.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Ραπουνζέλ
Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ
Rapunzel-
Ein Märchen der Brüder Grimm
Rapunzel
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ραπουνζέλ
Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ
Rapunzel
Ein Märchen der Brüder Grimm
Rapunzel
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ήταν μια φορά ένας άντρας και μια γυναίκα κι ήθελαν πάρα πολύ ν'αποκτησουν ένα παιδί,τελικά η γυναίκα είχε ελπίδα πως ο καλός θεός θα εκπλήρωνε την επιθυμία τους.
Αυτοί οι άνθρωποι στο πίσω μέρος του σπιτιού τους είχαν ένα
παραθυράκι απ'οπου μπορούσε κάποιος ένα θαυμάσιο κήπο να δει,που ήταν φυτεμένος με τα πιο ωραία λουλούδια και φυτά, από έναν ψηλό τοίχο ήταν περιτριγυρισμενος,και κανένας δεν τολμούσε μέσα να μπει,γιατί σε μια μάγισσα ανηκε,που'χε μεγάλη δύναμη κι όλος ο κόσμος την φοβόνταν.
Μια μέρα η γυναίκα κάθονταν σ'αυτο το παράθυρο και κοίταξε κάτω στον κήπο,εκεί είδε μια βραγιά ,που ήταν τα πιο ωραία ραπουνζέλ φυτρωμενα,κι όπως τα'δε τόσο φρεσκα και πράσινα,
ένιωσε μεγάλη επιθυμια και λαχτάρα,από τα ραπουνζέλ να φάει.
Και κάθε μέρα η επιθυμία μεγάλωνε,μέχρι που δεν μπορούσε ν'αντισταθει,τόσο πολύ την κυριάρχησε,που χλωμιασε κι υποφερε.
Τότε τρόμαξε ο άντρας και ρώτησε.Τι σου συμβαίνει,αγαπημένη μου γυναίκα;.
-Αχ,αυτή απάντησε,αν ραπουνζέλ απ'τον κήπο κάτω απ'το σπίτι μας δεν φάω,τότε θα
πεθάνω.
Ο άντρας,που της είχε αγάπη,σκέφτηκε.Θ'αφησεις τη γυναίκα σου να πεθάνει,φερ'της
ραπουνζέλ,όσο και να κοστίσει,αφού αυτό θέλει.
Και βραδυαζοντας πήδηξε πάνω απ'τον τοίχο στον κήπο της μάγισσας,και μαζεψε βιαστικά μια
χεριά ραπουνζέλ και τα'φερε στην γυναίκα του .
Αυτή τα'κανε αμέσως σαλάτα και τα'φαγε με μεγάλη λαιμαργια.
Όμως ήταν τόσο καλά,τόσο γευστικά,που την άλλη μέρα ακομα τρις φορές μεγαλύτερη λαχταρα ένιωσε.Για να ηρεμήσει,έπρεπε ο άντρας ακόμα μια φορά στον
κήπο να πηδήσει.
Τότε πάλι βραδυαζοντας το'κανε,όταν ομως απ'τον τοίχο κατέβηκε,τρόμαξε πάρα πολύ,αφού είδε τη μάγισσα να στέκεται μπροστά του.
Πως το τόλμησες,του'πε με θυμωμένο βλέμμα,στον κήπο μου να πηδήξεις κι όπως κλέφτης τα ραπουνζέλ μου να κλέψεις;.Πρέπει σκληρά να σε τιμωρήσω.
Αχ,αυτός απάντησε,ζητώ έλεος,
μονάχα από ανάγκη τ'αποφασισα,
η γυναίκα μου τα ραπουνζέλ σας απ'το παράθυρο είδε κι ένιωσε τόση μεγάλη επιθυμια,που θα πέθαινε,αν απ'αυτα δεν έτρωγε.
Τότε η μάγισσα υποχώρησε στο θυμο της κι του'πε.Ας είναι έτσι,όπως το λες,θα σου επιτρέψω ραπουνζέλ να μαζέψεις,όσο πολλά θέλεις,μόνο με τον όρο.Πρεπει να μου δώσεις το παιδί που η γυναίκα σου θα φέρει στον κόσμο.κι εγώ σαν μάνα θα το φροντίσω.
Ο άντρας απ'την ταραχή του συμφώνησε,κι όταν η γυναίκα στην εβδομάδα της ήρθε,εμφανίστηκε η μάγισσα,έδωσε στο παιδί τ'ονομα Ραπουνζέλ και το πήρε μαζί της μακριά.
Η Ραπουνζέλ έγινε το πιο όμορφο παιδί κάτω απ'τον ήλιο.Κι όταν δώδεκα χρονών εγινε,το έκλεισε η μάγισσα σ'ενα πύργο που μέσα στο δάσος βρίσκονταν κι ούτε σκάλα ούτε πόρτα είχε,μονάχα ψηλά ένα παραθυράκι.
Όταν η μάγισσα ήθελε μέσα να μπει,στεκονταν κάτω και φώναζε.
Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ
άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω
Η Ραπουνζέλ είχε μακριά λαμπερά μαλλιά,όμορφα όπως
πλεξούδες χρυσάφι.
Όταν λοιπόν άκουγε τη φωνή της μάγισσας,έλυνε τις πλεξούδες της,τις τύλιγε ψηλά
στο παντζουρι του παραθύρου,και κατόπιν άφηνε τα μαλλιά είκοσι πήχες να πέσουν κάτω,,κι η μάγισσα,μ'αυτα ανέβαινε πάνω.
Μετά από μερικά χρόνια ,ο γιος του βασιλια πέρασε με τ'αλογο
μέσα απ'το δάσος και μπροστά απ'τον πύργο έφτασε.
Τότε άκουσε ένα τραγούδι,τόσο όμορφο ήταν,που στάθηκε κι αφουγκραστηκε Ήταν η Ραπουνζέλ,που στην μοναξιά της την ώρα περνούσε,τραγουδώντας με τη γλυκειά της φωνή.
Το βασιλόπουλο ήθελε σ,'αυτη πάνω ν'ανεβει κι έψαχνε για μια πόρτα στον πύργο,όμως καμια δεν βρήκε.
Γύρισε με τ'αλογο σπίτι,όμως το τραγούδι του'χε τόσο πολύ αναστατώσει τη καρδιά,που κάθε μέρα στο δάσος πήγαινε κι άκουγε.
Όταν κάποια φορά πίσω απο'να δέντρο στέκονταν,είδε,να'ρχεται
μια μάγισσα,και άκουσε,πως προς τα πάνω φώναξε.
Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ
άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω.
Τότε άφησε η Ραπουνζέλ οι πλεξούδες της κάτω να πέσουν κι η μάγισσα ανέβηκε πάνω.
Αυτη'ναι η σκάλα,σκέφτηκε,έτσι κάποιος πάνω ανεβαίνει,έτσι κι εγώ θα δοκιμάσω την ευτυχία μου να'βρω.
Και την επόμενη μέρα,όταν άρχισε να βραδυαζει,πήγε στον πύργο και φώναξε.
Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ
άσε για μένα τα μαλλιά σου κατω
Σε λίγο επέσαν κάτω τα μαλλιά,και το βασιλόπουλο ανέβηκε πάνω.
Στην αρχή τρόμαξε η Ραπουνζέλ
πάρα πολύ,όταν ένας άντρας εμφανίστηκε σ'αυτη,που πριν ποτέ τα μάτια της έναν δεν είχαν δει,όμως το βασιλόπουλο άρχισε πολύ φιλικά να της μιλάει,και της διηγήθηκε,πως απ'το τραγούδι της τόσο πολύ η καρδιά του αναστατώθηκε,που καμία ησυχία δεν είχε κι έπρεπε οπωσδήποτε την ίδια να δει.
Τότε χάθηκε ο φόρος της Ραπουνζέλ κι όταν την ρώτησε,αν για άντρα της θέλει να πάρει,κι είδε,πως νέος κι όμορφος ήταν,σκέφτηκε.
Αυτός πιο πολύ εμένα απ'την γριά κυρα-Γκοθελ θα μ'αγαπαει.
κι είπε ναι,κι έβαλε το χέρι της μέσα στο χέρι του.
Κι είπε,πολύ ευχαριστως με σένα θέλω να φυγω,όμως δεν ξέρω,πως μπορώ κάτω να κατέβω.Οταν έρχεσαι,κάθε φορά μια τούφα μεταξι να φέρνεις,για μια σκάλα να πλέκω,κι όταν έτοιμη είναι,τότε θα κατέβω κάτω και πάνω στ'αλογο σου με παίρνεις.
Συμφώνησαν,όλα τα βράδια σ'αυτη να πηγαίνει,γιατί τη μέρα η γριά πήγαινε.
Η μάγισσα δεν κατάλαβε τίποτα,μέχρι που κάποια φορά η Ραπουνζέλ άρχισε και της είπε.
Πέστε μου,κυρα-Γκοθελ,πως γίνεται,εσύ τόσο δύσκολα πάνω ν'ανεβαινεις απ'οτι το νεαρό βασιλόπουλο,που σε μια στιγμή
κοντά μου είναι.
-Αχ αθεοφοβο παιδί, φωναξε η μάγισσα,τι θ'ακουσω από σένα,
απ'ολο τον κόσμο σ'ειχα ξεχωρίσει .κι εσύ με'χεις προδώσει.
Και πάνω στο θυμό άρπαξε τ'ομορφα μαλλιά της Ραπουνζέλ
τα γύρισε μερικές φορές στ'αριστερο της χέρι και παίρνοντας ένα ψαλίδι χρατς χρατς τα'κοιψε κι οι όμορφες πλεξούδες επεσαν πάνω στο πατωμα.
Κι ήταν τόσο ασπλαχνη,που την φτωχια Ραπουνζέλ σε μια ερημιά έφερε,όπου μέσα σε μεγάλα βάσανα και δυστυχία έπρεπε να ζήσει.
Αλλά την ίδια μέρα,που αυτή έδιωξε την Ραπουνζέλ,το βράδυ έδεσε η μάγισσα τις κομμένες πλεξούδες ψηλά απ'το παντζούρι γερά κι όταν το βασιλόπουλο ήρθε και φώναξε.
Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ
άσε για μενα τα μαλλιά σου κατω
άφησε τα μαλλιά να πέσουν κάτω.
Το βασιλόπουλο ανέβηκε,αλλά πάνω δεν βρήκε την αγαπημένη του Ραπουνζέλ αλλά την μάγισσα,που μ'ενα κακό και φαρμακερό βλέμμα τον κοιτούσε.
Αχα,φώναξε αυτή σαρκαστικά,θέλεις την αγαπημένη σου γυναίκα να πάρεις,όμως τ'ομορφο πουλι δεν βρίσκεται πια στο κλουβί,και πια δεν τραγουδάει,η γάτα τ'αρπαξε που και σένα τα μάτια θα γρατσουνισει.Για σένα η Ραπουνζέλ χαθηκε και ποτέ πια δεν θα την ξαναδείς.
Το βασιλόπουλο παραφρόνησε απ'την στεναχώρια και στην απελπισία του πήδηξε απ'τον πύργο κατω,δεν έχασε τη ζωή του,όμως τ'αγκαθια,πάνω στα οποία έπεσε,του τσιμπισαν τα μάτια.
Τότε τριγυρνούσε τυφλός μέσα στο δάσος,και δεν έτρωγε τίποτα παρά ρίζες και μούρα,και δεν έκανε τίποτα παρά να οδύρεται και να κλαίει για τον
χαμό της αγαπημένης του γυναίκας.
Έτσι περιπλανήθηκε μερικά χρόνια μέσα στη δυστυχία κι έφτασε στην ερημιά,όπου η Ραπουνζέλ με τα διδυμα,τα οποία είχε γεννήσει,ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι,άθλια ζούσε.
Άκουσε μια φωνή,και του φάνηκε τόσο γνωστή,πήγε προς τα'κει κι όταν κοντά ήρθε,τον αναγνώρισε η Ραπουνζέλ και τον αγκάλιασε απ'τον λαιμό κι έκλαιψε.Ομως δυο απ'τα δάκρυα της εβρεξαν τα μάτια του,κι έτσι
μπόρεσε να δει όπως πριν.
Την πήρε στο βασιλειο,όπου με χαρά τον υποδέχτηκαν,κι έζησαν αυτοί για πολύ ευτυχισμένα και χαρούμενα.
.
.
Rapunzel
Ein Märchen der Brüder Grimm
Rapunzel
Es war einmal ein Mann und eine Frau, die wünschten sich schon lange vergeblich ein Kind, endlich machte sich die Frau Hoffnung, der liebe Gott werde ihren Wunsch erfüllen. Die Leute hatten in ihrem Hinterhaus ein kleines Fenster, daraus konnte man in einen prächtigen Garten sehen, der voll der schönsten Blumen und Kräuter stand; er war aber von einer hohen Mauer umgeben, und niemand wagte hineinzugehen, weil er einer Zauberin gehörte, die große Macht hatte und von aller Welt gefürchtet ward. Eines Tages stand die Frau an diesem Fenster und sah in den Garten hinab, da erblickte sie ein Beet, das mit den schönsten Rapunzeln bepflanzt war; und sie sahen so frisch und grün aus, dass sie lüstern ward und das größte Verlangen empfand, von den Rapunzeln zu essen. Das Verlangen nahm jeden Tag zu, und da sie wusste, dass sie keine davon bekommen konnte, so fiel sie ganz ab, sah blass und elend aus. Da erschrak der Mann und fragte: "Was fehlt dir, liebe Frau?" - "Ach," antwortete sie, "wenn ich keine Rapunzeln aus dem Garten hinter unserm Hause zu essen kriege, so sterbe ich." Der Mann, der sie lieb hatte, dachte: "Eh du deine Frau sterben läßest, holst du ihr von den Rapunzeln, es mag kosten, was es will." In der Abenddämmerung stieg er also über die Mauer in den Garten der Zauberin, stach in aller Eile eine Handvoll Rapunzeln und brachte sie seiner Frau. Sie machte sich sogleich Salat daraus und aß sie in voller Begierde auf. Sie hatten ihr aber so gut, so gut geschmeckt, dass sie den andern Tag noch dreimal soviel Lust bekam. Sollte sie Ruhe haben, so musste der Mann noch einmal in den Garten steigen. Er machte sich also in der Abenddämmerung wieder hinab, als er aber die Mauer herabgeklettert war, erschrak er gewaltig, denn er sah die Zauberin vor sich stehen. "Wie kannst du es wagen," sprach sie mit zornigem Blick, "in meinen Garten zu steigen und wie ein Dieb mir meine Rapunzeln zu stehlen? Das soll dir schlecht bekommen." - "Ach," antwortete er, "lasst Gnade für Recht ergehen, ich habe mich nur aus Not dazu entschlossen: meine Frau hat Eure Rapunzeln aus dem Fenster erblickt, und empfindet ein so großes Gelüsten, dass sie sterben würde, wenn sie nicht davon zu essen bekäme." Da ließ die Zauberin in ihrem Zorne nach und sprach zu ihm: "Verhält es sich so, wie du sagst, so will ich dir gestatten, Rapunzeln mitzunehmen, soviel du willst, allein ich mache eine Bedingung: Du musst mir das Kind geben, das deine Frau zur Welt bringen wird. Es soll ihm gut gehen, und ich will für es sorgen wie eine Mutter." Der Mann sagte in der Angst alles zu, und als die Frau in Wochen kam, so erschien sogleich die Zauberin, gab dem Kinde den Namen Rapunzel und nahm es mit sich fort.
Rapunzel ward das schönste Kind unter der Sonne. Als es zwölf Jahre alt war, schloss es die Zauberin in einen Turm, der in einem Walde lag, und weder Treppe noch Türe hatte, nur ganz oben war ein kleines Fensterchen. Wenn die Zauberin hinein wollte, so stellte sie sich hin und rief:
"Rapunzel, Rapunzel,
Laß mir dein Haar herunter."
Rapunzel hatte lange prächtige Haare, fein wie gesponnen Gold. Wenn sie nun die Stimme der Zauberin vernahm, so band sie ihre Zöpfe los, wickelte sie oben um einen Fensterhaken, und dann fielen die Haare zwanzig Ellen tief herunter, und die Zauberin, stieg daran hinauf.
Nach ein paar Jahren trug es sich zu, dass der Sohn des Königs durch den Wald ritt und an dem Turm vorüberkam. Da hörte er einen Gesang, der war so lieblich, dass er still hielt und horchte. Das war Rapunzel, die in ihrer Einsamkeit sich die Zeit vertrieb, ihre süße Stimme erschallen zu lassen. Der Königssohn wollte zu ihr hinaufsteigen und suchte nach einer Türe des Turms, aber es war keine zu finden. Er ritt heim, doch der Gesang hatte ihm so sehr das Herz gerührt, dass er jeden Tag hinaus in den Wald ging und zuhörte. Als er einmal so hinter einem Baum stand, sah er, dass eine Zauberin herankam, und hörte, wie sie hinaufrief:
"Rapunzel, Rapunzel,
Laß dein Haar herunter."
Da ließ Rapunzel die Haarflechten herab, und die Zauberin stieg zu ihr hinauf. "Ist das die Leiter, auf welcher man hinaufkommt, so will ich auch einmal mein Glück versuchen." Und den folgenden Tag, als es anfing dunkel zu werden, ging er zu dem Turme und rief:
"Rapunzel, Rapunzel,
Laß dein Haar herunter."
Alsbald fielen die Haare herab, und der Königssohn stieg hinauf.
Anfangs erschrak Rapunzel gewaltig, als ein Mann zu ihr hereinkam, wie ihre Augen noch nie einen erblickt hatten, doch der Königssohn fing an ganz freundlich mit ihr zu reden und erzählte ihr, dass von ihrem Gesang sein Herz so sehr sei bewegt worden, dass es ihm keine Ruhe gelassen und er sie selbst habe sehen müssen. Da verlor Rapunzel ihre Angst, und als er sie fragte, ob sie ihn zum Mann nehmen wollte, und sie sah, dass er jung und schön war, so dachte sie: "Der wird mich lieber haben als die alte Frau Gothel," und sagte ja, und legte ihre Hand in seine Hand. Sie sprach: "Ich will gerne mit dir gehen, aber ich weiß nicht, wie ich herabkommen kann. Wenn du kommst, so bringe jedesmal einen Strang Seide mit, daraus will ich eine Leiter flechten, und wenn die fertig ist, so steige ich herunter und du nimmst mich auf dein Pferd." Sie verabredeten, dass er bis dahin alle Abend zu ihr kommen sollte, denn bei Tag kam die Alte. Die Zauberin merkte auch nichts davon, bis einmal Rapunzel anfing und zu ihr sagte: "Sag Sie mir doch, Frau Gothel, wie kommt es nur, sie wird mir viel schwerer heraufzuziehen als der junge Königssohn, der ist in einem Augenblick bei mir." - "Ach du gottloses Kind," rief die Zauberin, "was muss ich von dir hören, ich dachte, ich hätte dich von aller Welt geschieden, und du hast mich doch betrogen!" In ihrem Zorne packte sie die schönen Haare der Rapunzel, schlug sie ein paarmal um ihre linke Hand, griff eine Schere mit der rechten, und ritsch, ratsch waren sie abgeschnitten, und die schönen Flechten lagen auf der Erde. Und sie war so unbarmherzig, dass sie die arme Rapunzel in eine Wüstenei brachte, wo sie in großem Jammer und Elend leben musste.
Denselben Tag aber, wo sie Rapunzel verstoßen hatte, machte abends die Zauberin die abgeschnittenen Flechten oben am Fensterhaken fest, und als der Königssohn kam und rief:
"Rapunzel, Rapunzel,
Laß dein Haar herunter."
so ließ sie die Haare hinab. Der Königssohn stieg hinauf, aber er fand oben nicht seine liebste Rapunzel, sondern die Zauberin, die ihn mit bösen und giftigen Blicken ansah. "Aha," rief sie höhnisch, "du willst die Frau Liebste holen, aber der schöne Vogel sitzt nicht mehr im Nest und singt nicht mehr, die Katze hat ihn geholt und wird dir auch noch die Augen auskratzen. Für dich ist Rapunzel verloren, du wirst sie nie wieder erblicken." Der Königssohn geriet außer sich vor Schmerzen, und in der Verzweiflung sprang er den Turm herab: das Leben brachte er davon, aber die Dornen, in die er fiel, zerstachen ihm die Augen. Da irrte er blind im Walde umher, aß nichts als Wurzeln und Beeren, und tat nichts als jammern und weinen über den Verlust seiner liebsten Frau. So wanderte er einige Jahre im Elend umher und geriet endlich in die Wüstenei, wo Rapunzel mit den Zwillingen, die sie geboren hatte, einem Knaben und Mädchen, kümmerlich lebte. Er vernahm eine Stimme, und sie deuchte ihn so bekannt; da ging er darauf zu, und wie er herankam, erkannte ihn Rapunzel und fiel ihm um den Hals und weinte. Zwei von ihren Tränen aber benetzten seine Augen, da wurden sie wieder klar, und er konnte damit sehen wie sonst. Er führte sie in sein Reich, wo er mit Freude empfangen ward, und sie lebten noch lange glücklich und vergnügt.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου