.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Η παραβολή των μυρίων ταλαντων
-Κυριακή ια' Ματθαίου,κεφ. ιη΄ 23-35
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Η παραβολή των μυρίων ταλαντων
Κυριακή ια' Ματθαίου,κεφ. ιη΄ 23-35
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
είπε ο Κύριος την παραβολή αυτή.μοιαζει η βασιλεια των ουρανών με άνθρωπο
βασιλιά,που θέλησε να λογαριαστει με τους δούλους του.αφου άρχισε να
λογαριάζει έφεραν μπροστά σ'αυτόν ένα οφειλέτη μυρίων ταλαντων,και αφού
δεν ειχε να του δώσει πίσω τον πρόσταζε ο κύριος να πουλησει τον εαυτό
του και τη γυναίκα του και τα παιδιά κι όλα όσα είχε,και να δωθεί πίσω.
πέφτοντας λοιπόν ο δούλος τον προσκυνούσε λεγωντας.κυριε,δειξε υπομονή
σε μένα κι όλα θα σου τα δώσω πισω.τοτε επειδη τον λυπήθηκε ο κύριος του
δούλου εκείνου τον άφησε να φύγει και το δάνειο του χαρισε.
βγαίνοντας έξω ο δούλος εκείνος βρήκε έναν από τους δούλους που είναι
μαζί,που ώφειλε σ'αυτόν εκατό δηνάρια,και αφού τον έπιασε τον πίεζε πολυ λέγοντας,δωσ'μου πίσω ότι μου οφείλεις,πέφτοντας λοιπόν ο συνδουλος του
στα πόδια του τον παρακαλούσε λέγοντας.δειξε υπομονή σε μένα και θά σου τα δώσω πισω. όμως δεν θέλησε,αλλά αφού έφυγε τον έβαλε στη φυλακή μέχρι να
το δώσει πίσω αυτό που του χρωστουσε.οταν ειδαν οι συνδουλοι του αυτά
που έγιναν στεναχωρήθηκαν πάρα πολύ και πήγαν κι είπαν ακριβώς στον κύριο τους όλα οσα εγιναν.τοτε αφού τον προσκάλεσε ο κύριος του λέει σ'αυτόν.
δουλε πονηρέ,όλο σου το χρέος στο χάρισα,επειδή με παρεκάλεσες,δεν έπρεπε
και συ να λυπηθείς τον συνδουλο σου,όπως κι εγώ σε λυπηθηκα;κι επειδή
οργίστηκε ο κύριος του τον παρέδωσε στους βασανιστές μέχρι να δωσει
πίσω όλο το χρέος του σ'αυτόν.ετσι κι ο πατέρας μου θα κάνει σε σας,αν δεν
συγχωρέστε ο καθένας στον αδελφό του μεσα απ'την καρδιά σας τα αδικήματα
των
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου