.
.
GREEK POETRY
-Ο Οδυσσέας στην ραψωδια λ' Νεκυια συναντά τον Αχιλλέα
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια λ',στίχοι 471-491)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.
Ο Οδυσσέας στην ραψωδια λ' Νεκυια συναντά τον Αχιλλέα
(Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδια λ',στίχοι 471-491)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
και τότε η ψυχή του γρήγορου στα πόδια Αιακιδη
με γνώρισε και βαρια θλιμμένη μου'πε αυτά τα λογια,
γιε του Λαέρτη,πολυμήχανε Οδυσσέα,δυστυχε,
τι άλλο ακόμα πιο μεγαλο θα σοφιστεις να κάνεις;
πως χωρίς φόβο στον Άδη κατεβηκες,οπου νεκροί
αψυχοι είναι,φαντάσματα ανθρώπων τελειωμενων;
έτσι είπε κι εγώ αμέσως τ'αποκριθηκα κι είπα
Αχιλλέα γιε του Πηλέα,πρώτε των Αχαιων,στον Τειρεσια
ηρθα με σκοπό,κάποια να μου πει συμβουλη,πως θα φτάσω
στη πετρωδη Ιθάκη,γιατί ως τώρα σε τόπο Αχαϊκό δεν ήρθα
μήτε σε γη δική μου πάτησα,αλλά πάντα βάσανα έχω,
και σαν εσένα Αχιλλέα αλλος κάποιος άντρας δεν ήταν
απ'τους πριν πιο καλότυχος αλλ'ουτε απ'αυτους που θα'ρθουν
θα'ναι,γιατί οι Αργιτες πριν όταν ζούσες ίσα με τους θεους
σε τιμουσαμε,και τώρα μεσ'τους νεκρούς που'σαι μεγάλη υπόληψη
εχεις,και να μην σε στεναχωριεσαι που έχεις πεθάνει,Αχιλλεα,
αυτά είπα,κι εκείνος αμέσως μ'αποκριθηκε κι είπε,
μην με παρηγορας για τον θάνατο μου,λαμπρε Οδυσσέα,
θα'θελα εργάτης γης να'μουνα σ'αλλον να δούλευα,
άνθρωπο φτωχό χωρίς κλήρο, και να ζούσα,παρά μέσα
στους αφανισμενους νεκρούς να βασιλευω,
ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο
καί ῥ' ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν' Ὀδυσσεῦ,
σχέτλιε, τίπτ' ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον;
πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ 475
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;»
ὣς ἔφατ', αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ' Ἀχαιῶν,
ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν
εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην· 480
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος οὐδέ πω ἁμῆς
γῆς ἐπέβην, ἀλλ' αἰὲν ἔχω κακά. σεῖο δ', Ἀχιλλεῦ,
οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτερος οὔτ' ἄρ' ὀπίσσω·
πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν
Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν 485
ἐνθάδ' ἐών· τῶ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.»
ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ' αὐτίκ' ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ' Ὀδυσσεῦ.
βουλοίμην κ' ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,
ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, 490
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου