I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Fitchers Vogel Πουλί Φιτσερ Ein Märchen der Brüder Grimm Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ -μεταφραση χ.ν.κουβελης c. n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Fitchers Vogel

Πουλί Φιτσερ

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c. n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.


Fitchers Vogel

Πουλί Φιτσερ

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

- μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά ήταν ένας μάγος που σε ζητιανο μεταμορφώνονταν κι άρπαζε τα όμορφα κορίτσια.

Κανένας δεν ήξερε που τα πήγαινε,αφού ποτέ δεν τα ξαναβλεπαν.

Κάποτε πέρασε έξω απ'τη πόρτα 

ενός ανθρώπου,που'χε τρια κορίτσια, είχε τη μορφή ζητιάνου και στον ώμο ένα σακί,δήθεν για να'βαζει αυτά που μάζευε.

Παρακάλεσε για λίγο φαι κι όταν η πιο μεγάλη βγήκε έξω  να του δώσει ένα κομμάτι ψωμι,την άρπαξε και την έχωσε στο σακί.

Κι έφυγε με γρήγορα βήματα και την πήγε σ'ενα σκοτεινό δάσος ,στη μέση του.

Μέσα στο σπίτι όλα έλαμπαν ,ότι ήθελε θα της το'δινε,και της είπε.

Θησαυρός μου,μαζί μου θα σ' αρέσει,επειδή όλα θα τα'χεις,ότι

η καρδιά σου θέλει 

Μετά από μερικές μέρες της ειπε.

Πρέπει να ταξιδεψω μακριά και για λίγο μόνη να σ' αφήσω,αυτά'ναι τα κλειδιά του σπιτιού,μπορείς παντού να πας κι όλα να τα δεις,μονάχα σε μια αίθουσα,κι αυτό το μικρό κλειδί την ανοίγει,στ'απαγορευω με τιμωρία τη ζωή σου.

Επίσης της έδωσε ένα αυγό και της είπε.

Τ'αυγο θέλω να το προσέχεις,πάντα να το'χεις μαζί σου,γιατί αν το χάσεις,μια μεγάλη δυστυχία θα πέσει.

Αυτή πήρε τα κλειδιά και τ'αυγο και υποσχέθηκε σ'ολα να υπακούσει.

Όταν εκεινος έφυγε μακριά,εκείνη περιπλανηθηκε στο σπίτι από κάτω μέχρι πάνω κι όλα τα'δε,τις αίθουσες να λάμπουν  απ'τ'ασημι και απ'το  χρυσό,

ποτέ μια τέτοια μεγάλη  πολυτέλεια δεν είχε δει 

Τελικά ήρθε μπροστά στην απαγορευμένη πόρτα,θέλησε να την προσπεράσει,όμως η περιέργεια δεν την άφησε σε ησυχία.Κοιταξε το κλειδί,σαν να'ταν άλλος,το βάλε μέσα και το'στριψε λίγο κι η πόρτα άνοιξε. Κι τι να δει εκεί μέσα,οταν μπήκε, μια μεγάλη λεκάνη γεμάτη αίματα ήταν στη μέση και μέσα κομματιασμένοι πεθαμένοι άνθρωποι,δίπλα ήταν

ένα ξύλινο κουτσουρο και πάνω ένα γιαλιστερο  τσεκούρι.

Τρόμαξε τόσο πουλί,που τ'αυγο που κρατούσε στο χέρι,έπεσε.

Το ξαναμαζεψε και το καθαρισε απ'το αιμα,έγινε όπως ήταν,αλλά

για λίγο,τα σημάδια απ'το αιμα δεν έφυγαν.

Μετά από λίγο γύρισε ο άντρας απ'το ταξίδι,και το πρωτο που ζήτησε,ήταν το κλειδί και τ'αυγο 

Αυτή του τα'δωσε,όμως ετρεμε,γιατί αυτός απ'τις κόκκινες κηλίδες κατάλαβε πως μπήκε στην αίθουσα του αίματος.

Παράκουσες τη θέληση μου στην καμάρα πηγες,της είπε,πάλι εκεί παρά τη θέληση σου  θα ξαναπας,Η ζωή σου τελείωσε.

Την πέταξε κάτω,την άρπαξε απ'τα μαλλιά,της έβαλε το λαιμό πάνω στο κουτσουρο και την έκοψε κομμάτια,το κόκκινο αίμα 

έτρεχε στο πάτωμα,Ύστερα την ερριξε με τους υπόλοιπους στη λεκάνη.

Τώρα θέλω τη δεύτερη να πάρω,είπε ο μάγος,και ξαναπήγε με τη μορφη του ζητιάνου στο σπίτι μπροστά και ζητιανευε.

Όταν η δεύτερη του'φερε ένα κομμάτι ψωμί την άρπαξε όπως 

την πρώτη και την έφερε μακριά 

Αυτή δεν πέρασε καλύτερα απ'την αδερφή της,απ'την περιέργεια της άνοιξε την καμάρα του αιματος και με την επιστροφή του πλήρωσε με τη ζωή της.

Τώρα αυτός πήγε και πήρε την τρίτη.Ομως αυτή ήταν εξυπνη και προσεκτικη.Οταν τα κλειδιά και τ'αυγο της έδωσε και πήγε για ταξίδι, πρώτον φύλαξε τ'αυγο,μετά είδε το σπίτι και στο τέλος μπήκε στην απαγορευμένη καμάρα.

Και τι να δει!τις δύο αγαπημένες της αδερφες,ανελέητα σκοτωμένες,μέσα στη λεκάνη.

Έψαξε τα μέλη τους και τα'βαλε

όπως πρεπει μαζί,κεφάλι,κορμί,χέρια και πόδια.Κι όταν τίποτα δεν έλειπε,άρχισαν τα μέλη να κινουνται,και τα δυο κορίτσια άνοιξαν τα μάτια κι ήταν πάλι ζωντανές.Ποσο χάρηκαν και φιλουσε η μια την άλλη!

Μετά τις έβγαλε και τις δυο εξω και τις έκρυψε.

Ο άντρας κατά την επάνοδο του ζήτησε τα κλειδιά και τ'αυγο κι όταν δεν μπόρεσε να δει κανένα ίχνος από αίμα πάνω,είπε.

Πέρασες τη δοκιμασία,πρέπει γυναίκα μου να γίνεις.

Όμως αυτός τωρα δεν είχε καμία δύναμη πάνω της κι έπρεπε να κάνει ότι θα του ζητούσε.

Πολύ καλά,απάντησε αυτή,πρέπει πριν ένα καλάθι γεμάτο χρυσο στον πατέρα μου και στη μάνα μου να πας κι ο ίδιος πάνω στην πλάτη σου να το κουβαλήσεις,γιατί εγώ εδώ το γάμο θα ετοιμάσω.

Μετά πήγε στο καμαράκι της,που'χε κρύψει τις αδερφές της.

Τώρα,τις είπε,ήρθε η στιγμή,που μπορώ να σας σώσω,ο κακούργος ο ίδιος θα σας ξαναπάει στο σπίτι,όμως μόλις στο σπίτι είστε,βοήθεια να μου δωστε

 Κατόπιν έβαλε και τις δυο σ'ενα καλάθι και το σκέπασε μέχρι πάνω με χρυσό,που τίποτα να μην φαίνεται και φώναξε τον μάγο να'ρθει μέσα και του'πε.

Τώρα κουβαλα το καλάθι,όμως να μην σταματήσεις στο δρόμο και να ξεκουραστείς,απ'το μικρό παραθυράκι θα κοιταζω και θα προσεχω.

Ο μάγος φορτώθηκε το καλάθι στη πλάτη του κι έφυγε,όμως ήταν τόσο βαρύ,που ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπο του και φοβόνταν πως θα πεθάνει.

Τότε κάθισε κάτω κι ηθελε λίγο να ξεκουραστεί,όμως αμέσως φώναξε η μια μέσα απ'το καλάθι .

Σε βλέπω απ'το παραθυράκι μου,πως ξεκουράζεσαι,σήκω και τράβα.

Αυτός νομισε,πως η νύφη του φώναξε και ξεκίνησε πάλι.

Ακόμα μια φορά θέλησε να καθήσει,όμως ξαναφωναξαν.

Σε βλέπω απ'το παραθυράκι μου,πως ξεκουράζεσαι,σήκω και τράβα.

Και μετα όταν σταματούσε,του

φώναζαν,και ξεκινούσε,και τελικά ξεπνοος το καλάθι με οτο χρυσο και τα δυο κορίτσια 

στο σπίτι των γονέων τους έφερε.

Στο σπίτι λοιπόν η νύφη ετοίμαζε τη γιορτη του γάμου.

Πήρε ένα κεφάλι πεθαμένου με 

δόντια που χαμογελούσαν και του'βαλε ένα κόσμημα και το' φερε ψηλά μπροστά στ'σνοιγμα της σοφιτας  και τ'αφησε από κει προς τα έξω να κοιτάζει.

Τότε προσκαλεσε τους φίλους του μάγου στη γιορτή,κι όταν αυτό εγινε,μπήκε σ'ενα βαρέλι με μέλι,έπειτα κόλλησε φτερα κι εμοιαζε  με παράξενο πουλί και κανένας άνθρωπος δεν μπουρουσε να την αναγνωρισει.

Έτσι βγήκε απ'το σπίτι έξω,και στο δρόμο συνάντησε μια ομάδα 

απ'τους καλεσμένους του γάμου,που ρωτησαν.


πουλί φιτσερ από που ερχεσαι;

ερχομαι απ'το φιτζ-φιτσερ σπίτι

και τι κάνει εκει η νυφουλα;

το σπίτι έχει σκουπίσει από κάτω μεχρι πάνω 

κι απ'τ'ανοιγμα της σοφίτας έξω κοιτάζει.


Τελικά συνάντησε τον γαμπρό,που ξεθεωμενος γύριζε.Κι αυτός ρώτησε όπως οι άλλοι.


πουλί φιτσερ από που ερχεσαι;

έρχομαι απ'το φιτζ-φιτσερ σπίτι

και τι κάνει εκει η νυφουλα;

το σπίτι έχει σκουπίσει από κάτω κιμεχρι πάνω 

κι απ'τ'ανοιγμα της σοφίτας έξω κοιτάζει.


Ο γαμπρός κοίταξε πάνω κι είδε το καθαρισμένο κεφάλι του πεθαμένου,του φάνηκε,πως της νύφης του ήταν,και της εγνεψε και την χαιρέτησε φιλικά.

Όμως καθώς αυτός κι οι καλεσμένοι του μπήκαν μέσα στο σπίτι,τότε ήρθε κι η βοήθεια απ'τις αδερφές.

Έκλεισαν όλες τις πόρτες του σπιτιού,για να μην μπορέσει κανένας να ξεφύγει  κι εβαλαν φωτιά,για να καει ο μάγος μαζί με τους κακοποιούς του.

.

.

Fitchers Vogel

Ein Märchen der Brüder Grimm

Κι

Es war einmal ein Hexenmeister, der nahm die Gestalt eines armen Mannes an, ging vor die Häuser und bettelte und fing die schönen Mädchen. Kein Mensch wußte, wo er sie hinbrachte, denn sie kamen nie wieder zum Vorschein. Nun trat er auch einmal vor die Thüre eines Mannes, der drei schöne Töchter hatte, sah aus wie ein armer schwacher Bettler und trug eine Kötze auf dem Rücken, als wollte er milde Gaben darin sammeln. Er bat um ein bischen Essen, und als die älteste herauskam und ihm ein Stück Brot reichen wollte, rührte er sie nur an, und sie mußte in seine Kötze springen. Darauf eilte er mit starken Schritten fort und trug sie in einen finstern Wald zu seinem Haus, das mitten darin stand. In dem Haus war alles prächtig: er gab ihr, was sie nur wünschte und sprach: "Mein Schatz, es wird dir wohl gefallen bei mir, denn du hast alles, was dein Herz begehrt." Das dauerte ein paar Tage, da sagte er: "Ich muß fortreisen und dich eine kurze Zeit allein lassen, da sind die Hausschlüssel: du kannst überall hingehen und alles betrachten, nur nicht in eine Stube, die dieser kleine Schlüssel da aufschließt, das verbiet ich dir bei Lebensstrafe." Auch gab er ihr ein Ei und sprach: "Das Ei verwahre mir sorgfältig und trag es lieber beständig bei dir, denn gienge es verloren, so würde ein großes Unglück daraus entstehen." Sie nahm die Schlüssel und das Ei, und versprach alles wohl auszurichten. Als er fort war, gieng sie in dem Haus herum von unten bis oben und besah alles: die Stuben glänzten von Silber und Gold und sie meinte, sie hätte nie so große Pracht gesehen. Endlich kam sie auch zu der verbotenen Thür, sie wollte vorüber gehen, aber die Neugierde ließ ihr keine Ruhe. Sie besah den Schlüssel, er sah aus wie ein anderer, sie steckte ihn ein und drehte ein wenig, da sprang die Thür auf. Aber was erblickte sie, als sie hinein trat: ein großes blutiges Becken stand in der Mitte, und darin lagen todte zerhauene Menschen: daneben stand ein Holzblock und ein blinkendes Beil lag darauf. Sie erschrak so sehr, daß das Ei, das sie in der Hand hielt, hineinplumpte. Sie holte es wieder heraus und wischte das Blut ab, aber vergeblich, es kam den Augenblick wieder zum Vorschein, sie wischte und schabte, aber sie konnte es nicht herunterkriegen.


Nicht lange, so kam der Mann von der Reise zurück, und das erste, was er forderte, war der Schlüssel und das Ei. Sie reichte es ihm hin, aber sie zitterte dabei, und er sah gleich an den rothen Flecken, daß sie in der Blutkammer gewesen war. "Bist du gegen meinen Willen in die Kammer gegangen," sprach er, "so sollst du jetzt gegen deinen Willen wieder hinein. Dein Leben ist zu Ende." Er warf sie nieder, schleifte sie an den Haaren hin, schlug ihr das Haupt auf dem Block ab und zerhackte sie, daß ihr rothes Blut auf dem Boden dahin floß. Dann warf er sie zu den übrigen ins Becken.


"Jetzt will ich mir die zweite holen," sprach der Hexenmeister, gieng wieder in Gestalt eines armen Mannes vor das Haus und bettelte. Da brachte ihm die zweite ein Stück Brot, und er fieng sie wie die erste durch ein bloßes Anrühren und trug sie fort. Es ergieng ihr nicht besser als ihrer Schwester, sie ließ sich von ihrer Neugierde verleiten, öffnete die Blutkammer und mußte es bei seiner Rückkehr mit dem Leben büßen. Er gieng nun und holte die dritte. Die aber war klug und listig. Als er ihr Schlüssel und Ei gegeben hatte und fortgereist war, verwahrte sie das Ei erst sorgfältig, dann besah sie das Haus und gieng zuletzt in die verbotene Kammer. Ach, was erblickte sie! ihre beiden lieben Schwestern lagen, jämmerlich ermordet, in dem Becken. Aber sie hub an und suchte die Glieder zusammen und legte sie zurecht, Kopf, Leib, Arm und Beine. Und als nichts mehr fehlte, da fiengen die Glieder an sich zu regen und schlossen sich aneinander: und beide Mädchen öffneten die Augen und waren wieder lebendig. Wie freueten sie sich, küßten und herzten einander! Dann führte sie die beiden heraus und versteckte sie. Der Mann forderte bei seiner Ankunft Schlüssel und Ei und als er keine Spur von Blut daran entdecken konnte, sprach er: "Du hast die Probe bestanden, du sollst meine Braut sein." Er hatte aber jetzt keine Macht mehr über sie und mußte thun, was sie verlangte. "Wohlan," antwortete sie, "du sollst vorher einen Korb voll Gold meinem Vater und meiner Mutter bringen und selbst auf deinem Rücken hintragen, dieweil will ich die Hochzeit hier bestellen." Darauf gieng sie in ihr Kämmerlein, wo sie ihre Schwestern versteckt hatte. "Jetzt," sprach sie, "ist der Augenblick gekommen, wo ich euch retten kann, der Bösewicht soll euch selbst wieder heimtragen: aber sobald ihr zu Hause seid, laßt mir Hilfe zukommen." Dann setzte sie beide in einen Korb und deckte sie mit Gold ganz zu, daß nichts von ihnen zu sehen war, und rief den Hexenmeister herein und sprach: "Nun trag den Korb fort, aber daß du mir unterwegs nicht stehen bleibst und ruhest, ich schaue durch mein Fensterlein und habe acht."


Der Hexenmeister hob den Korb auf seinen Rücken und gieng damit fort, er ward ihm aber so schwer, daß ihm der Schweiß über das Angesicht lief und er fürchtete todtgedrückt zu werden. Da setzte er sich nieder und wollte ein wenig ruhen, aber gleich rief eine im Korbe: "Ich schaue durch mein Fensterlein und sehe, daß du ruhst, willst du weiter." Er meinte, die Braut rief ihm das zu und machte sich wieder auf. Nochmals wollte er sich setzen, da rief es abermals "ich schaue durch mein Fensterlein und sehe, daß du ruhst, willst du gleich weiter." Und so oft er stillstand, rief es, und da mußte er fort, bis er endlich ganz außer Athem den Korb mit dem Gold und den beiden Mädchen in ihrer Eltern Haus brachte.


Daheim aber ordnete die Braut das Hochzeitsfest an. Sie nahm einen Todtenkopf mit grinsenden Zähnen und setzte ihm einen Schmuck auf und trug ihn oben vors Bodenloch und ließ ihn da herausschauen. Dann ladete sie die Freunde des Hexenmeisters zum Fest ein, und wie das geschehen war, steckte sie sich in ein Faß mit Honig, schnitt das Bett auf und wälzte sich darin, daß sie aussah wie ein wunderlicher Vogel und kein Mensch sie erkennen konnte. Da gieng sie zum Haus hinaus, und unterwegs begegnete ihr ein Theil der Hochzeitsgäste, die fragten:

"Du Fitchers Vogel, wo kommst du her?"

"Ich komme von Fitze Fitchers Hause her."

"Was macht denn da die junge Braut?"

"Hat gekehrt von unten bis oben das Haus

und guckt zum Bodenloch heraus."

Endlich begegnete ihr der Bräutigam, der langsam zurückwanderte. Er fragte wie die andern:

"Du Fitchers Vogel, wo kommst du her?"

"Ich komme von Fitze Fitchers Hause her."

"Was macht denn da meine junge Braut?"

"Hat gekehrt von unten bis oben das Haus

und guckt zum Bodenloch heraus."

Der Bräutigam schaute hinauf und sah den geputzten Todtenkopf: da meinte er, es wäre seine Braut und nickte ihr zu und grüßte sie freundlich. Wie er aber sammt seinen Gästen ins Haus gegangen war, da kam die Hilfe von den Schwestern an. Sie schlossen alle Thüren des Hauses zu, daß niemand entfliehen konnte, und steckten es an, daß der Hexenmeister mitsamt seinem Gesindel verbrannte.

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου