.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Περί του Πλούτου
-Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Κεφ. Ιβ. 16 – 21
-Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Κεφ. ιθ’ 16-26
-Μεγας Βασίλειος,Ομιλία εις το
Καθελώ μου τας αποθήκας
(αποσπάσματα)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Περί του Πλούτου
-Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Κεφ. Ιβ. 16 – 21
-Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Κεφ. ιθ’ 16-26
-Μεγας Βασίλειος,Ομιλία εις το
Καθελώ μου τας αποθήκας
(αποσπάσματα)
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Κεφ. Ιβ. 16 – 21
είπε ο Κύριος αυτή τη παραβολή.Καποιου ανθρώπου πλούσιου αφθονα καρποφόρεσαν τα χωράφια και σκέφτονταν λέγοντας:τι να κάνω,ότι δεν έχω που να συγκεντρώσω τους καρπούς μου;Και είπε:αυτό θα κάνω.Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και μεγαλύτερες θα οικοδόμησω,και θα συγκεντρώσω εκεί όλα
τα γεννηματά μου και τα αγαθά μου,και θα πω στην ψυχή μου.Ψυχη,
έχεις πολλά αγαθά,θα είναι για χρόνια πολλά.Αναπαυσου,φάγε,πιε,ευφρανου.
Είπε τότε σε αυτόν ο Θεός:Αφρονα,αυτή τη νύχτα την ψυχή σου θα σου
ζητήσουν,αυτά που ετοίμασες ποιανού θα είναι;Έτσι ειναι αυτός που θησαυριζει για τον εαυτό του,και δεν πλουτίζει εις Θεόν.Αυτα λέγοντας είπε:αυτός που έχει
αυτιά να ακούει,ας ακουει
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην. Ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων: τί ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου? Και είπε: τούτο ποιήσω. Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου. Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Είπε δέ αυτώ ο Θεός: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού, α δέ ητοίμασας τίνι έσται»? Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μή εις Θεόν πλουτών. Ταύτα λέγων εφώνη: ο έχων ότα ακούειν, ακουέτω.
.
.
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: Κεφ. ιθ’ 16-26
Και να ένας πλησιάζοντας είπε σ'αυτον.διδασκαλε αγαθέ,τι αγαθό να κάνω για
να έχω ζωή αιωνιο;τότε αυτός είπε σ'αυτόν.γιατι με λες αγαθό;κανένας αγαθός
δεν είναι παρά ένας ο Θεός.αν θέλεις να εισέλθεις στη ζωή,τήρησε τις εντολές.λεει σ'αυτόν.ποιες;τότε ο Ιησούς είπε.το ου φονεύσεις,ου μοιχευσεις,ου κλέψεις,ου ψευδομαρτυρησεις,τιμα τον πατέρα και την μητέρα,και να αγαπησεις
τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου.λεγει σ'αυτόν ο νεαρός.ολα αυτά τα
φύλαξα από την νεότητα μου.τι ακόμα μου μενει να κανω;είπε σ'αυτόν ο Ιησούς.
αν θέλεις τέλειος να είσαι.πηγαινε και πώλησε τα υπάρχοντα σου και δωσ'τα στους πτωχούς,και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό.κι έλα εδώ κι ακολούθησε με.
τότε αφού άκουσε ο νεαρός το λόγο αυτό αναχώρησε στεναχωρημένος,γιατί
είχε κτήματα πολλά.Τοτε ο Ιησούς είπε στους μαθητές του.Αληθεια σας λέω
ότι δύσκολα πλούσιος θα εισέλθει στη βασιλεία των ουρανών.και παλι σας λέω.
ευκολότερον είναι καμήλα μέσα από τρυπα βελόνας να περάσει πάρα πλούσιος στη βασιλεία του Θεού να εισέλθει.τοτε οταν άκουσαν οι μαθητές αυτό εξεπλάγησαν πάρα πολύ λέγοντας.ποιος επομενως μπορεί να σωθεί;τότε
κοιτάζοντας τους ο Ιησούς είπε σ'αυτους.για τους ανθρώπους αυτό αδύνατο
είναι.ομως για το Θεό τα πάντα δυνατά είναι.
16 Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; 17 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. 18 λέγει αὐτῷ· ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, 19 τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 20 λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; 21 ἔφη αὐτῷ ὁ Ἱησοῦς· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 22 ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. 23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 24 πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 25 ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; 26 ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι
.
.
Μεγας Βασίλειος,Ομιλία εις το
Καθελώ μου τας αποθήκας
(αποσπάσματα)
....
μη νομίζεις ολα για την κοιλιά σου ότι έχουν ετοιμαστει.Πως είναι αλλων σκέψου αυτά στα χέρια σου,
λίγο χρόνο σε ευχαριστουν,επειτα
σκορπούν και χανονται.
μὴ πάντα οἴου
τῇ γαστρὶ τῇ σῇ παρεσκευάσθαι. Ὡς
περὶ ἀλλοτρίων βουλεύου τῶν ἐν χερ-
σίν· μικρὸν εὐφραίνει σε χρόνον, εἶτα
διαῤῥυέντα οἰχήσεται,
....
Συ όμως όλα μαζί με πόρτες και μοχλούς τα'χεις κλεισμένα
Σὺ δὲ πάντα ὁμοῦ θύραις καὶ
μοχλοῖς ἐναποκλείσας ἔχεις·
....
Τι να κάνω;Εύκολο θα ήταν να πεις ότι θα χορτάσω τις ψυχές των πεινασμενων,θ'ανοιξω τις αποθηκες κι όλους θα καλέσω τους δυστυχεις
Τί ποιήσω; Ἕτοιμον ἦν εἰπεῖν ὅτι
Ἐμπλήσω τὰς ψυχὰς τῶν πεινώντων,ἀνοίξω τὰς ἀποθήκας, καὶ πάντας καλέσω τοὺς ἐνδεεῖς.
....
Κι ας πούνε και για σένα.Μοιρασε,έδωσε στους πτωχους,η δικαιοσύνη θα παραμείνει στον αιωνα.
Μην μεγαλώνεις τις τιμές
εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες.Μην περιμένεις έλλειψη σιταριού για να
ανοίξεις τα αμπάρια με το σιταρι
Λεγέσθω καὶ περὶ σοῦ· Ἐσκόρπισεν,
ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη
αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα·
Μὴ βαρύτιμος ἔσο ταῖς χρείαις ἐπιτιθέσομενος. Μὴ ἀνάμενε σιτοδείαν, ἵνα ἀνοίξῃς σιτοδοχεῖα·
....
γιατί ποια μηχανή για χρυσό δεν κινείς;το σιταρι σε σένα γίνεται χρυσός,το κρασί σε χρυσό στεροποιειται,τα μαλλια χρυσωνονται,καθε εμπορική πραξη,
κάθε ιδεα σε σένα χρυσό φερνει.
Αυτός ο ίδιος ο χρυσός χρυσό γεννάει πολλαπλασιαζόμενος από τα δάνεια,και χορτασμος δεν είναι,
και τέλος της επιθυμίας δεν βρισκειται
Ποίαν γὰρ μηχανὴν διὰ χρυσὸν
οὐ κινεῖς; Ὁ σῖτος χρυσός σοι γίνεται,ὁ οἶνος εἰς χρυσὸν μεταπήγνυται, τὰἔριά σοι ἀποχρυσοῦται· πᾶσα ἐμπορία,
πᾶσα ἐπίνοια χρυσόν σοι προσάγει.
Αὐτὸς ἑαυτὸν ὁ χρυσὸς ἀπογεννᾷ πολυπλασιαζόμενος ἐν δανείσμασι· καὶκόρος οὐκ ἔστι, καὶ τέλος τῆς ἐπιθυμίας οὐκ ἐξευρίσκεται.
....
Τα πηγάδια όταν αντλούνται γεμιζουν νερο,όταν είναι παρατημένα σαπίζει το νερο,έτσι κι ο πλούτος όταν είναι στάσιμος είναι αχρηστος,όταν όμως κινειται και μοιραζεται για κοινή ωφέλεια είναι και καρποφόρος
Τὰ φρέατα ἐξαντλούμενα εὐροώτερα γίνεται· ἐναφιέμενα
δέ, κατασήπεται· καὶ πλούτου τὸ μὲνστάσιμον ἄχρηστον, τὸ δὲ κινούμενον καὶ μεταβαῖνον κοινωφελὲς καὶ ἔγκαρπον.
....
φάγε,πιε,ευρανσου κάθε μέρα.Τι παραφροσύνη!Αν ψυχή είχες χοίρου,τι άλλο παρά αυτό σ'αυτη
θα προσφέρεις;Τόσο σαν ζώο είσαι,τόσο χωρίς συναισθηση για τα αγαθά της ψυχής με τροφές σαρκικές αυτή τρεφεις.Κι όσα ο απόπατος δεχεται,αυτά στη ψυχή στελνεις
φάγε, πίε, εὐφραίνου καθ'
ἡμέραν· Ὤ τῆς ἀλογίας! Εἰ δὲ χοιρείανεἶχες ψυχήν, τί ἂν ἄλλο ἢ τοῦτο αὐτῇεὐηγγελίσω; Οὕτω κτηνώδης εἶ, οὕτωςἀσύνετος τῶν τῆς ψυχῆς ἀγαθῶν, τοῖς τῆς σαρκὸς αὐτὴν βρώμασιν δεξιούμενος· καὶ ὅσα ὁ ἀφεδρὼν ὑποδέχεται,ταῦτα τῇ ψυχῇ παραπέμπεις;
....
Αυτός λοιπόν που σε λίγο πρόκειται
να φύγει από τη ζωή,τι σκέφτεται;
Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω
Ὁ γὰρ μετ' ὀλίγον μέλλων ἀνάρ-
παστος ἄγεσθαι, οἷα βουλεύεται;
Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω
....
Η' λωποδύτης αυτός που απογυμνωνει τον ντυμένο.θα ονομαστεί.Αυτος που μπορεί και δεν ντύνει τον γυμνό,με ποιο άλλο όνομα αξίζει να ονομαστεί;Γι'αυτον.που πεινάει είναι ο άρτος,που εχεις,στο γυμνομενο το ρούχο,που φυλας στις αποθηκες,στον ξυπολητο το παπούτσι ,που σε σένα σαπιζει,το χρήμα που'χεις κρυμμένο,σ'αυτον που το χρειαζεται,Ώστε αδικεις τόσους οσους θα μπορούσες να δωσεις
Ἢ ὁ μὲν ἐνδεδυμέ-
νον ἀπογυμνῶν λωποδύτης ὀνομα-
σθήσεται·
· ὁ δὲ τὸν γυμνὸν μὴ ἐνδύων,
δυνάμενος τοῦτο ποιεῖν, ἄλλης τινός
ἐστι προσηγορίας ἄξιος; Τοῦ πεινῶντός
ἐστιν ὁ ἄρτος, ὃν σὺ κατέχεις· τοῦ γυ-
μνητεύοντος τὸ ἱμάτιον, ὃ σὺ φυλάσ-
σεις ἐν ἀποθήκαις· τοῦ ἀνυποδέτου τὸ
ὑπόδημα, ὃ παρὰ σοὶ κατασήπεται· τοῦ
χρῄζοντος τὸ ἀργύριον, ὃ κατορύξας
ἔχεις. Ὥστε τοσούτους ἀδικεῖς, ὅσοις
παρέχειν ἠδύνασο.
.....
πόσο άξιος σε σένα θα φανει τη μέρα της κρισεως ο λογος εκείνος.Ελατε,οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου,κληρονομησατε την ετοιμασμενη για σας βασιλεία από την αρχή του κοσμου.Γιατι πεινασα,και δώσατε σε μένα να φάω,δίψασα,και με ξεδιψασατε,γυμνός ήμουν και με
ντυσατε.
Αλλά τρομερή φρικη σε σένα,
και ιδρώτας και σκοτάδι θα σε
σκεπάσει,όταν ακούσεις την καταδίκη.Φυγετε από μενα,οι καταραμένοι,εις το σκότος το εξώτερον,που ετοιμάστηκε από τον διάβολο και τους αγγέλους του.Γιατι πεινασα,και δεν δώσατε σε μένα να φάω,δίψασα κι ούτε με ξεδιψασατε,γυμνός ήμουν και δεν με ντυσατε,
Γιατί εκεί δεν δικάζεται ο άρπαγας,αλλά αυτος που δεν
μοιράζεται με άλλους κρινεται
Ὤ πόσου ἄξιόν σοι φα-
νεῖται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τὸ ῥῆμα ἐκεῖνο· Δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμα-
σμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέμοι φαγεῖν· ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατε με·
γυμνὸς ἤμην, καὶ περιεβάλετέ με· Ποταπὴ δέ σοι φρίκη, καὶ ἱδρώς, καὶ σκότος περιχυθήσεται, ἀκούοντι τῆς
καταδίκης· Πορεύεσθε ἀπ' ἐμοῦ, οἱ κατηραμένοι, εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον,τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ
ἐδώκατέ μοι φαγεῖν· ἐδίψησα, καὶ οὐκἐποτίσατέ με· γυμνὸς ἤμην, καὶ οὐ περιεβάλετε με· Οὐδὲ γὰρ ἐκεῖ ὁ ἅρπαξ
ἐγκαλεῖται, ἀλλ' ὁ ἀκοινώνητος κατακρίνεται.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου