.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Η παραίτηση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
.
.
Η παραίτηση
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μπήκε σε μια τεράστια αίθουσα,υπερφωτισμενη,στο κέντρο της ένα τηλεφωνο,άκουσε
να χτυπάει,το σήκωσε,μια γυναικεία φωνή του είπε αυστηρα,πως καθυστερησε,πήγε
να δικαιολογηθεί,το τηλέφωνο έκλεισε αποτομα,βγήκε από την αίθουσα,ένας μακρυς
διάδρομος,προχώρησε μέσα σ'αυτον,αριστερά και δεξιά καμια πόρτα,του φάνηκε
ατελείωτος,άπειρος,γύρισε πίσω,είδε αριστερά του μια πόρτα,την άνοιξε,μέσα στο
ημιφωτισμενο,σχεδόν σκοτεινό δωμάτιο,είδε μια γυναίκα ξαπλωμένη με τα ρούχα
στο κρεβάτι,η γυναίκα τον είδε και σηκώθηκε,θα σε τιμωρήσουν,του είπε,γιατί δεν
υπακούς,είναι πολύ ισχυροί,ποιοι είναι;τη ρώτησε,τους γνωρίζεις,κανείς δεν τους
γνωρίζει,του απαντησε η γυναίκα,έγινα,επίτηδες ερωμένη,ενός δικηγόρου,να μάθω,
τον περιμένω,νόμισα πως ήταν αυτός,φύγε,άκουσε τη φωνή της γυναίκας φοβισμένη,
δεν πρέπει να σε βρει εδώ,θα επιβαρύνεις τη θέση σου,είδε το αριστερό της χέρι,
ο δείκτης και το μέσο δάκτυλο ήταν ενωμένα,εκείνη γέλασε,αυτό,του είπε,εκείνου
του φαίνεται πολύ ερωτικό,ακούστηκε μια πόρτα να ανοίγει και βήματα,φύγε σου
λέω,είναι αυτός,από εκεί και του έδειξε μια πόρτα,μπήκε πάλι σε ένα ημιφωτισμενο
άδειο δωμάτιο,επειτα σε ένα άλλο ίδιο,και σε άλλο ίδιο,άπειρα,ειρωνεύτηκε,ίδια
δωμάτια τους κρύβουν,η' τους προστευουν,σε ενα πριν ανοίξει άκουσε έναν
πυροβολισμό,άνοιξε τη πόρτα,είδε το σώμα ενός άντρα ξαπλωμένου στο δαπεδο,
πλησίασε,ήταν νεκρός,στο δεξί του χέρι κρατούσε το πιστόλι,άκουσε βήματα,γύρισε,
είδε τη γυναίκα με ένα άντρα,ο δικηγόρος ήταν,πάλι τα ίδια,είπε ο άντρας,δεν
αντέχουν,αυτός ταλαιπωρούνταν πολλά χρόνια,δεν είχε καταφέρει τίποτα,ελάχιστα
προχώρησε η υποθεση του,και μάλιστα χειροτέρευσε,η καταδίκη του,αυτοί λένε η
τιμωρία,ήταν προδεδικασμενη,η γυναίκα πίσω από τον δικηγόρο του έκανε νοήματα,
δεν καταλάβαινε,έφυγαν πρώτοι,έφυγε κι αυτός,βρέθηκε στο διάδρομο,σε κάποιον,
υπέθεσε από όλους τους άπειρους διαδρόμους,αυτού του λαβυρίνθου,πίσω του άνοιξε
μια πόρτα,γύρισε,είδε τη γυναίκα,του έκανε νόημα να πάει εκεί,πήγε,η γυναίκα
κλείδωσε τη πόρτα,το δωμάτιο ημιφωτισμενο,εκείνη κάθισε μπροστά στον καθρέφτη,
φορούσε ένα μαύρο κομπινεζον, εβαφε τα χείλη της,έγινε έξαλλος,του είπε,που σε
βρήκε εδώ μαζί μου,ζηλεύει παθολογικά,όμως εγώ τον σιχαίνομαι,
σηκώθηκε,έλα να ξαπλώσουμε,ακούστηκαν χτυπήματα στη πόρτα,άνοιξε,πουτανα,
θα σπάσω τη πόρτα,άκουσαν την άγρια φωνή του δικηγόρου,η γυναίκα πήγε στη
πόρτα,φύγε,του φώναξε,αλλιώς δεν θα σε ξαναδεχτω,ησυχία,ακούστηκαν τα βήματα
του που απομακρύνονταν,τώρα είμαστε ήσυχοι,του είπε η γυναίκα,έλα να ξαπλώσουμε
στο κρεβάτι,τον αγκάλιασε,του έδειξε τα κολλημένα δάχτυλα,χαμογέλασε,σου
αρέσουν,μην το κρύβεις,φίλησε τα,του ψιθύρισε,
τον ξύπνησε ένας θόρυβος,ένας άλλος,του είπε η γυναίκα,αυτοπυροβολήθηκε,μην
τρομαζεις,όλα θα δεις θα είναι εύκολα,
έχεις δίκιο,της απάντησε,πρέπει κάποια φορά να τελειώσει όλη αυτή η παράνοια,
όταν ξύπνησε η γυναίκα δίπλα του κοιμόνταν ακόμη,δεν την ξύπνησε,βγήκε στο
διάδρομο,προχώρησε, σχεδον άπειρο χρόνο,χαμογέλασε,άνοιξε αριστερά του μια
πόρτα,μπήκε στο δωμάτιο,σχεδόν σκοτεινό,έκλεισε τη πόρτα,ήταν σίγουρος πως
κάποιος θα ακούσει τον πυροβολισμό του,από παραίτηση,από αηδία,
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου