.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥ Β'
ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ ΒΙΒΛΙΟ Α' ΚΛΕΙΩ ,1.107.1-1.117.5.
[μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Κυρος Β',λιθινο αναγλυφο,Πασαργαδες
ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥ Β'
ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ ΒΙΒΛΙΟ Α' ΚΛΕΙΩ ,1.107.1-1.117.5.
[μεταφραση translation χ.ν.κουβελης c.n.couvelis]
Στους Μηδους μετα τον Δηιοκη βασιλεψε ο γιος του Φραορτης και μετα απ'αυτον ο γιος του Κυαξαρη
[1.107.1]τον οποιο διαδεχθηκε ο γιος του Αστυαγης,αυτος λοιπον ο Αστυαγης ειχε μια κορη με τ'ονομα Μανδανη,και στον υπνο του ειδε ονειρο πως αυτη τοσο πολυ κατουρησε που πλημμυρισε την πολη του αλλα κι ολη την Ασια,ρωτωντας τους ονειροκριτες εμαθε απ'αυτους πως κινδευει αυτος κι η βασιλεια του,[1.107.2]τοτε οταν η Μανδανη εφθασε στην ωρα της παντρειας δεν την εδωσε γυναικα σε κανεναν Μηδο της ταξης του παρα την εδωσε,επειδη φοβηθηκε τ'ονειρο,σε καποιο Περση,με τ'ονομα Καμβυσης,που απο σπιτι καλο ηταν,κι ησυχος,πολυ πιο κατω ομως απ'τη μεσαια ταξη των Μηδων,
[1.108.1]κι ειχαν ενα χρονο παντρεμενοι ο Καμβυσης με την Μανδανη οταν ο Αστυαγης ειδε δευτερο ονειρο,πως απ'το αιδοιο της κορης του φυτρωσε κλιμα που σκεπασε ολη την Ασια,
1.108.2] ρωτωντας για τ'ονειρο τους ονειροκριτες εμαθε οτι κινδυνευει η βασιλεια κι εστειλε απ'τη Περσια να'ρθει η κορη του που ηταν ετοιμη να γεννησει,οταν λοιπον εφθασε την εβαλε να τη φυλανε φρουροι σκοπευωντας το παιδι που θα γεννησει να το σκοτωσει, γιατι τ'ονειρο οι μαγοι ονειροκριτες του'παν σημαινε πως ο γονος της κορης του θα βασιλεψει αντι εκεινου,
[1.108.3]απ'αυτο λοιπον εχοντας στο νου να φυλαχθει ο Αστυαγης καλεσε τοτε τον Αρπαγο, ανθρωπο δικο του,και απ'τους Μηδους ο πιο πιστος και διαχειριστης ολων των συμφεροντων του και του ειπε:[1.108.4]Αρπαγε το πραγμα που θα σου εμπιστευθω καθολου μην αμελλησεις κι ουτε σ'αλλους το αναθεσεις γιατι στο τελος ο ιδιος εσυ θα πληρωσεις, παρε λοιπον το παιδι που η Μανδανη γεννησε,κι αφου το πας στο σπιτι σου σκοτωσε το,μετα θαψ'το μ'οποιο τροπο εσυ θελεις'
[1.108.5]κι αυτος του απαντησε:Βασιλια,ποτε αλλοτε δεν ειδες σ'αυτον εδω τον
ανδρα να σου'ναι αχαριστος,και πως προσεχει στο μελλον σε τιποτα να μην σφαλλει,κι αν εσυ ετσι προτιμας αυτο να γινει,πρεπει απ'τη μερια μου να σε υπηρετησω καταλληλα,
[1.109.1]αυτα εδω λεγοντας ο Αρπαγος μολις του παραδωθηκε το παιδι στολισμενο τα ρουχα του θανατου,πηγε κλαιγωντας στο σπιτι του,μπαινοντας μεσα ειπε στη γυναικα του ολα τα λογια που του'πε ο Αστυαγης,[1.109.2]κι αυτη του λεει:και τωρα τι εχεις στο νου σου να κανεις;κι αυτος της απαντησε:οχι αυτο που προσταξε ο Αστυγης,ουτ'ακομα αν παραφρονησει και τρελαθει πιο χειροτερα απ'οτι τωρα τρελος ειναι,ουτε θα υπακουσω στο λογο του ουτε σε τετοιο φονο θα εκτελεσω,[1.109.3]και για πολλους λογους δεν θα το σκοτωσω,και γιατι σε μενα τον ιδιο συγγενης ειναι το παιδι,και γιατι ο Αστυαγης ειναι γερος και χωρις γονο αρσενικο παιδι,[1.109.4]κι αν ερθουν ετσι αφου αυτος πεθανει και στη κορη τουτη περιελθει η τυραννια,αυτης που τωρα το γιο σκοτωνει με μενα,τι αλλο μενει απο δω και περα για μενα παρα ο πιο μεγαλος απ'τους κινδυνους,αλλα για την ασφαλεια μου πρεπει τουτο το παιδι να πεθανει,πρεπει λοιπον καποιος απ'του Αστυγεα να γινει φονιας κι οχι απ'τους δικους μας,
[1.110.1]αυτα ειπε κι αμεσως εστειλε αγγελιοφορο σ'εναν απ'τους βουκολους του Αστυγεα που γνωριζε οτι σε καταλληλα μερη εβοσκε και σε βουνα θηρια γεματα,τ'ονομα του ηταν Μιτραδατης,που συζουσε με μια συνδουλη γυναικα του,τ'ονομα σ'αυτη τη γυναικα με την οποια συζουσε ηταν Κυνω συμφωνα με την Ελληνικη γλωσσα,συμφωνα με τη Μηδικη Σπακω,γιατι την σκυλα την κυνα καλουν σπακα οι Μηδοι,[1.110.2]οι προποδες των βουνων,εκει οπου τα κοπαδια των βοδιων ειχε αυτος ο βουκολος,ηταν προς τα βορεια των Αγβατανων και προς τον Ευξεινο ποντο,αυτη λοιπον η Μηδικη χωρα προς αυτη των Σασπειρων ειναι ορεινη παρα πολυ και υψηλη και με δεντρα πυκνα καλυμενη,η αλλη Μηδικη χωρα ειναι ολη πεδινη,1.110.3]οταν ο βουκολος με πολυ προθυμια καλεσμενος εφτασε,του ειπε ο Αρπαγος αυτα εδω:σε διαταζει ο Αστυαγης τουτο το παιδι αφου το παρεις να το αφησεις στο πιο ερημο μερος των βουνων,ωστε πολυ γρηγορα ν'αφανισθει,κι αυτα εδω σε σενα προσταξε να πω,αν αυτο δεν το σκοτωσεις,αλλα μ'οποιονδηποτε τροπο το περιποιηθεις,με το πιο κακο ολεθριο τροπο θα μεταχειρισθεις,να επιβλεπω το εκει παρατημενο εγω'μαι εντεταλμενος,
[1.111.1]αυτα αφου ακουσε ο βουκολος κι αφου πηρε το παιδι πηγε τον ιδιο δρομο πισω κι εφτασε στην αγροικια.συμβαινει κι η δικη του γυναικα που ηταν ετοιμη να γεννησει καθε μερα τοτε ετσι να το φερει ο δαιμονας να γεννησει οταν ηταν πηγεμενος ο βουκολος στη πολη.ηταν δε σ'ανησυχια και οι δυο ο ενας για τον αλλον,αυτος για τη γεννα της γυναικας εχοντας φοβο,η δε γυναικα γιατι ασυνειθιστο ηταν που ο Αρπαγος εστειλε και καλεσε τον αντρα της.[1.111.2]επειτα αφου γυριζοντας πισω εμφανιστηκε,κι ανελπιστα βλεποντας τον η γυναικα πρωτη ρωτησε γιατι αυτον με τοση βιασυνη ο Αρπαγος εστειλε και καλεσε.κι αυτος της ειπε.γυναικα,κι αυτο που ειδα στη πολη πηγαινοντας κι ακουσα μητε να χρειαζονταν να δω και ποτε να γινονταν στους δεσποτες μας.το σπιτι ολο του Αρπαγου σε θρηνο βρισκονταν.εγω δε ταραγμενος πηγα μεσα.[1.111.3]αμεσως μολις μπηκα,βλεπω ενα παιδι μπροστα και να σπαρταρα και να βγαζει αναθρες δυνατες φωνες,και να'ναι στολισμενο με χρυσο και με ρουχο πολυχρωμο.ο δε Αρπαγος μολις μ'ειδε,διεταξε αμεσως αφου σηκωσω το παιδι να φυγω παιρνοντας το και να αφησω εκει οπου το πιο γεματο απ'αγρια θηρια ειναι απ'τα βουνα,λεγοντας πως ο Αστυγεας ειναι αυτος που αυτα επιβαλλει σε μενα,και μ'απειλησε πολυ αν τα παραγγελομενα του δεν εκανα.[1.111.4]κι εγω παιρνοντας το εφερα,νομιζοντας καποιου απ'τους υπηρετες ειναι,γιατι δεν ηταν δυνατο βεβαια να σκεφθω απο ποιον ηταν.απορουσα δε βλεποντας να'ναι και με χρυσο και μ'ενδυματα στολισμενο,ακομη δε και να'χουν πεσει στο θρηνο χωρις αμφιβολια στου Αρπαγου.[1.111.5]κι ευθυς λοιπον στο δρομο μαθαινω τα παντα απο του υπηρετη τα λογια,ο οποιος εμενα συνοδευοντας εξω απ'τη πολη μου'δωσε στα χερια το βρεφος,πως δηλαδη ειναι και της Μανδανης παιδι της κορης του Αστυγεα και του Καμβυση του Κυρου,κι αυτο ο Αστυαγης διεταξε να σκοτωσουν.και να αυτο εδω ειναι.
[1.112.1]συναμα και αυτα ελεγε ο βουκολος και ξεσκεπαζοντας το εδειξε.αυτη
δε καθως ειδε το παιδι και θρεμενο κι ομορφο να'ναι,δακρυζοντας και πιανοντας τα γονατα του αντρα εκλιπαρουσε με κανενα τροπο να μην το εκθεσει.αυτος δε ειπε πως δεν ειναι τετοιος τροπος αλλιως αυτα να κανει.γιατι θα καταφθασουν κατασκοποι απ'τον Αρπαγο να εποπτευσουν,και θα χαθει πολυ κακα αν τα παραγγελμενα του δεν κανει. [1.112.2] καθως λοιπον δεν επειθε τον αντρα,δευτερα λεγει η γυναικα αυτα εδω.επειδη λοιπον δεν δυναμαι να σε πεισω να μην εκτεθει,εσυ αυτο εδω κανε,αν πρεπει καταναγκαστικα βεβαια να ειδωθει παρατημενο.γιατι εχω γεννησει κι εγω,το 'χω γεννησει ομως πεθαμενο
[1.112.3]αυτο παιρνοντας πεταξε,το δε παιδι της κορης του Αστυγεα καθως απο μας να'ναι τρεφωμε.κι ετσι ουτε πιανεσαι ν'απιστεις τους δεσποτες,ουτε σε μας κακα αποφασισμενα να'ναι.γιατι και το πεθαμενο βασιλικης ταφης θα τυχει κι αυτο που'ναι στη ζωη δεν θα χασει τη ψυχη.
[1.113.1] και σωστα φανηκε στον βουκολο στη παρουσα κατασταση πολυ ελεγε
η γυναικα,κι αμεσως εκανε αυτα.το μεν που εφερε να θανατωσει παιδι,τουτο το παραδινει στην γυναικα του,το δε δικο του που ηταν νεκρο περνοντας εβαλε στο κιβωτιο μεσα στο οποιο εφερε το αλλο.[1.113.2]στολιζοντας δε μ'ολα τα στολιδια τ'αλλου παιδιου φερνοντας στο πιο ερημο των βουνων το τοποθετει.καθως στη τριτη μερα το παιδι παρατημενο ηταν,πηγε στη πολη ο βουκολος,καποιον απ'τους βοηθους βοσκους φυλακα αφηνοντας πισω γι'αυτον,ερχοντας δε στου Αρπαγου να δειξει ειπε ετοιμος ειναι του παιδιου το νεκρο σωμα.[1.113.3]στελνοντας δε ο Αρπαγος απ'τους σωματοφυλακες του τους πιο
πιστους και ειδε μεσω αυτων και εθαψε του βουκολου το παιδι.και το μεν ειχε ταφει,το δε που υστερα Κυρον ονομασαν αφου το παρελαβε ετρεφε η γυναικα του βουκολου,ονομα αλλο καποιο κι οχι Κυρο του εδωσε.
[1.114.1]κι οταν λοιπον ηταν δεκα ετων το παιδι,ενα συμβαν σ'αυτο τετοιο που εγινε το φανερωσε.επαιζε στο χωριο αυτο στο οποιο ηταν και τα βουκολια αυτα,επαιζε δε με τ'αλλα συνομηλικα παιδια.και τα παιδια παιζοντας διαλεξαν βασιλιας αυτων να να'ναι τουτο που του βουκολου καλουσαν παιδι.
[1.114.2]αυτος δε απ'αυτα διεταξε τα μεν σπιτια να οικοδομησουν,τα δε σωματοφυλακες να'ναι,καποιο δε απ'αυτα οφθαλμος του βασιλια να'ναι,σε καποιο τα μηνυματα να του μεταφερει εδωσε το προνομιο,ετσι σε καθε ενα εργο προσταζοντας. [1.114.3]ενα δε απο τουτα τα παιδια που συνεπαιζαν,και που ηταν τ'Αρτεμβαρη παιδι,αντρα ονομαστου μεσα στους Μηδους,επειδη δεν εκανε αυτο που προσταχτηκε απ'τον Κυρο,διεταξε αυτο τ'αλλα παιδια να συλλαβουν,αφου υπακουσαν τα παιδια ο Κυρος το παιδι πολυ σκληρα μετα-
χειριστηκε μαστιγωνοντας.[1.114.4]επειτα οταν αυτο αφεθηκε αμεσως,οπως αναξια του εαυτου του επαθε,περισσοτερο προσβληθηκε,κατεβαινοντας δε στη πολη προς τον πατερα διαμαρτυρονταν εντονα γι'αυτα που απ'τον Κυρο ετυχε,λεγοντας οχι απ'τον Κυρο [επειδη δεν ειχε τοτε τουτο τ'ονομα],αλλα απ'του βουκολου τ'Αστυγεα το παιδι.[1.114.5]ο δε Αρτεμβαρης οργη οπως ειχε ερχοντας στον Αστυγεα και συναμα φερνωντας το παιδι αναρμοστα πραγματα ειπε εχει παθει,λεγοντας.βασιλια,απ'τον δουλο σου,του βουκολου το παιδι,ετσι να προσβληθηκαμε,δειχνοντας του παιδιου τους ωμους.
[1.115.1]αφου ακουσε κι ειδε ο Αστυαγης,θελοντας να τιμωρησει το παιδι για τη τιμη τ'Αρτεμβαρη,εστειλε και καλεσε και τον βουκολο και το παιδι,οταν δεν εμφανιστηκαν κι οι δυο,κοιτωντας προς τον Κυρο ο Αστυαγης ειπε.[1.115.2]συ λοιπον που'σαι τουτου τετοιου που'ναι το παιδι τολμησες αυτου δω το΄παιδι που'ναι πρωτος μεσα σε μας με προσβολη τετοια να μεταχειριστεις;αυτο δε απαντησε ετσι.δεσποτα,εγω λοιπον αυτα σε τουτο εκανα για τιμωρια.επειδη με τα παιδια απ΄το χωριο,απ'αυτα που κι αυτο εδω ηταν,παιζοντας μ'εστησαν βασιλια τους.επειδη φανηκε σ'αυτος πως ειμαι σε τουτο ο πιο επιτηδεος.[1.115.3]τωρα τα μεν αλλα παιδια τα προσταγμενα εκτελουσαν,αυτο δε και δεν υπακουγε και λογο δεν εδινε κανενα,ετσι αυτο τιμωρηθηκε.αν λοιπον γι'αυτο αξιος απο σενα κακομεταχειρησις ειμαι ,αυτος εδω δω σε σενα παρων ειμαι.
[1.116.1]τουτα αφου ειπε το παιδι,ο Αστυγεας αρχισε να τ'αναγνωριζει,και τα χαραχτηριστικα του προσωπου προσεφερναν του φανηκε στα δικα του,και
η απαντηση ελευθερου παρα δουλου ειναι,και ο χρονος της εκθεσης στην ηλικια του παιδιου του φανηκε να συμπιπτει.
[1.116.2] ταραγμενος δε μ'αυτα για ωρα αφωνος ηταν,μολις λοιπον με δυσκολια καποτε συνηρθε ειπε,θελωντας να διωξει τον Αρτεμβαρη,για να τον βουκολο ξεμοναχιαζοντας ν'ανακρινει.Αρτεμβαρη,εγω αυτα θα κανω ωστ'εσυ και το παιδι σου για τιποτα να μην παραπονιεστε .
[1.116.3]τον μεν λοιπον Αρτεμβαρη διωχνει,τον δε Κυρο εφεραν μεσα οι υπηρετες με διαταγη τ'Αστυαγη.οταν δε εμεινε ο βουκολος μονος μ'αυτον μονο,αυτα εδω αυτον ρωτησε ο Αστυαγης,απο που πηρε το παιδι και ποιος ηταν αυτος που το παρεδωσε.[1.116.4]κι αυτο απ'αυτον ειπε εχει γινει κι αυτη που το γεννησε ειναι ακομα μ'αυτον.ο Αστυαγης πως δεν σκεφτεται καλα του'πε θελωντας σε μεγαλα βασανιστηρια να καταληξει,και την ιδια στιγμη που'λεγε αυτα σημανε στους σωματοφυλακες να τον συλλαβουν.[1.116.5] ετσι αυτος μεταφερομενος στα βασανιστηρια φανερωσε το πραγματικο γεγονος.αφου αρχισε απ'την αρχη εξεθεσε λεπτομερως την αληθεια υποχρεωτικα και κατεληξε και σε παρακλησεις και συγνωμη σ'αυτον να του δωσει ικετευοντας.
[1.117.1]ο Αστυαγης με τον βουκολο αφου φανερωσε τον πραγματικο γεγονος τωρα πλεον και λιγοτερο ασχολειτο, και τον Αρπαγο πολυ κατηγορωντας να καλεσουν αυτον τους σωματοφυλακες διεταξε.[1.117.2]μολις δε παρουσιστηκε ο Αρπαγος,ρωτησε αυτον ο Αστυαγης.Αρπαγε με ποιο αληθεια θανατο το παιδι αφανισες που σε σενα παρεδωσα που απ'τη θυγατερα μου εχει γεννηθει;
ο Αρπαγος,μολις ειδε τον βουκολο μεσα να'ναι,δεν εκτραπηκε σε ψευδη οδο,για να μη ανακρινομενος πιαστει ενοχος,αλλα λεει αυτα εδω.[1.117.3]βασιλια ,οταν παρελαβα το παιδι,σκεφτομουν εχοντας σκοπο κατα νου και οπως με σε συμφωνα να κανω και προς σε να'μαι αμεμπτος μητε στη θυγατερα σου μητε σε σενα τον ιδιο να'μαι δολοφονος. [1.117.4]εκανα ετσι.αφου καλεσα τον βουκολο αυτον εδω παρεδωσα το παιδι,και λεγοντας οτ'εσυ εισαι που διαταζεις να θανατωθει αυτο.και λεγοντας τουτο βεβαια δεν ψευδομουν.γιατ'εσυ ειχες δωσει εντολη τετοια.παρεδωσα λοιπον σ'αυτον εδω μ'αυτα εδω,δινοντας εντολη ν'αφησει αυτο σε ερημο βουνο και παραμενοντας να φυλαξει μεχρι να τελειωσει, απειλωντας με καθετι αυτον εδω αν αυτα εδω στην εντελεια δεν κανει.[1.117.5]επειτα δε αφου εκανε τουτος τα διαταγμενα τελειωσε το παιδι,στελνοντας απ'τους ευνουχους τους πιο πιστους και ειδα δια εκεινων και εθαψα αυτο.ετσι ειχε,βασιλια,το πραγμα τουτο,και με τετοιο θανατο αφανιστηκε το παιδι.
.
.
107.1 ἐκδέκεται δὲ Ἀστυάγης Κυαξάρεω παῖς τὴν βασιληίην. καὶ οἱ ἐγένετο θυγάτηρ τῇ οὔνομα ἔθετο Μανδάνην· τὴν ἐδόκεε Ἀστυάγης ἐν τῷ ὕπνῳ οὐρῆσαι τοσοῦτον ὥστε πλῆσαι μὲν τὴν ἑωυτοῦ πόλιν, ἐπικατακλύσαι δὲ καὶ τὴν Ἀσίην πᾶσαν. ὑπερθέμενος δὲ τῶν Μάγων τοῖσι ὀνειροπόλοισι τὸ ἐνύπνιον, ἐφοβήθη παρ᾽ αὐτῶν αὐτὰ ἕκαστα μαθών. 107.2 μετὰ δὲ τὴν Μανδάνην ταύτην ἐοῦσαν ἤδη ἀνδρὸς ὡραίην Μήδων μὲν τῶν ἑωυτοῦ ἀξίων οὐδενὶ διδοῖ γυναῖκα, δεδοικὼς τὴν ὄψιν· ὁ δὲ Πέρσῃ διδοῖ τῷ οὔνομα ἦν Καμβύσης, τὸν εὕρισκε οἰκίης μὲν ἐόντα ἀγαθῆς τρόπου δὲ ἡσυχίου, πολλῷ ἔνερθε ἄγων αὐτὸν μέσου ἀνδρὸς Μήδου.
108.1 συνοικεούσης δὲ τῷ Καμβύσῃ τῆς Μανδάνης, ὁ Ἀστυάγης τῷ πρώτῳ ἔτεϊ εἶδε ἄλλην ὄψιν, ἐδόκεε δέ οἱ ἐκ τῶν αἰδοίων τῆς θυγατρὸς ταύτης φῦναι ἄμπελον, τὴν δὲ ἄμπελον ἐπισχεῖν τὴν Ἀσίην πᾶσαν. 108.2 ἰδὼν δὲ τοῦτο καὶ ὑπερθέμενος τοῖσι ὀνειροπόλοισι, μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῦσαν, ἀπικομένην δὲ ἐφύλασσε βουλόμενος τὸ γενόμενον ἐξ αὐτῆς διαφθεῖραι· ἐκ γάρ οἱ τῆς ὄψιος οἱ τῶν Μάγων ὀνειροπόλοι ἐσήμαινον ὅτι μέλλοι ὁ τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ γόνος βασιλεύσειν ἀντὶ ἐκείνου. 108.3 ταῦτα δὴ ὦν φυλασσόμενος ὁ Ἀστυάγης, ὡς ἐγένετο ὁ Κῦρος, καλέσας Ἅρπαγον ἄνδρα οἰκήιον καὶ πιστότατόν τε Μήδων καὶ πάντων ἐπίτροπον τῶν ἑωυτοῦ, ἔλεγὲ οἱ τοιάδε. 108.4 "Ἅρπαγε, πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω, μηδαμῶς παραχρήσῃ, μηδὲ ἐμέ τε παραβάλῃ καὶ ἄλλους ἑλόμενος ἐξ ὑστέρης σοὶ αὐτῷ περιπέσῃς· λάβε τὸν Μανδάνη ἔτεκε παῖδα, φέρων δὲ ἐς σεωυτοῦ ἀπόκτεινον, μετὰ δὲ θάψον τρόπῳ ὅτεῳ αὐτὸς βούλεαι." 108.5 ὁ δὲ ἀμείβεται "ὦ βασιλεῦ, οὔτε ἄλλοτε κω παρεῖδες ἀνδρὶ τῷδε ἄχαρι οὐδέν, φυλασσόμεθα δὲ ἐς σὲ καὶ ἐς τὸν μετέπειτα χρόνον μηδὲν ἐξαμαρτεῖν. ἀλλ᾽ εἲ τοι φίλον τοῦτο οὕτω γίνεσθαι, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι ἐπιτηδέως."
109.1 τούτοισι ἀμειψάμενος ὁ Ἅρπαγος, ὥς οἱ παρεδόθη τὸ παιδίον κεκοσμημένον τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἤιε κλαίων ἐς τὰ οἰκία· παρελθὼν δὲ ἔφραζε τῇ ἑωυτοῦ γυναικὶ τὸν πάντα Ἀστυάγεος ῥηθέντα λόγον. 109.2 ἣ δὲ πρὸς αὐτὸν λέγει "νῦν ὦν τί σοὶ ἐν νόῳ ἐστὶ ποιέειν ;" ὁ δὲ ἀμείβεται "οὐ τῇ ἐνετέλλετο Ἀστυάγης, οὐδ᾽ εἰ παραφρονήσει τε καὶ μανέεται κάκιον ἢ νῦν μαίνεται, οὔ οἱ ἔγωγε προσθήσομαι τῇ γνώμῃ οὐδὲ ἐς φόνον τοιοῦτον ὑπηρετήσω. 109.3 πολλῶν δὲ εἵνεκα οὐ φονεύσω μιν, καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστὶ ὁ παῖς, καὶ ὅτι Ἀστυάγης μὲν ἐστὶ γέρων καὶ ἅπαις ἔρσενος γόνου· 109.4 εἰ δ᾽ ἐθελήσει τούτου τελευτήσαντος ἐς τὴν θυγατέρα ταύτην ἀναβῆναι ἡ τυραννίς, τῆς νῦν τὸν υἱὸν κτείνει δι᾽ ἐμεῦ, ἄλλο τι ἢ λείπεται τὸ ἐνθεῦτεν ἐμοὶ κινδύνων ὁ μέγιστος ; ἀλλὰ τοῦ μὲν ἀσφαλέος εἵνεκα ἐμοὶ δεῖ τοῦτον τελευτᾶν τὸν παῖδα, δεῖ μέντοι τῶν τινα Ἀστυάγεος αὐτοῦ φονέα γενέσθαι καὶ μὴ τῶν ἐμῶν."
110.1 ταῦτα εἶπε καὶ αὐτίκα ἄγγελον ἔπεμπε ἐπὶ τῶν βουκόλων τῶν Ἀστυάγεος τὸν ἠπίστατο νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα καὶ ὄρεα θηριωδέστατα· τῷ οὔνομα ἦν Μιτραδάτης, συνοίκεε δὲ ἑωυτοῦ συνδούλῃ, οὔνομα δὲ τῇ γυναικὶ ἦν τῇ συνοίκεε Κυνὼ κατὰ τὴν Ἑλλήνων γλῶσσαν, κατὰ δὲ τὴν Μηδικὴν Σπακώ· τὴν γὰρ κύνα καλέουσι σπάκα Μῆδοι. 110.2 αἱ δὲ ὑπώρεαί εἰσὶ τῶν ὀρέων, ἔνθα τὰς νομὰς τῶν βοῶν εἶχε οὗτος δὴ ὁ βουκόλος, πρὸς βορέω τε ἀνέμου τῶν Ἀγβατάνων καὶ πρὸς τοῦ πόντου τοῦ Εὐξείνου· ταύτῃ μὲν γὰρ ἡ Μηδικὴ χωρῇ πρὸς Σασπείρων ὀρεινή ἐστι κάρτα καὶ ὑψηλή τε καὶ ἴδῃσι συνηρεφής, ἡ δὲ ἄλλη Μηδικὴ χωρῇ ἐστὶ πᾶσα ἄπεδος. 110.3 ἐπεὶ ὦν ὁ βουκόλος σπουδῇ πολλῇ καλεόμενος ἀπίκετο, ἔλεγε ὁ Ἅρπαγος τάδε. "κελεύει σε Ἀστυάγης τὸ παιδίον τοῦτο λαβόντα θεῖναι ἐς τὸ ἐρημότατον τῶν ὀρέων, ὅκως ἂν τάχιστα διαφθαρείη· καὶ τάδε τοὶ ἐκέλευσε εἰπεῖν, ἢν μὴ ἀποκτείνῃς αὐτὸ ἀλλὰ τεῷ τρόπῳ περιποιήσῃς, ὀλέθρῳ τῷ κακίστῳ σε διαχρήσεσθαι. ἐπορᾶν δὲ ἐκκείμενον τέταγμαι ἐγώ."
111.1 ταῦτα ἀκούσας ὁ βουκόλος καὶ ἀναλαβὼν τὸ παιδίον ἤιε τὴν αὐτὴν ὀπίσω ὁδὸν καὶ ἀπικνέεται ἐς τὴν ἔπαυλιν. τῷ δ᾽ ἄρα καὶ αὐτῷ ἡ γυνή, ἐπίτεξ ἐοῦσα πᾶσαν ἡμέρην, τότε κως κατὰ δαίμονα τίκτει οἰχομένου τοῦ βουκόλου ἐς πόλιν. ἦσαν δὲ ἐν φροντίδι ἀμφότεροι ἀλλήλων πέρι, ὃ μὲν τοῦ τόκου τῆς γυναικὸς ἀῤῥωδέων, ἡ δὲ γυνὴ ὅ τι οὐκ ἐωθὼς ὁ Ἅρπαγος μεταπέμψαιτο αὐτῆς τὸν ἄνδρα. 111.2 ἐπείτε δὲ ἀπονοστήσας ἐπέστη, οἷα ἐξ ἀέλπτου ἰδοῦσα ἡ γυνὴ εἴρετο προτέρη ὅ τι μιν οὕτω προθύμως Ἅρπαγος μετεπέμψατο. ὁ δὲ εἶπε "ὤ γύναι, εἶδόν τε ἐς πόλιν ἐλθὼν καὶ ἤκουσα τὸ μήτε ἰδεῖν ὄφελον μήτε κοτὲ γενέσθαι ἐς δεσπότας τοὺς ἡμετέρους. οἶκος μὲν πᾶς Ἁρπάγου κλαυθμῷ κατείχετο, ἐγὼ δὲ ἐκπλαγεὶς ἤια ἔσω. 111.3 ὡς δὲ τάχιστα ἐσῆλθον, ὁρέω παιδίον προκείμενον ἀσπαῖρόν τε καὶ κραυγανόμενον, κεκοσμημένον χρυσῷ τε καὶ ἐσθῆτι ποικίλῃ. Ἅρπαγος δὲ ὡς εἶδέ με, ἐκέλευε τὴν ταχίστην ἀναλαβόντα τὸ παιδίον οἴχεσθαι φέροντα καὶ θεῖναι ἔνθα θηριωδέστατον εἴη τῶν ὀρέων, φὰς Ἀστυάγεα εἶναι τὸν ταῦτα ἐπιθέμενόν μοι, πόλλ᾽ ἀπειλήσας εἰ μή σφεα ποιήσαιμι. 111.4 καὶ ἐγὼ ἀναλαβὼν ἔφερον, δοκέων τῶν τινος οἰκετέων εἶναι· οὐ γὰρ ἂν κοτὲ κατέδοξα ἔνθεν γε ἦν. ἐθάμβεον δὲ ὁρέων χρυσῷ τε καὶ εἵμασι κεκοσμημένον, πρὸς δὲ καὶ κλαυθμὸν κατεστεῶτα ἐμφανέα ἐν Ἁρπάγου. 111.5 καὶ πρόκατε δὴ κατ᾽ ὁδὸν πυνθάνομαι τὸν πάντα λόγον θεράποντος, ὃς ἐμὲ προπέμπων ἔξω πόλιος ἐνεχείρισε τὸ βρέφος, ὡς ἄρα Μανδάνης τε εἴη παῖς τῆς Ἀστυάγεος θυγατρὸς καὶ Καμβύσεω τοῦ Κύρου, καί μιν Ἀστυάγης ἐντέλλεται ἀποκτεῖναι. νῦν τε ὅδε ἐστί."
112.1 ἅμα δὲ ταῦτα ἔλεγε ὁ βουκόλος καὶ ἐκκαλύψας ἀπεδείκνυε. ἣ δὲ ὡς εἶδε τὸ παιδίον μέγα τε καὶ εὐειδὲς ἐόν, δακρύσασα καὶ λαβομένη τῶν γουνάτων τοῦ ἀνδρὸς ἐχρήιζε μηδεμιῇ τέχνῃ ἐκθεῖναί μιν. 112.2 ὁ δὲ οὐκ ἔφη οἷός τ᾽ εἶναι ἄλλως αὐτὰ ποιέειν· ἐπιφοιτήσειν γὰρ κατασκόπους ἐξ Ἁρπάγου ἐποψομένους, ἀπολέεσθαί τε κάκιστα ἢν μὴ σφεα ποιήσῃ. ὡς δὲ οὐκ ἔπειθε ἄρα τὸν ἄνδρα, δευτέρα λέγει ἡ γυνὴ τάδε. "ἐπεὶ τοίνυν οὐ δύναμαί σε πείθειν μὴ ἐκθεῖναι, σὺ δὲ ὧδε ποίησον, εἰ δὴ πᾶσα ἀνάγκη ὀφθῆναι ἐκκείμενον. τέτοκα γὰρ καὶ ἐγώ, τέτοκα δὲ τεθνεός. 112.3 τοῦτο μὲν φέρων πρόθες, τὸν δὲ τῆς Ἀστυάγεος θυγατρὸς παῖδα ὡς ἐξ ἡμέων ἐόντα τρέφωμεν. καὶ οὕτω οὔτε σὺ ἁλώσεαι ἀδικέων τοὺς δεσπότας οὔτε ἡμῖν κακῶς βεβουλευμένα ἔσται· ὅ τε γὰρ τεθνεὼς βασιληίης ταφῆς κυρήσει καὶ ὁ περιεὼν οὐκ ἀπολέει τὴν ψυχήν."
113.1 κάρτα τε ἔδοξε τῷ, βουκόλῳ πρὸς τὰ παρεόντα εὖ λέγειν ἡ γυνή, καὶ αὐτίκα ἐποίεε ταῦτα· τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα, τοῦτον μὲν παραδιδοῖ τῇ ἑωυτοῦ γυναικί, τὸν δὲ ἑωυτοῦ ἐόντα νεκρὸν λαβὼν ἔθηκε ἐς τὸ ἄγγος ἐν τῷ ἔφερε τὸν ἕτερον· 113.2 κοσμήσας δὲ τῷ κόσμῳ παντὶ τοῦ ἑτέρου παιδός, φέρων ἐς τὸ ἐρημότατον τῶν ὀρέων τίθει. ὡς δὲ τρίτη ἡμέρη τῷ παιδίῳ ἐκκειμένῳ ἐγένετο, ἤιε ἐς πόλιν ὁ βουκόλος, τῶν τινα προβοσκῶν φύλακον αὐτοῦ καταλιπών, ἐλθὼν δὲ ἐς τοῦ Ἁρπάγου ἀποδεικνύναι ἔφη ἕτοιμος εἶναι τοῦ παιδίου τὸν νέκυν. 113.3 πέμψας δὲ ὅ Ἅρπαγος τῶν ἑωυτοῦ δορυφόρων τοὺς πιστοτάτους εἶδέ τε διὰ τούτων καὶ ἔθαψε τοῦ βουκόλου τὸ παιδίον, καὶ τὸ μὲν ἐτέθαπτο, τὸν δὲ ὕστερον τούτων Κῦρον ὀνομασθέντα παραλαβοῦσα ἔτρεφε ἡ γυνὴ τοῦ βουκόλου, οὔνομα ἄλλο κού τι καὶ οὐ Κῦρον θεμένη.
114.1 καὶ ὅτε ἦν δεκαέτης ὁ παῖς, πρῆγμα ἐς αὑτὸν τοιόνδε γενόμενον ἐξέφηνέ μιν. ἔπαιζε ἐν τῇ κώμῃ ταύτῃ ἐν τῇ ἦσαν καὶ αἱ βουκολίαι αὗται, ἔπαιζε δὲ μετ᾽ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ. καὶ οἱ παῖδες παίζοντες εἵλοντο ἑωυτῶν βασιλέα εἶναι τοῦτον δὴ τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν παῖδα. 114.2 ὁ δὲ αὐτῶν διέταξε τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι, τὸν δέ κου τινὰ αὐτῶν ὀφθαλμὸν βασιλέος εἶναι, τῷ δὲ τινὶ τὰς ἀγγελίας φέρειν ἐδίδου γέρας, ὡς ἑκάστῳ ἔργον προστάσσων. 114.3 εἷς δὴ τούτων τῶν παίδων συμπαίζων, ἐὼν Ἀρτεμβάρεος παῖς ἀνδρὸς δοκίμου ἐν Μήδοισι, οὐ γὰρ δὴ ἐποίησε τὸ προσταχθὲν ἐκ τοῦ Κύρου, ἐκέλευε αὐτὸν τοὺς ἄλλους παῖδας διαλαβεῖν, πειθομένων δὲ τῶν παίδων ὁ Κῦρος τὸν παῖδα τρηχέως κάρτα περιέσπε μαστιγέων. 114.4 ὁ δὲ ἐπείτε μετείθη τάχιστα, ὡς γε δὴ ἀνάξια ἑωυτοῦ παθών, μᾶλλόν τι περιημέκτεε, κατελθὼν δὲ ἐς πόλιν πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ὑπὸ Κύρου ἤντησε, λέγων δὲ οὐ Κύρου (οὐ γάρ κω ἦν τοῦτο τοὔνομα ), ἀλλὰ πρὸς τοῦ βουκόλου τοῦ Ἀστυάγεος παιδός. 114.5 ὁ δὲ Ἀρτεμβάρης ὀργῇ ὡς εἶχε ἐλθὼν παρὰ τὸν Ἀστυάγεα καὶ ἅμα ἀγόμενος τὸν παῖδα ἀνάρσια πρήγματα ἔφη πεπονθέναι, λέγων "ὦ βασιλεῦ, ὑπὸ τοῦ σοῦ δούλου, βουκόλου δὲ παιδὸς ὧδε περιυβρίσμεθα," δεικνὺς τοῦ παιδὸς τοὺς ὤμους.
115.1 ἀκούσας δὲ καὶ ἰδὼν Ἀστυάγης, θέλων τιμωρῆσαι τῷ παιδὶ τιμῆς τῆς Ἀρτεμβάρεος εἵνεκα, μετεπέμπετο τόν τε βουκόλον καὶ τὸν παῖδα. ἐπείτε δὲ παρῆσαν ἀμφότεροι, βλέψας πρὸς τὸν Κῦρον ὁ Ἀστυάγης ἔφη 115.2 "σὺ δὴ ἐὼν τοῦδε τοιούτου ἐόντος παῖς ἐτόλμησας τὸν τοῦδε παῖδα ἐόντος πρώτου παρ᾽ ἐμοὶ ἀεικείῃ τοιῇδε περισπεῖν ;" ὁ δὲ ἀμείβετο ὧδε. "ὦ δέσποτα, ἐγὼ ταῦτα τοῦτον ἐποίησα σὺν δίκῃ. οἱ γάρ με ἐκ τῆς κώμης παῖδες, τῶν καὶ ὅδε ἦν, παίζοντες σφέων αὐτῶν ἐστήσαντο βασιλέα· ἐδόκεον γὰρ σφι εἶναι ἐς τοῦτο ἐπιτηδεότατος. 115.3 οἱ μέν νυν ἄλλοι παῖδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον, οὗτος δὲ ἀνηκούστεέ τε καὶ λόγον εἶχε οὐδένα, ἐς ὃ ἔλαβὲ τὴν δίκην. εἰ ὦν δὴ τοῦδε εἵνεκα ἄξιός τευ κακοῦ εἰμί, ὅδε τοὶ πάρειμι."
116.1 ταῦτα λέγοντος τοῦ παιδὸς τὸν Ἀστυάγεα ἐσήιε ἀνάγνωσις αὐτοῦ, καὶ οἱ ὅ τε χαρακτὴρ τοῦ προσώπου προσφέρεσθαι ἐδόκεε ἐς ἑωυτὸν καὶ ἡ ὑπόκρισις ἐλευθερωτέρη εἶναι, ὅ τε χρόνος τῆς ἐκθέσιος τῇ ἡλικίῃ τοῦ παιδὸς ἐδόκεε συμβαίνειν. 116.2 ἐκπλαγεὶς δὲ τούτοισι ἐπὶ χρόνον ἄφθογγος ἦν· μόγις δὲ δή κοτε ἀνενειχθεὶς εἶπε, θέλων ἐκπέμψαι τὸν Ἀρτεμβάρεα, ἵνα τὸν βουκόλον μοῦνον λαβὼν βασανίσῃ, "Ἀρτέμβαρες, ἐγὼ ταῦτα ποιήσω ὥστε σὲ καὶ τὸν παῖδα τὸν σὸν μηδὲν ἐπιμέμφεσθαι." 116.3 τὸν μὲν δὴ Ἀρτεμβάρεα πέμπει, τὸν δὲ Κῦρον ἦγον ἔσω οἱ θεράποντες κελεύσαντος τοῦ Ἀστυάγεος, ἐπεὶ δὲ ὑπελέλειπτο ὁ βουκόλος μοῦνος μουνόθεν, τάδε αὐτὸν εἴρετο ὁ Ἀστυάγεος, κόθεν λάβοι τὸν παῖδα καὶ τίς εἴη ὁ παραδούς. 116.4 ὁ δὲ ἐξ ἑωυτοῦ τε ἔφη γεγονέναι καὶ τὴν τεκοῦσαν αὐτὸν εἶναι ἔτι παρ᾽ ἑωυτῷ. Ἀστυάγης δὲ μιν οὐκ εὖ βουλεύεσθαι ἔφη ἐπιθυμέοντα ἐς ἀνάγκας μεγάλας ἀπικνέεσθαι, ἅμα τε λέγων ταῦτα ἐσήμαινε τοῖσι δορυφόροισι λαμβάνειν αὐτόν. 116.5 ὁ δὲ ἀγόμενος ἐς τὰς ἀνάγκας οὕτω δὴ ἔφαινε τὸν ἐόντα λόγον· ἀρχόμενος δὲ ἀπ᾽ ἀρχῆς διεξήιε τῇ ἀληθείῃ χρεώμενος, καὶ κατέβαινε ἐς λιτάς τε καὶ συγγνώμην ἑωυτῷ κελεύων ἔχειν αὐτόν.
117.1 Ἀστυάγης δὲ τοῦ μὲν βουκόλου τὴν ἀληθείην ἐκφήναντος λόγον ἤδη καὶ ἐλάσσω ἐποιέετο, Ἁρπάγῳ δὲ καὶ μεγάλως μεμφόμενος καλέειν αὐτὸν τοὺς δορυφόρους ἐκέλευε. 117.2 ὡς δέ οἱ παρῆν ὁ Ἅρπαγος, εἴρετό μιν ὁ Ἀστυάγης "Ἅρπαγε, τέῳ δὴ μόρῳ τὸν παῖδα κατεχρήσαο τόν τοι παρέδωκα ἐκ θυγατρὸς γεγονότα τῆς ἐμῆς ;" ὁ δὲ Ἅρπαγος ὡς εἶδε τὸν βουκόλον ἔνδον ἐόντα, οὐ τρέπεται ἐπὶ ψευδέα ὁδόν, ἵνα μὴ ἐλεγχόμενος ἁλίσκηται, ἀλλὰ λέγει τάδε. 117.3 "ὦ βασιλεῦ, ἐπείτε παρέλαβον τὸ παιδίον, ἐβούλευον σκοπέων ὅκως σοί τε ποιήσω κατὰ νόον, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ γινόμενος ἀναμάρτητος μήτε θυγατρὶ τῇ σῇ μήτε αὐτῷ σοὶ εἴην αὐθέντης. 117.4 ποιέω δὴ ὧδε· καλέσας τὸν βουκόλον τόνδε παραδίδωμι τὸ παιδίον, φὰς σέ τε εἶναι τὸν κελεύοντα ἀποκτεῖναι αὐτό. καὶ λέγων τοῦτό γε οὐκ ἐψευδόμην· σὺ γὰρ ἐνετέλλεο οὕτω. παραδίδωμι μέντοι τῷδε κατὰ τάδε ἐντειλάμενος, θεῖναὶ μιν ἐς ἔρημον ὄρος καὶ παραμένοντα φυλάσσειν ἄχρι οὗ τελευτήσῃ, ἀπειλήσας παντοῖα τῷδε ἢν μὴ τάδε ἐπιτελέα ποιήσῃ. 117.5 ἐπείτε δὲ ποιήσαντος τούτου τὰ κελευόμενα ἐτελεύτησε τὸ παιδίον, πέμψας τῶν εὐνούχων τοὺς πιστοτάτους καὶ εἶδον δι᾽ ἐκείνων καὶ ἔθαψά μιν. οὕτω ἔσχε ὦ βασιλεῦ περὶ τοῦ πρήγματος τούτου, καὶ τοιούτῳ μόρῳ ἐχρήσατο ὁ παῖς."
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου