I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

GREEK POETRY -ο Κανένας τυφλώνει τον Κύκλωπα Πολυφημο (Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια ι',στίχοι 375-414) -μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-ο Κανένας τυφλώνει τον Κύκλωπα Πολυφημο

(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια ι',στίχοι 375-414)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.

.



ο Κανένας τυφλώνει τον Κύκλωπα Πολυφημο

(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια ι',στίχοι 375-414)

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


τοτ'εγω εχωσα το ξύλινο παλούκι βαθειά 

μέσα στη στάχτη να πυρωθεί,και με λογια όλους 

τους συντρόφους θαρρεψα,να μην δω κάποιος 

να δηλειασει,αλλ'οταν γρήγορα το ελισιο παλούκι

έπιασε φωτιά,αν και χλωρό ήταν,και φαίνονταν 

λαμπαδιασμενο,τοτ'εγω πλησιάζοντας το'βγαλα 

απ'τη φωτιά,γύρω μου ήταν οι συντροφοι,

ενώ ένας δαίμονας θεός μεγάλο μας εμφυσησε θάρρος,

τοτ'αυτοι αρπάζοντας το ελισιο παλούκι,

κι αιχμηρό στην ακρη,στο μάτι του το'καρφωσαν,

ενώ εγώ από πάνω πιεζοντας το στριφογύριζα,

όπως όταν κάποιος με τρυπανι καραβοξυλο τρυπα,

κι οι άλλοι από κάτω τραβούν σειωντας τον ιμάντα 

από κάθε άκρη,κι αυτό συνέχεια περιστρέφεται,

έτσι εμείς στο μάτι του το πυρωμένο παλούκι

καρφώνοντας στριφογυριζαμε,και καυτό το αίμα 

το πλημμύριζε,όλα,γύρω τα βλέφαρα και τα φρύδια 

τα λιωνε η φλόγα απ' τον βολβό που καιγονταν,

και τσίριζαν οι ριζες στη φωτιά,πως όταν ο χαλκουργος

μεγάλο τσεκούρι η' σκεπάρνι σε ψυχρό νερό βαπτίζει

και κείνο σφυρίζοντας σκληραίνει,γιατί η δύναμη στο σίδερο 

απ''αυτο γινεται,έτσι το μάτι τσιριζε γύρω απ'το ελισιο

παλουκι,τότε ούρλιαξε φοβερά,ο βράχος σειστηκε

κι εμείς απ'το φόβο κάναμε πίσω,ενώ το παλούκι τράβηξε

απ'το μάτι πλημμυρισμένο στο αίμα,κι έπειτα το πέταξε

από πάνω του άγρια κουνοντας τα χερια,τότε δυνατά

τους Κύκλωπες φώναξε,που σε σπηλιές γύρω του 

κατοικούσαν και σε ύψη ανεμοδαρτα,κι αυτοί ακούγοντας

τη κραυγή κατέφτασαν αλλος από δω κι άλλος από κει,

και αφού απ'τη σπηλιά έξω στάθηκαν ρώτησαν τι τον βασανιζει,

τι μεγάλο έπαθες Πολύφημε κακό έτσι να φωνάζεις

μέσα στην ήσυχη νύχτα κι αυπνους μας άφησες;

μήπως κάποιος θνητός τα πρόβατα σου κλέβει;

η' μήπως κάποιος σε σκοτώνει με δόλο η' με βία;

σ'αυτους τότε απ'τη σπηλιά ο αγριεμενος Πολύφημος τους είπε

σύντροφοι,ο Κανένας με δόλο με σκοτώνει  όχι με βια

κι αυτοί του αποκρίθηκαν με λόγια φτερωτα λεγοντας,

αν αληθεια κανένας δεν σου επιτίθεται και μόνος είσαι

δεν ξεφευγεις απ'το κακό που ο μεγαλος σου'στείλε Δίας ,

αλλ'όμως τον πατέρα σου παρακάλεσε Ποσειδώνα,

έτσι είπαν κι έφυγαν,κι εμένα χάρηκε η καρδια μου,

που τ'όνομα μου τους εξαπατησε κι η μεγάλη εξυπναδα


καὶ τότ' ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς,

εἷος θερμαίνοιτο· ἔπεσσι δὲ πάντας ἑταίρους

θάρσυνον, μή τίς μοι ὑποδδείσας ἀναδύη.

ἀλλ' ὅτε δὴ τάχ' ὁ μοχλὸς ἐλάϊνος ἐν πυρὶ μέλλεν

ἅψασθαι, χλωρός περ ἐών, διεφαίνετο δ' αἰνῶς,

καὶ τότ' ἐγὼν ἄσσον φέρον ἐκ πυρός, ἀμφὶ δ' ἑταῖροι   380

ἵσταντ'· αὐτὰρ θάρσος ἐνέπνευσεν μέγα δαίμων.

οἱ μὲν μοχλὸν ἑλόντες ἐλάϊνον, ὀξὺν ἐπ' ἄκρῳ,

ὀφθαλμῷ ἐνέρεισαν· ἐγὼ δ' ἐφύπερθεν ἐρεισθεὶς

δίνεον, ὡς ὅτε τις τρυπᾷ δόρυ νήϊον ἀνὴρ

τρυπάνῳ, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι

ἁψάμενοι ἑκάτερθε, τὸ δὲ τρέχει ἐμμενὲς αἰεί·

ὣς τοῦ ἐν ὀφθαλμῷ πυριήκεα μοχλὸν ἑλόντες

δινέομεν, τὸν δ' αἷμα περίῤῥεε θερμὸν ἐόντα.

πάντα δέ οἱ βλέφαρ' ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀϋτμὴ

γλήνης καιομένης· σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι.   390

ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν μέγαν ἠὲ σκέπαρνον

εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα ἰάχοντα

φαρμάσσων· τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν·

ὣς τοῦ σίζ' ὀφθαλμὸς ἐλαϊνέῳ περὶ μοχλῷ.

σμερδαλέον δὲ μέγ' ᾤμωξεν, περὶ δ' ἴαχε πέτρη,

ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ'. αὐτὰρ ὁ μοχλὸν

ἐξέρυσ' ὀφθαλμοῖο πεφυρμένον αἵματι πολλῷ.

τὸν μὲν ἔπειτ' ἔῤῥιψεν ἀπὸ ἕο χερσὶν ἀλύων,

αὐτὰρ ὁ Κύκλωπας μεγάλ' ἤπυεν, οἵ ῥά μιν ἀμφὶς

ᾤκεον ἐν σπήεσσι δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας.   400

οἱ δὲ βοῆς ἀΐοντες ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος,

ἱστάμενοι δ' εἴροντο περὶ σπέος, ὅττι ἑ κήδοι·

«τίπτε τόσον, Πολύφημ', ἀρημένος ὧδ' ἐβόησας

νύκτα δι' ἀμβροσίην καὶ ἀΰπνους ἄμμε τίθησθα;

ἦ μή τίς σευ μῆλα βροτῶν ἀέκοντος ἐλαύνει;

ἦ μή τίς σ' αὐτὸν κτείνει δόλῳ ἠὲ βίηφι;»

τοὺς δ' αὖτ' ἐξ ἄντρου προσέφη κρατερὸς Πολύφημος·

«ὦ φίλοι, Οὖτίς με κτείνει δόλῳ οὐδὲ βίηφιν.»

οἱ δ' ἀπαμειβόμενοι ἔπεα πτερόεντ' ἀγόρευον·

«εἰ μὲν δὴ μή τίς σε βιάζεται οἶον ἐόντα,   410

νοῦσόν γ' οὔ πως ἔστι Διὸς μεγάλου ἀλέασθαι,

ἀλλὰ σύ γ' εὔχεο πατρὶ Ποσειδάωνι ἄνακτι.»

ὣς ἄρ' ἔφαν ἀπιόντες, ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ,

ὡς ὄνομ' ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ μῆτις ἀμύμων.

.

·

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου