.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
--Das Mädchen ohne Hände
-Το κορίτσι χωρίς χερια
-Ein Märchen der Brüder Grimm
-Ένα Παραμύθι των αδελφών Γκριμ-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Das Mädchen ohne Hände
Το κορίτσι χωρίς χερια
Ein Märchen der Brüder Grimm
Ένα Παραμύθι των αδελφών Γκριμ-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Ένας μυλωνάς ήταν σε μεγάλη φτώχεια και δεν είχε τίποτα άλλο από τον μύλο του και μια μεγάλη μηλιά πίσω.
Μια φορά πήγε στο δάσος,ξύλα να κόψει,κι εκεί συνάντησε έναν γέρο που ποτέ δεν ειχε ξαναδεί,
κι αυτός του μίλησε κι είπε.
τι βασανίζεσε με τα ξύλα,θα σε κάνω πλούσιο,αν μου δώσεις ότι πίσω από τον μύλο σου είναι.
Τίποτα άλλο από τη μηλιά δεν είναι,σκέφτηκε ο μυλωνάς,κι είπε,ναι.συμφωνοντας με τον άγνωστο.Αυτος γέλασε όλο κακια κι είπε πως σε τρία χρόνια θα'ρθει να πάρει ότι του ανήκει,κι έφυγε.
Όταν ο μυλωνάς γύρισε σπίτι,βγήκε η γυναίκα του έξω και του'πε .Πες μου,μυλωνά,από που ήρθε αυτός ο πλούτος ξαφνικά στο
σπίτι μας;κι είναι όλα τα μπαούλα κι οι κασέλες γεμάτες.
Κανένας δεν ήρθε να τον φέρει.
Τότε αυτός της απάντησε.
Έναν άγνωστο συνάντησα μέσα στο δάσος και μου-πε πως θα μου δωσει μεγάλο θησαυρό,αν σ'ανταλλαγμα του δώσω αυτό που'ναι πίσω απ'τον μύλο,μόνο η μηλιά είναι κι είπα ναι.
Αχ άντρα μου,είπε η γυναίκα τρομαγμένη,αυτός ήταν ο διάβολος,δεν θέλει τη μηλιά,αλλά την κόρη μας που ήταν πίσω απ'τον μύλο και σάρωνε την αυλή.
Η κόρη του μυλωνά ήταν ένα όμορφο και φρόνιμο κορίτσι,κι έζησε τα τρία χρόνια με φόβο Θεού και δίχως ν'αμαρτησει.
Όταν πέρασε ο καιρός,κι η μέρα έφτασε να την πάρει ο κακος άντρας,πλυθηκε καθαρή να'ναι κι έγραψε ένα κύκλο με κιμωλία
γύρω της.
Ο διάβολος ήρθε πολύ νωρίς,αλλά δεν μπορούσε να την πλησιάσει.
Τότε θύμωσε κι είπε στον μυλωνά.Εξαφανισε το νερό ώστε να μην μπορεί να πλυθει,
γιατί δεν έχω καθόλου δύναμη να την πιάσω.
Ο μυλωνάς φοβηκε και το'κανε.
Την άλλη μέρα ξανα'ρθε ο διάβολος,αλλ'αυτη είχε πάνω στα χέρια της κλάψει κι ήταν ολοκάθαρα.Επειδη δεν μπορούσε να την πλησιάσει είπε θυμωμένος στον μυλωνά.
Κοψ'της τα χέρια,αλλιώς δεν μπορώ να την πλησιάσω.
Ο μυλωνάς τρόμαξε και του απάντησε.
Πως μπορώ να κόψω τα χέρια του παιδιού μου.
Τότε ο κακος άντρας τον απείλησε.
Αν δεν το κάνεις,του'πε,τότε θα πάρω εσενα
Ο πατέρας τρόμαξε πολύ κι υποσχέθηκε πως θα το κάνει.
Πήγε λοιπόν στο κορίτσι και του'πε.
Παιδί μου αν δεν σου κόψω τα δυο σου χέρια,ο διάβολος θα πάρει εμενα,και στο φόβο μου του το υποσχεθηκα .Συγχωρα με για το κακό που θα σου κάνω.
Τότε αυτή του απάντησε.Αγαπημενε μου πατέρα,κάνε με οτι θέλεις,παιδί σου είμαι.
Κι αμέσως τέντωσε τα δυο της χέρια κι άφησε να κοπούν.
Ο διάβολος ήρθε για τρίτη φορά.Ομως αυτή είχε τόσο πολύ κλάψει πάνω στις πληγές,που ήταν ολοκαθαρες.
Τότε αυτός έφυγε χάνοντας τα
όλα.
Τότε ο μυλωνάς της μίλησε κι ειπε.Τοσα πολλά καλά κέρδισα από σένα,κι εσένα σε όλη τη ζωή θα σε φροντίζω.
Αλλ' αυτή του απάντησε.Δεν μπορώ πια εδώ να μείνω,θα φύγω μακρυά,φιλεύσπλαχνοι
άνθρωποι θα μου δώσουν ότι χρειαστώ.
Αφού άφησε τα κομμένα χέρια στη πλάτη να της δεσουν,με την ανατολη του ήλιου πήρε το δρόμο και περπάτησε όλη τη μέρα,μέχρι που νύχτωσε.Τοτε έφτασε σ' έναν βασιλικό κήπο,και στη λάμψη του φεγγαριού ειδε τα δέντρα που ήταν γεμάτα ωραιους καρπούς,αλλ'αυτη δεν μπορούσε να μπει μέσα,γιατί γυρω-γυρω νερό ηταν.Κι επειδή όλη τη μέρα περπατούσε και τίποτα δεν έφαγε,κι η πείνα την βασάνιζε,σκέφτηκε,αχ,να μπορούσα να μπω μέσα,φρούτα να φάω,να μην πεθάνω απ'την πείνα.
Τότε γονάτισε,είπε τ'ονομα του Θεού και προσευχήθηκε.
Κάποια στιγμή ήρθε ένας άγγελος,έκανε ένα ανοιγμα στο νερό,το χαντάκι στέγνωσε κι έτσι μπόρεσε να διαβεί.Μπηκε στον κήπο και μαζί της ο άγγελος.Είδε ένα δέντρο με ώριμα φρούτα,που ήταν ωραία αχλάδια,αλλά ήταν όλα
μετρημένα.Τοτε πλησίασε κι έφαγε ένα με το στόμα απ'το δέντρο,την πείνα της να ησυχάσει,ένα όχι περισσότερα.
Ο κηπουρός την είδε,αλλά επειδή ήταν ο άγγελος μαζί της,
δείλιασε και πήρε το κορίτσι για κάποιο πνεύμα,και κράτηθηκε να μην φωνάξει ούτε στο πνεύμα να μιλήσει.Οταν αυτή έφαγε το αχλάδι,χόρτασε και πήγε και κρύφτηκε μέσα στο θάμνο.
Ο βασιλιάς,στον οποίο ανήκε ο κήπος,ήρθε τ'αλλο πρωί,μέτρησε τα φρούτα κι είδε πως ένα αχλαδι έλειπε και ρώτησε τον κηπουρό τι είχε γίνει,αφού δεν ήταν κάτω απ'το δέντρο κι έλλειπε.
Τότε τ'απαντησε ο κηπουρός.Την περασμένη νύχτα μπήκε ένα πνεύμα που δεν είχε καθόλου χέρια κι έφαγε ένα με το στόμα.
Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Πως το πνεύμα μπόρεσε πάνω απ'το νερό να περάσει;και που αυτό πήγε,αφού το αχλάδι έφαγε;
Ο κηπουρός απαντησε'πως ηρθε κάποιος με λευκό σαν χιόνι ρούχο απ'τον ουρανό,αυτός έκανε άνοιγμα και το νερό κύλισε,για να μπορέσει το πνεύμα μέσα απ'το χαντάκι να περάσει.Κι επειδή αυτός ένας άγγελος πρέπει να ήταν,φοβήθηκα,κι ούτε φώναξα κι ούτε μίλησα.Σαν το πνεύμα το αχλάδι εφαγε έφυγε.
Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Αν έγινε όπως λες,τότε αυτή τη νύχτα μαζί σου θα παραφυλαξω.
Όταν σκοτείνιασε,πήγε ο βασιλιάς στον κήπο,και μαζί του είχε έναν παπά,για να μιλησει στο πνεύμα.Κι οι τρεις κάθησαν κάτω απ'το δέντρο και πρόσεχαν.Γυρω στα μεσάνυχτα βγήκε το κορίτσι απ'το θαμνο ερπωντας,πλησίασε στο δέντρο,κι έφαγε πάλι με το στόμα ένα αχλαδι,δίπλα της στέκονταν ο άγγελος με λευκό ρούχο.
Τότε πετάχτηκε πάνω ο παπας κι είπε.Ερχεσαι απ'το Θεό η' είσαι του κόσμου;είσαι πνεύμα η άνθρωπος;
Αυτή απάντησε κι ειπε.Δεν είμαι πνεύμα,αλλά ένα φτωχο κοριτσι ,απ'ολους παρατημένο αλλά όχι απ'τον θεο.
Ο βασιλιάς μίλησε κι είπε.Αν απ'ολο τον κόσμο είσαι παρατημένο,εγώ δεν θα σε παρατήσω.
Και την πήρε μαζί του στον βασιλικό πύργο,κι αφού τόσο όμορφη ήταν και φρόνιμη,την αγάπησε μέσα απ'την καρδιά του,είπε να της κάνουν ασημένια χέρια και την πήρε γυναίκα του.
Όταν μετα απο'να χρόνο έπρεπε ο βασιλιάς στον πόλεμο να πάει,αφησε τη νεαρή βασίλισσα στη προστασία της μάνα του κι είπε.Οταν έρθει ο καιρός να γεννήσει,καλά να την φροντίσεις και γράψε μου γράμμα.
Και γέννησε αυτή ένα όμορφο αγόρι.Τοτε έγραψε η γριά μάνα αμέσως κι έστειλε το ευχάριστο νέο.Ο αγγελιοφόρος όμως όταν έφτασε σε μια οκτη ποταμού,επειδή απ'τον μακρύ δρόμο ένιωσε κούραση,ξάπλωσε και κοιμήθηκε.
Τότε ήρθε ο διάβολος που'θελε πάντα στην φρόνιμη βασίλισσα να κάνει κακό,άλλαξε το γράμμα μ'ενα άλλο,όπου μέσα έγραφε,ότι η βασίλισσα ένα τέρας στον κόσμο έχει φέρει.
Όταν ο βασιλιάς το γράμμα διάβασε τρόμαξε και στεναχωρηθηκε πολύ,ωστόσο έγραψε την απάντηση,πως έπρεπε τη βασίλισσα καλά να την έχει και να την φροντιζει μέχρι να γυρίσει.
Ο αγγελιοφόρος γύρισε με το γράμμα πίσω,έφτασε στο ίδιο μέρος και πάλι κοιμήθηκε.Τοτε ήρθε ο διάβολος γι'αλλη μια φορά κι έβαλε ένα άλλο γράμμα στη τσέπη,που έγραφε,ότι αυτή έπρεπε τη βασιλισσα με το παιδι να σκοτώσει.
Η γριά μάνα τρόμαξε πολύ,οταν το γράμμα πήρε,δεν μπορούσε να το πιστέψει κι έγραψε στον βασιλιά ακόμα μια φορά,αλλ'αυτη δεν έλαβε καμία
άλλη απάντηση,γιατί ο διάβολος στον αγγελιοφόρο κάθε φορά ένα πλαστό γράμμα εβαζε,και μάλιστα το τελευταίο γράμμα έγραφε,ότι πρέπει για απόδειξη τη γλώσσα και τα μάτια της βασίλισσας να ξεριζώσουν.
Ωστόσο η γριά μάνα έκλαψε,που αθώο αίμα έπρεπε να χυθεί.Ζητησε μέσα στη νυχτα να της φέρουν μια ελαφίνα,και της έκοψε τη γλώσσα και της έβγαλε τα μάτια και τα φύλαξε.Τοτε μίλησε στη βασίλισσα κι είπε.Δεν.μπορω να σ' αφήσω να σε σκοτωσουν,όπως διέταξε ο βασιλιάς,όμως δεν πρέπει πια να μείνεις εδώ,φύγε με το παιδί σου και πότε να μην ξαναγυρίσεις.
Της έδεσε το παιδί πάνω στη πλάτη,κι η φτώχια γυναίκα έφυγε μακρυά με δακρυσμένα μάτια.
Εφτασε σ'ενα μεγάλο άγριο δάσος,τότε γονάτισε και προσευχήθηκε στον Θεό,κι ο άγγελος φάνηκε και την οδήγησε σ'ενα μικρό σπίτι,όπου ήταν μια επιγραφή με τα λόγια:εδώ μένει ο καθενας ελεύθερα.
Απ'το σπιτακι βγήκε μια νεαρη γυναίκα λευκή όπως το χιόνι,που είπε.Καλως ορισες,κυρά βασίλισσα,και την οδήγησε μέσα.Οπου ξεδεσε το μικρό παιδί απ'τη πλάτη και
το'κρατησε στο στήθος της για να πιει,κι έπειτα το ξάπλωσε σ'ενα ωραίο κρεβατάκι.Τοτε μίλησε η φτώχια γυναίκα κι είπε.Απο που γνωρίζεις,ότι μια βασίλισσα ήμουν;
Κι η λευκή νεαρή γυναίκα απάντησε.Αγγελος είμαι,απ'τον θεο σταλμένος,εσένα και το παιδί σου να προστατέψω.
Κι έμεινε σ'αυτο το σπίτι εφτα συνολικά χρόνια κι ήταν καλά προστατευμένη,και με τη χάρη του Θεού και την φρονιμαδα της
ξαναβγηκαν τα κομμένα της χέρια.
Ο βασιλιάς επιτέλους γύρισε πάλι απ'τον πόλεμο στο σπίτι,και το πρώτο ήταν,τη γυναίκα του με το παιδί να δει.
Τότε άρχισε η γριά μάνα να κλαίει και του μίλησε και του είπε.Παλιανθρωπε,δεν μου'γραψες,δύο αθώων ψυχών να κόψω τη ζωή;και του'δειξε τα δυο γράμματα,που ο κακος άντρας είχε αλλάξει,και μίλησε κι είπε ακόμα.Εκανα,όπως με διεταξες.και του' δειξε την απόδειξη,τη γλώσσα και τα μάτια.
Τότε άρχισε ο βασιλιάς να κλαιει πολύ πικρά για την φτωχια του γυναίκα και για το μικρό του γιο,ώσπου η γριά μάνα τον σπλαχνιστηκε και του μίλησε και του'πε.Ηρεμησε,ακόμα ζουν.Εγω κρυφά μια ελαφίνα άφησα να σφαχτεί κι απ' αυτή αυτές τις αποδείξεις κράτησα,στη πλάτη της γυναίκας σου έδεσα το παιδί,και την συμβούλεψα,στον μακρυνό κόσμο να πάει,και να μου υποσχεθεί,πως ποτέ πια εδω δεν θα ξαναγυρισει,γιατί τόσο σκληρός σ'αυτη ησουν.
Τότε μίλησε κι είπε ο βασιλιάς.Θα φυγω,τόσο μακριά όσο γαλάζιος ουρανός ειναι,κι ούτε θα τρώω κι ούτε θα πίνω,μέχρι να ξαναβρώ την αγαπημένη μου γυναίκα και το παιδί μου,αν από εξάντληση η' απο πείνα δεν έχουν πεθάνει.
Περιπλανήθηκε ο βασιλιάς,εφτά χρόνια και τους έψαχνε σ'ολες
τις ρεματιες και τις σπηλιές,αλλά όμως δεν τους έβρισκε και σκέφτονταν ότι έχουν χαθεί.
Δεν έτρωγε και δεν έπινε όλο αυτό τον καιρό,αλλά ο Θεός τον
κρατούσε.
Τελικά έφτασε σ'ενα μεγάλο δάσος και μέσα σ'αυτο βρήκε το μικρό σπιτάκι,όπου επιγραφή ήταν με τα λόγια: εδω μένει ο καθένας ελεύθερα.
Τότε βγήκε έξω η λευκή νεαρή γυναίκα,τον πήρε απ'το χέρι,τον οδήγησε μέσα και του μίλησε και του είπε.Καλως ορισες,βασιλιά,και τον ρώτησε,από που έρχεται.
Αυτός απάντησε.Σχεδον εφτά χρόνια περιπλανιέμαι,και ψάχνω τη γυναίκα μου με το παιδί μου,όμως δεν μπορώ να τους βρω.
Ο άγγελος τον προσκάλεσε να φαει και να πιει,αλλ'αυτος αρνήθηκε,κι ήθελε μονάχα λίγο να ησυχάσει.
Τότε κοιμήθηκε και σκέπασε μ'ενα μαντήλι το πρόσωπο του.
Τότε πήγε ο άγγελος στο δωμάτιο,που η βασίλισσα με τον γιο της κάθονταν,τον οποίο συνήθως Πονεμένο μου τον ονόμαζε,και μίλησε και της είπε.Βγες έξω μαζι με το παιδι
σου,ο άντρας σου έχει έρθει.
Τότε αυτή πήγε,όπου αυτός ήταν ξαπλωμενος,και το μαντήλι έπεσε απ'το πρόσωπο του.
Τότε αυτή μίλησε κι είπε.Πονεμενο μου,σήκωσε το μαντήλι του πατέρα σου και ξανασκεπασε του το πρόσωπο.
Το παιδί το σήκωσε και ξανασκεπασε το πρόσωπο του
Αυτό τ'ακουσε ο βασιλιάς μεσα στον γλυκό ύπνο κι άφησε με χαρά το μαντήλι ακόμα μια φορά να πέσει.
Τότε το παιδάκι δυσανασχετησε κι είπε .Αγαπημένη μάνα,πως μπορώ του πατέρα μου το πρόσωπο να σκεπάσω,δεν έχω κανέναν πατέρα πανω στον κόσμο,έμαθα την προσευχή μου,πάτερ ημών,ο εν τοις ουρανοίς,αφού μου'χεις πει,ο πατέρας μου είναι στον ουρανό κι είναι ο καλός θεός,γιατι πρέπει έναν τέτοιο αγριανθρωπο να γνωρίζω;αυτός δεν είναι ο πατέρας μου.
Όπως ο βασιλιάς αυτό τ'ακουσε,σηκώθηκε και ρώτησε,ποια αυτή ήταν.Τοτε αυτή είπε.Ειμαι η γυναίκα σου,κι αυτός είναι ο γιος σου,ο Πενεμενος.
Κι αυτός είδε τα ζωντανά της χέρια και μίλησε κι είπε.Η γυναίκα μου είχε ασημένια χέρια.
Κι αυτή απάντησε.Τα φυσικά χέρια ο φιλευσπλαχνος θεος μου τα'χει δώσει ξανά.
Κι ο άγγελος μπήκε στο δωματιο,κρατούσε τα ασημένια χέρια και του τα'δειξε.
Τότε βεβαιωθηκε,ότι αυτοί η αγαπημένη του γυναίκα και το αγαπημενο του παιδί ήταν,τους φιλησε κι ήταν χαρούμενος,κι είπε.Μια βαριά πέτρα απ'την καρδιά μου έπεσε.
Τότε ο άγγελος του Θεού τους έβαλε να δειπνισουν ακόμα μια φορά μαζί,και μετά πήγαν στο σπίτι στη γριά μάνα του
Εκεί έγινε παντού μεγάλη χαρά,κι ο βασιλιάς κι η βασίλισσα γι'αλλη μια φορά έκαναν γάμο,κι έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι το
ευλογημένο τέλος τους.
.
.
Das Mädchen ohne Hände
Ein Märchen der Brüder Grimm
Das Mädchen ohne Hände
Ein Müller war nach und nach in Armut geraten und hatte nichts mehr als seine Mühle und einen großen Apfelbaum dahinter. Einmal war er in den Wald gegangen, Holz zu holen, da trat ein alter Mann zu ihm, den er noch niemals gesehen hatte, und sprach 'was quälst du dich mit Holzhacken, ich will dich reich machen, wenn du mir versprichst, was hinter deiner Mühle steht.' 'Was kann das anders sein als mein Apfelbaum?' dachte der Müller, sagte 'ja,' und verschrieb es dem fremden Manne. Der aber lachte höhnisch und sagte 'nach drei Jahren will ich kommen und abholen, was mir gehört,' und ging fort. Als der Müller nach Haus kam, trat ihm seine Frau entgegen und sprach 'sage mir, Müller, woher kommt der plötzliche Reichtum in unser Haus? auf einmal sind alle Kisten und Kasten voll, kein Mensch hats hereingebracht, und ich weiß nicht, wie es zugegangen ist.' Er antwortete 'das kommt von einem fremden Manne, der mir im Walde begegnet ist und mir große Schätze verheißen hat; ich habe ihm dagegen verschrieben, was hinter der Mühle steht: den großen Apfelbaum können wir wohl dafür geben.' 'Ach, Mann,' sagte die Frau erschrocken, 'das ist der Teufel gewesen: den Apfelbaum hat er nicht gemeint, sondern unsere Tochter, die stand hinter der Mühle und kehrte den Hof.'
Die Müllerstochter war ein schönes und frommes Mädchen und lebte die drei Jahre in Gottesfurcht und ohne Sünde. Als nun die Zeit herum war, und der Tag kam, wo sie der Böse holen wollte, da wusch sie sich rein und machte mit Kreide einen Kranz um sich. Der Teufel erschien ganz frühe, aber er konnte ihr nicht nahekommen. Zornig sprach er zum Müller 'tu ihr alles Wasser weg, damit sie sich nicht mehr waschen kann, denn sonst habe ich keine Gewalt über sie.' Der Müller fürchtete sich und tat es. Am andern Morgen kam der Teufel wieder, aber sie hatte auf ihre Hände geweint, und sie waren ganz rein. Da konnte er ihr wiederum nicht nahen und sprach wütend zu dem Müller 'hau ihr die Hände ab, sonst kann ich ihr nichts anhaben.' Der Müller entsetzte sich und antwortete 'wie könnt ich meinem eigenen Kinde die Hände abhauen!' Da drohte ihm der Böse und sprach 'wo du es nicht tust, so bist du mein, und ich hole dich selber.' Dem Vater ward angst, und er versprach, ihm zu gehorchen. Da ging er zu dem Mädchen und sagte 'mein Kind, wenn ich dir nicht beide Hände abhaue, so führt mich der Teufel fort, und in der Angst hab ich es ihm versprochen. Hilf mir doch in meiner Not und verzeihe mir, was ich Böses an dir tue.' Sie antwortete 'lieber Vater, macht mit mir, was Ihr wollt, ich bin Euer Kind.' Darauf legte sie beide Hände hin und ließ sie sich abhauen. Der Teufel kam zum drittenmal, aber sie hatte so lange und so viel auf die Stümpfe geweint, daß sie doch ganz rein waren. Da mußte er weichen und hatte alles Recht auf sie verloren.
Der Müller sprach zu ihr 'ich habe so großes Gut durch dich gewonnen, ich will dich zeitlebens aufs köstlichste halten.' Sie antwortete aber 'hier kann ich nicht bleiben: ich will fortgehen: mitleidige Menschen werden mir schon so viel geben, als ich brauche.' Darauf ließ sie sich die verstümmelten Arme auf den Rücken binden, und mit Sonnenaufgang machte sie sich auf den Weg und ging den ganzen Tag, bis es Nacht ward. Da kam sie zu einem königlichen Garten, und beim Mondschimmer sah sie, daß Bäume voll schöner Früchte darin standen; aber sie konnte nicht hinein, denn es war ein Wasser darum. Und weil sie den ganzen Tag gegangen war und keinen Bissen genossen hatte, und der Hunger sie quälte, so dachte sie 'ach, wäre ich darin, damit ich etwas von den Früchten äße, sonst muß ich verschmachten.' Da kniete sie nieder, rief Gott den Herrn an und betete. Auf einmal kam ein Engel daher, der machte eine Schleuse in dem Wasser zu, so daß der Graben trocken ward und sie hindurchgehen konnte. Nun ging sie in den Garten, und der Engel ging mit ihr. Sie sah einen Baum mit Obst, das waren schöne Birnen, aber sie waren alle gezählt. Da trat sie hinzu und aß eine mit dem Munde vom Baume ab, ihren Hunger zu stillen, aber nicht mehr. Der Gärtner sah es mit an, weil aber der Engel dabeistand, fürchtete er sich und meinte, das Mädchen wäre ein Geist, schwieg still und getraute nicht zu rufen oder den Geist anzureden. Als sie die Birne gegessen hatte, war sie gesättigt, und ging und versteckte sich in das Gebüsch. Der König, dem der Garten gehörte, kam am andern Morgen herab, da zählte er und sah, daß eine der Birnen fehlte, und fragte den Gärtner, wo sie hingekommen wäre: sie läge nicht unter dem Baume und wäre doch weg. Da antwortete der Gärtner 'vorige Nacht kam ein Geist herein, der hatte keine Hände und aß eine mit dem Munde ab.' D er König sprach 'wie ist der Geist über das Wasser hereingekommen? und wo ist er hingegangen, nachdem er die Birne gegessen hatte?' Der Gärtner antwortete 'es kam jemand in schneeweißem Kleide vom Himmel, der hat die Schleuse zugemacht und das Wasser gehemmt, damit der Geist durch den Graben gehen konnte. Und weil es ein Engel muß gewesen sein, so habe ich mich gefürchtet, nicht gefragt und nicht gerufen. Als der Geist die Birne gegessen hatte, ist er wieder zurückgegangen.' Der König sprach 'verhält es sich, wie du sagst, so will ich diese Nacht bei dir wachen.'
Als es dunkel ward, kam der König in den Garten, und brachte einen Priester mit, der sollte den Geist anreden. Alle drei setzten sich unter den Baum und gaben acht. Um Mitternacht kam das Mädchen aus dem Gebüsch gekrochen, trat zu dem Baum, und aß wieder mit dem Munde eine Birne ab; neben ihr aber stand der Engel im weißen Kleide. Da ging der Priester hervor und sprach 'bist du von Gott gekommen oder von der Welt? bist du ein Geist oder ein Mensch?' Sie antwortete 'ich bin kein Geist, sondern ein armer Mensch, von allen verlassen, nur von Gott nicht.' Der König sprach 'wenn du von aller Welt verlassen bist, so will ich dich nicht verlassen.' Er nahm sie mit sich in sein königliches Schloß, und weil sie so schön und fromm war, liebte er sie von Herzen, ließ ihr silberne Hände machen und nahm sie zu seiner Gemahlin.
Nach einem Jahre mußte der König über Feld ziehen, da befahl er die junge Königin seiner Mutter und sprach 'wenn sie ins Kindbett kommt, so haltet und verpflegt sie wohl und schreibt mirs gleich in einem Briefe.' Nun gebar sie einen schönen Sohn. Da schrieb es die alte Mutter eilig und meldete ihm die frohe Nachricht. Der Bote aber ruhte unterwegs an einem Bache, und da er von dem langen Wege ermüdet war, schlief er ein. Da kam der Teufel, welcher der frommen Königin immer zu schaden trachtete, und vertauschte den Brief mit einem andern, darin stand, daß die Königin einen Wechselbalg zur Welt gebracht hätte. Als der König den Brief las, erschrak er und betrübte sich sehr, doch schrieb er zur Antwort, sie sollten die Königin wohl halten und pflegen bis zu seiner Ankunft. Der Bote ging mit dem Brief zurück, ruhte an der nämlichen Stelle und schlief wieder ein. Da kam der Teufel abermals und legte ihm einen andern Brief in die Tasche, darin stand, sie sollten die Königin mit ihrem Kinde töten. Die alte Mutter erschrak heftig, als sie den Brief erhielt, konnte es nicht glauben und schrieb dem Könige noch einmal, aber sie bekam keine andere Antwort, weil der Teufel dem Boten jedesmal einen falschen Brief unterschob: und in dem letzten Briefe stand noch, sie sollten zum Wahrzeichen Zunge und Augen der Königin aufheben.
Aber die alte Mutter weinte, daß so unschuldiges Blut sollte vergossen werden, ließ in der Nacht eine Hirschkuh holen, schnitt ihr Zunge und Augen aus und hob sie auf. Dann sprach sie zu der Königin 'ich kann dich nicht töten lassen, wie der König befiehlt, aber länger darfst du nicht hier bleiben: geh mit deinem Kinde in die weite Welt hinein und komm nie wieder zurück.' Sie band ihr das Kind auf den Rücken, und die arme Frau ging mit weiniglichen Augen fort. Sie kam in einen großen wilden Wald, da setzte sie sich auf ihre Knie und betete zu Gott, und der Engel des Herrn erschien ihr und führte sie zu einem kleinen Haus, daran war ein Schildchen mit den Worten 'hier wohnt ein jeder frei.' Aus dem Häuschen kam eine schneeweiße Jungfrau, die sprach 'willkommen, Frau Königin,' und führte sie hinein. Da band sie ihr den kleinen Knaben von dem Rücken und hielt ihn an ihre Brust, damit er trank, und legte ihn dann auf ein schönes gemachtes Bettchen. Da sprach die arme Frau 'woher weißt du, daß ich eine Königin war?' Die weiße Jungfrau antwortete 'ich bin ein Engel, von Gott gesandt, dich und dein Kind zu verpflegen.' Da blieb sie in dem Hause sieben Jahre, und war wohl verpflegt, und durch Gottes Gnade wegen ihrer Frömmigkeit wuchsen ihr die abgehauenen Hände wieder.
Der König kam endlich aus dem Felde wieder nach Haus, und sein erstes war, daß er seine Frau mit dem Kinde sehen wollte. Da fing die alte Mutter an zu weinen und sprach 'du böser Mann, was hast du mir geschrieben, daß ich zwei unschuldige Seelen ums Leben bringen sollte!' und zeigte ihm die beiden Briefe, die der Böse verfälscht hatte, und sprach weiter 'ich habe getan, wie du befohlen hast,' und wies ihm die Wahrzeichen, Zunge und Augen. Da fing der König an noch viel bitterlicher zu weinen über seine arme Frau und sein Söhnlein, daß es die alte Mutter erbarmte und sie zu ihm sprach 'gib dich zufrieden, sie lebt noch. Ich habe eine Hirschkuh heimlich schlachten lassen und von dieser die Wahrzeichen genommen, deiner Frau aber habe ich ihr Kind auf den Rücken gebunden, und sie geheißen, in die weite Welt zu gehen, und sie hat versprechen müssen, nie wieder hierher zu kommen, weil du so zornig über sie wärst.' Da sprach der König 'ich will gehen, so weit der Himmel blau ist, und nicht essen und nicht trinken, bis ich meine liebe Frau und mein Kind wiedergefunden habe, wenn sie nicht in der Zeit umgekommen oder Hungers gestorben sind.'
Darauf zog der König umher, an die sieben Jahre lang, und suchte sie in allen Steinklippen und Felsenhöhlen, aber er fand sie nicht und dachte, sie wäre verschmachtet. Er aß nicht und trank nicht während dieser ganzen Zeit, aber Gott erhielt ihn. Endlich kam er in einen großen Wald und fand darin das kleine Häuschen, daran das Schildchen war mit den Worten 'hier wohnt jeder frei.' Da kam die weiße Jungfrau heraus, nahm ihn bei der Hand, führte ihn hinein und sprach 'seid willkommen, Herr König,' und fragte ihn, wo er herkäme. Er antwortete 'ich bin bald sieben Jahre umhergezogen, und suche meine Frau mit ihrem Kinde, ich kann sie aber nicht finden.' Der Engel bot ihm Essen und Trinken an, er nahm es aber nicht, und wollte nur ein wenig ruhen. Da legte er sich schlafen, und deckte ein Tuch über sein Gesicht.
Darauf ging der Engel in die Kammer, wo die Königin mit ihrem Sohne saß, den sie gewöhnlich Schmerzenreich nannte, und sprach zu ihr 'geh heraus mitsamt deinem Kinde, dein Gemahl ist gekommen.' Da ging sie hin, wo er lag, und das Tuch fiel ihm vom Angesicht. Da sprach sie 'Schmerzenreich, heb deinem Vater das Tuch auf und decke ihm sein Gesicht wieder zu.' Das Kind hob es auf und deckte es wieder über sein Gesicht. Das hörte der König im Schlummer und ließ das Tuch noch einmal gerne fallen. Da ward das Knäbchen ungeduldig und sagte 'liebe Mutter, wie kann ich meinem Vater das Gesicht zudecken, ich habe ja keinen Vater auf der Welt. Ich habe das Beten gelernt, unser Vater, der du bist im Himmel; da hast du gesagt, mein Vater wär im Himmel und wäre der liebe Gott: wie soll ich einen so wilden Mann kennen? der ist mein Vater nicht.' Wie der König das hörte, richtete er sich auf und fragte, wer sie wäre. Da sagte sie 'ich bin deine Frau, und das ist dein Sohn Schmerzenreich.' Und er sah ihre lebendigen Hände und sprach 'meine Frau hatte silberne Hände.' Sie antwortete 'die natürlichen Hände hat mir der gnädige Gott wieder wachsen lassen;' und der Engel ging in die Kammer, holte die silbernen Hände und zeigte sie ihm. Da sah er erst gewiß, daß es seine liebe Frau und sein liebes Kind war, und küßte sie und war froh, und sagte 'ein schwerer Stein ist von meinem Herzen gefallen.' Da speiste sie der Engel Gottes noch einmal zusammen, und dann gingen sie nach Haus zu seiner alten Mutter. Da war große Freude überall, und der König und die Königin hielten noch einmal Hochzeit, und sie lebten vergnügt bis an ihr seliges Ende.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου