.
.
GREEK POETRY
-Η Συνάντηση του Οδυσσέα και Αχιλλέα
(Οδύσσεια Ομήρου,ραψωδία λ' Νέκυια,στίχοι 471-491,533-540)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Η Συνάντηση του Οδυσσέα και Αχιλλέα
(Οδύσσεια Ομήρου,ραψωδία λ' Νέκυια,στίχοι 471-491,533-540)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
και τότε την ψυχή τ'Αχιλλεα γνωρισα:
Οδυσσέα,πως έφτασες ως εδώ στον Αδη;
όπου είναι μονάχα θλιβερά φαντάσματα
ανθρώπων;
και τοτ'εγω τ'απαντησα:
Αχιλλέα Πηληδη ανάμεσα στους Αχαιούς ξεχωριστε
του Τειρεσια ήρθα εδώ τη γνώμη να γυρέψω
πως στο σπίτι μου στο Θιακι το πέτρινο νησί θα γυρίσω
γιατι μέχρι τώρα σε γη Αχαϊκή κοντά δεν έφτασα
μήτε σε χώμα πατρίδας πατησα,μόν'ολο βάσανα έχω,
και σαν εσένα Αχιλλέα άλλος απ'τους ανθρώπους
στα περασμένα χρόνια ευτυχέστερος δεν ήταν
όταν ζούσες ίσα με τους θεους τιμουσαμε οι Αργείοι,
και τώρα στους νεκρούς μέσα θαυμαστός είσαι,
γι'αυτο να μην σε τρώει λύπη,Αχιλλέα,οτι πεθανες
κι αυτός έτσι μ'αποκριθηκε:
Οδυσσέα,μη θέλεις το θάνατο με λόγια παρηγορα
να μου γλυκάνεις,καλλίτερα πάνω στη γη να'μουνα
σ'αλλον άνθρωπο φτωχό και ταπεινό να ξενοδουλευα
παρά πεθαμένος να'μαι και σ'ολους τους νεκρούς
να βασιλευω
(τότε για τον γιο του Νεοπτόλεμο με ρώτησε
κι εγώ τα κατορθώματά του στο Ίλιο τη Τροία είπα)
κι όταν του Πριάμου την πόλη πήραμε
με το μερίδιο του και δώρα στο καράβι μπήκε
χωρίς να λαβωθει γιατί κοφτερό κοντάρι
δεν τον άγγιξε,όπως συνειθισμενο είναι στο πόλεμο
να συμβαίνει,όπου του Άρη τρομερή η μανία
έτσι είπα,και τότε τ'Αχιλλέα η ψυχή γαληνεμενη
κατά τον κάμπο με τα ασφοδελα τράβηξε
αφού τα ένδοξα έργα του γιου του εμαθε
.
.
ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο
καί ῥ' ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν' Ὀδυσσεῦ,
σχέτλιε, τίπτ' ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον;
πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ 475
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων
ὣς ἔφατ', αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ' Ἀχαιῶν,
ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν
εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην· 480
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος οὐδέ πω ἁμῆς
γῆς ἐπέβην, ἀλλ' αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ', Ἀχιλλεῦ,
οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτερος οὔτ' ἄρ' ὀπίσσω·
πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν
Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν 485
ἐνθάδ' ἐών· τῶ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ' αὐτίκ' ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ' Ὀδυσσεῦ.
βουλοίμην κ' ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,
ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, 490
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.
.
.
ἀλλ' ὅτε δὴ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν,
μοῖραν καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν
ἀσκηθής, οὔτ' ἂρ βεβλημένος ὀξέϊ χαλκῷ 535
οὔτ' αὐτοσχεδίην οὐτασμένος, οἷά τε πολλὰ
γίνεται ἐν πολέμῳ· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης.»
ὣς ἐφάμην, ψυχὴ δὲ ποδώκεος Αἰακίδαο
φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα,
γηθοσύνη, ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι.540
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου