.
.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΤΟΠΙΑ
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
.
.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΤΟΠΙΑ
Ο δρομος ανοιγε περασμα μεσα απ ' τις ελιες , καπου - καπου συναντουσε καποιο πευκο η ' καποιο κυπαρισσι .Δεν ειχε φτασει ακομα ο καιρος για το μαζεμα του καρπου . Φυσηξε ξαφνικα , και τα φυλλα των δεντρων ριγησαν . Εκεινος ερριξε το βλεμμα του στο απεναντι βουνο , πηρε μια βαθεια ανασα , και σαν αναζωογονηθηκε αρκετα τραβηξε συλλογισμενος μεσ ' απ ' τα ερημα χωραφια εκεινη την ωρα .Στο μυαλο του συνεχεια τριγυρνουσαν τα παραξενα λογια του γεροντα, που συνοδευονταν την ιδια ακριβως στιγμη με τις κινησεις του δεξιου χεριου πανω στο χαρτι . Δεν γνωριζε , και μετανοιωσε , που δεν ρωτησε , αν ειχανε καποια σχεση με τα λογια .Το ξανασκεφτηκε .Πολυ αμφεβαλλε για την οποιαδηποτε αναλογια μεταξυ των . Η γυναικα τον περιμενε στο σπιτι. Στο τραπεζι εφερε το φαγητο να φανε . Φαγανε χωρις καμια κουβεντα . Οταν τελειωσαν τον ρωτησε μονο αν θα επλενε τωρα το κορμι του , να του ετοιμασει ζεστο νερο . Εκεινη σηκωθηκε χωρις να παρει καταφατικη η ' αρνητικη απαντηση .Την βρηκε στο μπανιο , με τον οβαλ καθρεφτη , στο θαμπο φως εκεινης της ωρας να σαπουνιζει τα ποδια της ως ψηλα πανω . .Φανηκε να ντραπηκε , που την κοιτουσε ο αντρας , ομως σαν να πηρε θαρρος του ζητησε να την βοηθησει .Στα χερια του η σαρκα της σκιρτησε ελαφρα . Συνεχιζε να την σαπουνιζει . Καθως μετακινηθηκε για να βολευτει καλυτερα η ματια του επεσε μεσα στον οβαλ καθρεφτη . Ειδε εκει μεσα μια γυναικα εξω ν ' απλωνει τα πλυμενα ρουχα στο τεντωμενο συρμα .Οταν τελειωσε την ακουσε να φωναζει το ονομα ενος παιδιου , μετα απο λιγο η φωνη της επανελαβε το ονομα . Περα , απο ενα οργωμενο χωραφι εφτασε η απαντηση , καθυστερημενη .Εσκυψε και της εδωσε ενα φιλι στο μαγουλο , και βγηκε απ ' το μπανιο . Την ακουσε ,που αντεδρασε μ 'ενα τρανταχτο γελιο .
Μπηκε στη κρεβατοκαμαρα, στο συρταρι , στο κομοδινο διπλα στο κρεβατι , αριστερα, βρηκε τη φωτογραφια.Τραβηγμενη παλια , κιτρινισε το χαρτι της .Ηταν σε νεαρη ηληκια , σχεδον παιδι , ακινητη , τα χερια κοκκαλωμενα στους μηρους , , το κεφαλι ανασηκωμενο λιγο ψηλα , κοιτουσε ευθεια , καθισμενη σε μια καπως ψηλη καρεκλα , ετσι που φαινονταν αστεια σ ' αυτη τη σταση , κι απο πισω ενα ασπρο σεντονι στο φοντο . Η μανα της δεν ειχε χρονο ν ' ασχοληθει μαζι της . Παρατημενη απ ' τον νομιμο συζυγο , μονη της καιρο, στο τελος τα ' φκιαξε μ ' εναν αλλο αντρα .Απο καποια σκορπια λογια , που της ξεφευγαν , μαντευε κανενας πως δεν την υπολογιζε καθολου , και πως πολυ συχνα την εξευτελιζε , Μια μερα δεν αντεξε ,ξεσπασε , τα μαρτυρησε ολα , στις βρισιες του πουτανα την ανεβαζε , πουτανα την κατεβαζε . Καποτε την ειχε για ενα εξαμηνο παρατημενη .
Εκεινη κλειστηκε στο δωματιο της , και δεν ηθελε να βλεπει κανεναν .Σαν ξαναφανηκε , τον συγχωρεσε , λενε , και πως ουτε παραπονα του ' κανε , ουτε και ρωτησε γιατι χαθηκε τοσο καιρο .
Εκεινος απο μονος του της πεταξε , πως την ειχε βαρεθει και πως πηγε μ ' αλλη γυναικα . Της ηρθε να τον βρισει , ομως συγκρατησε τον εαυτο της , τον ρωτησε τι φαγητο ηθελε να του μαγειρεψει .
Μεσα στο συρταρι δεν βρηκε τιποτα αλλο . Το εκλεισε και την περιμενε.
Εκεινη βγηκε απ ' το μπανιο και μπηκε στο δωματιο . Ξαπλωσε στο κρεβατι. Την εβρισκε ομορφη και της το ' πε .Της αρεσε , χαμογελασε γλυκα.
Εκεινος σηκωθηκε , βγηκε εξω στον κηπο , ειχε ηδη νυχτωσει . Περιπλανηθηκε ασκοπα για αρκετη ωρα . Οταν αποφασισε να μπει μεσα στο σπιτι το φεγγαρι ηταν ψηλα στον οριζοντα , πανω απο τις κορυφες των δεντρων .
Ξαπλωσε διπλα της , την αγγιξε , το σωμα της ηταν ζεστο , σαν κατι να καταλαβε και πηγε να ξυπνησει . Της χαι'δεψε την πλατη οπως ηταν γυρισμενη . Πολυ ωρα . Ξυπνησε . Γυρισε το κεφαλι της προς το μερος του , δεν ξαφνιαστηκε , τον αναγνωρισε στο θαμπο φως , του φεγγαριου , που εμπενε στο δωματιο απο ενα μικρο παραθυρο .Τον ρωτησε , στη φωνη της προσπαθησε να δειξει ενδιαφερον , ποτε γυρισε , αν ειχε φερει το δωρο , που της ειχε ταξει.
Απο το μεσημερι ειχε εδω , της ειπε . Εκεινη φανηκε να μην καταλαβαινει , εκεινος δεν μπηκε στον κοπο να της εξηγησει .
Αποτομα την ρωτησε . Εκεινη , αληθεια , στη φωτογραφια τι την ειχε ; Ποια ; Εγυρε στο πλαι' , ανοιξε το συρταρι , εσυρε εξω τη φωτογραφια , της την εδειξε .'' Αυτη '' . Την πηρε στα χερια της , την κοιταξε , την εφερε προς το φως να τη δει καλυτερα . '' Πρωτη φορα τη βλεπω '' του ειπε και του την εδωσε πισω . Εκεινος την εβαλε παλι στο συρταρι και το εκλεισε . Γυρισε και την κοιταξε . Δεν αντεδρασε. Απορουσε , που αγνοουσε την υπαρξη της . Της το 'πε . Επεμενε . Εκεινη δεχτηκε να κουβεντιασουν . Δεν ηταν απο περιεργεια , που ηθελε να ξερει. Αλλαζοντας ξαφνικα θεμα τον πληροφορησε πως ειχε πανω απο μηνα να κοιμηθει με αντρα .Εκανε πως δεν τον εμοιαζε .Περασε το χερι του στη μεση της , την αγκαλιασε , της ειπε πως ειχε παχυνει απο τοτε . Την ακουσε να γελαει . Σταματησε . Μετα απο λιγο ξαναγελασε .Μεσα της πιστευε πως θα επεφτε στη παγιδα , που του ειχε στησει . Εκεινος πηγε να τραβηχτει απο κοντα της . Κρατησε το χερι του να μην το απομακρυνει.Καποια στιγμη απο το μυαλο της
περασε σαν αστραπη η ιδεα να του πει ολοκληρη την ιστορια ,
χωρις να κρυψει το παραμικρο . Αρχισε να διηγηται , στην αρχη
διστακτικα αρθρωνε τις λεξεις, σταδιακα ομως διορθωθηκε και
αφηγηθηκε με πληροτητα. Υπολογιζε πως την ακουγε με ενδιαφερον , εκεινος αφου την παρατησε αποτομα , ανοιξε το συρταρι και τραβηξε απο μεσα την φωτογραφια , της την πεταξε , και κοιτωντας την επιμονα στα ματια ρωτησε με σταθερη φωνη να του πει ποια ειναι .
.
.
ΑΔΩΝΙΣ ΚΑΙ ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Την περιμενε στην καφετερια σαν την γαλαζια θαλασσα κι επειτα απο ωρες ευτυχιας
την συνοδευσε μεχρι το σπιτι της αδερφης της.Τηνειχε στο μυαλο του για καιρο.
Οταν την συναντησε εκεινη τη μερα στο κεντρο της πολης εκεινη σαστισε.Στο ζαχαροπλα-
στειο ,που πηγανε για ματαια προσπαθησε να κρυψει τη βερα που φορουσε στο
δαχτυλο της:ειχε αρραβωνιαστει καποιον,που δεν ηθελε,δεν τολμησε να αντιδρασει.
Εκεινος πικραμενος την κατηγορησε πως λεει ψεματα,εκεινη εκλαψε κι αρνηθηκε πως
ηταν ετσι.
Της ζητησε να του υποσχεθει πως θα τονακολουθουσε παντου οπου αυτος ηθελε.Του
το υποσχεθηκε.Την εσυρε σ'ενα δωματιο ενος ξενοδοχειου,στο κεντρο,σ'ενα απο κεινα τα
παληα νεοκλασσικα που ξεμειναν.Βρεθηκε κλεισμενη σ'εκεινο το δωματιο μαζι του,δεν
τον φοβηθηκε,αντιθετα χαρηκε,εβγαλε τη βερα απ'το δαχτυλο και την πεταξε απ'
τ'ανοιχτο παραθυρο εξω στο δρομο.Μετα απο λιγο ακουσε το θορυβο που εκανε
πεφτοντας στο πεζοδρομιο.Επειτα τοναγκαλιασε και κυλισε ο χρονος.
Οταν τελειωσαν ,στο δρομο ακομα κυ-λουσαν αυτοκινητα , πιο λιγοστα ομως αυτη την
ωρα.
Ακουμπισε το κεφαλι τηςστο μπρατσο του κι αποκοιμηθηκε.
Στον υπνο της την τυραννισαν εφιαλτες:
Περπατουσε αμεριμνη στην ακρογυαλια,οταν ξαφνικα καποιος αμολυσε σκυλια
να την κυνηγησουν.Ετρεχε μ'ολη τη δυναμη που ειχε,ενιωθε την ανασα τους
να την αγγιζει κι ισως να την εφτανανκαι να την κατασπαραζαν αν δεν ανοιγε ξαφνικα
μια πορτα και δεν εκλεινε γρηγορα πισω της,Η καρδια της πηγαινε να σπασει απ'τον
τρομο.Ανεβηκε συγχισμενη τη σκαλα που βρεθηκε μπροστα της ,μπηκε σ'ενα δωματιο
και καθισε στο κρεβατι.Οταν συνηλθε παρατηρησε στην οροφη του μια παρασταση,
πλαισιωμενη με γυψινες διακοσμησεις απο φυτικα μοτιβα.Αναγνωρισε τη καταδιωξη
του Αδωνι ,αγριεμενα σκυλια τον κυνηγουσαν σ'ενα καταπρασινο λιβαδι.
Οπως ηταν απορροφημενη στη σκηνη δεν ειδε αμεσως τη γυναικα ,που μπηκε
μεσα στο δωματιο.Εκεινη την πλησιασετην πηρε απ'το χερι και την οδηγησε σ'εναν
λαβυρινθο.Μεσα απο αναριθμητους διαδρομους και αναριθμητα δωματια εφτασαν σ'ενα
δωματιο,εκει μπροστα σ'εναν καθρεφτη ειδε με τρομο πως η ομορφια της ειχε χαθει,τα
ματια της ειχαν θολωσει,το στομα της ρυτιδωμενο.
Τρομαξε μ'αυτη την εικονα και ουρλιαξε.
Ξυπνησε ιδρωμενη ,χωρις στην αρχη να εχει αντιληψη του χωρου στον οποιο βρισκονταν.
Σιγα-σιγα συνηλθε .Εκεινος δεν ηταν διπλα της ,τον φωναξε μα δεν πηρε απαντηση.
Σηκωθηκε και πηγε στον καθρεφτη.Η ιδια εικονα .Γυρισε στο κρεβατι, βρηκε τα χρηματα
πανω στο σεντονι,τα μαζεψε ,τα κρατησε για λιγο στα χερια της κι αφου τα μετρησε
προσεκτικα τα εχωσε βιαστικα στη τσαντα της.Ντυθηκε ,εβαψε με εντονο κοκκινο
κραγιον τα χειλη της και κατεβηκε στο δρομο.
Απο τοτε πολλες φορες επισκεφθηκε εκεινο το δωματιο.
Καποτε σταματησε εκεινη τη ζωη,γυρισε στον αρραβωνιαστικο της.Κανεις δεν την
ρωτησε για τη μεταβολη στην εμφανιση της ,ουτε αυτη ειπε κουβεντα,εζησε σαν
να μην ειχε συμβει τιποτα.Μονο καποιοι παρατηρησαν πως μερικες φορες ηταν
πολυ σκεφτικη κι απομονονονταν ωρες.
Οταν μεγαλωσαν τα παιδια της γυρνουσε για ωρες στις παροδους,γυρω απ'το κεντρο
της πολης,χαζευοντας στις βιτρινες.Στο σπιτι οταν την ρωτουσαν γι'αυτες τις πε-
ριπλανησεις απαντουσε αινιγματικα.Μιαφορα απαντησε :πως ''μ'αρεσει να γυριζω,
εκει που αυτο ειναι.Καποια μερα θα σταθω τυχερη''
Εκεινο το ονειρο η'τον εφιαλτη δεν τον ειχε ξαναδει απο τοτε.
Τον τελευταιο καιρο ομως ονειρευτηκε κατι,που αρχισε να της δινει θαρρος και πεποιθη-
ση πως θα πραγματοποιηθει η επιθυμια της.
Εκει στην αγορα,μια μερα,τον ειδε μεσα στο πληθος , ορθιος ακουμπουσε στον τοιχο της
αγορας.Δεν ειχε αλλαξει αισθητα,ευτυχως αυτη ειχε αλλαγμενο το προσωπο ,σαν μασκα,
και δεν θα την αναγνωριζε.Τον πλησιασε ,του προτεινε να περασει μαζι του μια νυχτα,
να μην τον νοιαζει για χρηματα.
Εκεινος την κοιταξε αδιαφορα, δεν την αναγνωρισε,φαινονταν να πειναει, τα ματια του
με δυσκολια κρατουσε ανοιχτα,σαν να τον ταλαιπωρουσε αυπνια πολλων ημερων.
Εκεινη επεμενε στη προταση της.Εκεινος ,διχως θεληση,κουνησε το κεφαλι ασυναισθητα,
''ναι,παμε'' ψιθυρισε,μολις κουνοντας τα χειλη.Την ακουλουθησε στο ξενοδοχειο,στο ιδιο
δωματιο βρεθηκαν κλεισμενοι.
Επειτα τον αφησε ν'αποκοιμηθει .Τοτε σηκωθηκε σιγα-σιγα προσεχοντας να μην κανει
θορυβο και τον ξυπνησει,περπατησε στις μυτες των ποδιων και φθανοντας στην πορτα
την ανοιξε προσεκτικα.Εβγαλε το κεφαλι εξω και τα προσκαλεσε με φωνη γλυκεια να
μπουν κι εκεινα ορμησαν μεσα αγριεμενα.Εκεινη βγηκε εξω κι εκλεισε τη πορτα πισω
της και τον αφησε μονο του με τα σκυλια να τον κατασπαραξουν.
Αυτο το ονειρο το εβλεπε συνεχως καθε νυχτα το ιδιο ,χωρις αλλαγες.
Δεν περασαν πολλες μερες και μια μερα αποφασισε να σταθει μπροστα στον καθρεφτη,
το προσωπο που ειδε ηταν ομορφο και παλι.
Στις επιμονες ερωτησεις των αλλων για την ξαφνικη αλλαγη στην εμφανιση της δεν
απαντησε παρα μ'ενα αινιγματικο χαμογελο στα χειλη της.
.
.
ΙΣΤΟΡΗΜΑ
XΙ
Πηγε στο μερος,που του ειπανε,κοντα στη θαλασσα.Εβγαλε τα ρουχα του.τα διπλωσε
προσεκτικα και μπηκε στο νερο.Κολυμπησε στην αρχη παραλληλα κατα μηκος της ακτης.
Επειτα ξεμακρυνε.Το τοπιο ηταν λιτο.Πανω υψωνονταν το γρανιτενιο βουνο,
στ'αριστεραμονο ενα πευκο.Βραχια διασπαρτα παντου.Ο ηλιος ηταν στο ζενιθ.Κολυμπησε
για αρκετη ωρα.Περασε πανω απο μια φυκαδα,κι εφτασε στο μερος της αμμουδαριας,
πατησε στην αμμοπου βουλιαζε ελαφρα,επαιξε για λιγο με τα παιχνιδια της διαθλασης.
Βγηκε απ'τη θαλασσα και ξαπλωσε στον ηλιο που εκαιγε.Φαινεται θ'αποκοιμηθηκε ωρα
πολυ γιατι δεν καταλαβε ποτε ηρθαν.Εκεινη ηταν μια γυναικα γυρω στα τριαντα κι ο
αντρας ειχε την ιδιαπεριπου ηλικια .Σηκωθηκε,τους πλησιασε.
Συστηθηκαν.Τα ονοματα τους δεν του ελεγαν τιποτα.Ο αντρας πεταξε δυο τρια βο-
τσαλα στο νερο ,κι εφυγε.Η γυναικα ητανα δυνατη,τα μαλλια της βαμενα,στον καρπο
του αριστερου της χεριου φορουσε χρυση αλυσιδα.Εβγαλε απ'την τσαντα της ενα
γυναικειο περιοδικο και το ξεφυλλιζε.Ειπε,σαν ν'απευθυνονταν στον εαυτο της:''Κα-
νει ζεστη''κι εβγαλε τη μπλουζα της.Σηκωθηκε κι ανασηκωνοντας τη φουστα της
ως τα γονατα περπατησε στο νερο παραλληλα κατα μηκος της ακτης ,οπως χτυπουσε
το κυμα.Περασε αρκετη ωρα,επειτα καθισε διπλα του.Αυτος ανασηκωθηκε,τον τυφλωνε
ο ηλιος.Μεσα στο εκτυφλωτικο φως ειδε το προσωπο της και την ακουσε να του
λεει:''Τωρα,ειμαι ετοιμη''.
.
.
.
XV
Στον υπογειο σταθμο του Μετρο ορμησε το πληθος να καταλαβει τον κενο χωρο του
βαγονιου.Αυτος στριμωχτηκε ,για λιγο την εχασε απ'τη θεα.Με κοπο μπορουσε να δει.
Αυτη η κατασταση συνεχιστηκε τρεις στασεις ακομη.Τωρα ηταν πιο ελευθερα,ομως
οσο κι αν την αναζητησε με το βλεμμα του,δεν την βρηκε.Πηγε και καθησε σε μια αδει-
ανη θεση.Οι διπλανοι του,ενα ηλικιωμενο ζευγαρι,κατεβηκαν στον επομενο σταθμο.
Το τρενο ειχε ηδη φτασει στα προαστεια,εδω υπηρχε πρασινο και μονοκατοικιες.
Αφηρημενος οπως ηταν απ'τις σκεψεις του ,γυρω απο την κοινωνιολογια του τοπιου,
δεν προσεξε αμεσως την κυρια που καθισε διπλα του.Το αρωμα της οπως και η ανασα της
ηταν βαρια,κατι ψιθυρισε,στα χερια σε καθε δαχτυλο φορουσε δια-φορα δαχτυλιδια,ανοιξε
τη τσαντα της κι εβγαλε ενα σημειωματαριο,σημειωσε κατι,το μουτζουρωσε,ξαναγραψε
κατι,το εσκισε.
Το τρενο σταματησε,ξαφνικα η γυναικα πεταχτηκε και κατεβηκε απ'το τρενο.Αυτος
δεν μπορεσε ν'αντιδρασει,οι πορτες εκλεισαν και το τρενο ξεκινησε.Ηταν σιγουρος,
αυτηηταν, την ειχε αναγνωρισει η' ,καλυτερα, την ειχε ξαναθυμηθει
.
.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Θα'φτανε στη πολη αργα.Ειχε ξεκινησει στις δεκα και μιση το πρωι.Μια -δυο φορες εκανε
σταση στο δρομο.Μια για φαγητο και την αλλη περπατησε σ'ενα δρομο μεσα στα
καλαμποκια.Χαθηκε εκει μεσα,σ'ενα λαβυρινθο ,η συνεχης επαναληψη του ιδιου:
δρομοι και καλαμιες σ'ενα απεραντο επιπεδο μ'ενα καθαρο ουρανο πανω με σκληρο
δυνατο φως.
Τελικα επεστρεψε στ'αυτοκινητο ευκολα,αν κι αυτο του φανηκε θαυμα.Κοιταξε.Ο ηλιος
,λιγο ψηλωτερα απ'τον οριζοντα.Ξεκινησε.
Γρηγορα βραδυασε.Τα φωτα της πολης στο βαθος.Συνεχως τον πλησιαζαν.
Μπηκε στη πολη και παρκαρε τ'αυτοκινητο κοντα στο κεντρο.Πηρε ενα δρομο
π'ανηφοριζε ελαφρα προς τα κει.Πολλα αυτοκινητα.Μια ξανθια του σφυριξε,δεν γυρισε
να κοιταξει.Πιο πανω σταθηκε μπροστα σε μια βιτρινα,χαζεψε για λιγο.Καποιος τον
ρωτησε τι ωρα ηταν.
Ηταν 12:10.Εφτασε στη κεντρικη πλατεια .Κατεβηκε στον υπογειο σταθμο του τρενου.
Εκεινη την ωρα λιγοστοι ανθρωποι στη πλατφορμα.Πηρε το τρενο,ετσι κατι να κανει,
να περασει η ωρα ,και κατεβηκε στον επομενο σταθμο,προς τα νοτια.Ανεβηκε στην
επιφανεια.Εβγαλε τσιγαρο ,εψαξε στις τσεπες του για αναπτηρα ,τον βρηκε και το αναψε.
Για πολυ ωρα περιπλανηθηκε στους δρομους.
Κοιμηθηκε σ'ενα φτηνο ξενοδοχειο,ενα απ'αυτα εκει γυρω στο κεντρο,που ακομα δεν τα
καταδαφισαν.Ζητησε να του φερουν καφε.Μολις τον αγγιξε στα χειλη,ειχε μια παραξενη
μυρωδια,του'ρθε εμετος,τον αφησε.
Μπηκε στη τουαλετα.Δεν υπηρχε ζεστο νερο,πλυθηκε με κρυο.Ετοιμασθηκε και κατεβηκε
τη σκαλα,ασανσερ δεν υπηρχε.Η κυρια ,καποιας ηλικιας ,στη ρεσεψιον τον καλημερισε .
Της παρεδωσε τα κλειδια.Εκεινη ευγενικα του ειπε αν θα κρατησει το δωματιο.Εκεινος
της απαντησε:πως δεν του αρεσει να κοιμαται στο ιδιο μερος καθε βραδυ, την πληρωσε
κι εφυγε.Ακουσε την απαντηση της,με βραχνη φωνη,πισω του:''Αν καποτε βαρεθεις,
προτιμισε μας''.
Βγηκε στο δρομο.
Μπηκε σ'ενα βιβλιοπωλειο,Περιεργαστηκε τα βιβλια.Δεν αγορασε τιποτα,Η πωλητρια,την
ειδε,εκανε ενα μορφασμο καθως περνουσε διπλα της να φυγει.Του 'ρθε να της φωναξει
πως επαψε ν'αγαπαει το διαβασμα,αλλα συγκρατηθηκε και δεν ειπε τιποτα.
Εκει θα πηγαινε με το αστικο λεωφορειο .Οπως και τοτε,πριν χρονια,ασφυκτικα γεματο.
Θα κατεβαινε στο τερμα της διαδρομης.
Δεν δυσκολευτηκε να βρει το σπιτι.Τον θυμηθηκαν.Αν και του φερθηκαν ψυχρα,αυτο δεν
τον πειραξε.Το περιμενε.
Για τιποτα ,που εγινε,δεν δικαιολογηθηκε.Ουτε κι εκεινοι του ζητησαν να κανει κατι
τετοιο.Ανταλλαξαν τυπικες κουβεντες.Επειτα τους ειπε πως θελει να φυγει.Δεν εφεραν
καμμια αντιρρηση.Σηκωθηκε και τους χαιρετησε.Τοτε ανοιξε μια πορτα και μπηκε μεσα
ενα μικρο κοριτσακι,περιπου πεντε ετων.Σταθηκε,ρωτησε για τ' ονομα της.
Του το ειπαν.Χαμογελασε,γυρισε κι εκανε για την εξοδο.Στο ανοιγμα της πορτας σταθηκε
:''Ωραιο ονομα''ειπε.Θελησαν να τον συνοδεψουν ως τη σταση του λεωφορειου,Αρνηθηκε.
Δεν πηρε αμεσως το λεωφορειο.
Βρηκε ενα περιπτερο εκει κοντα,αγορασε μια εφημεριδα στη τυχη.Τη ξεφυλλισε,βρηκε
αυτο ,που ηθελε,εβγαλε ενα στυλο και το σημειωσε σ'ενα χαρτι.
Την αλλη μερα με το ηλεκτρικο τρενο κατεβηκε στην αλλη πολη,συνεχεια ,που ηταν
λιμανι.Διαλεξε ενα ασφαλες μερος,στηθηκε εκει και περιμενε.Η ωρα ηταν 11:20,
σε 5 λεπτα.
Καθισε αναμεσα απο δυο κοπελλες στη επιστροφη.Με-τα απο τρεις στασεις κατεβηκαν.
Μετακινηθηκε στην αδεια θεση προς το παραθυρο.Διπλα του καθισαν ενας αντρας μ'ενα
μικρο κοριτσακι.Τα φωτα αναψαν,βραδυασε.Κατεβηκε ενα σταθμο μετα το κεντρο.
Στο περιπτερο πηρε τηλεφωνο.Εκανε λαθος στον αριθμο.Ξαναπηρε.Μιλησε λιγη ωρα.
Εκλεισε,πηρε μια σοκολατα και πληρωσε.
Μπηκε σ'ενα καφε της πλατειας,γεματο κοσμο.Παραγγειλε ενα καπουτσινο.Τον εφεραν.
Παρατηρουσε τον κοσμο γυρω για να περασει η ωρα και να ξεχαστει.Καποια γυναικα τον
κοιταξε και γυρνωντας κατι ψιθυρισε σε μια κοκκινομαλλα διπλα της.Ηπιε τον καφε του
και πηγε στο ξενοδοχειο,ειχε περασει η ωρα.
Το δωματιο του ηταν ψηλοταβανο με γυψινες διακοσμησεις λουλουδιων.Κοιμηθηκε,ειδε
εφιαλτες,Σ'εναν απ'αυτους τον πλησιασε μια κοκκινομαλα,ηταν μεθυσμενη,κατι του
φωναζε δυνατα,που δεν μπορουσε ν'ακουσει,εκανε να τον πιασει ,σωριαστηκε,εσκυψε
να την σηκωσει,εκει ξυπνησε.
Το πρωι οταν βγηκε απ'το δωματιο για να φυγει,εξω, εκει στον διαδρομο ειδε τη
καθαριστρια,μια χοντρη γυναικα, που σφουγγαριζε το πατωμα.Ειχε γυρισμενη τη πλατη
της,τον καταλαβε ,γυρισε το κεφαλι της και του χαμογελασε,τα δοντια της ηταν
καταασπρα.
Γυρισε και ξαναμπηκε στο δωματιο.Εκεινη τον ακολουθησε.Εκλεισε τη πορτα.Την αρπαξε
και την ερριξε στο κρεβατι.Οταν εφυγε της αφησε στο τραπεζακι διπλα μερικα
χαρτονομισματα .''Την αλλη φορα θα...'' του φωναξε πισω του,απο την ανοιχτη πορτα,
αλλα ηταν ηδη χαμηλα κατω στη σκαλα και δεν ακουσε τη συνεχεια.
Του ειχαν ορισει το ραντεβου για τις 12, το μεσημερι.Ειχε ωρα ,που ειχε πιει τον καφε
του.Δεν φανηκε κανενας.Κοιταξε το ρολοι:12 και μιση.Περιμενε ακομα αλλα δεκα
λεπτα.Τιποτα.Σηκωθηκε να φυγει,στη πορτα τον προλαβε το γκαρσονι και του ειπε πως
τον ζητουν στο τηλεφωνο.Πηγε.Απ'τ'αλλο μερος του ειπαν μια δικαιολογια.Ειπε:''γεια'' κι
εκλεισε.
Για να περασει την ωρα του μπηκε σ'ενα σινεμα,χωρις να προσεξει τι εργο επαιζε.Λιγοι
θεατες στην αιθουσα.Καθισε σε μια θεση,περιπου στη μεση,διπλα στο κεντρικο διαδρομο.
Ειχε αρχισει το εργο,στην αρχη δεν καταλαβαινε ,ενα θριλλερ:γκανγκστερς πυροβο-
λουσαν απ'τα παραθυρα αυτοκινητων αλλους γανγκστερς σ'αλλα αυτοκινητα,με
ιλλιγκιωδη ταχυτητα,σ'αποτομες στροφες,...Σε καποια σκηνη μια κοπελλα βρεθηκε
δολοφονημενη σ'ενα δωματιο.Πριν τελειωσει η ταινια βγηκε εξω.Ειχε νυχτωσει.
Η αλλη μερα περασε,χωρις να συμβει κατι ξεχωριστο.
Εκεινο το πρωι σηκωθηκε ακεφος.Ξυριστηκε και κοπηκε.Βλαστημησε.Ντυθηκε γρηγορα,
κατεβηκε κατω,πληρωσε κι εφυγε.Περιπλανηθηκε ασκοπα.Απροσωπος.Φυσουσε πολυ.
Περνωντας μπροστα απο μια παλια εκλησια,πηγε να περασει απεναντι ,αλλαξε γνωμη και
μπηκε μεσα.Εκεινη την ωρα ηταν λιγοι πιστοι,κυριως γυναικες.Περιεργαστηκε τις
αγιογραφιες στους τοιχους,κανωντας το κυκλο στο εσωτερικο της εκκλησιας.Σταθηκε
στη Σταυρωση.Τοτε ηταν,που την ειδε,να βγαινει,στο φως της πορτας και να χανεται.
Βιαστηκε,στο περασμα του εσπρωξε μια γυναικα,την ακουσε να του φωναζει,βγηκε
γρηγορα εξω,δεν την ειδε,ειχε εξαφανισθει.Κατεβηκε τρεχοντας τη σκαλα της εκκλησιας,
πηγε στη σταση του λεωφορειου εκει πιο κατω,δεν την βρηκε.Εψαξεστο δρομο ,κοιταξε
μεσα στα καταστηματα.Τιποτα.
Το μεσημερι στο εστιατοριο εφαγε ψαρι,ηπιε και λιγο κρασι.Πληρωσε,αφησε φιλοδωρημα,
σηκωθηκε και βγηκε εξω.Σ'ενα περιπτερο της πλατειας τηλεφωνισε.Απ'την αλλη μερια
απαντησαν.Ειπε:''Ησουν στην εκκλησια;Γιατι εξαφανιστηκες;'' .Κατι του ειπε.
Δεν ακουγε καλα,θορυβος,πολλα αυτοκινητα.
''Θα καθισω ακομα μια μερα ''φωναξε κι εκλεισε.
Οση ωρα εκανε να πληρωσει το τηλεφωνο,τα τσιγαρα και την εφημεριδα,στο τηλεφωνο
μιλουσε μια γυναικα με βαμενα ξανθα μαλλια και κατακοκκινα χειλη.Χωρις να θελει
ακουσε:''Στο διαολο καθαρμα''ουρλιαξε η γυναικα και βροντησε το ακουστικο.
Την περιμενε πιο περα.Εκεινη σταθηκε,ανοιξε τη τσαντα της,εβγαλε απο μεσα το κραγιον
κι εβαψε τα χειλη της.Οταν περασε απο μπροστα του της μιλησε.Εκεινη σταματησε,στην
αρχη δεντον γνωρισε,υστερα τον θυμηθηκε.Της προτεινε,αν ηθελε,να πανε για καφε.
Εκεινη δεχτηκε.
Αργοτερα ,οταν αρχισε να βραδυαζει,πηρε τ'αυτοκινητο κι οδηγησε μεσα στη πολη πανω
απο δυο ωρες.
Στο ξενοδοχειο τον πηρε στο τηλεφωνο.Ειπε πως ηταν κοντα και θα τον επισκεφτονταν
Την περιμενε ξαπλωμενος στο κρεβατι,καπνιζοντας.Ακουσε ελαφρο χτυπημα στη πορτα.
Σηκωθηκε και της ανοιξε.Μπηκε μεσα στο δωματιο.Φορουσε ενα μακρυ μαυρο φορεμα.
Τα χειλη κατακοκκινα.Καθισε απεναντι του στον καναπε.Μαζυ της ειχε φερει δυο μπυρες,
του εδωσε τη μια.Ανοιξε τη μπυρα,ηπιε μια γουλια,και την κοιτουσε.Της ειπε να μην
μιλησει,εκεινη υπακουσε.Απο κει εβλεπε τη σαρκα της ασπρη.Περασε αρκετη ωρα.Εκεινη
διορθωσε τα ρουχα της,τον ρωτησε αν ηθελε να κοιμηθει εκει,εκεινος δεν της αρνηθηκε.
Ξαπλωσε,δεν εβγαλε το φορεμα,μονο τα παπουτσια.Κοιμηθηκε σχεδον αμεσως.Εκεινος
ανοιξε την τηλεοραση,εψαξε τα καναλια ,επεσε σ'ενα αστυνομικο φιλμ-νουαρ.
Η πρωταγωνιστρια του φιλμ της εμοιζε πολυ.Σηκωθηκε,πηρε απ'τη ντουλαπα μια
κουβερτα και τη σκεπασε.Αποκοιμηθηκε με τη τηλεοραση ανοιχτη.Οταν ξυπνησε τη βρηκε
κλειστη κι η γυναικα ειχε φυγει.Στη ρεσεψιον η κοπελα τον πληροφορησε πως η κυρια
ειχε φυγει πολυ νωρις.Φαινονταν βιαστικη και στη πορτα την περιμενε ενας κυριος,
ψηλος,με λιγοστα μαλλια κι ενα μουσακι .Ανεβηκε στο δωματιο.Στον καναπε βρηκε
το καλτσον της και στο τραπεζακι το κραγιον της.Δεν θυμονταν τ'ονομα της,μετανοιωσε
που δεν την ρωτησε.Ξαπλωσε στο κρεβατι κι αποκοιμηθηκε.
Οταν αργοτερα βγηκε απ'το δωματιο κατεβαινοντας τη σκαλα επεσε πανω στη χοντρη
καθαριστρια,εκεινη αναμερισε να περασει,τον αναγνωρισε,του ειπε πως την εδιωξαν απο
κεινο το ξενοδοχειο επειδη πηγαινε με τους πελατες.Για την αποφυγει της ειπε πως δεν
ειχε χρονο και την προσπερασε.Εκεινη ξεσπασε σε δυνατα γελια και του πεταξε στα
μουτρα μια βρωμικη λεξη,της ειπε πως αυριο φευγει,και κατεβηκε τις σκαλες σχεδον
τρεχοντας.
Τον περιμενε στη ρεσεψιον.Ηταν πολυ ομορφη.Του'πε πως περιμενε πολυ ωρα.Της ζητησε
συγνωμη,αν το ηξερε.Βγηκαν εξω.Εκεινη του'ιπε πως δεν ειχε πολυ ωρα στη διαθεση της.
Δεν της απαντησε.Της ειπε μονο,αν ηθελε μπορουσε να οδηγησει εκεινη.Εψαξε στη τσα-
ντα της,δεν βρηκε το διπλωμα οδηγησης.Την ρωτησεπου επιθυμουσε να πανε.Εξω
φυσουσε κι εβρεχε,Εκεινη ειπε πως δεν ειχε καμια προτιμηση.Της προτεινε να πανε
στη θαλασσα και να μεινουν μεσα στ'αυτοκινητο.Εκεινη συμφωνησε.Διαλεξε μια θεση και
σταθηκαν.Η θαλασσα μπροστα τους εκτεινονταν απεραντη.
Η βροχη δεν ειχε σταματησει.Δεν την ρωτησε ουτε για τον αντρα της ,ουτε για τα παιδια
της.Μονη της αρχισε να του λεει.Οση ωρα μιλουσε δεν την διεκοψε.Κοιτουσε την ομιχλη
πανω στα τζαμια να υγροποιειται.Οταν τελειωσε,τον ρωτησε τι λεει για ολ'αυτο
.Δεν μιλησε.Εκεινη του φωναξε ,ουρλιαξε,γιατι δεν την περνει στο τηλεφωνο.Της ειπε πως
αργησαν και πρεπει να γυρισουν πισω.Του 'πιασε τα χερια και κρατωντας τα πολυ σφιχτα
τον κοιταξε στα ματια και του'πε πως τ'αποφασισε να το κανει,πως τωρα ειναι ετοιμη.
Εκεινος ξεκινησε,φερνωντας αποτομα επιτοπια στροφη,τα λαστιχα στριγγλισαν,εκει-
νη τρανταχτηκε κι ουρλιαξε τρομαγμενη:''Προσεξε.Θα με σκοτωσεις.''.Βγηκαν στη
παραλιακη λεωφορο.Εκεινος ανοιξε το ραδιοφωνο.Εμπεναν στη πολη.
Της ειπε που θελει να την αφησει.Εκεινη του ειπε πως προτιμουσε να κατεβει στο κεντρο
για ασφαλεια.Σταματησε,Εκεινη κατεβηκε και κλεινοντας τη πορτα του φωναξε πως δεν
εχει αλλαξει γνωμη.
Δεν ξεκινησε αμεσως,την παρατηρουσε ν'απομακρυνεται μεσα στη βροχη.Εκεινη
σταματησε στο φαναρι,που αναψε κοκκινο,οταν αλλαξε σε πρασινο διεσχισε τη λεωφορο
κι εξαφανισθηκε μεσα στο πληθος.Τοτε κι εκεινος ξεκινησε να φυγει.
Μεχρι την αλλη μερα το πρωι δεν ειχε τιποτα να κανει.Πηγε σινεμα.Υστερα επισκεφθηκε
μια γκαλερι ζωγραφικης.Τα εργα της εκθεσης ηταν πινακες μεγαλων διαστασεων,
αφηρημενα.Γεωμετρικα σχηματα,με δυο χρωματα ,κιτρινο και γαλαζιο.Τον πλησιασε
ο καλλιτεχνης,ενας νεαρος.Τον ρωτησε για τη δουλεια του.Εκεινος του ειπε πως σ'αυτη
την εκθεση τον ενδιαφερει πως κατασκευαζεται μια Θεωρια,για την ευρεση της Αλη-
θειας.Τον ρωτησε ποιο ηταν τ'ονομα του,αλλα δεν εδωσε τ'αληθινο του.
Σ'ενα κεντρικο καταστημα δισκων αγορασε ενα δισκο μουσικης.
Στο ξενοδοχειο,γυρισε αργα,μετα τα μεσανυχτα.
Κοιμηθηκε χωρις να βγαλει τα ρουχα και τα παπουτσια.Στον υπνο του ειδε εφιαλτες.Ενας
απ'αυτους ηταν τοσο δυνατος,που τον ξυπνησε τη νυχτα και τον θυμαται:ηταν βαρκαρης
στο λιμα-νι κι αντικρυσε μεσα στα βρωμικα θολα νερα το πτωμα μιας γυναικας.Ηταν
εκεινη η γυναικα.
Ενιωσε τρομο ,μ'ολη τη δυναμη της φωνης του ζητησε βοηθεια,και ξυπνησε.
Μετα απ'αυτο κοιμηθηκε βαρια .
Ξυπνησε,ετοιμασθηκε αργα,βγηκε απ'το δωμα-τιο,κατεβηκε,στη ρεσεψιον πληρωσε για τη
νυχτα,που εμεινε κι εφυγε.
Στο δρομο σταματησε τ'αυτοκινητο ,κατεβηκε,στο περιπτερο αγορασε μια εφημεριδα στη
τυχη.
Εψαξε και χωρις δυσκολια βρηκε αυτο που ζητουσε.Επειτα τη διπλωσε προσεκτικα και την
πεταξεσ'ενα καδο απορριματων.
Γυρισε στ'αυτοκινητο.Ξεκινησε.Στο δρομο δεν σταματησε πουθενα.
.
.
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ
10
''Τι ειδος γνωση ειναι αυτη που εχουμε γι'αυτην -εδω-την πραγματικοτητα;'',''Η εφευρεση
η' η ευρεση νεων μορφων αφηγησης εξυπερετει αισθητικες αναγκες;'',''Μπορει η
πραγματικοτητα να ειναι διατυπωμενη πανω στην εξαπατηση των αισθησεων;''Αυτα ηταν
τα ερωτηματα ,που τον απασχολουσαν ,οταν αισθανθηκε την αναγκη να την καλεσει
να ερθει στο σπιτι.Την ειχε γνωρισει τυχαια,σε μιακοινωνικη εκδηλωση,πριν λιγο
καιρο.Ηταν ευγενικη και πολυ ομορφη.Αποψε του φανηκε ανησυχη,σαν να την βασανιζε
κατι.Προσποιηθηκε πως δεν καταλαβε κατι,υστερα δεν κρατηθηκε και την ρωτησε.Εκεινη
του απαντησε,απλα,πως δεν ειχε κατι ,που να αξιζει,να κρατηθει απο αυτο.
''Ετσι κι αλλιως πρεπει να κατασκευασουμε η' να εφευρουμε τους λογους για να ζουμε.
Κι ισως γι'αυτο βρισκομαστε εδω'' ειπε.Στη συνεχεια του αφηγηθηκε μια ιστορια,
αν και ηταν ενδιαφερουσα,του φανηκε φτιαχτη,κατασκευασμενη.Ενα δυο σημεια της ηταν
σκοτεινα,απο πισω τους διαισθανονταν μια τρομακτικη αληθεια.Λιγο μετα της εξι
το απογευμα εφυγε.Εκεινος μετα την αναχωρηση της σκεφτηκε μηπως ηταν καλυτερα
να μην σιωπησει,να τρεξει πισω της,να της πει πως εχει καταλαβει τι παει να κανει,και
να την συνεφερει.Ομως δεν το κουνησε απο τη θεση του.
Πηγε μονο στο παραθυρο και μολις που προλαβε να τη δει να στριβει στη γωνια του
δρομου κατω και να χανεται
.
.
13
.
13
Στην αρχη και για πολυ καιρο τον εκμαλευτηκαν πολυ σκληρα.Καταφερε και διχτυωθηκε
μεσα σ'αυτο το κυκλωμα.Ταυτοχρονα ανεβηκε κοινωνικα κι ετσι αθορυβα απλωσε παντου
τα πλοκαμια των επιχειρησεων του.Οσοι διανοηθηκαν πως μπορουσαν να τον βγαλουν
απ'τη μεση απετυχαν.Η τιμωρια τους ηταν σκληροτα-τη .Με κινησεις υπολογισμενες,και
την καταλληλη στιγμη αστραπιαιες οπως του φιδιου.Οταν πια γερασε,αντι να καμφθει η
ζωτικοτιτα του δυναμωσε,συνδιασμενη με την εμπειρια και τη σοφια,που αποκτησε τοσα
χρονια.Ηταν παντοδυναμος.Καμια γυναικα ,απ'οσες εμπλεξε,δεν παντρευτηκε.Συνειθιζε
να λεει πως ο αντρας ,που τον εχουν εκμεταλευτει,απεχθανεται ο ιδιος να εκμεταλευεται
αδυνατα ατομα.Τα παντα λειτουργουσαν με αυστηρους απαραβατους κανονες.Ενα τελειο
συστημα.Ακομα και τον θανατο του σχεδιασε αριστοτεχνικα στην ελαχιστη λεπτομερεια.
Δολοφονηθηκε μεσα στο γραφειο του την ωρα,που περα εξω απ'τ'ανοιχτο παραθυρο
κοκκινιζε τον μακρυνο οριζοντα η δυση του ηλιου.
Ο δολοφονος του δεν βρεθηκε ποτε.
.
.
15
Την επισκεπτονταν συχνα τα σαββατα στο σπιτι τηςστην εξοχη.Πολλες φορες την ρωτουσε
γιατι μια τοσο ομορφη γυναικα ,που ειναι,να εχει απομονωθει στην ερημια.Σ'εκεινες τις
ερωτησεις δεν του απαντουσε,μονο μια φορα του ειπε σοβαρα:''Εγω,δεν χρειαζομαι την
ομορφια για να πεθανω για παντα''.
Εμεναν ξενυχτωντας και συζητουσαν μεχρι το ξημε-ρωμα,τοτε εκεινη σηκωνονταν
πηγαινε στην θαλασσα,που απλωνονταν ηρεμη μπροστα απο το σπιτι και κολυμπουσε
ωρα πολυ.
Οταν γυρνουσε τον ξυπνουσε,κι ετρωγαν φρεσκα φρουτα.Εφευγε παντα αργα την
κυριακη.
Ενα σαββατο ,που την επισκεφθηκε δεν την βρηκε ουτε αυτη ουτε το σπιτι.Ρωτησε τους
γειτονους .Εκεινοι τονκοιταξαν παραξενα και του απαντησαν πως στη θεση εκεινη
δεν υπηρξε ποτε σπιτι,και φυσικα ποτε καμια γυναικα δεν εζησε εκει.
.
.
ΣΥΜΜΕΤΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Κατεβαινε τη Σταδιου προς το Συνταγμα,3 η ωρα το απογευμα,πολλα
αυτοκινητα στο δρομο,στην Χρηστου Λαδα εστριψε ν'αποφυγει το θο-
ρυβο ,εκατο μετρα πιο κατω την ειδε,απο τοτε δεν ειχε αλλαξει,ειχαν
περασει δεκα χρονια,τη γνωρισε αμεσως,χτενιζε τα μαλλια της με τον
ιδιο τροπο,κρατουσε απο το χερι ενα μικρο αγορακι,5-6 χρονων,
τους πηρε απο πισω,περασαν την Περικλεους,και βρεθηκαν στην
Μητροπολεως,ο μικρος κατι της ειπε και η γυναικα γυρισε το κεφαλι
προς τα πισω,προλαβε να κρυφθει πισω απο μια κολονα,συνεχισε το
δρομο της,κανα δυο φορες γυρισε και κοιταξε πισω,δεν φοβηθηκε
μηπως τον γνωρισει,αυτα τα χρονια που περασαν ειχε αλλαξει πολυ,
ειχε γινει ενας αλλος ανθρωπος,εφτασαν στον ηλεκτρικο σταθμο στο
Μοναστηρακι,κατεβηκαν τη σκαλα προς την αποβαθρα,δεξια οπως
πανε τα τρενα προς τον Πειραια,κατεβηκε κι αυτος, σταθηκε σε καποια
αποσταση,κρυμμενος πισω απο τους αλλους ανθρωπους που περιμεναν,
ηρθε το τρενο,τολμησε και μπηκε στο ιδιο βαγονι μαζι τους,η γυναικα
βρηκε μια αδεια θεση στα δεξια και καθισε προς το παραθυρο ,τον μικρο
τον πηρε αγκαλια στα ποδια της,αυτος πηγε και σταθηκε στην πορτα προς
το εσωτερικο του βαγονιου ,απο εκει την παρατηρουσε,δεν του ξεφευγε
καμια εκφραση της,του φανηκε καποια στιγμη,εκει στη γεφυρα του Που-
λοπουλου πως χαμογελασε,το παιδι κατι της ειπε,εσκυψε προς το μερος
του και το φιλησε,στα Πετραλωνα αδειασε η θεση απεναντι της ,πηγε
και καθησε εκει,τωρα δεν την κοιτουσε,εκεινη τον ρωτησε τι ωρα ειναι,
κοιταξε το ρολοι του ,4 παρα 20,περνουσαν πανω απο τη γεφυρα
της Χαμοστερνας,φοβηθηκε μην κατεβει στον Ταυρο,την κοιταξε,του
φανηκε αγνωστη,μια αγνωστη γυναικα που ποτε δεν ειχε συναντησει,
το τρενο σταματησε στον σταθμο η γυναικα δεν κατεβηκε,το παιδι τον
κλωτσισε κατα λαθος,οταν περνουσαν την Σιβατανειδιο,του ζητησε
συγνωμη,και μαλωσε το παιδι να'ναι προσεκτικο και να μην ενοχλει,
της ειπε πως δεν πειραζει,τον κοιταξε,τα ματια της σοβαρεψαν,του ειπε
με σιγανη φωνη,σχεδον ψιθυριστη,''εσυ εισαι;''της απαντησε πως τον
περναει για καποιον αλλον,''κι ομως μοιαζεται,τετοια ομοιοτητα;'',αρνη-
θηκε πως ηταν αυτος,στο Φαληρο κατεβηκε,η γυναικα με το παιδι συνε-
χισαν,ηταν τεταρτη κι ειχε γηπεδο ,αγωνα κυπελλου,Ολυμπιακος- ΠΑΟΚ
Θεσσαλονικης,ακουγε τις φωνες των φιλαθλων,περασε απο κατω απο τις
γραμμες,και ανεβηκε τη σκαλα,προς την αποβαθρα προς το μερος
της Αθηνας,στο τρενο μεσα εκλεισε τα ματια,και τοτε ολα τα χρονια
που περασε μαζι της κυλησαν σαν κινηματογραφικη ταινια,με την παρα-
μικρη λεπτομερεια,πως γνωρισθηκαν ,πως χωρισαν,στην Ομονοια κατε-
βηκε,ανεβηκε γρηγορα στην επιφανεια της πλατειας,προς τη πλευρα
των Χαυτειων,πηρε τη Σταδιου προς το Συνταγμα,κοιταξε το ρολοι
του,3 η ωρα το απογευμα,πολλα αυτοκινητα,στην Χρηστου Λαδα εστρι-
ψε ν'αποφυγει τον ενοχλητικο θορυβο,εκατο μετρα πιο κατω την συναν-
τησε μπροστα του,κρατουσε απο το χερι ενα μικρο παιδι 5-6 χρονων,
την παρακολουθησε απο καποια αποσταση,η γυναικα κατι ειπε στο παιδι
κι εκεινο γυρισε το κεφαλι προς τα πισω,αιφνιδιασθηκε και δεν προλαβε
να κρυφθει,φοβηθηκε μηπως τον γνωρισουν ,εκεινη χτενιζε με τον ιδιο
τροπο τα μαλλια της,σε μια βιτρινα σταματησε,το παιδι την τραβουσε ,
για μια στιγμη σκεφθηκε να τρεξει να την σταματησει,κι αν ηταν καποια
αλλη κι εμοιαζε; ομως κατι τον εκανε να πιστευει πως ειναι αυτη,καποια
στιγμη στη πολυκοσμια τους εχασε,τρομαξε,ηταν τυχερος και την ξανα-
βρηκε,σταθηκε και αγορασε απο εναν πλανοδιο πωλητη κατι στο παιδι,
στην Πανδροσου λιγο πριν φτασει στη πλατεια στο Μοναστηρακι συναν-
τησε εναν αντρα και τον χαιρετησε,ο αντρας ηταν ψηλος,αδυνατος 40 με
45 χρονων,φαινεται να ηταν γνωστοι, μιλησαν για 2-3 λεπτα,επειτα μπαι-
νοντας στη πλατεια τραβηξε προς τον σταθμο,βιαστηκε πισω της,σχεδον
ετρεξε,μην την χασει μεσα στην πολυκοσμια του σταθμου εκεινη την ωρα
.
.
.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Πεμπτη.10:45 πρωι
Στο Μπαγκειον ειπνε εσπρεσσο.Καποια φωνη γνωστη τον εκανε να κοιταξει γυρω του.
Δυο τραπεζια αριστερα του στη ιδια ευθεια καθονταν η... με εναν αντρα περιπου 40
χρονων ευσωμο.Κοιτουσε προς το μερος του.Ο αντρας ειχε την πλατη του γυρισμενη
προς αυτον.Σηκωσε το δεξι του χερι και την χαιρετησε.Καμια αντιδραση απο μερος
της.Την ξαναχαιρετησε.Παλι καμια αντιδραση.Σηκωθηκε πλησιασε προς το τραπεζι
της.Ζητησε συγνωμη απο τον συνοδο της.
''Τι κανεις...;''τη χαιρετησε.Τον κοιταξε σαν αγνωστο.''Καλα ειμαι ,ευχαριστω.Αλλα δεν
σας γνωριζω κυριε''.Αμηχανια.Ξεκινησε να πει:'Ειμαι ο...''Διστασε να συνεχισει.Ζητησε
συγνωμη και πηγε στο τραπεζι του.Αληθεια τι τον εκανε να πιστευει πως γνωριζε αυτη
τη γυναικα;Κι αν ζησανε τρια χρονια μαζι,τι σημασια εχει για την υπολοιπη ζωη της;
Πρεπει να το παραδεχτει,η μνημη ατονει και το παρελθον εξαφανιζεται.Σαν το εσπρεσσο
που ηπιε.Ηταν στην αρχη πληρες,και τωρα τελειωσε.Σωθηκε
.
.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Περπατουσε σε κεντρικο δρομο της πολης.Ενα μεγαλο πληθος ανθρωπων κυκλοφορουσε
σαν πλαστα νομισματα.Κι ας ειχε η συναλλαγη μια επιφαση νομιμοτητας.Στο βαθος των
πραγματων επικρατουσε το νοθο.Σκεφτηκε πως και ο ιδιος δεν ξεφευγε απο τον κανονα.Τ
Τεραστια η ισχυς του.
Μετα απο καποιους δρομους εφτασε στην Αιολου.
Κοσμος ψωνιζε στα εμπορικα καταστηματα.Κοιταξε το ρολοι του.11:22.Ειχε ξεχασθει στις
σκεψεις του και δεν πηρε εφημεριδα.Προχωρησε.Ειχε χρονο μεχρι της 12.
Σ' ενα περιπτερο πηρε μια πολιτικη εφημεριδα κι ενα περιοδικο ποικιλης υλης.
Περιπλανηθηκε ασκοπα,μπηκε στη Βαρβακειο Αγορα,στις στοες της,φωνες,θο-ρυβος
αγοροπωλησεων.Επεστρεψε στην Αιολου,μπηκε στο καφε λιγο πριν τις 12.Την ειδε
εκει,συνηθως ερχονταν ακριβως στις 12 ,καθσνταν στην ιδια παντα θεση,τρια τραπεζια
αριστερα απο την εισοδο,στο παραθυρο,γυρισμενη στο ανοιγμα του.Εμενε περιπου μια
ωρα,ποτε παραπανω η' λιγοτερο.Παραγγελνε εσπρεσσο,καπνιζε τρια τσιγαρα,το κινητο
χτυπουσε 4 φορες,δεν το αηκωνε αμεσως,ηταν συντομη στην συνομιλια.Απο τη θεση που
καθονταν εκεινος,δυο τραπεζια δεξιοτερα στην ιδια ευθεια γυρισμενος αντιθετα απ'αυτην
προς το εσωτερικο του καφε,την εβλεπε προφιλ,δεν ακουγε τι ελεγε,ηταν και η μουσικη
δυνατα.Απο το υφος της προσπαθουσε να καταλαβει.
Μια ψορα την ειδε στην αρχη ενος τηλεφωνου να απανταει θυμωμενα,επειτα ειρωνικα
και στο τελος ξεσπασε σ'ενα συντομο γελιο.Ποτε δεν επερνε αυτη τηλεφωνο,παντα την
επερναν,συνηθως την ιδια ωρα μ'ενα λεπτο διαφορα πανω κατω.Ολη την αλλη ωρα
καθονταν σχεδον ακινητη.Ηταν νεα γυναικα ,ομορφη,περιπου τριαντα χρονων.
Καλοντυμενη ,ποτε δεν φορουσε τα ιδια ρουχα,παντα ομως ειχε την ιδια κομμωση.Απλη
καθολου εξεζετημενη.
Απο την προηγουμενη μερα του ειχε κολλησει μια εμμονη ιδεα,μια υποθεση:πως ισως
η γυναικα ηταν ηθοποιος ,και πως ολα αυτα ηταν μια παρασταση,μια πρεφορμανς,με
σκηνη το καφε,επιλεγμενο τυχαια,και πιθανους θεατες τους θαμωνες του καφε,και τους
διερχομενους μπροστα απο το παραθυρο.Ενας απ'αυτους τους θεατες σιγουρα ηταν αυτος,
ισως και ο μοναδικος.Η συνολικη διαρκεια της παραστασης ηταν μια ωρα,απο τις 12
ακριβως το μεσημερι εως τη μια.
Παντα τα ιδια συμβαντα,σαν να ακολουθουνταν πιστα καποιο συγκεκριμενο σεναριο.
Εκεινη τη μερα γυναικα ειχε ερθει πριν τις 12 και εφυγε πριν την μια,κοιταξε το ρολοι
του,1 παρα 5 ακριβως.Γυρισε το κεφαλι προς τα πισω και κοιταξε εξω απο το παραθυρο.
Δεν την ειδε να περναει μπροστα απο το ανοιγμα του.Απο εκει περνουσε καθως εφευγε
ολες τις προηγουμενες μερες,ενα μηνα,ειχε υπολογισει.Πηγε απο την αλλη πλευρα που
δεν εβλεπε.
Την αλλη μερα πηγε στο καφε ,λιγο πριν τις 12,καθισε και περιμενε.Περασε 12,12 και 5
και δεν ηρθε,περιμενε,κατι ισως της ετυχε,ενα απροοπτο και καθυστερησε.
Μεχρι την μια δεν ειχε ερθει.Ανησυχησε.Ουτε μεχρι τις 2.
Στις 2:30 εφυγε.
Την αλλη μερα παλι δεν την ειδε.Περιμενε.Καθισε μεχρι τις 3.Πριν φυγει καλεσε στο
τραπεζι του το γκαρσονι και το ρωτησε αν η κυρια που καθονταν σ'εκεινη τη θεση,
εδειξε,ειχε ερθει και ειχε φυγει .Το γκαρσονι τον κοιταξε παραξενα και του απαντησε,
καπως απροθυμα,πως δεν ειχε ερθει,και ουτε χθες ειχε ερθει στο καφε,τον προλαβε πριν
τον ρωτησει σχετικα.
Εφυγε και αποφασισε να μην ξαναπαει σ'εκεινο το καφε.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου