I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Κυριακή 15 Αυγούστου 2021

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Der singende Knochen Το κόκκαλο που τραγουδουσε Ein Märchen der Brüder Grimm Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ -μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Der singende Knochen

Το κόκκαλο που τραγουδουσε

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.

Der singende Knochen

Το κόκκαλο που τραγουδουσε

Ein Märchen der Brüder Grimm

Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ

-μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


Μια φορά σε μια χώρα ήταν μεγάλη στεναχώρια για ένα αγριογούρουνο,που

τις καλλιέργειες των αγροτών κατέστρεφε,τα ζώα σκότωνε και τα κορμιά

των ανθρώπων με τα κοφτερά του δόντια καταξεσκιζε.

Ο βασιλιάς υποσχέθηκε σ'οποιον,τη χώρα από αυτή τη συμφορά ελευθερώσει

μια μεγαλη ανταμοιβή,όμως το άγριο θηρίο ήταν τόσο τεράστιο και δυνατό,

που κανένας κοντά στο δάσος δεν τολμούσε να πάει,όπου αυτό ζούσε.

Τελικά ο βασιλιάς ανακοίνωσε,πως όποιος το πιασει η' το σκοτώσει,θα πάρει

την μονάκριβη του κόρη για γυναίκα.

Τότε ζούσαν στη χώρα δύο αδέλφια,παιδιά ενός φτωχού ανθρώπου,τα

οποία προθυμοποιήθηκαν κι ήθελαν να το τολμήσουν.Ο πιο μεγάλος,ο οποίος

πονηρός κι έξυπνος ήταν,το'κάνε από αλλαζονια,ο πιο μικρός,ο οποίος

αθώος και ανόητος ήταν,από καλή καρδιά.

Ο βασιλιάς είπε.Για να βρήτε τ'αγριο θηρίο σίγουρα,πρέπει στο δάσος να

πατε από απέναντι μεριές.

Τότε ο πιο μεγάλος κατα το βράδι κι ο πιο μικρός κατά το πρωί έφυγαν.

Κι όταν ο πιο μικρός προχώρησε λίγο,συνάντησε έναν νάνο,ο οποίος 

κρατούσε ένα μαυρο δορυ στο χέρι και του'πε.Σου δίνω αυτό το δορυ,

γιατί η καρδιά σου αθώα κι αγαθή είναι,μ'αυτο μπορείς άφοβα καταπάνω 

στ'αγριογουρουνο να πας,κι αυτό καμια βλάβη δεν θα σου κάνει.

Ευχαρίστησε τον νάνο,έβαλε το δορυ στον ωμο και προχώρησε χωρίς

φόβο.Μετα από λίγο,είδε το θηρίο,που πάνω του όρμησε,όμως πρόβαλε

το δόρυ κι αυτό μέσ'στη τυφλη του αγριάδα όρμησε τόσο δυνατά,που η 

καρδιά του σχίστηκε στα δύο.Τοτε φόρτωσε το θηρίο στον ώμο,και πήγε 

προς το σπίτι κι ήθελε στον βασιλιά να το φέρει.

Όταν στην άλλη μεριά του δάσους έφτασε,εκεί στην είσοδο ήταν ένα σπίτι,

όπου οι άνθρωποι με χορό και κρασί διασκέδαζαν.Ο πιο μεγάλος αδελφός

του ήταν εκεί μέσα κι είχε σκεφτεί,πως το αγριογούρουνο δεν θα του

ξέφευγε,κι ήθελε πρώτα να πιει να πάρει θάρρος.

Όταν τώρα είδε τον πιο μικρό ,ο οποίος απ'τό δάσος ήρθεμφορτωμένος 

με το λάφυρο του,η φθονερη και κακια του καρδιά δεν είχε ησυχία.

Και του φώναξε.Ελα μέσα,αγαπημένε αδελφέ,ξεκουράσου και δυνάμωσε

με μια κούπα κρασί.

Ο πιο μικρός,που κανένα δόλο δεν υποψιάστηκε,μπήκε μέσα και του διηγήθηκε 

για τον νάνο,που το δόρυ του'δωσε,με το οποίο τ'αγριογούρουνο ειχε σκοτώσει.

Ο πιο μεγάλος τον καθυστέρησε μέχρι το βράδυ,κι έπειτα έφυγαν μαζί.

Οταν μέσ'στο σκοτάδι στη γέφυρα πάνω απο'να ρεμα ήρθαν,άφησε ο πιο 

μεγάλος τον πιο μικρό να πάει μπροστά,κι όταν στη μέση πάνω απ'τό νερό 

ήταν,του'δωσε από πίσω μια σπρώξια,που γκριεμιστηκε και σκοτώθηκε.

Τότε τον έθαψε  κάτω απ'τη γέφυρα,έπειτα πήρε τ'αγριογουρουνο και το'φερε 

στον βασιλιά αφού προσποιηθηκε,πως αυτός το'χε σκοτώσει,για να πάρει 

τη κόρη του βασιλιά γυναίκα.

Και γιατί ο πιο μικρός αδελφός δεν επέστρεψε,είπε.Τ'αγριογουρουνο θα

του'χει το κορμι καταξεσχισει,κι αυτό το πίστεψαν όλοι.

Όμως επειδή για τον Θεό τίποτα δεν μένει κρυμμένο,κι αυτή η μαύρη πράξη

θα βγει στο φώς.

Μετά από πολλά χρόνια έφερε ένας βοσκός μια φορά το κοπάδι του πάνω

στη γέφυρα κι είδε κάτω στην άμμο ένα λευκό σαν χιόνι κόκκαλο να'ναι και

σκέφτηκε,πως θα'κανε ένα καλό στόμιο για το κόρνο.

Τότε κατέβηκε,το σήκωσε και χάραξε σ'αυτο ένα στόμιο για το κόρνο του.

Όταν για πρώτη φορά σ'αυτό φύσηξε,άρχισε το κόκκαλο προς μεγάλη έκπληξη του βοσκού από μόνο του να τραγουδάει.


Αχ,αγαπητό βοσκόπουλο

στο κόκκαλο μου φύσηξες

ο αδελφός μου εμένα σκότωσε

κάτω απ'τη γέφυρα έθαψε

για τ'αγριογουρουνο

για τη μικρή του βασιλιά κορη


Τι παράξενο μικρό κόρνο,είπε ο βοσκός,από μόνο του τραγουδάει,πρέπει στον 

Κύριο μου τον βασιλιά να το φέρω

Κι όταν μπροστά στον βασιλιά ήρθε,άρχισε το μικρό κόρνο ακόμα μια φορά

το τραγουδάκι του να τραγουδάει.

Ο βασιλιάς το κατάλαβε καλά και το χώμα κάτω απ'γεφυρα έσκαψε,απ'όπου

ολόκληρος ο σκελετός του σκοτωμένου ήρθε στην επιφάνεια.

Ο κακος αδελφός δεν μπόρεσε τη πράξη ν'αρνηθει,τον έρραψαν μέσα σ'ενα

σακί και ζωντανό τον έπνιξαν,και τα κοκκαλα του πεθαμένου στην αυλή

της εκκλησίας μέσα σ' έναν ωραίο τάφο τα'βαλαν ν'αναπαυθουν.

.

Der singende Knochen

Ein Märchen der Brüder Grimm


Es war einmal in einem Lande große Klage über ein Wildschwein, das den Bauern die Äcker umwühlte, das Vieh tötete und den Menschen mit seinen Hauern den Leib aufriß. Der König versprach einem jeden, der das Land von dieser Plage befreien würde, eine große Belohnung; aber das Tier war so groß und stark, daß sich niemand in die Nähe des Waldes wagte, worin es hauste. Endlich ließ der König bekanntmachen, wer das Wildschwein einfange oder töte, solle seine einzige Tochter zur Gemahlin haben.


Nun lebten zwei Brüder in dem Lande, Söhne eines armen Mannes, die meldeten sich und wollten das Wagnis übernehmen. Der älteste, der listig und klug war, tat es aus Hochmut, der jüngste, der unschuldig und dumm war, aus gutem Herzen. Der König sagte: "Damit ihr desto sicherer das Tier findet, so sollt ihr von entgegengesetzten Seiten in den Wald gehen." Da ging der älteste von Abend und der jüngste von Morgen hinein. Und als der jüngste ein Weilchen gegangen war, so trat ein kleines Männlein zu ihm; das hielt einen schwarzen Spieß in der Hand und sprach: "Diesen Spieß gebe ich dir, weil dein Herz unschuldig und gut ist; damit kannst du getrost auf das wilde Schwein eingehen, es wird dir keinen Schaden zufügen." Er dankte dem Männlein, nahm den Spieß auf die Schulter und ging ohne Furcht weiter. Nicht lange, so erblickte er das Tier, das auf ihn losrannte, er hielt ihm aber den Spieß entgegen, und in seiner blinden Wut rannte es so gewaltig hinein, daß ihm das Herz entzweigeschnitten ward. Da nahm er das Ungetüm auf die Schulter, ging heimwärts und wollte es dem Könige bringen.


Als er auf der andern Seite des Waldes herauskam, stand da am Eingang ein Haus, wo die Leute sich mit Tanz und Wein lustig machten. Sein ältester Bruder war da eingetreten und hatte gedacht, das Schwein liefe ihm doch nicht fort, erst wollte er sich einen rechten Mut trinken. Als er nun den jüngsten erblickte, der mit seiner Beute beladen aus dem Walde kam, so ließ ihm sein neidisches und boshaftes Herz keine Ruhe. Er rief ihm zu: "Komm doch herein, lieber Bruder, ruhe dich aus und stärke dich mit einem Becher Wein." Der jüngste, der nichts Arges dahinter vermutete, ging hinein und erzählte ihm von dem guten Männlein, das ihm einen Spieß gegeben, womit er das Schwein getötet hätte.


Der älteste hielt ihn bis zum Abend zurück, da gingen sie zusammen fort. Als sie aber in der Dunkelheit zu der Brücke über einen Bach kamen, ließ der älteste den jüngsten vorangehen, und als er mitten über dem Wasser war, gab er ihm von hinten einen Schlag, daß er tot hinabstürzte. Er begrub ihn unter der Brücke, nahm dann das Schwein und brachte es dem König mit dem Vorgeben, er hätte es getötet; worauf er die Tochter des Königs zur Gemahlin erhielt. Als der jüngste Bruder nicht wiederkommen wollte, sagte er: "Das Schwein wird ihm den Leib aufgerissen haben," und das glaubte jedermann.


Weil aber vor Gott nichts verborgen bleibt, sollte auch diese schwarze Tat ans Licht kommen. Nach langen Jahren trieb ein Hirt einmal seine Herde über die Brücke und sah unten im Sande ein schneeweißes Knöchlein liegen und dachte, das gäbe ein gutes Mundstück. Da stieg er herab, hob es auf und schnitzte ein Mundstück daraus für sein Horn. Als er zum erstenmal darauf geblasen hatte, so fing das Knöchlein zu großer Verwunderung des Hirten von selbst an zu singen:

"Ach, du liebes Hirtelein,

du bläst auf meinem Knöchelein,

mein Bruder hat mich erschlagen,

unter der Brücke begraben,

um das wilde Schwein,

für des Königs Töchterlein."

"Was für ein wunderliches Hörnchen," sagte der Hirt, "das von selber singt, das muß ich dem Herrn König bringen." Als er damit vor den König kam, fing das Hörnchen abermals an sein Liedchen zu singen. Der König verstand es wohl und ließ die Erde unter der Brücke aufgraben, da kam das ganze Gerippe des Erschlagenen zum Vorschein. Der böse Bruder konnte die Tat nicht leugnen, ward in einen Sack genäht und lebendig ersäuft, die Gebeine des Gemordeten aber wurden auf den Kirchhof in ein schönes Grab zur Ruhe gelegt

.

.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου