »,

comme si je l’avais emprunté à une autre vie.

Je ne voulais pas de romance,

je voulais que tu me regardes sans peur,

sans mesurer si je méritais ta caresse,

que tu restes un peu, bon sang,

comme reste la voix,

comme reste l’eau sur les mains.

Je ne te verrai plus jamais,

mon visage dans tes paumes,

comme alors,

avant que nous apprenions à mentir.


Elle se leva, alla au salon.

Tout était là sur la petite table : la boîte, le verre d’eau.

Un geste simple. Elle tendit la main, ouvrit la boîte.

Tout est amer dans la bouche. Elle porta le verre à ses lèvres.

Elle éteignit la lumière. L’obscurité est maternelle. Elle t’enlace.

Allongée sur le canapé, elle ferma les yeux.

.

.


Ohne Zeitplan des Daseins


Nach dem Telefon blieb sie reglos auf dem Sofa, schloss die Augen nicht.

Draußen die gleichgültige Stadt. Menschenleer. Das Zimmer verdunkelte sich.

Sie ging zum Spiegel. Das Abbild einer anderen Frau.

Sie schlief in ihren Kleidern ein. Als sie aufwachte, war Mitternacht.

Sie schaltete die Lampe auf dem Nachttisch an.

Dieses Gedicht – sie hat es nicht geschrieben.


Ohne Zeitplan des Daseins


Du kamst gestern nicht,

auch nicht heute.

Und ich wollte dir sagen, ich habe keine Zigaretten mehr,

nur einige Supermarktquittungen und deine Abwesenheit,

dieses ungerechte Ding, das bleibt, wenn alles andere geht.

In der Küche tropft der Hahn wie eine Gefängnisuhr,

jeder Tropfen zählt, wie sehr du fehlst.

Und ich, mit trockenen Lippen und verblasstem Lippenstift,

versuche mich zu erinnern, wann ich „Ich liebe dich“ sagte,

als hätte ich es aus einem fremden Leben geliehen.

Ich wollte keine Romanze,

ich wollte, dass du mich ansiehst ohne Angst,

ohne zu messen, ob ich deine Berührung verdiene,

dass du ein wenig bleibst, verdammt,

so wie eine Stimme bleibt,

so wie Wasser auf den Händen bleibt.

Ich werde dich nie wiedersehen,

mein Gesicht in deinen Handflächen,

wie damals,

bevor wir lernten zu lügen.


Sie stand auf und ging ins Wohnzimmer.

Alles war da auf dem kleinen Tisch: die Schachtel, das Glas Wasser.

Eine einfache Bewegung. Sie streckte die Hand aus, öffnete die Schachtel.

Alles schmeckt bitter im Mund. Sie brachte das Glas an die Lippen.

Sie löschte das Licht. Die Dunkelheit ist zärtlich. Sie umarmt dich.

Auf dem Sofa liegend, schloss sie die Augen.

.

.


Senza orario d’esistenza


Dopo il telefono, rimase immobile sul divano, senza chiudere gli occhi.

Fuori, la città indifferente. Vuota di gente. La stanza s’imbrunì.

Andò allo specchio. Il riflesso di un’altra donna.

Si addormentò vestita. Quando si svegliò, era mezzanotte.

Accese la lampada sul comodino.

Questa poesia, non l’ha scritta.


Senza orario d’esistenza


Non sei venuto ieri,

né oggi.

E io volevo dirti che non ho più sigarette,

solo qualche scontrino del supermercato e la tua assenza,

quella cosa ingiusta che resta quando tutto il resto se ne va.

In cucina il rubinetto gocciola come un orologio di prigione,

ogni goccia misura quanto mi manchi.

E io, con le labbra secche e il rossetto sbiadito,

cerco di ricordare quando ho detto “ti amo”,

come se l’avessi preso in prestito da un’altra vita.

Non volevo romanzi,

volevo che mi guardassi senza paura,

che non misurassi se meritavo la tua carezza,

che restassi un po’, maledizione,

come resta la voce,

come resta l’acqua sulle mani.

Non ti rivedrò mai più,

il mio viso nelle tue mani,

come allora,

prima di imparare a mentire.


Si alzò, andò in salotto.

Tutto era lì sul tavolino: la scatola, il bicchiere d’acqua.

Un gesto semplice. Allungò la mano, aprì la scatola.

Tutto è amaro in bocca. Portò il bicchiere alle labbra.

Spense la luce. L’oscurità è affettuosa. Ti abbraccia.

Sdraiata sul divano, chiuse gli occhi.

.

.


Sin horario de existencia


Después del teléfono, se quedó inmóvil en el sofá, sin cerrar los ojos.

Afuera, la ciudad indiferente. Vacía de gente. La habitación se oscureció.

Fue al espejo. El reflejo de otra mujer.

Durmió con la ropa puesta. Cuando despertó, era medianoche.

Encendió la lámpara de la mesita.

Este poema, no lo escribió.


Sin horario de existencia


No viniste ayer,

ni hoy.

Y yo quería decirte que ya no tengo cigarrillos,

solo unos recibos del supermercado y tu ausencia,

esa cosa injusta que queda cuando todo lo demás se va.

En la cocina, el grifo gotea como un reloj de prisión,

cada gota cuenta cuánto te extraño.

Y yo, con los labios secos y el pintalabios borrado,

intento recordar cuándo dije “te amo”,

como si lo hubiera tomado prestado de otra vida.

No quería romanticismo,

quería que me miraras sin miedo,

que no midieras si merecía tu caricia,

que te quedaras un poco, maldita sea,

como permanece la voz,

como el agua queda en las manos.

No volveré a verte,

mi rostro en tus palmas,

como entonces,

antes de aprender a mentir.


Se levantó, fue al salón.

Todo estaba allí, en la mesita: la caja, el vaso de agua.

Un gesto simple. Extendió la mano, abrió la caja.

Todo es amargo en la boca. Llevó el vaso a los labios.

Apagó la luz. La oscuridad es tierna. Te abraza.

Tendida en el sofá, cerró los ojos.

.

.


Sem horário de existência


Depois do telefonema, ficou imóvel no sofá, sem fechar os olhos.

Lá fora, a cidade indiferente. Vazia de pessoas. O quarto escureceu.

Foi até o espelho. O reflexo de outra mulher.

Dormiu com a roupa. Quando acordou, era meia-noite.

Acendeu o abajur na mesinha de cabeceira.

Este poema, ela não escreveu.


Sem horário de existência


Você não veio ontem,

nem hoje.

E eu queria te dizer que já não tenho cigarros,

apenas alguns recibos de supermercado e a tua ausência,

essa coisa injusta que fica quando tudo o mais vai embora.

Na cozinha, a torneira pinga como um relógio de prisão,

cada gota mede o quanto você faz falta.

E eu, com os lábios secos e o batom apagado,

tento lembrar quando disse “te amo”,

como se o tivesse emprestado de outra vida.

Eu não queria romance,

queria que me olhasse sem medo,

que não medisse se eu merecia o teu toque,

que ficasse um pouco, porra,

como fica a voz,

como fica a água nas mãos.

Nunca mais te verei,

meu rosto nas tuas palmas,

como então,

antes de aprendermos a mentir.


Levantou-se, foi para a sala.

Tudo estava ali sobre a mesinha: a caixa, o copo d’água.

Um gesto simples. Estendeu a mão, abriu a caixa.

Tudo é amargo na boca. Levou o copo aos lábios.

Apagou a luz. A escuridão é carinhosa. Ela te abraça.

Deitada no sofá, fechou os olhos.

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η Νύχτα Τών Κρυστάλλων 

(Βερολίνο,9 με 10 Νοεμβρίου 1938)


Ποτέ,από τότε,εκείνη τη νύχτα δεν κοιμάμαι.

Γιατί δεν μίλησα,γιατί δεν αντεδρασα.


Ήμουνα 32 χρόνων.Υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο στην Oranienburger Straße.

Είχαμε μαθει τα νέα.Ο Γερμανός διπλωματης  Ερνστ φομ Ρατ που πυροβολήθηκε

από τον 17 χρόνο Πολωνοεβραίο Έρσελ Γκρίνσπαν στις 7 Νοεμβριου πέθανε

από τα τραύματα του στις 9.

Όλοι φοβομασταν ότι θα υπήρχε άμεση απάντηση

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα,με ξύπνησαν δυνατές φωνες.Πηγα στο.παράθυρο.

Κατω στο δρόμο είδα μια ομάδα αντρών με μαύρα ρούχα και ροπαλα να ορμαει

και να σπαει την βιτρίνα ενός μαγαζιού.

Κατέβηκα κάτω,να δω τι συμβαίνει.

Στη γωνία τηςτ Linienstraße ένα μαγαζί κοσμημάτων φλεγόταν. 

Ένας άντρας φώναζε:Αυτό είναι το μαγαζί μου.

Τον έσπρωξαν,τον πέταξαν κάτω.Τον κλώτσησαν.Τον παράτησαν.Εκανα να

πάω να τον βοηθήσω.Κάποιος δίπλα μου μ'αρπαξε :

-Μην ανακατεύεσαι.

Τον κοίταξα.Ηταν ένας απ'αυτους.

Οι αστυνομικοί δεν αντιδρούσαν,κάπνιζαν αμέτοχοι,φλυαρουσαν,γελούσαν..

Οι πυροσβέστες αν και βρίσκονταν εκεί δεν έσβηναν τις φωτιές.

-Προσεξτε τ'αλλα τα κτίρια,ακούστηκε η διαταγή.Αυτα αφήστε τα να καουν.

Ένα καυτό κίτρινο μεταλλικό.φως ελυωνε τη νύχτα.Το Βερολίνο.Τη Γερμανία.

Ανησύχησα για τη Ραχήλ.Καθε φορά που πήγαινα στο μανάβικο τού πατέρα

τής μού χαμογελούσε,και μου έδινε κρυφά ένα κόκκινο μήλο.

 Την είδα μέσα στους καπνούς.

-Φύγε, φύγε! Δεν μπορείς να μάς βοηθήσεις, μού φώναξε.

Έμεινα εκεί,στο πεζοδρόμιο,μέχρι το πρωί,ακίνητος.

Ένας άνθρωπος που κοίταζε.

Περπάτησα ως την Alexanderplatz πανω σε σπασμένα γυαλιά.

Σ'ένα τοίχο με μαύρη μπογιά έγραφε:

Deutschland wird gesäubert

(Η Γερμανία καθαρίζεται)

Και το σχέδιο τής σβάστικας.

Στο βιβλιοπωλείο ο διευθυντής μού είπε να κατεβάσω από τα ράφια όλα

τα βιβλία τών Εβραίων συγγραφέων.Τα έβαλα σε κουτιά.Το μεσημέρι ήρθαν

και τα πήραν να τα κάψουν.

Όταν σχολασα δεν γύρισα σπίτι.Περιπλανιομουν.στο Βερολίνο.Νυχτωσε και

το σκοτάδι με τύλιξε.Με έπνιξε.

Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα.

Έγραψα στο ημερολόγιο μου:

-9 με 10 Νοεμβρίου 1938 

Ο δικαστής με ρώτησε:

-Και εσείς, τι κάνατε;

Δεν απάντησα αμέσως.Εσκυψα το κεφαλι.

-Τίποτα. Κοίταζα,

είπα.-


Από τότε,κάθε φορά που ακούω κάτι να σπαει,ακούω τον ήχο τής σιωπής μου.

.

.

.

χ ν.κουβελης c.n.couvelis

Ο Φόνος στο Σινικό Τείχος

(Μια λογική υπόθεση τού ντετέκτιβ Ci Ni Cou)


Η ομίχλη πάνω απ’ το Σινικό Τείχος εκείνο το φθινοπωρινο πρωινο

Οι φρουροί της επαρχίας Σανγκάν, που περιπολούσαν στο τμήμα τού Τείχους κοντά στην παλαιά πύλη Ντζιαγιούγκουάν, εντόπισαν το νεκρό σώμα 

ενός ανθρώπου πεσμένο ανάμεσα στις πέτρες.

Το σώμα ανήκεο σ’ έναν άντρα μέσης ηλικίας

Οι φρουροί ειδοποίησαν αμέσως τον ντετέκτιβ Ci Ni Cou γνωστό για την 

μεθοδική λογική και την ψυχρότητα τής σκέψης του. 

Όταν έφτασε στον τοπο τού εγκλήματος παρατήρησε το νεκρό σώμα.

Του έκαναν εντύπωση τα παράξενα ρούχα.Ενας συνδυασμός ενδυμασιών από διαφορετικές εποχές. Η μεταξωτή του χλαμύδα θύμιζε δυναστεία Τανγκ, το σιδερένιο του περικάρπιο τών Μινγκ, ενώ στα πόδια του φορούσε δερμάτινα σανδάλια που είχαν πάψει να χρησιμοποιούνται από την εποχή τών Χαν.

Έσκυψε.Το σώμα δεν είχε κανένα εμφανές τραύμα.Στο χέρι του νεκρού υπήρχε ένα μικρό χάρτινο τετράγωνο, με μια φράση γραμμένη σε αρχαία καλλιγραφικα τών Χαν:

“Είδα την άνοδο και την πτώση όλων τών δυναστειών.”

Στην τσέπη του, βρέθηκε μια ξύλινη σφραγίδα με χαρακτήρες που χρησιμοποιούνταν μόνο επί Τανγκ, και ένα μικρό μεταλλικό αντικείμενο που έμοιαζε με μηχανικό ρολόι τής εποχής τών Μινγκ ,αιώνες πριν εφευρεθούν τα ρολόγια στην Κίνα.

Ο Cou σκέφτηκε:

«Ο ανθρωπος είτε ειναι ένας μεγάλος ψεύτης,είτε .. .»

Σηκώθηκε.

Τού ανέφεραν πως ο άντρας είχε εμφανιστεί ξαφνικά, μόλις πριν από δύο μέρες, στο κοντινό χωριό. Μιλούσε για τις δυναστείες τών Τσόου, τών Χαν, τών Τανγκ και τών Μινγκ σαν να τις είχε ζήσει. Είχε περιγράψει λεπτομέρειες που μόνο αρχαίοι χρονικογράφοι γνώριζαν. Κάποιοι τον θεωρούσαν φαντασμα, άλλοι απατεώνα.

Το όνομά του, σύμφωνα με τη καταγραφη τού τοπικού γραμματέα, ήταν Λιου Τζεν Σι,劉振實.

Ο Xi Ni Cou εγκαταστάθηκε στο παλιό φυλάκιο κοντά στο σημείο τού φόνου. .

Τα δεδομένα ήταν δυο:

1. Το θύμα είχε στην κατοχή του αντικείμενα από τέσσερις διαφορετικές δυναστείες.

2. Ο θάνατος δεν είχε προκληθεί από τραύμα ή δηλητήριο, ο γιατρός γνωματευσε πως η καρδιά σταμάτησε.

Στο χωριό Λινγκσάν, οι κάτοικοι έδιναν διαφορετικές εκδοχές:

Μια γριά είπε πως τον είδε να κοιτάζει τα βουνά και να τής λεει: 

“Εδώ, οι στρατοί τών Τσόου νικηθηκαν..”

Ένας νεαρός γεωργός ορκίστηκε πως ο Λιου Τζεν Σι τού περιέγραψε τη φωτιά που έκαψε τη βιβλιοθήκη τού Χαν, σαν να την έβλεπε μπροστά του.

Ο Cou σκέφτηκε: «Ισως να γνώριζε κάτι που κανείς δεν θα έπρεπε να γνωρίζει. Ενα μυστικό τού Τείχους.»

Το Σινικό Τείχος δεν είναι ένα ενιαίο έργο, αλλά χιλιάδες τμήματα από διαφορετικές περιόδους. 

Ο Cou περπάτησε τη νύχτα πάνω στο Τειχος,κατω απ'το φως τής σεληνης.

"Ο χρόνος είναι κύκλος." σκέφτηκε.

"Ίσως σε κάποια δυναστεία να περπάτησε εδώ που περπατάω κι εγώ.

Και να τον δολοφονησαν"

Τρόμαξε.

"Όπως και μένα τώρα.".Είδε μια σκιά στο βάθος.

Γύρισε γρήγορα στο φυλάκιο,κλείδωσε τη πόρτα.

Την άλλη μέρα δήλωσε πως όλοι οι συλλογισμοί που έκανε ήταν λάθος.

Ο άντρας σίγουρα ήταν απατεώνας,όμως πέθανε από φυσικά αίτια:ανακοπη καρδιάς.

Εκεινος ήξερε ότι ο φόβος για τη δολοφονία του δεν ήταν ψευδαισθηση.

Όπως κι ο Λιου Τζεν Σι ήταν κι αυτος βαθύς γνώστης τών τεσσάρων δυναστειών:Τσόου, Χαν,Τανγκ και Μινγκ.

Κι απέτυχε να καταλάβει(η' να θυμηθεί)σε ποια από τις τέσσερις δολοφονήθηκε.

Και πως ο Λιου Τζεν Σι ήταν ο δολοφονος του για λόγους επιστημονικής αντιζηλίας.

Μετά από αυτή την υπόθεση ο Xi Ni Cou δεν ανέλαβε καμιά άλλη.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Αν μ'αγαπάς, μη με ψάξεις.


Εκείνη στεκονταν μπροστά στο παράθυρο,κοιτάζοντας τη βροχή πάνω στα τζάμια. Φορούσε το σακάκι του. Της έπεφτε μεγάλο, τής άρεσε έτσι.

Γύρισε και τον κοίταξε.Γελασε.Εφερε μια στροφή γύρω απ'τον εαυτό της.

Τα πόδια της γυμνά μέχρι ψηλά πάνω.Μικρη έκανε χορό μπαλέτου.

Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του από τα χαρτιά του και την κοιτούσε.

Την είδε γνωρίσει πριν τρεις μήνες.Ηταν δικηγόρος υπεράσπισης της για 

μια υπόθεση μικροκλοπης.

Είχε κουραστεί.Εκεινη ήταν η τελευταία υπόθεση της ζωής του.

Επικίνδυνη.Γοητευτικη.

Τον πλησίασε.Τα μάτια της σκοτεινά.Ειχαν τη θλίψη τής νεότητας.Τον

έκαιγαν.

Εκείνος άναψε τσιγάρο.Εκείνη πήρε το τσιγάρο από τα χείλη του και το 

κάπνισε.Εβγαλε το σακάκι του.Την κοιτούσε.

-Θα φύγω,τού είπε.Ένας άντρας μού πρότεινε δουλειά.

-Τι δουλειά;τη ρωτησε

-Δεν έχει σημασία. Δεν είναι γραφείο, πάντως,απάντησε εκείνη χαμογελώντας.

Την έβλεπε που ντύνονταν.

Έμειναν σιωπηλοί.

Εκείνη πήγε στη πόρτα,στάθηκε.

-Αν μ'αγαπάς, μη με ψάξεις, τού είπε.

-Μη κλείσεις τη πόρτα, τής είπε.

Την άκουσε να κατεβαίνει τα σκαλιά, τα βήματά της να σβήνουν μέσα στη 

βροχή.

Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο.Την είδε να περνά το δρόμο και να χάνεται 

μέσα στη γκρίζα πόλη.

Αυτή ήταν η τελευταία του υπόθεση.Μονο.που δεν ήξερε αν τη έχασε η' την κέρδισε.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ορφέας και Ευρυδίκη 


Ένα φίδι δάγκωσε την Ευρυδίκη και το δηλητήριο την φαρμακωσε.

Ο Ορφέας καθισμένος ακίνητος μπροστά στο νεκρό σώμα τής Ευρυδίκης

Δεν ακούγεται τίποτα.

Ήταν εκεί το σώμα της,όμως εκείνη δεν ήταν.

Κι έτσι ξεκίνησε για τον κάτω κόσμο,εκεί που,όπως λένε,οι ψυχές πάνε.

Πέρασε τον ποταμό Αχέροντα.Ο Χαρωντας δεν τον.εμποδισε.Ο Κέρβερος

ο τρικέφαλος ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε.

Εκεί στον Άδη ο Ορφέας στάθηκε μπροστά στον Πλούτωνα και την Περσεφόνη.

Με τη λύρα του τούς περιέγραψε:τη ζωή και το τέλος,τον έρωτα και τον

χωρισμό.

Οι σκιές των ψυχών σταμάτησαν να κινούνται.Ακουγαν.

Οι ποταμοί τών νεκρών πάγωσαν.

Η Περσεφόνη, συγκινημένη, είπε στον Πλούτωνα::

-Άφησέ τον να την πάρει, όμως με ένα όρο: να μην την κοιτάξει ώσπου να βγει στο φως τού ήλιου.

Ο Ορφέας πήρε την Ευρυδίκη κι ανέβαιναν.Ακουγε πίσω του τα βήματα της 

κι η αγωνία του ήταν μεγάλη.Ηταν αλήθεια η' πλάνη;

Δεν άντεξε την αμφιβολια ,γύρισε πίσω και κοίταξε.

Την είδε.Ηταν.ομορφη,όμως το βλέμμα της έσβηνε.Απλωσε το χέρι του να την πιάσει.

-Ελα,φώναξε.

Κι εκείνη χάθηκε και τον άφησε μόνο του στο σκοτάδι.

Κι από τότε δεν ξαναμίλησε,ούτε στους ανθρώπους ξαναπαιξε τη λύρα του.

Πήγε στη Θράκη στις πρόποδες τού Παγγαίου.Εκει έπαιζε για τα δέντρα και 

τα ποτάμια και τ'αγρια θηρία πλησίαζαν ημερωμενα.

Οι άνθρωποι έλεγαν:τρελάθηκε.

Και μια νύχτα οι Μαινάδες οργισμένες τον περικύκλωσαν.

-Υμνησε τον Διόνυσο,τον θεό μας, τού φώναξαν.

Εκείνος αρνήθηκε και τότε τον κατασπάραξαν.

Το κεφάλι του κύλησε στα νερά τού ποταμού Έβρου,κι η λύρα βρέθηκε στη 

νήσο Λέσβο.

Κανείς ποτέ δεν έμαθε αν ο Ορφέας ξαναείδε την Ευρυδίκη.

.

.

.



Jackson Pollock, Κόκκινη Σύνθεση (1946). 


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

The dripping end

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)


Η Lee ειναι στην Ευρώπη, σε εκθέσεις.Ένα κενό μεγάλωνε.

Καποτε ούρησε μπροστά σε άλλους.Δεν κατάλαβαν το dripping του.Μοναχα η Peggy.Την γουσταρε πιο πολύ από την Lee.κι ας τής είχε ψιθυριζει στη πρώτη γνωριμία τους:do you like the fuck?.

Στο τραπέζι υπήρχε μια ανοιχτή μπουκάλα.με ουίσκι.Ηταν η παγίδα.Ειχε

τη δύναμη να την νικήσει.Παντα ομως η αναβολή υπερισχυε.

Άκουσε το γέλιο τής Edith.Η νεαρή φίλη τής Ruth είχε έρθει για βόλτα στη θάλασσα.

-Jack, θα πάμε μια βόλτα; φώναξε η Ruth, κι εμφανιστηκε στην πόρτα.

Η Ruth τον είχε αναστατώσει από την αρχή τής γνωριμίας τους. 

Δεν απάντησε αμέσως

-Ναι,ας πάμε, είπε τελικά.

11 Αυγούστου 1956.Ο Jackson Pollock μπροστά στο Ford

Μπήκαν στο αυτοκίνητο.Στο πίσω κάθισμα η Edith.

-Jack, όλα καλά; τον ρώτησε η Ruth,αγκαλιάζοντας τον.

-Όλα, απάντησε,εκτός από ένα.

Έβαλε μπροστά στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε.

Οδηγούσε και το αλκοόλ τον κυριευε.

-Θα μπορούσε αυτό να γίνει πίνακας, μουρμούρισε.

-Τι;τον ρώτησε η Ruth.

-Σαν να τρέχεις στο ίδιο σου το έργο,απάντησε.

Για μια στιγμή τού φάνηκε πως οι ρόδες τού αυτοκινήτου κινουνταν πάνω 

σε μια γλίστερη μπογια.

Η Ruth άγγιξε το χέρι του. -Μην τρέχεις τόσο.

Ο Pollock σήκωσε λίγο το πόδι από το γκάζι κι ύστερα το ξαναπάτησε.

Η Ruth γύρισε να πει κάτι στην Edith. Ένα γέλιο ακούστηκε, .

Στράφηκε για μια στιγμή προς τη Ruth.

-Ξέρεις,νομίζω πως…

Δεν πρόλαβε να τελειώσει.

Ένα άλλο αυτοκίνητο από  την αντίθετη κατεύθυνση. 

Ένα τρομακτικό τράνταγμα.

Και μετά η σκηνή ένα παγωμένο dripping.

.

.

.

.


The dripping end


Lee is in Europe, at exhibitions. A void was growing.

Once he urinated in front of others. They didn’t understand his dripping. Only Peggy. He liked her more than Lee. Even though at their first meeting he had whispered to her: do you like the fuck?

On the table there was an open bottle of whiskey. It was the trap.

She had the strength to defeat it. But postponement always prevailed.

He heard Edith’s laughter. Ruth’s young friend had come for a walk by the sea.

“Jack, shall we go for a ride?” Ruth shouted, appearing in the doorway.

Ruth had unsettled him from the beginning of their acquaintance.

He didn’t answer immediately.

“Yes, let’s go,” he finally said.

11 August 1956. Jackson Pollock in front of the Ford.

They got into the car. Edith in the back seat.

“Jack, everything alright?” Ruth asked, embracing him.

“Everything,” he replied, “except one thing.”

He started the car and set off.

He was driving and the alcohol was taking over him.

“This could become a painting,” he murmured.

“What?” Ruth asked.

“As if you’re running into your own work,” he answered.

For a moment it seemed to him as if the wheels of the car were moving on slippery paint.

Ruth touched his hand. “Don’t drive so fast.”

Pollock lifted his foot slightly from the gas and then pressed it again.

Ruth turned to say something to Edith. A laugh was heard.

He glanced for a moment toward Ruth.

“You know, I think that…”

He didn’t have time to finish.

Another car from the opposite direction.

A terrifying jolt.

And then the scene a frozen dripping.

.

.


The dripping end


Lee est en Europe, dans des expositions. Un vide grandissait.

Une fois, il avait uriné devant d’autres. Ils n’avaient pas compris son dripping. Seule Peggy l’avait compris. Il la désirait plus que Lee, même s’il lui avait murmuré lors de leur première rencontre : do you like the fuck ?

Sur la table, une bouteille de whisky ouverte. C’était le piège.

Elle avait la force de le vaincre. Mais le report l’emportait toujours.

Il entendit le rire d’Edith. La jeune amie de Ruth était venue se promener au bord de la mer.

« Jack, on va faire un tour ? » cria Ruth, apparaissant à la porte.

Ruth l’avait troublé dès leur première rencontre.

Il ne répondit pas tout de suite.

« Oui, allons-y », dit-il enfin.

11 août 1956. Jackson Pollock devant la Ford.

Ils montèrent dans la voiture. Edith à l’arrière.

« Jack, tout va bien ? » demanda Ruth en l’enlaçant.

« Tout… sauf une chose », répondit-il.

Il démarra et prit la route.

Il conduisait et l’alcool le dominait.

« Cela pourrait devenir un tableau », murmura-t-il.

« Quoi ? » demanda Ruth.

« Comme si tu courais dans ta propre œuvre », répondit-il.

Un instant, il eut l’impression que les roues roulaient sur une peinture glissante.

Ruth toucha sa main. « Ne roule pas si vite. »

Pollock relâcha un peu l’accélérateur puis appuya de nouveau.

Ruth se retourna pour dire quelque chose à Edith. Un rire retentit.

Il se tourna un moment vers Ruth.

« Tu sais, je crois que… »

Il n’eut pas le temps d’achever.

Une autre voiture en sens inverse.

Un choc terrifiant.

Et ensuite la scène un dripping figé.

.

.


The dripping end


Lee ist in Europa, auf Ausstellungen. Eine Leere wuchs.

Einmal urinierte er vor anderen. Sie verstanden sein Dripping nicht. Nur Peggy. Er mochte sie mehr als Lee, obwohl er ihr bei ihrer ersten Begegnung zuflüsterte: do you like the fuck?

Auf dem Tisch stand eine offene Whiskeyflasche. Es war die Falle.

Sie hatte die Kraft, sie zu überwinden. Doch das Aufschieben siegte immer.

Er hörte Ediths Lachen. Ruths junge Freundin war zum Spaziergang ans Meer gekommen.

„Jack, gehen wir eine Runde?“ rief Ruth und erschien in der Tür.

Ruth hatte ihn von Anfang an durcheinandergebracht.

Er antwortete nicht sofort.

„Ja, gehen wir“, sagte er schließlich.

11. August 1956. Jackson Pollock vor dem Ford.

Sie stiegen ins Auto. Edith auf dem Rücksitz.

„Jack, alles in Ordnung?“ fragte Ruth und umarmte ihn.

„Alles, außer einer Sache“, antwortete er.

Er startete den Wagen und fuhr los.

Er fuhr und der Alkohol überwältigte ihn.

„Das könnte ein Gemälde werden“, murmelte er.

„Was?“ fragte Ruth.

„Als würdest du in deinem eigenen Werk rennen“, antwortete er.

Einen Moment lang schien es ihm, als führten die Reifen über glitschige Farbe.

Ruth berührte seine Hand. „Fahr nicht so schnell.“

Pollock nahm kurz den Fuß vom Gas und trat dann wieder durch.

Ruth drehte sich um, um Edith etwas zu sagen. Ein Lachen ertönte.

Er wandte sich einen Moment zu Ruth.

„Weißt du, ich glaube…“

Er kam nicht mehr dazu, es zu sagen.

Ein anderes Auto aus der Gegenrichtung.

Ein schrecklicher Ruck.

Und dann die Szene ein gefrorenes dripping.

.

.


The dripping end


Lee è in Europa, a delle mostre. Un vuoto cresceva.

Una volta urinò davanti agli altri. Non capirono il suo dripping. Solo Peggy. Lei gli piaceva più di Lee, anche se al loro primo incontro le aveva sussurrato: do you like the fuck?

Sul tavolo c’era una bottiglia di whisky aperta. Era la trappola.

Aveva la forza di resistere. Ma il rinvio prevaleva sempre.

Sentì la risata di Edith. La giovane amica di Ruth era venuta a fare una passeggiata al mare.

«Jack, facciamo un giro?» gridò Ruth, apparendo sulla porta.

Ruth lo aveva turbato fin dall’inizio.

Non rispose subito.

«Sì, andiamo», disse infine.

11 agosto 1956. Jackson Pollock davanti alla Ford.

Salirono in macchina. Edith sul sedile posteriore.

«Jack, tutto bene?» chiese Ruth abbracciandolo.

«Tutto, tranne una cosa», rispose.

Mise in moto e partirono.

Guidava e l’alcol lo possedeva.

«Potrebbe diventare un quadro», mormorò.

«Cosa?» chiese Ruth.

«Come se corressi dentro la tua stessa opera», rispose.

Per un momento gli parve che le ruote scorressero su una vernice viscosa.

Ruth gli toccò la mano. «Non correre così.»

Pollock tolse un po’ il piede dall'acceleratore, poi lo premette di nuovo.

Ruth si voltò verso Edith. Si sentì una risata.

Si girò un attimo verso Ruth.

«Sai, penso che…»

Non fece in tempo a finire.

Un’altra macchina in senso opposto.

Un urto terribile.

E poi la scena un dripping congelato.

.

.


The dripping end


Lee está en Europa, en exposiciones. Un vacío crecía.

Una vez orinó delante de otros. No entendieron su dripping. Solo Peggy. Le gustaba más que Lee, aunque en su primer encuentro le había susurrado: do you like the fuck?

En la mesa había una botella abierta de whisky. Era la trampa.

Ella tenía la fuerza para vencerla. Pero siempre ganaba la postergación.

Oyó la risa de Edith. La joven amiga de Ruth había venido a pasear junto al mar.

«Jack, ¿vamos a dar una vuelta?» gritó Ruth, apareciendo en la puerta.

Ruth lo había inquietado desde el principio.

No respondió enseguida.

«Sí, vamos», dijo al final.

11 de agosto de 1956. Jackson Pollock frente al Ford.

Subieron al coche. Edith en el asiento trasero.

«Jack, ¿todo bien?» preguntó Ruth abrazándolo.

«Todo, menos una cosa», respondió.

Arrancó el coche y comenzaron.

Conducía y el alcohol lo dominaba.

«Esto podría ser un cuadro», murmuró.

«¿Qué?» preguntó Ruth.

«Como si corrieras dentro de tu propia obra», respondió.

Por un instante le pareció que las ruedas se movían sobre una pintura resbaladiza.

Ruth tocó su mano. «No conduzcas tan rápido.»

Pollock levantó un poco el pie del acelerador y luego volvió a pisarlo.

Ruth se volvió para decirle algo a Edith. Se oyó una risa.

Él se volvió un momento hacia Ruth.

«Sabes, creo que…»

No alcanzó a terminar.

Otro coche en dirección contraria.

Un golpe aterrador.

Y luego la escena un dripping congelado.

.

.


The dripping end


Lee está na Europa, em exposições. Um vazio crescia.

Uma vez ele urinou diante de outros. Não entenderam o seu dripping. Apenas Peggy. Ele gostava mais dela do que de Lee, mesmo que, na primeira vez que se encontraram, ele tivesse sussurrado: do you like the fuck?

Na mesa havia uma garrafa de uísque aberta. Era a armadilha.

Ela tinha força para vencê-la. Mas o adiamento sempre vencia.

Ouviu a risada de Edith. A jovem amiga de Ruth tinha vindo passear à beira-mar.

“Jack, vamos dar uma volta?”, gritou Ruth ao aparecer na porta.

Ruth o havia perturbado desde o início.

Ele não respondeu imediatamente.

“Sim, vamos”, disse finalmente.

11 de agosto de 1956. Jackson Pollock diante do Ford.

Entraram no carro. Edith no banco de trás.

“Jack, tudo bem?” perguntou Ruth, abraçando-o.

“Tudo, menos uma coisa”, respondeu.

Ele ligou o carro e partiram.

Dirigia e o álcool o dominava.

“Isso poderia virar um quadro”, murmurou.

“O quê?”, perguntou Ruth.

“Como se você corresse dentro da sua própria obra”, respondeu.

Por um momento lhe pareceu que as rodas deslizavam sobre tinta escorregadia.

Ruth tocou sua mão. “Não corra tanto.”

Pollock tirou um pouco o pé do acelerador e depois voltou a pisá-lo.

Ruth virou-se para dizer algo a Edith. Uma risada soou.

Ele virou-se por um momento para Ruth.

“Sabe, acho que…”

Não teve tempo de terminar.

Outro carro no sentido contrário.

Um choque terrível.

E então a cena um dripping congelado.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

μεταφράζοντας 


Πλούταρχος, Βιοι Παράλληλοι, Πύρρος,34

-Ο θάνατος τού Πυρρου-


[34]Ο Πύρρος λοιπόν βλέποντας να τον περιζωνει  η καταιγιδα  και ο κλυδωνισμος τής μαχης,τη διακριτική στεφάνη απ'το κράνος αφαιρώντας 

έδωκε σε κάποιον απ'τους συμπολεμιστές,κι αυτός τ'αλογο κεντριζοντας 

κατά τών επιτεθεμενων εχθρών όρμησε,κι όταν με δόρατο χτυπήθηκε 

διαμεσου τού θώρακα,όχι θανάσιμο πλήγμα ούτε σοβαρό,έστρεψε κατ'αυτου 

που τον χτυπησε,που ένας Αργείος ήταν όχι απ'τους επιφανεις,αλλά μιας φτωχής και ηλικιωμένης γυναίκας γιος,αυτή τότε βλέποντας τη μάχη όπως 

και οι λοιπές γυναίκες απ'τη στέγη,όταν κατάλαβε πως συνεπλακει με τον 

Πύρρο ο γιος,τρομάζοντας απ' τον κίνδυνο,αφού σήκωσε με τα δυο της χέρια 

ένα κεραμίδι το πέταξε πάνω στον Πύρρο,κι όταν αυτό έπεσε στο κεφάλι 

στο κράνος,και οι σπονδυλοι στη βάση τού λαιμού συντρίφτηκαν,τα μάτια 

του θόλωσαν,και τα χαλινάρια γλυστρισαν απ'τα χέρια,κι ο ίδιος αφου γκρεμίστηκε εκεί κοντά στον ιερό περιβολο τού  Λικυμνίου επεσε,χωρίς 

να γίνει αντιληπτος απ'τους άλλους,

τότε κάποιος Ζωπυρος απ'αυτους που με τον Αντίγονο στράτευσαν και δυο

τρεις άλλοι έτρεξαν και καταλαβαίνοντας τι έγινε ,σε καποια αποθήκη

τον έσυραν,ενώ απ'το χτυπημα άρχιζε να συνέρχεται,κι όταν ο Ζωπυρος 

τράβηξε ενα  ιλλυρικό μαχαίρι για να τού κοψει το κεφάλι,τον κοιταξε τόσο φοβερα στα ματια,ώστε να κάνει τον Ζωπυρο να τρομαξει,και με τα χέρια 

να τρέμουν,ομως να το προσπαθουν,όντας συγχυσμένος και ταραγμενος,όχι ίσια,αλλά πλάγια απ'το στόμα και το πηγούνι να κόβει αργά και με δυσκολία 

να αποχωρίζει το κεφαλι,

ήδη όμως είχε γίνει φανερό το γεγονός σε πολλούς,και σπεύδοντας 

ο Αλκυονευς ζήτησε το κεφαλι για νά το εξετάσει,αφού λοιπόν το πήρε

κατέβηκε απ'τ'αλογο και στον πατέρα του που κάθονταν με φίλους παρουσιασε

όταν το είδε και το γνώρισε ο Αντίγονος,το γιο έδιωξε,χτυπώντας με

το ραβδί και αποκαλωντας τον βεβηλο και βάρβαρο,κι ο ίδιος φερνοντας τη 

χλαμυδα μπροστά στα μάτια δακρυσε,τον παππού Αντίγονο θυμήθηκε και τον

πατέρα του Δημητριο,τού σπιτιού του παραδειγματα για τη μεταβολή τής 

τύχης,κι αφού το κεφάλι και το σώμα του Πύρρου περιποιήθηκε τα εκαψε,


[34] Ὁ δὲ Πύρρος ἐφορῶν τὸν περιέχοντα χειμῶνα καὶ κλύδωνα, τὴν μὲν στεφάνην ᾗ διάσημον ἦν τὸ κράνος ἀφελὼν ἔδωκέ τινι τῶν ἑταίρων, αὐτὸς δὲ τῷ ἵππῳ πεποιθὼς εἰς τοὺς ἑπομένους τῶν πολεμίων ἐνέβαλε, καὶ δόρατι πληγεὶς διὰ τοῦ θώρακος οὐ καιρίαν πληγὴν οὐδὲ μεγάλην, ἐπέστρεψε κατὰ τοῦ πατάξαντος, ὃς ἦν Ἀργεῖος οὐ τῶν ἐπιφανῶν, ἀλλὰ πενιχρᾶς καὶ πρεσβυτέρας υἱὸς γυναικός. αὕτη τότε θεωμένη τὴν μάχην ὥσπερ αἱ λοιπαὶ γυναῖκες ἀπὸ τοῦ τέγους, ὡς ἐπέγνω συνεστῶτα τῷ Πύρρῳ τὸν υἱόν, ἐκπαθὴς γενομένη πρὸς τὸν κίνδυνον, ἄρασα κεραμίδα ταῖς χερσὶν ἀμφοτέραις ἀφῆκεν ἐπὶ τὸν Πύρρον. ἐμπεσούσης δὲ τῇ κεφαλῇ κατὰ τοῦ κράνους, καὶ τῶν σφονδύλων πρὸς τὴν βάσιν τοῦ τραχήλου συντριβέντων, αἵ τ' ὄψεις συνεχύθησαν αὐτοῦ, καὶ προήκαντο τὰς ἡνίας αἱ χεῖρες. αὐτὸς δὲ κατενεχθεὶς παρὰ τὸν τοῦ Λικυμνίου σηκὸν ἔπεσεν, ὑπὸ τῶν πολλῶν ἀγνοούμενος. Ζώπυρος δέ τις τῶν παρ' Ἀντιγόνῳ στρατευομένων καὶ δύο ἢ τρεῖς ἕτεροι προσδραμόντες καὶ κατανοήσαντες, εἴς τινα θυρῶνα παρείλκυσαν αὐτόν, ἀρχόμενον ἐκ τῆς πληγῆς ἀναφέρεσθαι. σπασαμένου δὲ τοῦ Ζωπύρου μάχαιραν Ἰλλυρικὴν ὡς τὴν κεφαλὴν ἀποτεμοῦντος, ἐνέβλεψε δεινόν, ὥστε τὸν Ζώπυρον περίφοβον γενόμενον καὶ τὰ μὲν τρέμοντα ταῖς χερσί, τὰ δ' ἐπιχειροῦντα, θορύβου δὲ καὶ ταραχῆς μεστὸν ὄντα, μὴ κατ' ὀρθόν, ἀλλὰ παρὰ τὸ στόμα καὶ τὸ γένειον ἀποτέμνοντα βραδέως καὶ μόλις ἀποσπάσαι τὴν κεφαλήν.

Ἤδη δὲ σύνδηλον ἦν τὸ γεγονὸς πλείοσι, καὶ προσδραμὼν ὁ Ἀλκυονεὺς ᾔτησε τὴν κεφαλὴν ὡς κατανοήσων. λαβὼν δ' ἀφίππευσε πρὸς τὸν πατέρα καὶ καθεζομένῳ μετὰ τῶν φίλων προσέβαλε. θεασάμενος δὲ καὶ γνοὺς ὁ Ἀντίγονος, τὸν μὲν υἱὸν ἀπήλασε, τῇ βακτηρίᾳ παίων καὶ καλῶν ἐναγῆ καὶ βάρβαρον, αὐτὸς δὲ τὴν χλαμύδα προθέμενος τοῖς ὄμμασιν ἐδάκρυσεν, Ἀντιγόνου τοῦ πάππου μνησθεὶς καὶ Δημητρίου τοῦ πατρός, οἰκείων παραδειγμάτων εἰς τύχης μεταβολήν. τὴν μὲν οὖν κεφαλὴν καὶ τὸ σῶμα τοῦ Πύρρου κοσμήσας ἔκαυσεν.

.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ανθρώπινα Εσωτερικά)

Ημερολόγιο μιας γυναικας


και ξέρεις τι με τρελαίνει περισσότερο;

οτι υπάρχουν μέρες, λίγες, αλλά υπάρχουν,

που ξυπνάω και νομίζω πως όλα θα αλλάξουν,

πως θα σηκωθώ, θα πιω έναν καφέ,

θ'ανοίξω το παράθυρο

και θα μπει μέσα καθαρός αέρας,

όχι αυτός ο βαρύς, ο γεμάτος λύσσα και καυσαέριο,

εστω μια σταγόνα.

και μετά βγαίνω στο δρόμο

και βλέπω τα ίδια βουβα προσωπα,

τις ίδιες βρισιές στα μάτια τών ανθρώπων,

την ίδια αγένεια στα πεζοδρόμια,

το ίδιο “τράβα παραπέρα, μωρή, ενοχλείς”,

και τότε μού ’ρχεται να τα σπάσω όλα,

να ουρλιάξω 

πως δεν αντέχω άλλο,

πως κουράστηκα να κάνω 

να σφίγγω τα δόντια,να πνιγω την αηδία μου,

αλλά δεν το κάνω.

Καποτε γύρισα σπίτι τόσο κουρασμένη

που έπεσα στο πάτωμα,

δεν ειχα ούτε χέρια ούτε πόδια,μόνο μια σκέψη καρφωμένη στο μυαλό,στο σώμα μου:

«Δεν πάει άλλο»,

κι άρχισα:

να κρατάω σημειώσεις,γράφω επίτηδες άσχημα,

για να μην μπορεί κανείς να βγάλει νόημα,

γράφω βρισιές,

σκέψεις πεταμένες,

λέξεις που μόνο εγώ καταλαβαίνω:

«Μην ξεχάσεις να αναπνέεις»,

«Μην φοβηθείς»,

«Μη μικραίνεις άλλο»,

«Μη χαθείς»,

τέτοια,παιδικά,

κι όμως, όταν τα διαβάζω,νιώθω σαν να μου κρατανε το χέρι,

και κάπου εκεί,

σε μια απ'αυτές τις ηλίθιες σημειώσεις,

έγραψα:

«Αντεξα μέχρι εδώ,από δω και πέρα είναι εγω»,

και το κρατάω αυτό

σαν υπόσχεση.

Κάπου σ'εκείνη τη ρουτίνα τυχαία τον συνάντησα στο δρόμο,

«Τι κάνεις;» μου είπε,

εκείνο το αδιάφορο «τι κάνεις»

που το λένε μόνο όσοι δεν νοιάστηκαν ποτέ,

τον κοίταξα,

είχε γεράσει,

οχι ωραία,άσχημα,

με την ασχήμια εκείνη που σού προκαλεί η ζωή

όταν παριστάνεις πως όλα τα ελέγχεις ενώ δεν ελέγχεις ούτε την ανάσα σου,

«Καλά,» τού είπα

ηταν ψέμα ,

«Πέρασε να τα πούμε καμιά φορά,» είπε,

σαν να μιλούσε σε σκύλο,

σαν να με σφύριζε,

σαν να ήμουν κάτι δεδομένο,

δεν χάρηκα,τίποτα,

τον κοίταξα,

χωρίς φόβο,

χωρίς ανάγκη,

χωρίς αυτό το «μη φύγεις»

που έτρωγα παλιά σαν ψωμί μπαγιάτικο,

«Δεν έχω τίποτα να σου πω» τού απάντησα,

και ήταν η πιο καθαρή πρόταση που είχα πει εδώ και χρόνια,

ούτε νεύριασε

ούτε στεναχωρήθηκε

γύρισε και έφυγε.

Καλύτερα.

Ήταν από εκείνους που νόμιζαν πάντα

ότι θα με βρουν όπου με άφησαν,

αλλά εγώ,επιτέλους,

δεν ήμουν πια εκεί.

Το ίδιο βράδυ όταν γύρισα σπίτι μπήκα μέσα όπως μπαίνει κανείς σε παλιό, άδειο θέατρο,δεν άναψα φως,

μόνο τα παπούτσια μου άκουγα.

και την ανάσα μου.

Κάθισα στο πάτωμα,

αναψα ένα τσιγάρο,

και δε μ'ένοιαζε τίποτα,

ούτε η μυρωδιά

ούτε η στάχτη

ούτε ο χρόνος που χανόταν.

Στο τετράδιο σημείωσα:

«Δεν φοβάμαι πια να είμαι μόνη.

Φοβάμαι μόνο να ξαναγίνω εκείνη που ήμουν».

Και τότε ενιωσα μια ησυχία,

πρώτη φορά μετά από χρόνια,εκεί μέσα,

σε αυτό το γυμνό άδειο δωματιο.

Ένα τίποτα,

κι αυτό μού ήταν αρκετό.

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Εξω,Αννουσκα,στην αταξία τού κόσμου.

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)


1871.Η παγωμένη Αγία Πετρούπολη.Απογευμα.Υγρασια και ομίχλη.

Ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι με σκούρο πανωφορι ανέβαινε τις σκάλες μιας παλιάς πολυκατοικίας.

Είχε συναντηση με έναν νεαρό επαναστάτη που θα τού εδινε πληροφορίες για

μια συνομωτική ομαδα.Χρειαζονταν υλικο για το νέο του μυθιστόρημα. 

Η πόρτα άνοιξε πριν να χτυπήσει.

Στο άνοιγμα στεκόταν ο Σεργκέι Νετσάγιεφ.

Αυτός θα είναι ο ήρωας μου,σκέφτηκε,Πιοτρ Στεπανοβιτς Βερχοβενσκι

Μπήκε μέσα.Ο Νετσαγιεφ έκλεισε τη πόρτα και την κλείδωσε.

-Κύριε Ντοστογιέφσκι, είπε, Σας περίμενα.

-Έχω ακούσει πολλά για σας, απάντησε.

Κάθησε.Στο τραπέζι υπήρχαν ανάκατα:χαρτιά, προκηρύξεις,όπλα.

Ο Νετσάγιεφ άρχισε να μιλάει:

-Εγώ είμαι φανατικος τής επανάστασης.Δεν έχω οικογένεια, δεν έχω πατρίδα, δεν έχω προσωπική ζωή. Ο επαναστάτης πρέπει να τα καίει όλα μέσα του. 

Να σπέρνει το.μισος,την καταστροφη.Τοτε όλα θα ανατραπούν.

Χαμογέλασε.

-Εσείς το καταλαβαίνετε αυτό,συνέχισε.Ησασταν φυλακή.Υποθεση Πετρασεφκσκι.Σας στησαν για εκτελεση.

Ο Ντοστογιέφσκι ένιωσε ένα ρίγος.Η μνήμη δεν έσβησε ποτέ.

22 Δεκεμβρίου 1849.Τους οδήγησαν με όλους τούς τύπους στο τόπο τής εκτέλεσης.Ολα σκηνοθετημένα:ο παπας με τα αμφια,το ευαγγέλιο,το σταυρό,

τα στρατιωτικά τμήματα παρατεταγμένα.Χτυπησαν τα τύμπανα τρεις

φορές.Διαβαστηκε η καταδικαστική απόφαση.Τους χώρισαν σε τριάδες.

Στην τρίτη τριάδα ήταν αυτος.Περιμενα τούς πυροβολισμούς στη πρωτη 

τριαδα.Τοτε στη σκηνή ήρθε ένας καβαλάρης αξιωματικός.Ο.τσαρος τούς χαρίζει τη ζωή.Αλλους τούς στέλνουν στη Σιβηρία,όπως αυτόν,αλλους στα κάτεργα,κι άλλους στον Καύκασο.

-Θα σας δώσω ό,τι χρειάζεστε,άκουσε τη φωνή τού Νετσάγιεφ.Τα πρόσωπα, 

τις μεθόδους, τον τρόμο. Γιατί η επανάσταση, κύριε Ντοστογιέφσκι, δεν είναι ιδέες, είναι φόβος. Είναι καχυποψία. Είναι η διάλυση της παλιάς τάξης με όποιο κόστος.

Είδε τη πόρτα από το διπλανο.δωματιο να ανοίγει.Ενας νεαρός άντρας άντρας

εμφανίστηκε κρατώντας ένα τηγάνι με ωμά μανιτάρια.

-Συγγνώμη για την ενόχληση, είπε. Τα μανιτάρια θέλουν προσοχή. Μπορούν να 

σε σκοτώσουν αν κάνεις λάθος στην επιλογη.

Ο Ντοστογιέφσκι σκέφτηκε τον Νικόλαο Σταβρογκιν.

Ο Νετσάγιεφ χαμογέλασε.

-Να σας συστήσω.Γκρέγκορι Περελμαν μαθηματικος.Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι συγγραφέας.

-Αυτο είναι αδύνατο,είπε ο Ντοστογιέφσκι.

-Αδύνατο είναι μόνο ό,τι ορίζουν τα αξιώματα, είπε ο Περελμαν. Αν τα αλλάξεις, αλλάζει και το αδύνατο. Όπως στην επανάσταση. Όπως στα μαθηματικά.

Αν θέλετε μπορείτε να έρθετε στο διαμέρισμα μου,και νά συνεχίσω το 

τηγάνισμα τών μανιταριών μου.

Τον ακολούθησαν.Εκει έβαλε το τηγάνι πάνω στο πετρογκαζ.Τα μανιτάρια τσίριζαν.

Πήρε από τη δισκοθήκη ένα δίσκο και τον έβαλε στο πικ-απ.

-Η Λειτουργία του Ιωάννη τού Χρυσοστόμου τού Σεργκέι Ραχμάνινοφ,είπε.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε την ορθόδοξη Ρωσία μας.

Έβγαλε τα μανιτάρια από το τηγάνι ,τα έβαλε σε ενα πιάτο.

-Το σύμπαν, συνέχισε ο Περελμαν, χτίζεται πάνω σε γεωμετρίες που είτε καταρρέουν είτε κρατούν. Η επανάσταση είναι μια εξίσωση αστάθειας. Θέλει 

να καταρρίψει ένα γεωμετρικό σύστημα εξουσίας και να επιβάλει ένα άλλο. Όμωςωόπως και στην υπόθεση Πουανκαρέ, αν δεν αποδείξεις ότι ο χώρος μπορεί να αναδιαμορφωθεί χωρίς να χάσει την ουσία του, η κατάρρευση είναι αναπόφευκτη.

Ο Νετσάγιεφ τον έκοψε:

-Εγώ όμως δεν ενδιαφέρομαι για σταθερές. Εγώ θέλω κατάρρευση. Θέλω 

χάος.

Τότε, είπε ο Περελμαν, δεν μιλάμε για επανάσταση, αλλά για τοπολογική καταστροφή. Ένα σύστημα που σπάει χωρίς δυνατότητα μετασχηματισμού.

Στο.κεφαλι τού Ντοστογιέφσκι άρχισε να σχηματίζεται  ο κόσμος τών  “Δαιμονισμένων”:

Η συζήτηση κράτησε ώρες.

Ο Νετσάγιεφ ξεδίπλωσε όλο το δίκτυο της οργάνωσής του, τα μυστικά, τη μέθοδο τής τρομοκρατίας, τη δολοφονία του Ιβάνοφ.

Ο Περελμαν, με την ίδια ψυχρή ηρεμία, του εξηγούσε πώς κάθε σύστημα που βασίζεται στον φόβο είναι μαθηματικά καταδικασμένο να καταρρεύσει, όπως ένα μη-συνεκτικό πολλαπλό στο οποίο κανείς δεν μπορεί να χαράξει μια συνεχή γραμμή.

Ο Ντοστογιέφσκι δεν μιλούσε,μονο κατέγραφε.

Οι Δαιμονισμένοι.Бесы:Μια αλληγορία για τις καταστροφικές συνέπειες τού πολιτικού και ηθικού μηδενισμού,τη δεκαετία 1860,στη Ρωσία.

Приступая к описанию недавних и столь странных событий, происшедших в нашем, доселе ничем не отличавшемся городе, я принуждён,...

(Ξεκινώντας να περιγράφω τα πρόσφατα και πολύ παράξενα γεγονότα που συνέβησαν στην πόλη μας, η οποία μέχρι τώρα δεν ήταν αξιοσημείωτη για τίποτε, …)

Είχε ξημερώσει όταν έφυγε και κατέβηκε τις σκάλες τής παλιάς πολυκατοικίας.

Στον δρόμο, ο αέρας ήταν παγωμενος.

Η ψυχή τού ανθρώπου, το πιο βαρύ φορτίο,σκεφτηκε,τι αναζητώ σ'αυτους

τούς ανθρώπους;

Γύρισε σπίτι του,στην οδό Κουζνετσνι αριθμός 5,2ος όροφος

 -Φιόντορ, πού ήσουν,τον ρώτησε η Άννα Γρηγόριεβνα,με ανησυχία στη φωνή της.

-Εξω,Αννουσκα,στην αταξία τού κόσμου,απαντησε

.

.

Outside, Annoushka, in the disorder of the world.


1871. Frozen Saint Petersburg. Afternoon. Dampness and fog.

Fyodor Mikhailovich Dostoevsky, wearing a dark overcoat, was climbing the stairs of an old apartment building.

He had a meeting with a young revolutionary who would give him information about a conspiratorial group. He needed material for his new novel.

The door opened before he could knock.

Sergei Nechaev was standing in the doorway.

This will be my character, he thought, Pyotr Stepanovich Verkhovensky.

He entered. Nechaev closed the door and locked it.

“Mr. Dostoevsky,” he said, “I’ve been expecting you.”

“I’ve heard much about you,” he replied.

He sat down. On the table lay a chaotic mix of papers, leaflets, weapons.

Nechaev began to speak:

“I am a fanatic of revolution. I have no family, no homeland, no personal life. The revolutionary must burn everything inside him. He must sow hatred, destruction. Only then will everything be overturned.”

He smiled.

“You understand this,” he continued. “You were in prison. The Petrashevsky affair. They set you up for execution.”

Dostoevsky felt a shiver. The memory had never faded.

22 December 1849. They were led, with all formalities, to the place of execution. Everything staged: the priest in his vestments, the Gospel, the cross, the military units drawn up. The drums beat three times. The sentence was read. They were divided into groups of three.

He was in the third group. He waited for the shots in the first group. Then a mounted officer appeared. The Tsar granted them their lives. Some were sent to Siberia—as he was—others to hard labor, others to the Caucasus.

“I will give you everything you need,” he heard Nechaev’s voice. “The faces, the methods, the terror. Because revolution, Mr. Dostoevsky, is not ideas—it's fear. It is suspicion. It is the dissolution of the old order at any cost.”

He saw the door of the next room open. A young man appeared holding a pan with raw mushrooms.

“Forgive the interruption,” he said. “Mushrooms require attention. They can kill you if you make the wrong choice.”

Dostoevsky thought of Nikolai Stavrogin.

Nechaev smiled.

“Let me introduce you. Grigori Perelman, mathematician. Fyodor Mikhailovich Dostoevsky, writer.”

“That is impossible,” said Dostoevsky.

“Impossible is only what the axioms define,” said Perelman. “If you change them, the impossible changes. As in revolution. As in mathematics.

If you want, you may come to my apartment and I’ll continue frying my mushrooms.”

They followed him. There he placed the pan on the small gas stove. The mushrooms hissed.

He took a record from the shelf and placed it on the turntable.

“The Liturgy of St. John Chrysostom, by Sergei Rachmaninoff,” he said. “We must not forget our Orthodox Russia.”

He removed the mushrooms from the pan and placed them on a plate.

“The universe,” Perelman continued, “is built on geometries that either collapse or hold. Revolution is an equation of instability. It seeks to overthrow one geometric system of power and impose another. But, as in the Poincaré conjecture, if you cannot prove that space can be reshaped without losing its essence, collapse is inevitable.”

Nechaev interrupted him:

“But I am not interested in constants. I want collapse. I want chaos.”

“Then,” said Perelman, “we are not speaking of revolution, but of topological destruction—a system that breaks with no possibility of transformation.”

In Dostoevsky’s mind, the world of Demons began to take shape.

The discussion lasted for hours.

Nechaev unfolded the entire network of his organization, the secrets, the method of terror, the murder of Ivanov.

Perelman, with the same cold calm, explained how any system based on fear is mathematically doomed to collapse, like a non-connected manifold where no continuous path can be traced.

Dostoevsky did not speak; he only recorded.

Demons (Бесы): an allegory of the destructive consequences of political and moral nihilism in Russia in the 1860s.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(Beginning to describe the recent and very strange events that occurred in our city, which until now had nothing remarkable…)

It was dawn when he left, descending the stairs of the old building.

Outside, the air was freezing.

The human soul, the heaviest burden, he thought. What am I seeking in these people?

He returned home, to Kuznechny Street No. 5, 2nd floor.

“Fyodor, where were you?” Anna Grigorievna asked anxiously.

“Outside, Annoushka, in the disorder of the world,” he replied.

.

.


Dehors, Annouchka, dans le désordre du monde.


1871. Saint-Pétersbourg glacée. Après-midi. Humidité et brouillard.

Fiodor Mikhaïlovitch Dostoïevski, vêtu d’un manteau sombre, montait l’escalier d’un vieil immeuble.

Il avait rendez-vous avec un jeune révolutionnaire qui devait lui fournir des informations sur un groupe conspirateur. Il avait besoin de matériau pour son nouveau roman.

La porte s’ouvrit avant qu’il ne frappe.

Sergeï Netchaïev se tenait dans l’embrasure.

Voilà mon personnage, pensa-t-il, Piotr Stepanovitch Verkhovenski.

Il entra. Netchaïev referma la porte et la verrouilla

« Monsieur Dostoïevski, dit-il, je vous attendais. »

« J’ai beaucoup entendu parler de vous », répondit-il.

Il s’assit. Sur la table : papiers, tracts, armes, pêle-mêle.

Netchaïev commença :

« Je suis un fanatique de la révolution. Je n’ai pas de famille, pas de patrie, pas de vie personnelle. Le révolutionnaire doit brûler tout en lui. Il doit semer la haine, la destruction. Alors tout s’effondrera. »

Il sourit.

« Vous comprenez cela. Vous avez été en prison. L’affaire Petrachevski. On vous a conduit au bord de l’exécution. »

Dostoïevski frissonna. Le souvenir n’avait jamais disparu.

Le 22 décembre 1849. On les mena, selon toutes les formes, au lieu d’exécution. Tout était mis en scène : le prêtre, les évangiles, la croix, les troupes alignées. Les tambours battirent trois fois. La sentence fut lue. On les divisa par groupes de trois.

Il était dans le troisième. Il attendait les salves du premier groupe. Puis un officier à cheval arriva : le tsar leur accordait la vie. Certains envoyés en Sibérie—comme lui—d’autres au bagne, d’autres au Caucase.

« Je vous donnerai tout ce dont vous avez besoin, » entendit-il la voix de Netchaïev. « Les visages, les méthodes, la terreur. Car la révolution, monsieur Dostoïevski, ce ne sont pas des idées—c’est la peur. La suspicion. La dissolution de l’ancien ordre, quel qu’en soit le prix. »

Il vit la porte de la chambre voisine s’ouvrir. Un jeune homme apparut avec une poêle pleine de champignons crus.

« Excusez-moi, dit-il. Les champignons exigent de l’attention. Une erreur peut vous tuer. »

Dostoïevski pensa à Nicolas Stavroguine.

Netchaïev sourit.

« Permettez-moi de vous présenter. Grigori Perelman, mathématicien. Fiodor Mikhaïlovitch Dostoïevski, écrivain. »

« C’est impossible », dit Dostoïевski.

« Impossible n’est que ce que définissent les axiomes, dit Perelman. Si on les change, l’impossible change. Comme dans la révolution. Comme en mathématiques.

Si vous voulez, vous pouvez venir chez moi et je continuerai à faire sauter mes champignons. »

Ils le suivirent. Là, il posa la poêle sur le réchaud. Les champignons grésillaient.

Il mit un disque sur le tourne-disque.

« La Liturgie de saint Jean Chrysostome, de Rachmaninov. Il ne faut pas oublier notre Russie orthodoxe. »

Il servit les champignons.

« L’univers, poursuivit Perelman, repose sur des géométries qui s’effondrent ou se maintiennent. La révolution est une équation d’instabilité. Elle vise à renverser un système géométrique de pouvoir et à en imposer un autre. Mais, comme dans la conjecture de Poincaré, si l’on ne peut prouver que l’espace peut être remodelé sans perdre son essence, l’effondrement est inévitable. »

Netchaïev l’interrompit :

« Je ne m’intéresse pas aux constantes. Je veux l’effondrement. Je veux le chaos. »

« Alors, dit Perelman, il ne s’agit plus de révolution, mais de destruction topologique—un système qui se brise sans possibilité de transformation. »

Dans l’esprit de Dostoïевski, le monde des Démons commençait à se former.

La conversation dura des heures.

Netchaïev exposa son réseau, ses secrets, sa méthode de terreur, le meurtre d’Ivanov.

Perelman, avec le même calme glacial, expliquait comment tout système fondé sur la peur est mathématiquement voué à l’effondrement, comme une variété non-connexe où aucune courbe continue ne peut être tracée.

Dostoïевski ne parlait pas ; il notait.

Les Démons (Бесы): une allégorie des conséquences destructrices du nihilisme moral et politique dans la Russie des années 1860.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(En commençant à décrire les événements récents et si étranges…)

Il faisait jour lorsqu’il partit.

Dehors, l’air était glacial.

L’âme humaine, le fardeau le plus lourd, pensa-t-il. Que cherché-je chez ces hommes ?

Il rentra chez lui, 5 rue Kouznetschny, 2e étage.

« Fiodor, où étais-tu ? » demanda Anna Grigorievna, inquiète.

« Dehors, Annouchka, dans le désordre du monde », répondit-il.

.

.


Draußen, Annuschka, in der Unordnung der Welt.


1871. Das gefrorene Sankt Petersburg. Nachmittag. Feuchtigkeit und Nebel.

Fjodor Michailowitsch Dostojewski stieg in einem dunklen Mantel die Treppen eines alten Mietshauses hinauf.

Er hatte ein Treffen mit einem jungen Revolutionär, der ihm Informationen über eine Verschwörergruppe geben sollte. Er brauchte Material für seinen neuen Roman.

Die Tür öffnete sich, bevor er klopfen konnte.

Sergei Netchajew stand im Türrahmen.

Das wird meine Figur, dachte er, Pjotr Stepanowitsch Werchowenski.

Er trat ein. Netschajew schloss die Tür und verriegelte sie

„Herr Dostojewski,“ sagte er, „ich habe Sie erwartet.“

„Ich habe viel über Sie gehört“, erwiderte er.

Er setzte sich. Auf dem Tisch lagen wirr durcheinander Papiere, Flugblätter, Waffen.

Netschajew begann zu sprechen:

„Ich bin ein Fanatiker der Revolution. Ich habe keine Familie, kein Vaterland, kein persönliches Leben. Der Revolutionär muss alles in sich verbrennen. Er muss Hass säen, Zerstörung. Erst dann wird alles gestürzt.“

Er lächelte.

„Sie verstehen das. Sie waren im Gefängnis. Die Petraschewski-Affäre. Man führte Sie zur Hinrichtung.“

Dostojewski fröstelte. Die Erinnerung war nie verblasst.

22. Dezember 1849. Man führte sie mit allen Förmlichkeiten zum Hinrichtungsplatz. Alles war inszeniert: der Priester, das Evangelium, das Kreuz, die aufgestellten Soldaten. Die Trommeln schlugen dreimal. Das Urteil wurde verlesen. Sie wurden in Dreiergruppen eingeteilt.

Er war in der dritten. Er wartete auf die Salven für die erste Gruppe. Dann erschien ein berittener Offizier. Der Zar schenkte ihnen das Leben. Manche kamen nach Sibirien—wie er—andere zu Zwangsarbeit, andere in den Kaukasus.

„Ich werde Ihnen alles geben, was Sie brauchen“, hörte er Netchajews Stimme. „Die Gesichter, die Methoden, den Terror. Denn die Revolution, Herr Dostojewski, sind keine Ideen—sondern Angst. Misstrauen. Die Auflösung der alten Ordnung um jeden Preis.“

Er sah, wie sich die Tür des Nebenzimmers öffnete. Ein junger Mann erschien mit einer Pfanne voller roher Pilze.

„Verzeihen Sie die Störung“, sagte er. „Pilze brauchen Aufmerksamkeit. Ein Fehler kann töten.“

Dostojewski dachte an Nikolai Stawrogin.

Netschajew lächelte.

„Darf ich vorstellen: Grigori Perelman, Mathematiker. Fjodor Michailowitsch Dostojewski, Schriftsteller.“

„Das ist unmöglich“, sagte Dostojewski.

„Unmöglich ist nur, was die Axiome festlegen“, sagte Perelman. „Wenn man sie ändert, ändert sich auch das Unmögliche. Wie in der Revolution. Wie in der Mathematik.

Wenn Sie wollen, können Sie in meine Wohnung kommen, und ich brate die Pilze fertig.“

Sie folgten ihm. Dort stellte er die Pfanne auf den Gasherd. Die Pilze zischten.

Er legte eine Schallplatte auf.

„Die Liturgie des Heiligen Johannes Chrysostomos von Rachmaninow“, sagte er. „Man darf unser orthodoxes Russland nicht vergessen.“

Er servierte die Pilze.

„Das Universum“, fuhr Perelman fort, „basiert auf Geometrien, die entweder zusammenbrechen oder halten. Die Revolution ist eine Gleichung der Instabilität. Sie will ein geometrisches Machtsystem stürzen und ein anderes einsetzen. Aber wie bei der Poincaré-Vermutung—wenn man nicht beweisen kann, dass sich der Raum umformen lässt, ohne sein Wesen zu verlieren, ist der Zusammenbruch unvermeidlich.“

Netschajew unterbrach:

„Ich interessiere mich nicht für Konstanten. Ich will Zusammenbruch. Ich will Chaos.“

„Dann“, sagte Perelman, „reden wir nicht von Revolution, sondern von topologischer Zerstörung—ein System, das zerbricht ohne Möglichkeit der Transformation.“

In Dostojewskis Kopf begann die Welt der Dämonen Gestalt anzunehmen.

Das Gespräch dauerte Stunden.

Netschajew legte das gesamte Netz seiner Organisation offen, die Geheimnisse, die Methode des Terrors, den Mord an Iwanow.

Perelman erklärte mit derselben kalten Ruhe, wie jedes System, das auf Angst basiert, mathematisch zum Zusammenbruch verurteilt ist—wie eine nicht zusammenhängende Mannigfaltigkeit, auf der keine kontinuierliche Linie gezogen werden kann.

Dostojewski sprach nicht; er notierte nur.

Dämonen (Бесы): eine Allegorie der zerstörerischen Folgen des politischen und moralischen Nihilismus im Russland der 1860er Jahre.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(Als ich begann, die jüngsten und so seltsamen Ereignisse zu beschreiben…)

Es dämmerte, als er das Haus verließ und die Treppen hinabstieg.

Draußen war die Luft eisig.

Die menschliche Seele, die schwerste Last, dachte er. Was suche ich bei diesen Menschen?

Er ging nach Hause, in die Kusnetschny-Straße Nr. 5, 2. Stock.

„Fjodor, wo warst du?“ fragte Anna Grigorjewna ängstlich.

„Draußen, Annuschka, in der Unordnung der Welt“, antwortete er.

.

.


Fuori, Annuska, nel disordine del mondo.


1871. San Pietroburgo gelata. Pomeriggio. Umidità e nebbia.

Fëdor Michajlovič Dostoevskij, con un cappotto scuro, saliva le scale di un vecchio condominio.

Aveva un incontro con un giovane rivoluzionario che gli avrebbe dato informazioni su un gruppo cospirativo. Gli serviva materiale per il suo nuovo romanzo.

La porta si aprì prima che bussasse.

Sergej Nečaev era sulla soglia.

Questo sarà il mio personaggio, pensò, Pëtr Stepanovič Verchovenskij.

Entrò. Nečaev chiuse la porta e la sprangò.

«Signor Dostoevskij,» disse, «la stavo aspettando.»

«Ho sentito molto su di lei», rispose.

Si sedette. Sul tavolo: carte, volantini, armi alla rinfusa.

Nečaev cominciò:

«Sono un fanatico della rivoluzione. Non ho famiglia, non ho patria, non ho vita personale. Il rivoluzionario deve bruciare tutto dentro di sé. Deve seminare odio, distruzione. Solo allora tutto crollerà.»

Sorrise.

«Lei lo capisce. È stato in prigione. Il caso Petraševskij. L’hanno portata alla finta esecuzione.»

Dostoevskij rabbrividì. Il ricordo non era mai svanito.

22 dicembre 1849. Li portarono, con tutte le formalità, al luogo dell’esecuzione. Tutto era sceneggiato: il prete con i paramenti, il Vangelo, la croce, le truppe schierate. I tamburi batterono tre volte. La sentenza fu letta. Li divisero in terne.

Era nella terza. Aspettava gli spari sulla prima. Poi arrivò un ufficiale a cavallo: lo zar concedeva la vita. Alcuni mandati in Siberia—come lui—altri ai lavori forzati, altri nel Caucaso.

«Le darò tutto ciò che le occorre,» sentì la voce di Nečaev. «I volti, i metodi, il terrore. Perché la rivoluzione, signor Dostoevskij, non sono le idee—è la paura. È il sospetto. È la dissoluzione del vecchio ordine a qualsiasi costo.»

Vide aprirsi la porta della stanza accanto. Un giovane apparve con una padella di funghi crudi.

«Scusate l’interruzione,» disse. «I funghi richiedono attenzione. Una scelta sbagliata può uccidere.»

Dostoevskij pensò a Nikolaj Stavrogin.

Nečaev sorrise.

«Le presento Grigorij Perelman, matematico. Fëdor Michajlovič Dostoevskij, scrittore.»

«È impossibile,» disse Dostoevskij.

«Impossibile è solo ciò che definiscono gli assiomi,» disse Perelman. «Se li cambi, cambia anche l’impossibile. Come nella rivoluzione. Come nella matematica.

Se vuole, può venire al mio appartamento e continuo a friggere i miei funghi.»

Lo seguirono. Mise la padella sul fornello. I funghi sfrigolavano.

Scelse un disco e lo mise sul giradischi.

«La Liturgia di San Giovanni Crisostomo di Rachmaninov,» disse. «Non dobbiamo dimenticare la nostra Russia ortodossa.»

Servì i funghi.

«L’universo,» continuò Perelman, «si fonda su geometrie che crollano o resistono. La rivoluzione è un’equazione d’instabilità. Vuole rovesciare un sistema geometrico di potere e imporne un altro. Ma, come nella congettura di Poincaré, se non puoi dimostrare che lo spazio può essere rimodellato senza perdere la sua essenza, il crollo è inevitabile.»

Nečaev lo interruppe:

«A me non interessano le costanti. Voglio il crollo. Voglio il caos.»

«Allora,» disse Perelman, «non parliamo di rivoluzione, ma di distruzione topologica—un sistema che si spezza senza possibilità di trasformazione.»

Nella mente di Dostoevskij iniziava a formarsi il mondo dei Demoni.

La conversazione durò ore.

Nečaev spiegò tutta la rete della sua organizzazione, i segreti, il metodo del terrore, l’omicidio di Ivanov.

Perelman spiegava, con la stessa calma gelida, come qualunque sistema basato sulla paura sia matematicamente destinato al collasso, come una varietà non connessa sulla quale non si può tracciare una linea continua.

Dostoevskij non parlava; annotava soltanto.

I Demoni (Бесы): un’allegoria delle conseguenze distruttive del nichilismo politico e morale nella Russia degli anni 1860.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(Cominciando a descrivere gli eventi recenti e così strani…)

Era alba quando uscì e scese le scale del vecchio edificio.

Fuori l’aria era gelata.

L’anima umana, il peso più grande, pensò. Che cosa cerco in questi uomini?

Tornò a casa, in via Kuznechny n.5, secondo piano.

«Fëdor, dove eri?» chiese Anna Grigor’evna, con ansia nella voce.

«Fuori, Annuska, nel disordine del mondo», rispose.

.

.


Afuera, Annushka, en el desorden del mundo.


1871. San Petersburgo helado. Tarde. Humedad y niebla.

Fiódor Mijáilovich Dostoievski, con un abrigo oscuro, subía las escaleras de un viejo edificio.

Tenía una reunión con un joven revolucionario que iba a darle información sobre un grupo conspirativo. Necesitaba material para su nueva novela.

La puerta se abrió antes de que llamara.

Serguéi Necháyev estaba en el umbral.

Éste será mi personaje, pensó, Piotr Stepánovich Verjovenski.

Entró. Necháyev cerró la puerta con llave

“Señor Dostoievski,” dijo, “lo estaba esperando.”

“He oído mucho sobre usted,” respondió.

Se sentó. En la mesa había papeles, panfletos, armas, todo revuelto.

Necháyev comenzó:

“Soy un fanático de la revolución. No tengo familia, ni patria, ni vida personal. El revolucionario debe quemarlo todo dentro de sí. Sembrar odio, destrucción. Solo así todo se derrumbará.”

Sonrió.

“Usted lo entiende. Estuvo en prisión. El caso Petrashevski. Lo llevaron al borde de la ejecución.”

Dostoievski sintió un escalofrío. El recuerdo jamás se borró.

22 de diciembre de 1849. Los llevaron, con todo el ceremonial, al lugar de la ejecución. Todo escenificado: el sacerdote, el evangelio, la cruz, los regimientos alineados. Los tambores sonaron tres veces. Se leyó la sentencia. Los dividieron en grupos de tres.

Él estaba en el tercero. Esperaba los disparos del primero. Entonces apareció un oficial a caballo: el zar les perdonaba la vida. Algunos fueron enviados a Siberia—como él—otros a trabajos forzados, otros al Cáucaso.

“Le daré todo lo que necesita,” oyó la voz de Necháyev. “Los rostros, los métodos, el terror. Porque la revolución, señor Dostoievski, no son ideas—es miedo. Es sospecha. Es la disolución del viejo orden a cualquier precio.”

Vio abrirse la puerta del cuarto contiguo. Un joven apareció con una sartén llena de setas crudas.

“Perdonen la interrupción,” dijo. “Las setas requieren atención. Un error puede matarte.”

Dostoievski pensó en Nikolái Stavroguin.

Necháyev sonrió.

“Permítame presentarlo. Grigori Perelmán, matemático. Fiódor Mijáilovich Dostoievski, escritor.”

“Eso es imposible,” dijo Dostoievski.

“Imposible es solo lo que definen los axiomas,” dijo Perelmán. “Si los cambias, cambia lo imposible. Como en la revolución. Como en las matemáticas.

Si quieren, pueden venir a mi apartamento y continúo friendo mis setas.”

Lo siguieron. Puso la sartén en el fogón. Las setas chisporroteaban.

Puso un disco en el tocadiscos.

“La Liturgia de San Juan Crisóstomo, de Rajmáninov,” dijo. “No debemos olvidar nuestra Rusia ortodoxa.”

Sirvió las setas.

“El universo,” continuó Perelmán, “se construye sobre geometrías que colapsan o se mantienen. La revolución es una ecuación de inestabilidad. Quiere derribar un sistema geométrico de poder e imponer otro. Pero, como en la conjetura de Poincaré, si no puedes demostrar que el espacio puede remodelarse sin perder su esencia, el colapso es inevitable.”

Necháyev lo interrumpió:

“No me interesan las constantes. Yo quiero colapso. Quiero caos.”

“Entonces,” dijo Perelmán, “no hablamos de revolución, sino de destrucción topológica—un sistema que se rompe sin posibilidad de transformación.”

En la mente de Dostoievski empezaba a formarse el mundo de Los demonios.

La conversación duró horas.

Necháyev desplegó toda la red de su organización, los secretos, el método de terror, el asesinato de Ivánov.

Perelmán explicaba, con calma glacial, cómo cualquier sistema basado en el miedo está matemáticamente condenado a colapsar, como una variedad no conectada donde no puede trazarse una línea continua.

Dostoievski no habló; solo anotaba.

Los demonios (Бесы): una alegoría sobre las consecuencias destructivas del nihilismo político y moral en la Rusia de la década de 1860.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(Comenzando a describir los recientes y extraños acontecimientos…)

Amanecía cuando salió, bajando las escaleras del viejo edificio.

Afuera, el aire era helado.

El alma humana, la carga más pesada, pensó. ¿Qué busco en esta gente?

Regresó a su casa, en la calle Kuznechny n.º 5, segundo piso.

“Fiódor, ¿dónde estabas?” preguntó Anna Grigórievna, con preocupación.

“Afuera, Annushka, en el desorden del mundo,” respondió.

.

.


Lá fora, Annushka, na desordem do mundo.


1871. São Petersburgo congelada. Tarde. Umidade e neblina.

Fiódor Mikhailovitch Dostoiévski, com um sobretudo escuro, subia as escadas de um velho prédio.

Tinha um encontro com um jovem revolucionário que lhe daria informações sobre um grupo conspirador. Precisava de material para seu novo romance.

A porta se abriu antes que ele pudesse bater.

Serguei Necháiev estava no vão da porta.

Este será meu personagem, pensou, Piotr Stepanovitch Verkhôvenski.

Ele entrou. Necháiev fechou e trancou a porta.

“Senhor Dostoiévski,” disse ele, “eu o esperava.”

“Ouvi muito a seu respeito,” respondeu.

Sentou-se. Sobre a mesa havia papéis, panfletos, armas, tudo misturado.

Necháiev começou:

“Sou fanático da revolução. Não tenho família, não tenho pátria, não tenho vida pessoal. O revolucionário deve queimar tudo dentro de si. Deve semear ódio, destruição. Só então tudo será derrubado.”

Sorriu.

“Você entende isso. Esteve na prisão. O caso Petrashevski. Levaram-no ao fuzilamento.”

Dostoiévski estremeceu. A memória jamais se apagou.

22 de dezembro de 1849. Conduziram-nos, com todas as formalidades, ao local da execução. Tudo encenado: o padre, os paramentos, o evangelho, a cruz, as tropas alinhadas. Os tambores rufaram três vezes. O veredito foi lido. Dividiram-nos em grupos de três.

Ele estava no terceiro. Esperava os disparos contra o primeiro. Então apareceu um oficial a cavalo: o czar lhes concedia a vida. Alguns foram enviados à Sibéria—como ele—outros para trabalhos forçados, outros para o Cáucaso.

“Darei a você tudo de que precisa,” ouviu a voz de Necháiev. “Os rostos, os métodos, o terror. Porque a revolução, senhor Dostoiévski, não são ideias—é medo. É suspeita. É a dissolução da velha ordem a qualquer custo.”

Ele viu a porta do quarto ao lado se abrir. Um jovem apareceu segurando uma frigideira com cogumelos crus.

“Desculpem a interrupção,” disse. “Cogumelos exigem cuidado. Uma escolha errada pode matar.”

Dostoiévski pensou em Nikolai Stavróguin.

Necháiev sorriu.

“Permita-me apresentá-lo. Grigori Perelman, matemático. Fiódor Mikhailovitch Dostoiévski, escritor.”

“Isso é impossível,” disse Dostoiévski.

“O impossível é apenas o que os axiomas definem,” disse Perelman. “Se você os muda, muda também o impossível. Como na revolução. Como na matemática.

Se quiser, pode vir ao meu apartamento e continuo fritando meus cogumelos.”

Eles o seguiram. Ele colocou a frigideira no fogão. Os cogumelos chiavam.

Pegou um disco e colocou no toca-discos.

“A Liturgia de São João Crisóstomo, de Rachmaninoff,” disse. “Não devemos esquecer nossa Rússia ortodoxa.”

Serviu os cogumelos.

“O universo,” continuou Perelman, “baseia-se em geometrias que ou colapsam ou permanecem. A revolução é uma equação de instabilidade. Quer derrubar um sistema geométrico de poder e impor outro. Mas, como na conjectura de Poincaré, se não se pode provar que o espaço pode ser remodelado sem perder sua essência, o colapso é inevitável.”

Necháiev o interrompeu:

“Não me interessam constantes. Quero colapso. Quero caos.”

“Então,” disse Perelman, “não estamos falando de revolução, mas de destruição topológica—um sistema que se quebra sem possibilidade de transformação.”

Na mente de Dostoiévski começava a formar-se o mundo de Os Demônios.

A conversa durou horas.

Necháiev detalhou toda a rede de sua organização, os segredos, o método de terror, o assassinato de Ivanov.

Perelman explicava, com a mesma calma fria, como qualquer sistema baseado no medo está matematicamente condenado ao colapso, como uma variedade não conexa onde não é possível traçar uma linha contínua.

Dostoiévski não falava; apenas anotava.

Os Demônios (Бесы): uma alegoria das consequências destrutivas do niilismo político e moral na Rússia da década de 1860.

“Приступая к описанию недавних и столь странных событий…”

(Ao começar a descrever os recentes e estranhos acontecimentos…)

Amanhecia quando ele saiu, descendo as escadas do velho prédio.

Do lado de fora, o ar estava gelado.

A alma humana, o fardo mais pesado, pensou. O que procuro nessas pessoas?

Voltou para casa, na rua Kuznechny nº 5, 2º andar.

“Fiódor, onde você estava?” perguntou Anna Grigórievna, com preocupação.

“Lá fora, Annushka, na desordem do mundo,” respondeu.

.

.

.

 

φωτογράφιση 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η γυναίκα στο ημίφως.


Είδε το πρόσωπό της βυθισμένο στη σκιά.Μια σκοτεινή ησυχια. 

Την επόμενη μέρα την είδε ξανά. Τα σκουλαρίκια της μαύρα σαν σταγόνες μελανιού.

Την τρίτη μέρα την πλησίασε.

-Συγγνώμη, είπε. Σας βλέπω συχνά εδώ. Σαν να περιμένετε κάποιον.

Η γυναίκα τον κοιταξε. 

-Δεν περιμένω κανέναν. Μονάχα προσπαθώ να θυμηθώ,ειπε

Θυμάμαι μόνο θραύσματα. Έναν ήχο στην κουζίνα. Έναν ψίθυρο στο διάδρομο. Κάποιον που έφυγε χωρίς να πει λέξη.Μια πόρτα που έκλεισε με δύναμη.

Την ακολούθησε μέχρι έξω από το σπίτι της.

Δεν την ξαναειδε.Ανησυχησε.

Πήγε στο σπίτι της και χτύπησε τη πόρτα.

Ανοιξε η διπλανή πόρτα και είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα.

-Συγνωμη,είπε,η γυναίκα που μένει εδώ είναι μέσα;

-Ποια γυναίκα; απάντησε η ηλικιωμενη γυναικα.Σ'αυτο το διαμέρισμα δεν μένει κανείς εδώ και χρόνια.Από τότε που η προηγούμενη έφυγε ξαφνικά.

.

.

.

 .

.


M.C.Escher Print Gallery 1956


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Το Droste Effect στην Print Gallery τού M.C.Escher


Ο ντετέκτιβ Κ. είχε αναλαβει τόσες υποθέσεις, τόσες σκοτεινές ανθρώπινες ιστορίες, που μια νέα δολοφονία δεν ήταν γι'αυτον  παρά μια ακόμη παραλλαγή τής ίδιας υπόθεσης.

Ο νεκρός ήταν συλλέκτης σπάνιων χαρακτικών και ιδιοκτήτης μιας γκαλερί 

μοντέρνας τεχνης. 

Βρέθηκε πεσμένος στο πάτωμα τού γραφείου του, χωρίς εμφανές τραύμα. 

Δίπλα του, η κορνίζα τής περίφημης λιθογραφίας τού  M.C.Escher, Print Gallery, ραγισμένη.

Η πρώτη εντύπωση τού Κ. ήταν ότι ο συλλέκτης είχε πεθάνει από ανακοπη καρδιάς.Ομως από την παγωμένη εκφραση τρόμου στο πρόσωπο διαισθάνονταν ότι κάτι άλλο είχε συμβεί.

Κι αυτό το «κάτι αλλο» θα έπρεπε να το βρει.

Ο Κ.  περιεργάστηκε την Print Gallery..Είχε μελετήσει τον M.C.Escher  και

γνώριζε το Droste effect: μια εικόνα που περιέχει τον εαυτό της, συνεχώς επαναλαμβανόμενη, σαν καθρέφτης απέναντι σε καθρέφτη.

Κι επίσης εκείνο το λευκό κενό στο κέντρο τής λιθογραφιας.

Σαν άνοιγμα σε κάτι.

Αυτό το 'σαν άνοιγμα σε κάτι αλλο' τού ενεργοποίησε τα φαια κύτταρα,οπως

 θα ελεγε και το πρότυπο του ο Sherlock Holmes.

Για μια στιγμή ένιωσε να διαστέλλεται η καμπύλη αρχιτεκτονικη τής Print

Gallery και να βρίσκεται μέσα της.

Μέσα σε μια πόλη σπειροειδή.Μια γκαλερί μέσα στην πόλη,ενας πίνακας μέσα.

στη γκαλερί μια πόλη μέσα στον πίνακα.

Μια ατέρμονη Droste Effect αναδρομή.

Περπατούσε σε κυκλικές διαδρομές δρόμων και κατέληγε πάλι στο ίδιο 

σημείο, μπροστά από μια γκαλερί, που εκθετε έναν πίνακα.

Τον πίνακα Print Gallery.

Και στο κέντρο του,μια φιγούρα να κοιτάζει τη λιθογραφία.

Ομως στη φιγούρα αναγνωρισε το ίδιο το θυμα.

-Εχω χαθει μέσα στο άπειρο,σκέφτεται,,στη παγίδα τού Droste Effect.

Σε κάθε επανάληψη ο ντετέκτιβ ο Κ. παρατήρησε κάτι άλλο που δεν υπήρχε 

στον κανονικό πίνακα: μια σκιά μποστα από τον συλλέκτη, στο γραφείο του.

Και κάθε φορά  η σκιά γινόταν πιο ευδιάκριτη.

Ήταν φιγούρα ανθρώπου.

Άρα ο θανατος τού συλλέκτη δεν ήταν καρδιακή ανακοπή.

Η σκιά, σε κάποια επανάληψη, κρατούσε κατι.Ενα φονικό όπλο.

Και στις επόμενες επαναλήψεις ο Κ.τον είδε καθαρά.

Κατάλαβε πως ο συλλέκτης όταν είδε τον δολοφόνο του με το μαχαίρι

τρόμαξε και έπαθε καρδιακή ανακοπή.

Όπως χωρίς να το καταλάβει είχε βρεθεί μέσα στην Print Gallery έτσι ο ντετέκτιβ βρέθηκε ξανά στο γραφείο τού νεκρού συλλέκτη.

Ζήτησε τις φωτογραφίες τών υπόπτων.Σε μια απ' αυτές αναγνώρισε 

τον άνθρωπο μπροστά από τον συλλέκτη στην λιθογραφια τής Print Gallery.

Ήταν ο βοηθός του.

Καταλαβε το κίνητρο τού δολοφονου:Η ματαιοδοξία του,η παράνοια του, να βρίσκεται η δολοφονία που θα διαπράξει σε ατέρμονη Droste Effect αναδρομή μέσα στην Print Gallery τού M.C.Escher.

Ο δολοφόνος ομολόγησε το έγκλημα του.

Όταν ο Κ. ξανακοίταξε τη λιθογραφία τής Print Gallery τώρα είδε ένα άνθρωπο μεσα στη γκαλερί τής πόλης,και μέσα στον πίνακα τη πόλη και τη γκαλερί και 

τον άνθρωπο,και ήταν αυτός ο ίδιος,σε άπειρες επαναλήψεις.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Glenn Gould vs J.S.Bach

in Goldberg Variations 


Τορόντο Καναδάς.Νυχτα.

Στο διαμέρισμα τού Glenn Gould.Στοιβες από παρτιτούρες,κασέτες,σημειώσεις.Το πιάνο Steinway.

Μόλις ολοκλήρωσε την ηχογράφηση.Καθονταν στο 

χαμηλό σκαμνί του χτυπώντας τα δάκτυλα στο κλειστό καπάκι τού πιάνου,σαν να τονιζε την ακινησία.

Άκουσε χτύπημα στη πόρτα.Σηκωθηκε και άνοιξε.Μπροστα του ένας

άγνωστος άντρας.

-Ι Herr Gould:ρωτησε με γερμανική προφορά ο άντρας.

-Ναι,απάντησε.

Τότε τον αναγνώρισε.

-Ειστε ο Johann Sebastian Bach.

Τελικά,αυτό που πιστεύεις αδύνατο είναι δυνατό.

Περάστε.

Ο J.S.Bach μπήκε μέσα,στα χέρια του κρατούσε ένα φάκελο.

-Ο λόγος τής επίσκεψης μου είναι γιατί έχετε αφιερωθεί πολλά χρόνια σε ένα έργο μου που έγραψα για την άσκηση τού νου και την τέρψη τής ψυχής,τις Goldberg Variations.

Ορίστε ο φάκελος με την αρχική παρτιτουρα,και τις σημειώσεις μου 

O Gould πήρε τον φάκελο τον άνοιξε,έβγαλε τη παρτιτούρα 

-Δεν πιστεύω ότι…,ειπε

- Ότι υπάρχω; χαμογέλασε ο Bach. Στη μουσική υπάρχουμε όλοι, Herr Gould. Εσείς το γνωρίζετε καλύτερα.Θελω να τις ξανακουσω μαζί σας Να τις παίξετε και να τις σχολιάσουμε.

Ο Gould κάθισε στο σκαμνί του. Η πλάτη του κύρτωσε μπροστά, η μύτη του σχεδόν άγγιζε τα πλήκτρα. Οι πρώτες νότες.Η Aria,

αργή, καθαρή, σχεδόν ψιθυριστή.

Όταν τελείωσε, ο Gould είπε:

-Τι λέτε; Πολύ αργή; Πολύ εσωτερική;

-Είναι μια άλλη εποχή,είπε ο Bach. Ένας άλλος τρόπος προσευχής. Στην εποχή μου θα τη θέλαμε πιο καθαρή.Μα εσείς μεταφέρετε κάτι δικό σας. Δεν χρειάζεται να με μιμηθείτε.

-Δηλαδη δεν το παίζω «λάθος»;

ρώτησε ο Gould.

Ο Bach γέλασε.

-Η μουσική δεν είναι αριθμητική πράξη, κύριε Gould. Είναι συνομιλία. 

Συνεχίστε τη συνομιλία μας.

Ο Gould έπαιξε την Variation 1 με την χαρακτηριστική του ελαφράδα.

-Το πνεύμα της είναι χαρούμενο. Εσείς τή φωτισατε.Μου αρέσει,

σχολίασε ο Bach.

Στη Variation 5 τα χέρια τού  Gould πετούσαν.

-Πιο καθαρά από όσο θα την έπαιζε ο καλύτερος μαθητής μου. Μα και πιο μεταφυσικά,

αντέδρασε ενθουσιασμένος ο Gould.

Tην Variation 15  Canone alla Quinta την έπαιζε  αργά, σκοτεινά,αχρονα.

-Ομολογώ ότι δεν την είχα φανταστεί έτσι,είπε ο Bach. Την ακούω σαν προσευχή για έναν κόσμο που δεν γνώρισα.

Ο Gould χαμογέλασε.

-Ίσως γιατί εσείς γράφατε για τη σωτηρία, κι εγώ για τη μνήμη.

Ο Bach τον κοίταξε.

- Αλλά η μνήμη είναι κι αυτή μια μορφή σωτηρίας,

είπε 

Στην Variation 25 The Black Pearl ο Bach σηκώθηκε 

και στάθηκε όρθιος πίσω από τον Gould.

Η μουσική ήταν αργή,

σκοτεινή, θρηνητική.

Όταν η τελευταία συγχορδία έσβησε ο Bach είπε:

-Αυτη τη στιγμή νιώθω ότι με καταλαβαίνετε περισσότερο από πολλούς τής εποχής μου. Δεν την έγραψα για να επιδειχθώ. Την έγραψα γιατί κάθε άνθρωπος κουβαλάει έναν πόνο που δεν λέγεται με λόγια.

Ο Gould σκυμενος πάνω στα πλήκτρα τού πιάνου είπε:

-Αυτή την παραλλαγή την παίζω πάντα σαν να είναι μια εξομολόγηση.

Ήταν μεσανυχτα.

 Ο Gould αρχιζε να παίζει την Aria da capo.

Η ηρεμία αωρηθηκε στον ημιφωτισμενο χώρο.

Όταν τελείωσε ο Bach τον άγγιξε ελαφρά στον ώμο.

-Herr Gould, το έργο μου έζησε γιατί άνθρωποι σαν εσάς αρνήθηκαν να το αφήσουν να σιωπήσει. 

Ο Gould σηκώθηκε.

- Αν δεν υπήρχατε εσείς, είπε,δεν θα υπήρχε ούτε το δικό μου έργο, ούτε η δική μου πίστη στη μουσική.

Ο Bach χαμογέλασε.

-Η μουσική δεν ανήκει σε κανένα μας. Είναι ο τόπος που συναντιούνται οι ζωντανοί και οι νεκροί.

Τώρα πρέπει να φύγω.

-Θα σας ξαναδώ;ρώτησε ο Gould.

Όποτε παίζετε τις παραλλαγές. Είμαι εκεί,

απάντησε ο Bach.

Ο Bach πήγε στη πόρτα την άνοιξε,και πριν βγει γύρισε και τού είπε:

-Και να θυμάστε:η μουσική δεν είναι τελειότητα. Είναι αλήθεια.

Η πόρτα έκλεισε 

Από το δωμάτιο ο Glenn Gould ένιωθε ότι έφυγε η μοναξιά.

Πάνω στο πιάνο η πραγματική παρτιτούρα τών Goldberg Variations τού Bach.

Κάθισε στο χαμηλό σκαμνί του κι άρχισε να παίζει τις 

παραλλαγές,τώρα για δύο.

Με τούς ιδιόμορφους φωνητικους τονισμους του:hum.hum.

.

.

Glenn Gould,J.S.Bach Goldberg Variations,1981

https://youtu.be/p4yAB37wG5s?si=oAwYq-55CuY_b9ts

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η αναμονή 

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)


Νύχτα,σε έναν εγκαταλελειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό,μια γυναίκα με 

μαύρο μακρύ φόρεμα περιμένει.Οι ράγες γυαλίζουν στο φως τού φεγγαριου.

Ακινησια.

Από μακρυά ακούγεται ο ήχος ενός τρένου.

Περνάει η ώρα.Το τρένο δεν φτάνει στο σταθμό.

Από το βάθος γυναίκες με μακριά μαύρα φορέματα πλησιάζουν αργά τη

γυναικα,καλυμμένες στο χλωμό φως και την ομίχλη.

Ξαφνικά τα εκτυφλωτικά φώτα ενός τρένου διαλυουν το σκηνικό,Το τρένο

πέρασε με μεγάλη ταχύτητα.Η γυναίκα ίσα που πρόλαβε να δει τον μοναδικό επιβάτη τού τρένου.

Ήταν αυτή η ίδια.

Οι γυναίκες πίσω της είχαν εξαφανιστεί.

Εκείνη κάτω απ'το φως του φεγγαριού συνεχίζει να περιμένει σε αυτόν

τον εγκαταλελειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό.

.

.

The Waiting


Night, at an abandoned railway station, a woman in a long black dress waits. 

The rails glisten in the moonlight.

Stillness.

From afar, the sound of a train is heard.

Time passes. The train does not arrive at the station.

From the distance, women in long black dresses slowly approach the woman, shrouded in the pale light and mist.

Suddenly, the blinding lights of a train break the scene. The train rushes by at great speed. The woman barely has time to see the train’s sole passenger.

It was herself.

The women behind her have vanished.

There, under the moonlight, she continues to wait at that abandoned railway station.

.

.


L’Attente


La nuit, dans une gare abandonnée, une femme en longue robe noire attend. 

Les rails brillent à la lumière de la lune.

Immobilité.

Au loin, on entend le bruit d’un train.

Le temps passe. Le train n’arrive pas à la gare.

Au loin, des femmes en longues robes noires s’approchent lentement de la femme, enveloppées dans la lumière pâle et le brouillard.

Soudain, les lumières éblouissantes d’un train brisent la scène. Le train passe à toute vitesse. La femme a juste le temps de voir le seul passager du train.

C’était elle-même.

Les femmes derrière elle ont disparu.

Là, sous la lumière de la lune, elle continue d’attendre dans cette gare abandonnée.

.

.


Das Warten


In der Nacht, an einem verlassenen Bahnhof, wartet eine Frau in einem langen schwarzen Kleid. Die Gleise glänzen im Mondlicht.

Stillstand.

Aus der Ferne ist das Geräusch eines Zuges zu hören.

Die Zeit vergeht. Der Zug erreicht den Bahnhof nicht.

Aus der Ferne nähern sich Frauen in langen schwarzen Kleidern langsam der Frau, eingehüllt im blassen Licht und Nebel.

Plötzlich zerreißen die blendenden Lichter eines Zuges die Szene. Der Zug rast mit hoher Geschwindigkeit vorbei. Die Frau schafft es kaum, den einzigen Fahrgast des Zuges zu sehen.

Es war sie selbst.

Die Frauen hinter ihr waren verschwunden.

Dort, im Mondlicht, wartet sie weiterhin an diesem verlassenen Bahnhof.

.

.


L’Attesa


Di notte, in una stazione ferroviaria abbandonata, una donna con un lungo vestito nero aspetta. I binari brillano alla luce della luna.

Immobilità.

Da lontano si sente il rumore di un treno.

Il tempo passa. Il treno non arriva alla stazione.

Da lontano, donne con lunghi vestiti neri si avvicinano lentamente alla donna, avvolte nella luce pallida e nella nebbia.

Improvvisamente, le luci abbaglianti di un treno spezzano la scena. Il treno passa ad alta velocità. La donna riesce appena a vedere l’unico passeggero del treno.

Era lei stessa.

Le donne dietro di lei sono scomparse.

Lì, alla luce della luna, continua ad aspettare in quella stazione ferroviaria abbandonata.

.

.


La Espera


De noche, en una estación de tren abandonada, una mujer con un largo vestido negro espera. Las vías brillan a la luz de la luna.

Inmovilidad.

A lo lejos, se oye el sonido de un tren.

Pasa el tiempo. El tren no llega a la estación.

Desde la distancia, mujeres con largos vestidos negros se acercan lentamente a la mujer, envueltas en la luz pálida y la niebla.

De repente, las luces deslumbrantes de un tren rompen la escena. El tren pasa a gran velocidad. La mujer apenas tiene tiempo de ver al único pasajero del tren.

Era ella misma.

Las mujeres detrás de ella han desaparecido.

Allí, bajo la luz de la luna, continúa esperando en esa estación de tren abandonada.

.

.


A Espera


À noite, numa estação de comboios abandonada, uma mulher com um longo vestido preto espera. Os carris brilham à luz da lua.

Imobilidade.

Ao longe, ouve-se o som de um comboio.

O tempo passa. O comboio não chega à estação.

Ao longe, mulheres com longos vestidos pretos aproximam-se lentamente da mulher, envoltas na luz pálida e na neblina.

De repente, as luzes cegantes de um comboio destroem a cena. O comboio passa a grande velocidade. A mulher mal consegue ver o único passageiro do comboio.

Era ela própria.

As mulheres atrás dela desapareceram.

Ali, sob a luz da lua, ela continua a esperar nesta estação de comboios abandonada.

.

.

.



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

η αναζήτηση τού φωτογραφου


Έφτασε στη πόλη το απόγευμα.Σε αναζήτηση ενός φωτογράφου που είχε 

ζήσει εκεί,και ξαφνικά εξαφανίστηκε.

Στο δωμάτιο τού ξενοδοχείου έβγαλε τις φωτογραφίες του,τις άπλωσε

στο κρεβάτι και τις κοίταξε.

Καμια ανθρώπινη μορφή.Μόνο άδειοι αστικοι χώροι.

Πήγε στο παράθυρο ,το άνοιξε.Η πόλη,έξω,μια ακίνητη επιφάνεια.

Ειχε νυχτώσει.

Την επόμενη μέρα προσπάθησε να βρει ανθρώπους που γνώριζαν τον φωτογράφο.Δυσκολευτηκε.Επισκεφτηκε δύο.Ο ένας δεν θυμονταν καλά,

ότι τής είπε ήταν ασήμαντο.Ο άλλος,κατάλαβε οτι όλα όσα τής είπε ήταν ψέματα,τίποτα πραγματικό.Την εστειλε στη φιλενάδα του,μια ηθοποιό.

Η γυναίκα τής είπε ότι είχε κοιμηθεί σπίτι της,έφυγε πριν τον μεσημέρι,

και από τότε δεν τον ξαναείδε.Ανησυχησε,πήγε στην αστυνομία,άνοιξαν το διαμέρισμα του,το βρήκαν άδειο.Απο τότε θεωρείται εξαφανισμένος.

Όταν γύρισε στο ξενοδοχείο η πόρτα τού δωματίου της ήταν μισάνοιχτη.

Πάνω στο κρεβάτι είδε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία polaroid.Την.πηρε,

έδειχνε τον διάδρομο τού ξενοδοχείου έξω από το δωμάτιο της.

Σκέφτηκε να κατέβει και να ρωτήσει τη ρεσιψιονιστ.Δεν το εκανε. 

Ένιωθε περίεργα,όχι τρόμο.

Ξάπλωσε με το φως ανοικτό.

Τη νύχτα εκείνη, δε μπόρεσε να κοιμηθεί.Απο.το διπλανό δωμάτιο άκουγε

έναν απροσδιόριστο θόρυβο.

Το πρωί ρώτησε τη ρεσιοψιονιστ αν έμενε κάποιος στο διπλανό δωμάτιο.

Τής είπε πως έμενε ένας κύριος,ήρθε μια μέρα πριν έρθει εκείνη,και σήμερα 

το ξενοικιασε και έφυγε.

Συνάντησε πάλι την ηθοποιό σε ένα καφέ.Εκεινη τής είπε πως ο φίλος της

είχε μια εμμονή με τη φωτογράφιση αστικων χώρων.Αδειους από ανθρώπινη παρουσία,ψυχρούς,σχεδόν κλινικούς.Μαλιστα την είχε κινηματογραφήσει 

μέσα σε τέτοια σκηνικά.

Πήγε.στο σπίτι τής ηθοποιού και είδε τη προβολή τής ταινίας.Ασπρομαυρη,

Avant Garde.Αστικοι χωροι.Βιομηχανικη περιοχη.Η ηθοποιός με μαύρο μακρύ φόρεμα ακίνητη,η κάμερα περιστρέφονταν σπειροειδώς γύρω της και κατέληγε ακίνητη στο πρόσωπο της.Το φιλμ.ειχε κόκκο,και η λήψη σε διάφορα φορμάτ.

Σε κάποια σημεία υπήρχε ήχος.Βηματα,μια πόρτα που ανοίγει και κλείνει,ένα

τηλέφωνο που χτυπά,μια γυναίκα που ψιθυριζει.Και η ταινία τελειώνει απότομα σαν να κόπηκε το φιλμ.

Το βράδυ περπάτησε μέσα στη πόλη.Ειχε ομίχλη.Στην βαθος μιας επιπεδης πλατείας,με ασπρόμαυρα πλακάκια,σαν να ήταν τεράστια σκακιέρα,ειδε μια 

ακίνητη ανθρώπινη φιγούρα.

Πλησιασε.Και πριν τον προλάβει,ο άντρας περπάτησε και χάθηκε μέσα στην ομίχλη.

Κάτω στα πλακάκια,εκεί που στεκόνταν, ειδε μια Polaroid φωτογραφία.Ηταν εστιασμενη

θολά,με κόκκο,κι απεικονιζε μια γυναίκα στο βάθος τής πλατείας.Ηταν εκείνη.

Πήρε τηλέφωνο την ηθοποιό.Περασαν όλη τη νύχτα σε ένα μπαρ.

Δεν τής είπε για τη φωτογραφία.

Γύρισε ξημερώνοντας στο ξενοδοχείο,κοιμήθηκε λίγο,και το μεσημέρι έφυγε 

από τη πόλη.

.

.

.


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ταινία)

Δεκαλογος Χρωματων


Σκηνή 1:

Χρώμα: Μπλε 

Long shot:Η κάμερα αργά zoom στο πρόσωπό τής γυναίκας 

Close-up: στα χέρια .

Ήχος: η  ανάσα της


Σκηνή 2:

Χρώμα: Κόκκινο, σκιές στον τοίχο

Medium shot: Ο άντρας ανοίγει ένα συρτάρι, μια φωτογραφία τής γυναικας

Cut: Close-up στα μάτια του..

Ήχος: πιάνο.

Ο άντρας ψιθυρίζει: «Συγγνώμη»


Σκηνή 3:

Χρώμα: Κίτρινο 

Tracking shot: η γυναίκα ακολουθει ενα παιδί.Το.παιδι κλέβει ένα μήλο 

από πάγκο μαναβικου.

Close-up:στα χέρια της που σφιγγουν

Ήχος: κίνησης δρόμου.

φωνή τής γυναίκας:«Δεν είναι δικό του, αλλά ίσως να το χρειάζεται.»


Σκηνή 4:

Χρώμα:Πράσινο

Two-shot: ο άντρας καθισμένος απέναντι από την γυναίκα. 

Close-up στα χείλια τής γυναίκας.

φωνή τής γυναίκας:«Ησουν παντοτε απων .»


Σκηνή 5:

Χρώμα: Μπλε

Close-up: στο πρόσωπο τής γυναικας

Camera pan αργά από το πρόσωπο στο δρόμο.

Ήχος: σιγανη βροχή, βήματα που χάνονται στη νύχτα.


Σκηνή 6:

Χρώμα: Κόκκινο που σβήνει αργά στο μαύρο

Medium shot: 0.αντρας κοιτάζει τη φωτογραφία τής γυναίκας.

Close-up: στο βλέμμα του.

Ήχος: η αναπνοη του.


Σκηνή 7:

Χρώμα: Κίτρινο 

Long shot: η γυναίκα παρακολουθεί τον άντρα στον κήπο.

Close-up: στο χαμόγελο της..

Ήχος: ήχοι φύσης.

φωνή τής γυναίκας:«αυτη η ζωη με ηρεμεί.»


Σκηνή 8:

Χρώμα: Πράσινο

Medium shot:ο άντρας μέσα σε μια τεράστια άδεια αιθουσα

Close-up: στο πάτωμα, οπως περπατα.

Ήχος: τού περπατηματος.

φωνή τού άντρα: «πρεπει να φύγω,δεν θα ερθει»


Σκηνή 9:

Χρώμα: Μπλε

Long take:η γυναίκα προχωράει στο βάθος ενός ερήμου τοπιου.

Ήχος: Ήχος φύλλων που πέφτουν.


Σκηνή 10:

Χρώμα: Εναλλαγή χρωμάτων χρωμάτων (μπλε, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο)

Ήχος:πιάνο.

σιωπή


αργο fade out στο λευκό


Τελος

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου