I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

GREEK GREEK POETRY-POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης-ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ ΣΤΟΝ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟ-[αποσπασματα απο την ποιηση του Τακη Σινοπουλου]Επιλογη χ.ν.κουβελης

.
.

.
.
.
ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ
ΣΤΟΝ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟ
[αποσπασματα απο την ποιηση του Τακη Σινοπουλου]
Επιλογη χ.ν.κουβελης
[ σκαβοντας στα χωματα των πραξεων μας
βρηκαμε προσωπα που τα'χαμε ξεχασει ]
Μόνο τὸ χέρι τους ὑψώνεται καὶ δείχνει τὴ μεριὰ ποὺ περπατᾶνε οἱ δολοφόνοι.
Ἢ Ἑλλάδα ταξιδεύει χρόνια ἀνάμεσα στοὺς δολοφόνους
.
Καὶ μόνο αὐτὸς ὁ Ἐλπήνωρ ποὺ τὸν γυρεύαμε μὲ τόση ἐπιμονὴ
μὲς στὰ παλιὰ χειρόγραφα τυραννισμένος ἀπ' τὴν πίκρα τῆς παντοτινῆς του
μοναξιᾶς μὲ τὸν ἥλιο νὰ πέφτει στὰ κενὰ τῶν
στοχασμῶν του σκαλίζοντας τυφλὸς τὴν ἄμμο μ' ἀκρωτηριασμένα δάχτυλα
σὰν ὅραμα ἔφευγε καὶ
χάνονταν ἀργὰ στὸν ἀδειανὸ χωρὶς φτερὰ χωρὶς ἠχὼ γαλάζιο αἰθέρα.
Κι ἀνάμεσα τους εἶδα μὲ χακὶ τὸν Μπίλια
τὸν Μπίλια ἐκεῖνον ποὺ ἦταν τόσο βρώμικος στὸ μέτωπο
Τὰ χείλη του κινήθηκαν κι ὕστερα πάλε σφάλιξαν
καὶ θάρρεψα πὼς ἄκουσα νὰ φτάνει ὡς τὴν ἀκοή μου
ἡ ὑπόκωφη μουρμουριστὴ φωνή του: Φίλε
καιρὸ μὲ ξέχασες
ἄκουσα νὰ μιλᾶνε γιὰ σένα
ὅπως μιλᾶνε
γιὰ ἕνα σκυλὶ
Ἐγὼ σώπαινα στεναχωρημένος
γι' αὐτὸ μὴν
πικραίνεσαι
γιὰ τίποτα μὴν
πικραίνεσαι
μοῦ μίλησαν γιὰ
σένα
ὅπως μιλᾶνε
γιὰ ἕνα σκυλί.
ἐμένα ἄσε με νὰ φύγω
νὰ πάω μὲ τὰ δικά μου τὰ ὄνειρα
τὰ σκυλίσια μου ὄνειρα σ' ἕνα τενεκὲ
σκουπιδιῶν
Σχεδίαζε τώρα ὡς τὴν
ἔσχατη λεπτομέρεια οἰκοδομήματα χιμαιρικῆς τελειότητας ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἀσύλληπτης
τρυφερότητας γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴ μοναξιὰ τοῦ ἀνθρώπου
γιατί πίστευε
στὴν καρδιὰ στὸ αἷμα ποὺ βουίζει ἀκατανόητα ζεστὸ μέσα σ' ὅ,τι κατορθώνει καμιὰ
φορὰ νὰ συνάξει ἡ ζωὴ ἐνὸς ὁλομόναχου ἀνθρώπου
Ν' ἀγαπᾶς ἐκεῖνο ποὺ σὲ
περιέχει
τὸ ροῦχο σου τὸ αἷμα σου
ὅ,τι σὲ ποτίζει καὶ σὲ
ζεσταίνει
Γύρνα στὸ σπίτι σου ὑπάρχουν ἀκόμα ὄνειρα ποὺ σὲ περιμένουν
καθαρὸς κι ἀλαφρος ἀρκεῖ νὰ πιστεύεις κι ἐσὺ στὸ πράσινο στὸ πράσινο φῶς
στὴν πράσινη ὀργιαστικὴ βλάστηση τῆς αἰωνιότητας
Ποιὸς εἶναι τοῦτος ποὺ ἀναλίσκεται περήφανος;
Τὸ σῶμα του τὸ ἀνθρώπινο δὲν τὸν πονᾶ;
Ἡ χώρα ἐδῶ εἶναι σκοτεινή. Καὶ δύσκολη. Φοβᾶμαι.
Ξένη φωτιὰ μὴν τὴν ἀνακατεύεις μοῦ εἶπαν.
Ὅμως ἐκεῖνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι ὅσο ἀφανίζονταν τόσο ἄστραφτε τὸ πρόσωπο.
Γινόταν ἥλιος.
Στην ἐποχή μας ὅπως καὶ σὲ περασμένες ἐποχὲς
ἄλλοι εἶναι μέσα στὴ φωτιὰ κι ἄλλοι χειροκροτοῦνε.
Ὁ Ποιητὴς μοιράζεται στὰ δυό.
Μὰ κεῖνος ἤτανε στραμμένος σ' ἄλλα ὁράματα.
Μιὰ ἀπέραντη πατρίδα ὀνειρευότανε. Ποῦ εἶναι τὸ πρόσωπό σας
τὸ ἀληθινό σας πρόσωπο; μοῦ φώναξε.
Κι ἀπόμεινα
μονάχος περπατώντας καὶ σφυρίζοντας
μέσα στὴν κούφια Λάρισα
ἀνατέλλοντας καὶ δύοντας ἀκατάπαυστα
πέφτοντας σὲ γυμνὴ σκέψη δίχως πράξη σὲ γυμνὸ στοχασμὸ
ἀκούγοντας τὸν ἦχο ποὺ ἀκούγεται
ἀκούγοντας τὸ τύμπανο
ἀκούγοντας ὁλοένα τύμπανα τύμπανα τύμπανα
ἀκούγοντας τύμπανα καὶ σιωπὴ
στρέφοντας τὸ πρόσωπο ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει ἡ σιωπὴ
νιώθοντας τύμπανα περιμένοντας τύμπανα ἀκούγοντας τύμπανα
ἀνάμεσα βράχων καὶ σιωπῆς ἀνάμεσα σιωπῆς καὶ νύχτας
ἀνάμεσα διαστήματος καὶ διαστήματος
ἀνατέλλοντας καὶ δύοντας
πέφτοντας ἀκατάπαυστα
σ' ὄνειρο ἀνάστατο σὲ μνήμη φοβερὴ
μάρτυρας τῶν βουνῶν
μάρτυρας τούτων τῶν βουνῶν
ὑπάρχω.
Ποῦ εἶναι τώρα τὰ παιδιά μου σὲ ποιὸν ἀγέρα
μὲς στὸν ἀγέρα τοῦ λύκου τροφὴ
ποῦ εἶναι τώρα οἱ πατέρες μου σὲ ποιὸν ἀγέρα
μὲς στὸν ἀγέρα τοῦ λύκου τροφὴ
ποῦ εἶναι τὸ σπίτι μου κάτω ἀπ' τὸ πόδι τοῦ κακοῦ
κι ἐγὼ ποῦ εἶμαι
σὲ ποιὰ πατρίδα κείτομαι σὲ ποιὰ χώρα δίχως ὄνομα
Ἂν εἶχαν ὅλα σχεδιαστεῖ ἂν ὅλα εἶχαν μελετηθεῖ
ἂν ὁ φόβος δὲν ἦταν ἀφορμὴ τοῦ φόβου
ἂν τὸ κακὸ δὲν ἤτανε βαθύτερο κακὸ
ἂν εἴχαμε πάρει ἐτοῦτο τὸ δρόμο κι ὄχι ἐκεῖνο τὸ δρόμο
ἂν εἴχαμε σταματήσει στὸ πάνω φαράγγι κι ὄχι στὸ κάτω φαράγγι
ἂν εἴχαμε κάψει τὰ χέρια μας προτοῦ κάψουμε τοῦτο τὸ δέντρο
ἂν εἴχαμε σβήσει τὸ φῶς ὅταν τὸ φῶς ἔπρεπε νἆναι σβηστὸ
ἂν εἴχαμε ἀφήσει τὴν ἐλπίδα στὴν ἐλπίδα καὶ τ' ὄνειρο στ' ὄνειρο
ἂν εἴχαμε λογαριάσει τὴ στροφὴ τοῦ ἀγέρα σὲ τοῦτο ἢ σὲ κεῖνο τὸ πέρασμα
ἂν χάναμε τὸ δρόμο στὰ μισά τοῦ δρόμου
ἂν βρίσκαμε τὸ χαμένο δρόμο ἀνάμεσα στὰ χαμένα βουνὰ
ἐκεῖ ποὺ ὁ δρόμος χάνεται σὲ βουνὰ ἥλιου
κάτω ἀπ' τὸ κύμα τοῦ ἥλιου ἂν εἴχαμε σταθεῖ ἀκίνητοι
κι ἀκίνητοι εἴχαμε κοιτάξει τὸν καιρὸ ποὺ δὲν ἦταν ὁ καιρὸς γιὰ μᾶς
ἂν εἴχαμε θυμηθεῖ ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ θυμόμαστε
ἂν εἴχαμε σκεφτεῖ προτοῦ πάψουμε νὰ σκεφτόμαστε
ἂν εἴχαμε ἀκουμπήσει τὴν καρδιὰ πάνω στὸ στῆθος τοῦ βουνοῦ
στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ ἢ στὴν ἄκρη τῆς πολιτείας
ἂν τὸ βουνὸ ἦταν στὴν ἄκρη τῆς πολιτείας κι ἡ πολιτεία
στὴν ἄκρη τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ ποὺ χτυπάει ὁ σφυγμὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐπιμένοντας ἡ φωνή μου ν' ἀκουστεῖ σὲ τοῦτες τὶς ἐποχὲς
γυρεύοντας περάσματα ποὺ κλείσανε
καθὼς ὁ σπόρος μὲς στὴ γῆ καθὼς ἡ χόβολη στὸ κάρβουνο
καθὼς ὁ φόβος κι ὁ καημὸς μὲς στὴ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.
ἐγὼ μονάχος ὁ ἐπιζὼν
ὁ μάρτυρας ἐγὼ
τὴ νύχτα τούτη μαρτυρῶ
ποὺ κατεβαίνει
Κι' ἤρθανε
ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο ξεπεζεύοντας,
ὁ Πόρπορας, ὁ Κονταξῆς, ὁ Μάρκος, ὁ Γεράσιμος,
μιὰ σκούρα πάχνη τ' ἄλογα κι' ἡ μέρα ὅπως ἐλόξευε
σὲ μουδιασμένο αἰθέρα, ἤρθανε ὁ Μπίλιας, ὁ Γούρνας,
γύφτοι γραμμένοι στὸ μισόφωτο, κι' ὁ Φάκαλος, βαστούσανε
τὸ μαντολίνο, τὴνκιθάρα, τὸν αὐλό,
στὸν ἦχο ἀλάφραινε ἡ ψυχή, τὸ σπίτι μέσα ἐμύριζε
παντοῦ βροχὴ καὶ ξύλο, κι ἄναψαν,
μονάχα ποὺ ἄναψαν φωτιὰ ζεστὴ νὰ πυρωθοῦν, χαρούμενα
τοὺς φώναξα.
Ἦρθε ὁ Σαρρῆς, ὁ Τσάκωνας,
ἦρθε ὁ Φαρμάκης, ὁ Τορέγας
Κι' ἤρθανε
πολλοί. Μπροστὰ τους ὁ Τζαννῆς, ὁ Παπαρίζος, ὁ Ἐλεμίνογλου, πιὸ πίσω ὁ Λαζαρίδης, ὁ
Φλασκῆς, ὁ
Κωνσταντόπουλος - σὲ τί ἐκκλησιὲς τοὺς διάβασαν, τοὺς θάψανε, κανεὶς δὲν ξέρει σὲ τί
χώματα.
Τότε τὸν βοήθησα νὰ βγεῖ, πεσμένος στὸ χαντάκι ἀνάσκελα, τὸν κράτησα καὶ μοὔμεινε στὰ
χέρια κι'
ἡ γυναίκα του τὸν ἄλλο μήνα, μύριζε χορτάρι, χαμηλὰ στὸν κῆπο, ἀπομεσήμερο, τῆς
μίλησα ποὺ
πέθανε, γιομάτο σκοτεινὸ κορμί, πάνω στὸ στῆθος μου κλαψούριζε, νύχτα καιρὸ τὰ δάση
λάμπανε
κι' οἱ ρίζες λάμπανε, ἡ φωνὴ δὲν ἔσβησε χρόνια καὶ χρόνια καί.
Κι' ἀνάμεσα τους ἦρθαν
ὁ Γιάννης ὁ Μακρής, ὁ Πέτρος ὁ Καλλίνικος, ὁ Γιάννης ὁ κουτσαίνοντας.
Ἦρθαν οἱ μέρες τοῦ σαράντα τέσσερα
κι' οἱ μέρες τοῦ σαράντα ὀχτώ.
Κι' ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο ὣς τὴν Λάρισα
βαθύτερα ὥς τὴν Καστοριά,
πάνω στὸ χάρτη μαῦρο μόλεμα,
ἡ Ἑλλάδα σύντομη ἀνασαίνοντας -
Πάσχα στὴν ἔρημη Κοζάνη μετρηθήκαμε,
πόσοι ἔμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα, κλαδί, κατήφορος,
τὸ σκοτεινὸ ποτάμι.
Βαστόντας τὸ ντουφέκι τοῦ σπασμένο ἦρθε ὁ Προσόρας,
ὁ Μπακρυσιώρης, ὁ Ἀλαφοῦζος, ὁ Ζερβός,
στὴ σύναξη ζυγώσανε. Κοιτάχτε, ἐφώναξα, κοιτάξαμε.
Τὸ φῶς πλημμύρα, ὁ καρποφόρος ἥλιος
μνήμη τῶν ἀφανῶν. Τὰ χρόνια πέρασαν, ἀσπρίσαμε, τοὺς
ἔλεγα.
Ἦρθε ὁ Τζεπέτης, ὁ Ζαφόγλου, ὁ Μαρκουτσᾶς,
στρωθήκανε στὸ μπάγκο καὶ
στὴν ἄκρη ὁ Κωνσταντῖνος ἔτσι νοσηλεύοντας τὸ πόδι του.
Στερνὴ φορὰ τοὺς κοίταξα, τοὺς φώναξα
Δρασκέλιζε ξέρες κι' ἀμμότοπους, σακατεμένος δίψαγε, ἔπινε ἀπὸ σκοτεινὲς πηγές
μονάχα τὰ χαρτιὰ τοῦ βασανίζοντας, ἕνα σωρὸ σβησίματα, τὸ βράδυ ἀνάστατος, ὅταν ὁ
κόσμος
παρασταίνεται μὲ πρόσωπα νεκρῶν.
Μιὰ μέρα εἶδε ἕνα χέρι μὲ σπασμένα δάχτυλα, μιὰ μέρα ὁ φοβερὸς ἀέρας
Μετρώντας πόσος θάνατος τοῦ περίσσευε καὶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ κάθε ποίημα
Αἰσθάνεσαι τὸ νοιώθεις ἄσχημα σχεδὸν μιὰ γεύση μηδενός. Τώρα τὸ φῶς αὐξαίνει
γρήγορα
πολλαπλασιάζεται μὲ γεωμετρικὴ ταχύτητα μία νέα καταπιεστικὴ ἐξουσία. Δὲν ἔχεις ποῦ νὰ
φυλαχτεῖς. Πᾶς νὰ φωνάξεις πὼς ἐτοῦτο πιὰ δὲν εἶναι ταξίδι στὸ ἄπειρο εἶναι ἔμπασμα σὲ
τρομερὸ σφαγεῖο
ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στὸ χῶρο τῆς σιωπῆς. Εἴτε μιλήσεις, εἴτε ὄχι, οὔτε θ' ἀποκαλύψεις οὔτε θὰ
προσθέσεις τίποτα σὲ τούτη τὴν ἐπίγεια κόλαση. Καλύτερα λοιπὸν νὰ μὴ μιλήσεις. Καὶ τί θὰ
πεῖς ἐσὺ
ὁ νεκρός, μὲ τόσα χώματα στὴ γλώσσα
Ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στὴν Ἑλλάδα ἀκολουθώντας τὸ χυμένο αἷμα τὸ
σπαταλημένο.
Αἷμα σταλαματιὲς κυλᾶνε στάζουν κάτω στὸν Ἅδη.
Πέφτουν ἀπάνω στοὺς νεκροὺς οἱ σκοτωμένοι ἀλλάζουν θέση δὲν ξυπνᾶνε.
Μόνο τὸ χέρι τους ὑψώνεται καὶ δείχνει τὴ μεριὰ ποὺ περπατᾶνε οἱ δολοφόνοι.
Ἢ Ἑλλάδα ταξιδεύει χρόνια ἀνάμεσα στοὺς δολοφόνους
γύμνια-ἐρήμωση, μικρὲς ἢ μεγάλες ἧττες συνήθως ἀπροσδόκητες, ἐπίμονες λεηλασίες, ἡ
αἴσθηση τῆς ματαιοπονίας, τῆς ματαιότητας, μόνο ξερὲς ἐφημερίδες, ἐκνευριστικές, φυσάει
ἀνάστατος ἀέρας, ξερὸ μυαλό, ὁ χρόνος ποὺ χάνεται, ὅλος ὁ χρόνος σκουπιδιάζεται, ἕνας
ἀπέραντος σκουπιδότοπος, Ἑλλὰς Ἑλλήνων Χριστιανῶν, μιὰ ἀπέραντη μία σκοτεινὴ
ἀπειλή, ὁ φόβος, ὁλάκερη ἡ ὕπαρξη νὰ εἶναι μία πληγὴ ποὺ βρωμάει, χωρὶς νὰ ἔχει
πονέσει ποτέ, σήμερα πρώτη Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1973, ἐγὼ στὸ χαρτὶ φωνάζοντας.
ΟΤΑΝ ἡ στροφὴ στὴν Ἀλβάνιτσα καὶ τὸ πέρα-
σμα στὸ Μπέλεσι μέσα ἀπ' τὸ ποτάμι
Ὅταν ὁ δρόμος γιὰ τὸν Ἁγιαντρέα καὶ τὸ κόκκινο
σπίτι.
Ὅταν οἱ μπανιέρες στὸ Κατάκωλο μέσα στὴν
ἥσυχη θάλασσα.
Ὅταν τὸ τραῖνο Πύργου-Κατακώλου
Ὅταν ὁ γυρισμὸς στὴν Ἀθήνα, Ἀπρίλη τοῦ '41.
Ὅταν ὁ γυρισμὸς στὴν Ἀθήνα τὸ Μάη τοῦ '49.
Ἢ Λάρισα τὸ καλοκαίρι.
Ὅταν ἡ νύχτα κι ἡ πλατεία τῆς Λάρισας.
Ὅταν ὁ ἀντάρτης μὲ τὸ τσακισμένο χέρι.
Ὅταν ἡ Κατοχή, ὅταν ἡ φυλακὴ μὲ τὰ ποντίκια στὸν Πύργο.
Ὅταν ἡ ἄλλη φυλακή.
Ὅταν ἡ στέρηση.
Ὅταν οἱ νύχτες.
Ὅταν τὸ στόμα σου ξερό.
Ὅταν ὁ πρῶτος πεθαμένος.
Ὅταν ἐκεῖνα τὰ χειρόγραφα.
Ὅταν ἐσὺ κι ἡ μνήμη σου.
τί θέλει, τί γυρεύει σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ τὸν τυραννάει,
ἐκεῖνο ποὺ ἀναδεύει μέσα του ἀκατάπαυστα, τὸν πονάει, τὸν καταματώνει. Τὰ
ὄνειρά του ἔχουν ἕνα πλῆθος σκιές, οἱ ἐπιθυμίες του εἶναι γεμάτες ἀγκάθια.
Καληνύχτα.
ἔνοικος τώρα τοῦ παντοτεινοῦ,
κεκυρωμένος
.
.
.
Επιλογη απο τὶς ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
.
.
METAIXMIO (1951)
ΕΛΠΗΝΩΡ
.
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΞ (1956)
.
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Β' (1957)
Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ
.
Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ
Ο ΕΠΙΖΩΝ
.
ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ (1972)
ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ
ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ
ΔΟΚΙΜΙΟ '73-'74
.
Ο ΧΑΡΤΗΣ (1977)
ΕΝΟΤΗΤΑ «Α΄ (1964-1966)»
.
ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ (1978)
ΜΙΑ ΜΕΡΑ...
ΟΤΑΝ...
ΝΥΧΤΑ...
.
.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου