.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-FAIRY TALES-
GREEK FAIRY TALES -MARCHEN-ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
C.N.COUVELIS[Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ]
.
Η ΧΡΥΣΟΥΛΑ
.
.
.
.
Η ΧΡΥΣΟΥΛΑ
.
.
''Ανδρα μοι ενεπε...''
Ομηρος
.
''Ειναι παιδια πολλων ανθρωπων
τα λογια μας''
Γ.Σ.Σεφερης
.
.
Μια φορα κι ενα καιρο στα χρονια τα παλια ηταν
ενας βασιλιας σοφος και μια βασιλισα καλη και
φρονιμη,ειχαν και μια μονακριβη κορη .Η ομορφια
και η καλοσυνη της ηταν μεγαλη.Ασπρη σαν το γαλα,
ροδαλη σαν το τριανταφυλλο και τ'ονομα της ητα-
νε :Χρυσουλα.Βασιλιαδες ξακουστοι απο μερη μα-
κρυνα εστελναν στο βασιλια προξενηταδες να την
ζητησουν γυναικα στα βασιλοπουλα.Ο βασιλιας δεν
ηθελε ουτε ν'ακουσει να παντρευτει η μοναχοκορη
του σε ξενο και μακρυνο τοπο.
Σ'εκεινους τους παλιους καρους στα μακρυνα μερη
ητανε ενας κακος δρακος.Γυρνουσε σ'ανατολη και δυ-
ση να παιδευει τους ανθρωπους.Μια μερα ηρθε,μετα-
μορφωμενος σε πραματευτη,κατω απ'τα μπαλκονια
του βασιλια και διαλαλουσε τη πραματεια του:χτενες
φιλντισενιες,στολιδια ασημια,χρυσα κοσμηματα,μαν-
τηλια μεταξενια.Ειχε ακουσει για την ομορφια της βα-
σιλοπουλας κι ηρθε να την αρπαξει.
Ακουσε η Χρυσουλα τη φωνη του πραματευτη και
βγηκε στο μπαλκονι και σαν τον ηλιο ελαμψε.Μολις
την ειδε ο πονηρος δρακος θαμπωσε απο την ομορφια
της και την καλεσε με γλυκεια φωνη να κατεβει να δια-
λεξει τα προικια της.
Κι αυτη γελαστηκε και κατεβηκε.
Και στα γρηγορα την αρπαξε και στα γρηγορα την ανε-
βασε στο μαυρο αλογο του και δυνατα το βιτσισε κι
εκεινο σαν τον ανεμο πηγε χιλια μιλια και ξαναβιτσισε
και πηγε αλλα τοσα.
Τοτε αμεσως σαν μαθευτηκε η αρπαγη της Χρυσουλας
εγινε μεγαλη αναταραχη στο ανακτορο του βασιλια κι
επεσε μεγαλη λυπη,και σ'ολο το βασιλειο απ'ακρη σ'α-
κρη.
Εστειλε τοτε ο βασιλιας κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν πως οποιο βασιλοπουλο του φερει πισω
τη μονακριβη του κορη,θα του την δωσει για γυναικα και
θα του δωσει κι ολο το βασιλειο του.
Κινησαν αμεσως της γης τα βασιλοπουλα,μα πουθενα οπου
κι αν εψαξαν δεν την βρηκαν την λιγερη.
Εστειλε τοτε δευτερη φορα κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν να πανε ολα τ'αρχοντοπουλα κι οποιο
τη φερει θα την παρει γυναικα του κι ολο το βασιλειο του.
Κινησαν αμεσως της γης τ'αρχοντοπουλα,μα πουθενα οπου
κι αν εψαξαν δεν την βρηκαν την λιγερη.
Εστειλε τοτε τριτη φορα κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν να πανε ολα τα παλικαρια ,πλουσια και
φτωχα,κι οποιο τη φερει θα την παρει γυναικα του κι ολο
το βασιλειο του.
Τον ιδιο καιρο εκεινο,μεσα στο δασος σε μια καλυβα ηταν
μια χηρα φτωχια γυναικα με τον μονακριβο γιο της.Το παι-
δι ηταν ομορφο και δυνατο παλικαρι και τ'ονομα του ητα-
νε:Κωνσταντακης.
Τ'ακουσε τα συμβαντα για τη βασιλοπουλα,κι οπως ηταν
τολμηρος κι αψηφιστος τ'αποφασισε να παει κι αυτος και
στη μανα του πηγε:Το και το,της ειπε για την αρπαγη της
βασιλοπουλας.
''Μανα,εχε γεια''
Τι να κανει η φτωχια μανα στην αγυριστη γνωμη του παι-
διου;Του δινει τρια ψωμια,ενα απο σιταρι,ενα απο κριθαρι,
κι ενα απο καλαμποκι,του δινει κι ενα φλασκι απο κατσικι-
σιο δερμα γεματο νερο,να'χει για το δρομο,μην πεινασει να
φαει,μην διψασει να πιει.
Και κινησε ο Κωνσταντακης.
Δρομο περνει δρομο αφηνει,μακρεψε απο πολιτειες και χω-
ρια και επειτα πηρε τα ορη τα βουνα και παει και παει.
Και μια μερα σε μια ερημια που βρεθηκε ακουσε να τον φω-
ναζουν.Πηγε προς το μερος που ακουστηκε η φωνη,και συναν-
τησε στην ακροποταμια μια γρια γυναικα εκατοχρονη.Εκεινη
τον παρακαλεσε να την περασει απεναντι.
Την σηκωσε στα χερια του ,μπηκε στο νερο του ποταμου,και
την περασε απεναντι.Εκει η γρια γυναικα του ζητησε κατι να
φαει γιατι πεινουσε πολυ.Κι εκεινος της εδωσε το σιταρενιο
ψωμι.Εκεινη του'δωσε για ανταμοιβη για το καλο που της εκα-
νε ενα ασημενιο μηλο,να του χρησιμεψει.Επειτα τον ευχηθηκε
και εξαφανισθηκε.
Δρομο παει δρομο αφηνει ο Κωνσταντακης και παει βαθεια
στους λογγους και σ'απομερους τοπους.
Ξαφνικα ακουσε φωνη,αδυναμη φωνη σαν να'βγε-
νε απ'τα βαθη της γης.
''Ε εσυ ξενε βγαλε με απο δω ''
Πηγε προς το μερος που ακουστηκε η αδυνατη
φωνη κι ειδε μεσα σ'ενα πηγαδι ενα μικρο ελαφι
που αγωνιζονταν να μην πνιγει στα θολα νερα.Κι
ακομα μεσα στα νερα ηταν φαρμακερα φιδια.Κα-
ταφερε και το τραβηξε απ'τα θολα νερα και το'σωσε
το ελαφακι και κεινο μ'ανθρωπινη φωνη τον ευχα-
ριστησε.Του ζητησε να του δωσει κατι,αν εχει,να
φαει κι αν εχει νερο να του δωσει να πιει.Κι εκει-
νος του'δωσε το δευτερο ψωμι απο το κριθαρι να
φαει και νερο απο το φλασκι να ξεδιψασει.
Σαν ξεδιψασε απο την διψα του και χορτασε την πει-
να του τοτε το μικρο ελαφι με τα δυο μπροστινα του
ποδια εσκαψε τη γη και ξεθαψε ενα χρυσο ραβδακι
και του το'δωσε γι'ανταμοιβη.Και μετα αφου εγινε
αυτο εξαφανισθηκε .
Κι ο Κωνσταντακης δρομο παιρνει δρομο αφηνει
να γυρευει τη Χρυσουλα και παει και παει.
Και σ'ενα μερος μακρυνο που εφτασε συναντησε
εναν ζητιανο εναν κουρελη ανθρωπο.Εκεινοε ο ζη-
τιανος του ζητησε ψωμι να φαει και νερο να ξεδιψα-
σει.Κι ο Κωνσταντακης του 'δωσε το τριτο ψωμι απο
το καλαμποκι να φαει και νερο απ'το φλασκι του'δω-
σε να πιει να ξεδιψασει.Σαν δυναμωσε απ'το φαι και
το νερο ο ζητιανος τον ρωτησε για που παει.Κι ο
Κωνσταντακης του ειπε.Τοτε ο ζητιανος σαν τ'α-
κουσε ολα εβγαλε απ'το σακο του τρια χρυσα δαχτυ-
λιδια ,ενα με ζαφειρι,ενα με μαργαριταρι κι ενα με δια-
μαντι,του τα'δωσε και του'πε:.
''Περα πολυ μακρυα σαν φτασεις,σ'ενα τριστρατο ,εκει
ειναι μια μαρμαρενια βρυση.Προσεξε,μην πιεις νερο να
ξεδιψασεις ,γιατι ειναι το αμιλητο νερο κι οσοι το πινουν
χανουν τη φωνη τους.Μονο να ριξεις μεσα στο νερο της
μαρμαρολεκανης ενα απο τα τρια δαχτυλιδια και τοτε θα
πεταχτει μεσα απ'το νερο μια ομορφη κοπελα,μια νεραιδα.
Προσεξε,μην θαμπωθεις απο την ομορφια της και ξεχα-
σθεις,γρηγορα να την ρωτησεις να σου πει που'ναι ο πυρ-
γος του δρακοντα.Αλλιως αν δεν προφτασεις να ρωτησεις
η νεραιδα θα χαθει απ'τα ματια σου.Κι εχεις αλλες δυο φο-
ρες να δοκιμασεις.Αν και τις τρεις φορες αποτυχεις,χαθη
κες.''
Οταν τελειωσε τα λογια του ο γεροντας ζητιανος εξαφανι-
σθηκε.
Δρομο παιρνει δρομο αφηνει ο Κωνσταντακης και παει
και παει.
Κι εφτασε στη χωρα της ερημου,που χορτο δεν φυτρω-
νει και δεντρο κλαρακι δεν ευδοκιμει,μονο ο ηλιος την
ψηνει και παντου ειναι φιδια και ερπετα.
Πεινουσε πολυ και διψουσε πολυ.Και τοτε θυμηθηκε τα
λογια της γριας γυναικας κι εχωσε μεσα στην αμμο που
εψηνε το ασημενιο μηλο που του'χε δωσει και απο
κει φυτρωσε δεντρο μηλια τα μηλα φορτωμενη.Εφα-
γε απο τους γλυκους καρπους κι ευφρανθει η καρδια
του κι οταν αποφαγε τραβηξε προς τα μερη που βασι-
λευει ο ηλιος .
Κι εφτασε στη χωρα με τα λιοπυρια,εκει που'ναι ο ηλιος
ακινητος ψηλα στον ουρανο και πυρωνει τη γη. Κι ει-
χε διψα μεγαλη,ασβεστη.Και τοτε θυμηθηκε το λογια
του μικρου ελαφιου και χτυπησε εναν ξεροβραχο με το
χρυσο ραβδακι.Ο βραχος ο ξεροβραχος ανοιχτηκε στα
δυο και αναπηδησε απο μεσα του κρυσταλλινο δροσερο
νερο.Ηπιε και ξεδιψασε,γεμισε και το φλασκι του νερο
και τραβηξε ορμητικος τον δρομο του.
Περασαν μερες πολλες κι αλλες τοσες νυχτες περασαν,
κι εφτασε στο τριστρατο που του'χε πει εκεινος ο γερον-
τας ζητιανος εκει που ηταν η μαρμαρενια βρυση με το
αμιλητο νερο.
Και χωρις να χασει χρονο ο Κωνσταντακης εριξε
το πρωτο δαχτυλιδι με τη ζαφειροπετρα στο νερο
και πεταχτηκε εξω απ'το νερο μια ομορφη νεραι-
δα και τοσο ξαφνιαστηκε και θαμπωσε απ'την ο-
μορφια της που δεν εβγαλε λεξη να τη ρωτησει
και εξαφανισθηκε η κοπελα.
Εριξε το δευτερο δαχτυλιδι με το μαργαριταρι στο
νερο και πεταχτηκε εξω απ'το νερο μια ομορφη νε-
ραιδα και τοσο ξαφνιαστηκε και θαμπωσε απ'την
ομορφια της που κι αυτη τη φορα δεν ειπε λεξη να
τη ρωτησει και εξαφανισθηκε η κοπελα.
Και τοτε ο Κωνσταντακης εριξε το τριτο δαχτυλιδι
με το διαμαντι στο νερο και πεταχτηκε εξω απ'το
νερο μια ομορφη νεραιδα,δεν ταχασε ο Κωνσταντα-
κης και γρηγορα τη ρωτησε:
''Καλη μου νεραιδα,πες μου που'ναι ο πυργος του δρα-
κοντα,πο'χει αρπαξει τη Χρυσουλα και την εχει εκει
μεσα κλεισμενη;''
και η νεραιδα τ'απαντησε:
''Αντρειωμενε ,κατα τα μερη του βορρα να πας τρεις με-
ρες και τρεις νυχτες απο'δω,διχως να σταματησεις,και
τοτε θα δεις τον πυργο του δρακοντα.Προσεξε,ο δρακον-
τας ειναι πονηρος και πλανος και μην δηλιασεις στα τε-
χνασματα τα μαγικα του,παρα να τον παραβγαινεις με
εξυπναδα και τολμη.Εφτα μεταμορφωσεις μπορει να κα-
νει στη σειρα αλλες δεν εχει.Κι αφου τον νικησεις και ξεμ-
περδεψεις μαζι του τραβα γρηγορα στους ψηλους πυργους,
εκει μεσα σε φυλακη θα'βρεις την Χρυσουλα με εφτα κλει-
δαριες κλεισμενη.Για τη φυγη σας σας στελνω το φτερωτο
αλογο το γρηγορο.''
Ετσι ειπε η κοπελα κι εξαφανισθηκε.
Κι ο Κωνσταντακης εμεινε μονος του και τα συλλογιστη-
κε ολα αυτα.
Κι επειτα στο χωμα εχωσε το ασημενιο μηλο και φυτρω-
σε μηλια τα μηλα φορτωμενη,χτυπησε και με το χρυσο ραβ-
δακι τον βραχο τον ξεροβραχο και πηδησε απο μεσα του
κρυσταλλο δροσερο νερο.
Ηπιε κι εφαγε κι εστρωσε χορτα για στρωμα κι εβαλε λιθα-
ρι για προσκεφαλακι να κοιμηθει.
Κι αποκοιμηθηκε ο αντρειωμενος.
Και πριν ο ηλιος ν'ανατειλει ξυπνησε και κινησε ο Κωνσταν-
τακης.
Δρομο παιρνει δρομο αφηνει και παει και παει,χωρις σταματη-
μο τρεις μερες .
Και τελειωνοντας η τριτη νυχτα στο ξημερωμα βλεπει τον
πυργο του δρακοντα.Κι ο δρακοντας απο μακρυα τον ειδε.
Και τοτε ξεχυθηκε ορμητικος χειμαρος ποταμι νερο να τον
πνιξει κι ο Κωνσταντακης εγινε ψαρι που στα νερα κολυ-
μπαει και σωθηκε.Κι εκεινος ο πονηρος εγινε ψαρι σκυλοψα-
ρο της θαλασσας να το καταβροχθισει το μικρο ψαρι και το-
σο τρομαξε που βγηκε εξω στην ακτη και σαν λαγος ξεφυγε.
Κι ο πλανος εγινε ευτυς αγριο και γρηγορο κυνηγοσκυλο και
τον κυνηγησε και θα το εφτανε αν ο Κωνσταντακης δεν αλ-
λαζε σε δυνατο λιονταρι κι ο πονηρος δρακοντας εγινε φο-
βερος αετος και πεταξε και ξεφυγε στα επουρανια κι ο Κων-
σταντακης ευτυς αλλαξε σε κυνηγο στοχευτη κι ο δρακον-
τας τοτε εγινε φιδι που σερνεται στο χωμα κι ο Κωνσταν-
τακης εγινε γατα αρπακτικη να το αρπαξει κι εγινε ευτυς
ο πονηρος φωτια κι ο Κωνσταντακης δυνατη μπορα βρο-
χη να τη σβησει τη φωτια να την εξαφανισει κι ο πλα-
νος εβδομη φορα στη σειρα εγινε σφιγγα και καθισε στα
τριστρατα και ρωτουσε αινιγματα τους ανθρωπους,κι αν
δεν τα'λυναν τους μαρμαρωνε τα σωματα.Και γεμισε ο το-
πος μαρμαρα και περασε κι ο Κωνσταντακης και τον ρω-
τησε η σφιγγα:
''Πες μου τι'ναι εκεινο που το πρωι περπατει με τα τεσ-
σερα το μεσημερι με τα δυο και το βραδυ με τα τρια;''
Κι ο Κωνσταντακης αμεσως της απαντησε το αινιγ-
μα:
'' Εκεινος ειναι ο ανθρωπος.Το πρωι της ζωης του ειναι
μωρο που περπατει στα τεσσερα,το μεσημερι αντρας
που στεκεται σταθερα στα δυο ποδια του και το βραδυ
γεροντας που στηριζεται στη ραβδο του.''
Σαν ακουσε τη λυση του αινιγματος η σφιγγα επεσε
στον γκρεμο και τσακιστηκε και παει ο δρακοντας.
Τοτε γρηγορα ο Κωνσταντακης ανεβηκε στους ψηλους
πυργους του δρακοντα.Και με το ξυλινο κλειδι και με
το πετρινο κλειδι και με το χαλκινο και με το μπρουτζι-
νο και με το σιδερο και με το αργυρο και με το χρυσο
κλειδι ανοιξε τις εφτα κλειδαριες της φυλακης κι ειδε
την Χρυσουλα πενταμορφη μπροστα του,γρηγορα την
πηρε και την εβγαλε απ'την φυλακη.
Και στο φτερωτο αλογο το γρηγορο την εβαλε διπλα
του την λιγερη κι εδωσε βιτσια και πηγαν χιλια μιλια
και ξαναβιτσισε και πανε αλλα τοσα.
Κι ως διαβαινε κι ως πηγαινε ο ηλιος ελαμπε και τα
πουλακια στα δεντρα κελαηδουσαν κι ελεγαν:
''Για δες την Λιγερη πως τηνε παει της γης ο Αντρειωμε-
νος''
''Και τι λαλουνε ,Λιγερη,τι λενε τα πουλακια;''
''Πουλακια ειναι και λαλουν,πουλακια ειναι κι ας λενε''
''Κι εγω,ακριβη,θυμηθηκα τη μανα μου,και θελω παω
στη μανα μου.Γοργα ξεκαβαλικευω,γοργα τη χαιρεταω,
γοργα γυρνω κοντα σου.''
Κι εκεινη του ειπε:
''Κανε πως θελει και ποθει η καρδια σου.Μοναχα μην
σε κρατησει η μανουλα σου και μενα με ξεχασεις''
Κι εκεινος την πονεσε και της ειπε:
''Και τι θα φας και τι θα πιεις;''
Εχωσε το ασημενιο μηλο στο χωμα και φυτρωσε μηλια
τα μηλα φορτωμενη.χτυπησε και τον βραχο τον ξερο-
βραχο με το χρυσο ραβδακι και πηγασε κρυσταλλο δρο-
σερο νερο.Και σαν τα'κανε ολα εκεινα εκεινη ανεβηκε
στους
στους κλωνους της μηλιας να κρυφτει για τον φοβο των
αγριων θηριων.
Κι εκεινος γοργα εφτασε στη μανα του,γοργα ξεκαβαλι-
κεψε και γοργα την χαιρετησε:
''Γεια και χαρα σου μανα μου''
''Καλως τονε τον γιοκα μου τον μοσχοαναθρεμενο''
Και του΄'στρωσε η μανα να φαει και του'δωσε να πιει
κι αποβραδυς του ξεστανε νερο να λουσθει και να πλυ-
θει να μοσχοσαπουνισθει κι ετσι η μανα τον αποκοι-
μισε και στον υπνο τον βαρυ πηγε και τον γλυκοφιλη-
σε κι εκεινος λησμονισε την Λιγερη.
Περασε μια μερα,περασαν δυο μερες,περασαν οι τρεις
και τεσσερις,περνουν οι πεντε μερες κι η Χρυσουλα αρ-
ρωστησε να πεσει να πεθανει.Και η μηλια φυλλοροησε
και η πηγη ξεραθηκε.
Κι ελεγε η Λιγερη στον ανεμο τα λογια:
''Τι να σου στειλω ξενε μου;
Τι να σου στειλω ξενε;
Σου στελνω μηλο σεπεται
Κυδωνι μαραγγιαζει'''
Και πηρε ο ανεμος το πικρο μοιρολοι της Λιγερης στης
χηρας την αυλη.Και τ'ακουσε ο Κωνσταντακης κι ειπε
της μανας του:
''Και ποια'ναι μανα,αυτη που βαριοτραγουδα και ποια'
ναι,μανα,αυτη που βαριαναστεναζει; ''
''Γιοκα μου,ειναι ο ανεμος που βαριοτραγουδα τ'αγερι
που βαριαναστεναζει''
Περασε ο καιρος και διαβηκε και μια καλη μαγισσα α-
κουσε τους πικρους θρηνους της Λιγερης και την λυπη-
θηκε στα παθη της και σε περιστερα την μεταμορφωσε.
Κι η περιστερα φτερουγισε απ'τα κλαδια της μηλιας κι
εφτασε στης χηρας την αυλη και σε κλαδακι καθισε κι
ολη τη μερα πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
''Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω σε κλαδακι ξεχασμενη''
Και τ'ακουσε το πικροκελαηδεμα ο Κωνσταντακης κι
ειπε της μανας του:
''Μανα,το πουλι τι πικροτραγουδει και τι λαλει τι λεει;''
Κι εκεινη του απαντησε:
''Ας το ,πουλακι ειναι και λαλει ,πουλακι ειναι και λεει''
Κι εκεινο πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
''Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω σε δεντρακι ξεχασμενη''
''Μανα,το πουλι τι λαλει τι κελαηδει;''
''Ας το ,πουλακι ειναι κι ας λαλει κι ας κρενει''
Κι εκεινη πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
'Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω στη μηλιτσα ξεχασμενη''
Κι ηταν τοτε που θυμηθηκε ο Κωνσταντακης κι ει-
πε της μανας του:
''Μανα,μην ειν'αυτη η καλη κι η ακριβη μου;''
Κι εκεινη του απαντησε:
''Γιοκα μου,η καλη κι η ακριβη σου σ'αλλα τραπεζια χαι-
ρεται σ'αλλα χαροκοπιεται,σ'αργυρολεκανες λουζεται
και μοσχοσαπουνιζεται,και σ'αλλα κρεβατια στρωνει
και κοιμαται''
Κι αυτος καταλαβε και φωναξε με δυνατη φωνη στη μα-
να:
''Μανα,σκυλα μανα,αυτη ειναι η καλη κι η ακριβη μου''
Γρηγορα καλιβωνει τ'αλογο,γρηγορα το σελωνει,γρηγο-
ρα το καβαλικευει και δυνατη βιτσια του'δωσε και παει
χιλια μιλια και ξαναβιτσισε και παει αλλα τοσα.
Και βρηκε ο Κωνσταντακης την καλη την ακριβη του πα-
νω στη μηλιτσα,γρηγορα απ'το δεντρο την κατεβασε,την
αγκαλιασε κι εκλαψαν τα δυο ωρα πολυ.
Οταν πηραν το δρομο του γυρισμου ελαμπε η μερα κι
ολος ο τοπος περα ως περα.
Σαν ξαναβρηκαν τη Χρυσουλα ο βασιλιας και η βασιλισα
χαρηκαν πολυ κι ορισαν συντομα τη μερα του γαμου της
με τον Κωνσταντακη.Κι εγιναν στους γαμους τους χαρες
μεγαλες,σαραντα μερες γλενταγαν και χορευαν σαραντα
μερες τρωγαν κι επιναν.
Κι εζησαν αυτοι καλα κι ευτυχισμενα κι εμεις το ιδιο.
.
.
.
.
.
.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-FAIRY TALES-
GREEK FAIRY TALES -MARCHEN-ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
C.N.COUVELIS[Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ]
.
Η ΧΡΥΣΟΥΛΑ
.
.
.
.
Η ΧΡΥΣΟΥΛΑ
.
.
''Ανδρα μοι ενεπε...''
Ομηρος
.
''Ειναι παιδια πολλων ανθρωπων
τα λογια μας''
Γ.Σ.Σεφερης
.
.
Μια φορα κι ενα καιρο στα χρονια τα παλια ηταν
ενας βασιλιας σοφος και μια βασιλισα καλη και
φρονιμη,ειχαν και μια μονακριβη κορη .Η ομορφια
και η καλοσυνη της ηταν μεγαλη.Ασπρη σαν το γαλα,
ροδαλη σαν το τριανταφυλλο και τ'ονομα της ητα-
νε :Χρυσουλα.Βασιλιαδες ξακουστοι απο μερη μα-
κρυνα εστελναν στο βασιλια προξενηταδες να την
ζητησουν γυναικα στα βασιλοπουλα.Ο βασιλιας δεν
ηθελε ουτε ν'ακουσει να παντρευτει η μοναχοκορη
του σε ξενο και μακρυνο τοπο.
Σ'εκεινους τους παλιους καρους στα μακρυνα μερη
ητανε ενας κακος δρακος.Γυρνουσε σ'ανατολη και δυ-
ση να παιδευει τους ανθρωπους.Μια μερα ηρθε,μετα-
μορφωμενος σε πραματευτη,κατω απ'τα μπαλκονια
του βασιλια και διαλαλουσε τη πραματεια του:χτενες
φιλντισενιες,στολιδια ασημια,χρυσα κοσμηματα,μαν-
τηλια μεταξενια.Ειχε ακουσει για την ομορφια της βα-
σιλοπουλας κι ηρθε να την αρπαξει.
Ακουσε η Χρυσουλα τη φωνη του πραματευτη και
βγηκε στο μπαλκονι και σαν τον ηλιο ελαμψε.Μολις
την ειδε ο πονηρος δρακος θαμπωσε απο την ομορφια
της και την καλεσε με γλυκεια φωνη να κατεβει να δια-
λεξει τα προικια της.
Κι αυτη γελαστηκε και κατεβηκε.
Και στα γρηγορα την αρπαξε και στα γρηγορα την ανε-
βασε στο μαυρο αλογο του και δυνατα το βιτσισε κι
εκεινο σαν τον ανεμο πηγε χιλια μιλια και ξαναβιτσισε
και πηγε αλλα τοσα.
Τοτε αμεσως σαν μαθευτηκε η αρπαγη της Χρυσουλας
εγινε μεγαλη αναταραχη στο ανακτορο του βασιλια κι
επεσε μεγαλη λυπη,και σ'ολο το βασιλειο απ'ακρη σ'α-
κρη.
Εστειλε τοτε ο βασιλιας κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν πως οποιο βασιλοπουλο του φερει πισω
τη μονακριβη του κορη,θα του την δωσει για γυναικα και
θα του δωσει κι ολο το βασιλειο του.
Κινησαν αμεσως της γης τα βασιλοπουλα,μα πουθενα οπου
κι αν εψαξαν δεν την βρηκαν την λιγερη.
Εστειλε τοτε δευτερη φορα κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν να πανε ολα τ'αρχοντοπουλα κι οποιο
τη φερει θα την παρει γυναικα του κι ολο το βασιλειο του.
Κινησαν αμεσως της γης τ'αρχοντοπουλα,μα πουθενα οπου
κι αν εψαξαν δεν την βρηκαν την λιγερη.
Εστειλε τοτε τριτη φορα κηρυκες σ'ολη τη γη την οικου-
μενη να μηνυσουν να πανε ολα τα παλικαρια ,πλουσια και
φτωχα,κι οποιο τη φερει θα την παρει γυναικα του κι ολο
το βασιλειο του.
Τον ιδιο καιρο εκεινο,μεσα στο δασος σε μια καλυβα ηταν
μια χηρα φτωχια γυναικα με τον μονακριβο γιο της.Το παι-
δι ηταν ομορφο και δυνατο παλικαρι και τ'ονομα του ητα-
νε:Κωνσταντακης.
Τ'ακουσε τα συμβαντα για τη βασιλοπουλα,κι οπως ηταν
τολμηρος κι αψηφιστος τ'αποφασισε να παει κι αυτος και
στη μανα του πηγε:Το και το,της ειπε για την αρπαγη της
βασιλοπουλας.
''Μανα,εχε γεια''
Τι να κανει η φτωχια μανα στην αγυριστη γνωμη του παι-
διου;Του δινει τρια ψωμια,ενα απο σιταρι,ενα απο κριθαρι,
κι ενα απο καλαμποκι,του δινει κι ενα φλασκι απο κατσικι-
σιο δερμα γεματο νερο,να'χει για το δρομο,μην πεινασει να
φαει,μην διψασει να πιει.
Και κινησε ο Κωνσταντακης.
Δρομο περνει δρομο αφηνει,μακρεψε απο πολιτειες και χω-
ρια και επειτα πηρε τα ορη τα βουνα και παει και παει.
Και μια μερα σε μια ερημια που βρεθηκε ακουσε να τον φω-
ναζουν.Πηγε προς το μερος που ακουστηκε η φωνη,και συναν-
τησε στην ακροποταμια μια γρια γυναικα εκατοχρονη.Εκεινη
τον παρακαλεσε να την περασει απεναντι.
Την σηκωσε στα χερια του ,μπηκε στο νερο του ποταμου,και
την περασε απεναντι.Εκει η γρια γυναικα του ζητησε κατι να
φαει γιατι πεινουσε πολυ.Κι εκεινος της εδωσε το σιταρενιο
ψωμι.Εκεινη του'δωσε για ανταμοιβη για το καλο που της εκα-
νε ενα ασημενιο μηλο,να του χρησιμεψει.Επειτα τον ευχηθηκε
και εξαφανισθηκε.
Δρομο παει δρομο αφηνει ο Κωνσταντακης και παει βαθεια
στους λογγους και σ'απομερους τοπους.
Ξαφνικα ακουσε φωνη,αδυναμη φωνη σαν να'βγε-
νε απ'τα βαθη της γης.
''Ε εσυ ξενε βγαλε με απο δω ''
Πηγε προς το μερος που ακουστηκε η αδυνατη
φωνη κι ειδε μεσα σ'ενα πηγαδι ενα μικρο ελαφι
που αγωνιζονταν να μην πνιγει στα θολα νερα.Κι
ακομα μεσα στα νερα ηταν φαρμακερα φιδια.Κα-
ταφερε και το τραβηξε απ'τα θολα νερα και το'σωσε
το ελαφακι και κεινο μ'ανθρωπινη φωνη τον ευχα-
ριστησε.Του ζητησε να του δωσει κατι,αν εχει,να
φαει κι αν εχει νερο να του δωσει να πιει.Κι εκει-
νος του'δωσε το δευτερο ψωμι απο το κριθαρι να
φαει και νερο απο το φλασκι να ξεδιψασει.
Σαν ξεδιψασε απο την διψα του και χορτασε την πει-
να του τοτε το μικρο ελαφι με τα δυο μπροστινα του
ποδια εσκαψε τη γη και ξεθαψε ενα χρυσο ραβδακι
και του το'δωσε γι'ανταμοιβη.Και μετα αφου εγινε
αυτο εξαφανισθηκε .
Κι ο Κωνσταντακης δρομο παιρνει δρομο αφηνει
να γυρευει τη Χρυσουλα και παει και παει.
Και σ'ενα μερος μακρυνο που εφτασε συναντησε
εναν ζητιανο εναν κουρελη ανθρωπο.Εκεινοε ο ζη-
τιανος του ζητησε ψωμι να φαει και νερο να ξεδιψα-
σει.Κι ο Κωνσταντακης του 'δωσε το τριτο ψωμι απο
το καλαμποκι να φαει και νερο απ'το φλασκι του'δω-
σε να πιει να ξεδιψασει.Σαν δυναμωσε απ'το φαι και
το νερο ο ζητιανος τον ρωτησε για που παει.Κι ο
Κωνσταντακης του ειπε.Τοτε ο ζητιανος σαν τ'α-
κουσε ολα εβγαλε απ'το σακο του τρια χρυσα δαχτυ-
λιδια ,ενα με ζαφειρι,ενα με μαργαριταρι κι ενα με δια-
μαντι,του τα'δωσε και του'πε:.
''Περα πολυ μακρυα σαν φτασεις,σ'ενα τριστρατο ,εκει
ειναι μια μαρμαρενια βρυση.Προσεξε,μην πιεις νερο να
ξεδιψασεις ,γιατι ειναι το αμιλητο νερο κι οσοι το πινουν
χανουν τη φωνη τους.Μονο να ριξεις μεσα στο νερο της
μαρμαρολεκανης ενα απο τα τρια δαχτυλιδια και τοτε θα
πεταχτει μεσα απ'το νερο μια ομορφη κοπελα,μια νεραιδα.
Προσεξε,μην θαμπωθεις απο την ομορφια της και ξεχα-
σθεις,γρηγορα να την ρωτησεις να σου πει που'ναι ο πυρ-
γος του δρακοντα.Αλλιως αν δεν προφτασεις να ρωτησεις
η νεραιδα θα χαθει απ'τα ματια σου.Κι εχεις αλλες δυο φο-
ρες να δοκιμασεις.Αν και τις τρεις φορες αποτυχεις,χαθη
κες.''
Οταν τελειωσε τα λογια του ο γεροντας ζητιανος εξαφανι-
σθηκε.
Δρομο παιρνει δρομο αφηνει ο Κωνσταντακης και παει
και παει.
Κι εφτασε στη χωρα της ερημου,που χορτο δεν φυτρω-
νει και δεντρο κλαρακι δεν ευδοκιμει,μονο ο ηλιος την
ψηνει και παντου ειναι φιδια και ερπετα.
Πεινουσε πολυ και διψουσε πολυ.Και τοτε θυμηθηκε τα
λογια της γριας γυναικας κι εχωσε μεσα στην αμμο που
εψηνε το ασημενιο μηλο που του'χε δωσει και απο
κει φυτρωσε δεντρο μηλια τα μηλα φορτωμενη.Εφα-
γε απο τους γλυκους καρπους κι ευφρανθει η καρδια
του κι οταν αποφαγε τραβηξε προς τα μερη που βασι-
λευει ο ηλιος .
Κι εφτασε στη χωρα με τα λιοπυρια,εκει που'ναι ο ηλιος
ακινητος ψηλα στον ουρανο και πυρωνει τη γη. Κι ει-
χε διψα μεγαλη,ασβεστη.Και τοτε θυμηθηκε το λογια
του μικρου ελαφιου και χτυπησε εναν ξεροβραχο με το
χρυσο ραβδακι.Ο βραχος ο ξεροβραχος ανοιχτηκε στα
δυο και αναπηδησε απο μεσα του κρυσταλλινο δροσερο
νερο.Ηπιε και ξεδιψασε,γεμισε και το φλασκι του νερο
και τραβηξε ορμητικος τον δρομο του.
Περασαν μερες πολλες κι αλλες τοσες νυχτες περασαν,
κι εφτασε στο τριστρατο που του'χε πει εκεινος ο γερον-
τας ζητιανος εκει που ηταν η μαρμαρενια βρυση με το
αμιλητο νερο.
Και χωρις να χασει χρονο ο Κωνσταντακης εριξε
το πρωτο δαχτυλιδι με τη ζαφειροπετρα στο νερο
και πεταχτηκε εξω απ'το νερο μια ομορφη νεραι-
δα και τοσο ξαφνιαστηκε και θαμπωσε απ'την ο-
μορφια της που δεν εβγαλε λεξη να τη ρωτησει
και εξαφανισθηκε η κοπελα.
Εριξε το δευτερο δαχτυλιδι με το μαργαριταρι στο
νερο και πεταχτηκε εξω απ'το νερο μια ομορφη νε-
ραιδα και τοσο ξαφνιαστηκε και θαμπωσε απ'την
ομορφια της που κι αυτη τη φορα δεν ειπε λεξη να
τη ρωτησει και εξαφανισθηκε η κοπελα.
Και τοτε ο Κωνσταντακης εριξε το τριτο δαχτυλιδι
με το διαμαντι στο νερο και πεταχτηκε εξω απ'το
νερο μια ομορφη νεραιδα,δεν ταχασε ο Κωνσταντα-
κης και γρηγορα τη ρωτησε:
''Καλη μου νεραιδα,πες μου που'ναι ο πυργος του δρα-
κοντα,πο'χει αρπαξει τη Χρυσουλα και την εχει εκει
μεσα κλεισμενη;''
και η νεραιδα τ'απαντησε:
''Αντρειωμενε ,κατα τα μερη του βορρα να πας τρεις με-
ρες και τρεις νυχτες απο'δω,διχως να σταματησεις,και
τοτε θα δεις τον πυργο του δρακοντα.Προσεξε,ο δρακον-
τας ειναι πονηρος και πλανος και μην δηλιασεις στα τε-
χνασματα τα μαγικα του,παρα να τον παραβγαινεις με
εξυπναδα και τολμη.Εφτα μεταμορφωσεις μπορει να κα-
νει στη σειρα αλλες δεν εχει.Κι αφου τον νικησεις και ξεμ-
περδεψεις μαζι του τραβα γρηγορα στους ψηλους πυργους,
εκει μεσα σε φυλακη θα'βρεις την Χρυσουλα με εφτα κλει-
δαριες κλεισμενη.Για τη φυγη σας σας στελνω το φτερωτο
αλογο το γρηγορο.''
Ετσι ειπε η κοπελα κι εξαφανισθηκε.
Κι ο Κωνσταντακης εμεινε μονος του και τα συλλογιστη-
κε ολα αυτα.
Κι επειτα στο χωμα εχωσε το ασημενιο μηλο και φυτρω-
σε μηλια τα μηλα φορτωμενη,χτυπησε και με το χρυσο ραβ-
δακι τον βραχο τον ξεροβραχο και πηδησε απο μεσα του
κρυσταλλο δροσερο νερο.
Ηπιε κι εφαγε κι εστρωσε χορτα για στρωμα κι εβαλε λιθα-
ρι για προσκεφαλακι να κοιμηθει.
Κι αποκοιμηθηκε ο αντρειωμενος.
Και πριν ο ηλιος ν'ανατειλει ξυπνησε και κινησε ο Κωνσταν-
τακης.
Δρομο παιρνει δρομο αφηνει και παει και παει,χωρις σταματη-
μο τρεις μερες .
Και τελειωνοντας η τριτη νυχτα στο ξημερωμα βλεπει τον
πυργο του δρακοντα.Κι ο δρακοντας απο μακρυα τον ειδε.
Και τοτε ξεχυθηκε ορμητικος χειμαρος ποταμι νερο να τον
πνιξει κι ο Κωνσταντακης εγινε ψαρι που στα νερα κολυ-
μπαει και σωθηκε.Κι εκεινος ο πονηρος εγινε ψαρι σκυλοψα-
ρο της θαλασσας να το καταβροχθισει το μικρο ψαρι και το-
σο τρομαξε που βγηκε εξω στην ακτη και σαν λαγος ξεφυγε.
Κι ο πλανος εγινε ευτυς αγριο και γρηγορο κυνηγοσκυλο και
τον κυνηγησε και θα το εφτανε αν ο Κωνσταντακης δεν αλ-
λαζε σε δυνατο λιονταρι κι ο πονηρος δρακοντας εγινε φο-
βερος αετος και πεταξε και ξεφυγε στα επουρανια κι ο Κων-
σταντακης ευτυς αλλαξε σε κυνηγο στοχευτη κι ο δρακον-
τας τοτε εγινε φιδι που σερνεται στο χωμα κι ο Κωνσταν-
τακης εγινε γατα αρπακτικη να το αρπαξει κι εγινε ευτυς
ο πονηρος φωτια κι ο Κωνσταντακης δυνατη μπορα βρο-
χη να τη σβησει τη φωτια να την εξαφανισει κι ο πλα-
νος εβδομη φορα στη σειρα εγινε σφιγγα και καθισε στα
τριστρατα και ρωτουσε αινιγματα τους ανθρωπους,κι αν
δεν τα'λυναν τους μαρμαρωνε τα σωματα.Και γεμισε ο το-
πος μαρμαρα και περασε κι ο Κωνσταντακης και τον ρω-
τησε η σφιγγα:
''Πες μου τι'ναι εκεινο που το πρωι περπατει με τα τεσ-
σερα το μεσημερι με τα δυο και το βραδυ με τα τρια;''
Κι ο Κωνσταντακης αμεσως της απαντησε το αινιγ-
μα:
'' Εκεινος ειναι ο ανθρωπος.Το πρωι της ζωης του ειναι
μωρο που περπατει στα τεσσερα,το μεσημερι αντρας
που στεκεται σταθερα στα δυο ποδια του και το βραδυ
γεροντας που στηριζεται στη ραβδο του.''
Σαν ακουσε τη λυση του αινιγματος η σφιγγα επεσε
στον γκρεμο και τσακιστηκε και παει ο δρακοντας.
Τοτε γρηγορα ο Κωνσταντακης ανεβηκε στους ψηλους
πυργους του δρακοντα.Και με το ξυλινο κλειδι και με
το πετρινο κλειδι και με το χαλκινο και με το μπρουτζι-
νο και με το σιδερο και με το αργυρο και με το χρυσο
κλειδι ανοιξε τις εφτα κλειδαριες της φυλακης κι ειδε
την Χρυσουλα πενταμορφη μπροστα του,γρηγορα την
πηρε και την εβγαλε απ'την φυλακη.
Και στο φτερωτο αλογο το γρηγορο την εβαλε διπλα
του την λιγερη κι εδωσε βιτσια και πηγαν χιλια μιλια
και ξαναβιτσισε και πανε αλλα τοσα.
Κι ως διαβαινε κι ως πηγαινε ο ηλιος ελαμπε και τα
πουλακια στα δεντρα κελαηδουσαν κι ελεγαν:
''Για δες την Λιγερη πως τηνε παει της γης ο Αντρειωμε-
νος''
''Και τι λαλουνε ,Λιγερη,τι λενε τα πουλακια;''
''Πουλακια ειναι και λαλουν,πουλακια ειναι κι ας λενε''
''Κι εγω,ακριβη,θυμηθηκα τη μανα μου,και θελω παω
στη μανα μου.Γοργα ξεκαβαλικευω,γοργα τη χαιρεταω,
γοργα γυρνω κοντα σου.''
Κι εκεινη του ειπε:
''Κανε πως θελει και ποθει η καρδια σου.Μοναχα μην
σε κρατησει η μανουλα σου και μενα με ξεχασεις''
Κι εκεινος την πονεσε και της ειπε:
''Και τι θα φας και τι θα πιεις;''
Εχωσε το ασημενιο μηλο στο χωμα και φυτρωσε μηλια
τα μηλα φορτωμενη.χτυπησε και τον βραχο τον ξερο-
βραχο με το χρυσο ραβδακι και πηγασε κρυσταλλο δρο-
σερο νερο.Και σαν τα'κανε ολα εκεινα εκεινη ανεβηκε
στους
στους κλωνους της μηλιας να κρυφτει για τον φοβο των
αγριων θηριων.
Κι εκεινος γοργα εφτασε στη μανα του,γοργα ξεκαβαλι-
κεψε και γοργα την χαιρετησε:
''Γεια και χαρα σου μανα μου''
''Καλως τονε τον γιοκα μου τον μοσχοαναθρεμενο''
Και του΄'στρωσε η μανα να φαει και του'δωσε να πιει
κι αποβραδυς του ξεστανε νερο να λουσθει και να πλυ-
θει να μοσχοσαπουνισθει κι ετσι η μανα τον αποκοι-
μισε και στον υπνο τον βαρυ πηγε και τον γλυκοφιλη-
σε κι εκεινος λησμονισε την Λιγερη.
Περασε μια μερα,περασαν δυο μερες,περασαν οι τρεις
και τεσσερις,περνουν οι πεντε μερες κι η Χρυσουλα αρ-
ρωστησε να πεσει να πεθανει.Και η μηλια φυλλοροησε
και η πηγη ξεραθηκε.
Κι ελεγε η Λιγερη στον ανεμο τα λογια:
''Τι να σου στειλω ξενε μου;
Τι να σου στειλω ξενε;
Σου στελνω μηλο σεπεται
Κυδωνι μαραγγιαζει'''
Και πηρε ο ανεμος το πικρο μοιρολοι της Λιγερης στης
χηρας την αυλη.Και τ'ακουσε ο Κωνσταντακης κι ειπε
της μανας του:
''Και ποια'ναι μανα,αυτη που βαριοτραγουδα και ποια'
ναι,μανα,αυτη που βαριαναστεναζει; ''
''Γιοκα μου,ειναι ο ανεμος που βαριοτραγουδα τ'αγερι
που βαριαναστεναζει''
Περασε ο καιρος και διαβηκε και μια καλη μαγισσα α-
κουσε τους πικρους θρηνους της Λιγερης και την λυπη-
θηκε στα παθη της και σε περιστερα την μεταμορφωσε.
Κι η περιστερα φτερουγισε απ'τα κλαδια της μηλιας κι
εφτασε στης χηρας την αυλη και σε κλαδακι καθισε κι
ολη τη μερα πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
''Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω σε κλαδακι ξεχασμενη''
Και τ'ακουσε το πικροκελαηδεμα ο Κωνσταντακης κι
ειπε της μανας του:
''Μανα,το πουλι τι πικροτραγουδει και τι λαλει τι λεει;''
Κι εκεινη του απαντησε:
''Ας το ,πουλακι ειναι και λαλει ,πουλακι ειναι και λεει''
Κι εκεινο πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
''Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω σε δεντρακι ξεχασμενη''
''Μανα,το πουλι τι λαλει τι κελαηδει;''
''Ας το ,πουλακι ειναι κι ας λαλει κι ας κρενει''
Κι εκεινη πικροτραγουδουσε κι ελεγε:
'Δεν ειναι κριμα κι αδικο
Δεν ειναι κι αμαρτια
να'μαι πανω στη μηλιτσα ξεχασμενη''
Κι ηταν τοτε που θυμηθηκε ο Κωνσταντακης κι ει-
πε της μανας του:
''Μανα,μην ειν'αυτη η καλη κι η ακριβη μου;''
Κι εκεινη του απαντησε:
''Γιοκα μου,η καλη κι η ακριβη σου σ'αλλα τραπεζια χαι-
ρεται σ'αλλα χαροκοπιεται,σ'αργυρολεκανες λουζεται
και μοσχοσαπουνιζεται,και σ'αλλα κρεβατια στρωνει
και κοιμαται''
Κι αυτος καταλαβε και φωναξε με δυνατη φωνη στη μα-
να:
''Μανα,σκυλα μανα,αυτη ειναι η καλη κι η ακριβη μου''
Γρηγορα καλιβωνει τ'αλογο,γρηγορα το σελωνει,γρηγο-
ρα το καβαλικευει και δυνατη βιτσια του'δωσε και παει
χιλια μιλια και ξαναβιτσισε και παει αλλα τοσα.
Και βρηκε ο Κωνσταντακης την καλη την ακριβη του πα-
νω στη μηλιτσα,γρηγορα απ'το δεντρο την κατεβασε,την
αγκαλιασε κι εκλαψαν τα δυο ωρα πολυ.
Οταν πηραν το δρομο του γυρισμου ελαμπε η μερα κι
ολος ο τοπος περα ως περα.
Σαν ξαναβρηκαν τη Χρυσουλα ο βασιλιας και η βασιλισα
χαρηκαν πολυ κι ορισαν συντομα τη μερα του γαμου της
με τον Κωνσταντακη.Κι εγιναν στους γαμους τους χαρες
μεγαλες,σαραντα μερες γλενταγαν και χορευαν σαραντα
μερες τρωγαν κι επιναν.
Κι εζησαν αυτοι καλα κι ευτυχισμενα κι εμεις το ιδιο.
.
.
.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου