.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Der wunderliche Spielmann
(Ο θαυμαστός βιολιστής)
Ein Märchen der Brüder Grimm
-Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
Der wunderliche Spielmann
(Ο θαυμαστός βιολιστής)
Ein Märchen der Brüder Grimm
Ένα παραμύθι των αδελφών Γκριμ
-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis.
Μια φορά ήταν ένας θαυμαστός βιολιστής,που μέσα στο δάσος ολομόναχος περιπλανιόταν και διαφορα σκεφτονταν,και σαν δεν είχε τίποτα πια να,σκεφτεί μονολογησε,
μέσα στο δάσος άσκοπα εδώ κι εκεί πάω,πρέπει μια καλή συντροφιά να γυρέψω,
τότε πήρε το βιολι
απ' τη πλάτη κι έπαιξε,και μέσα στα δέντρα ηχούσε,
μετά από λίγο,ήρθε τρεχοντας ένας λύκος μέσα από το πυκνό δασος
ωχ,ένας λύκος έρχεται,γι'αυτόν δεν έχω καμια διαθεση,είπε ο βιολιστής,
αλλά ο λύκος πλησίασε και του μίλησε ,
ε καλέ μου βιολιστή,πόσο ωραία παίζεις,να μπορούσα κι εγώ να μαθω,
γρήγορα θα μάθεις,απάντησε ο βιολιστής,αν αυτά ολα κάνεις,που θα σου πω,
βιολιστή μου,μίλησε ο λύκος,θα σε υπακούσω ,όπως ενας μαθητής τον δάσκαλο του,
ο βιολιστής του'πε να τον ακολουθήσει,κι.οταν κάποια απόσταση κάνανε μαζί,έφτασαν
σε μια γέρικη βελανιδιά,που'χε κουφάλα και ήταν στη μέση σχισμένη,
δες εδώ,μίλησε ο βιολιστής,αν θέλεις να μάθεις να παίζεις βιολί,βάλε τις μπροστινες σου πατουσες μέσα σ'αυτη τη σχισμή,
ο λύκος υπάκουσε,κι ο βιολιστής γρήγορα σήκωσε μια πέτρα,και του σφηνωσε τις δύο πατούσες μ'ενα χτύπημα πολύ σφιχτά,κι όπως ένας αιχμαλωτισμενος εκεί θα'πρεπε να μενει
περίμενε εκεί μέχρι να επιστρεψω,είπε ο βιολιστής και συνέχισε το δρόμο του,
μετά από λίγο μονολογησε άλλη μια φορά,
εδώ μέσα στο δάσος πολύ βαριέμαι,θα γυρέψω μια άλλη συντροφιά,
πήρε το βιολι του και ξαναπαιξε
μέσα στο δάσος,μετά από λίγο μια αλεπού μέσα απ'τα δέντρα φάνηκε
ωχ,μια αλεπού έρχεται,είπε ο βιολιστής,γι'αυτη δεν έχω καμία διάθεση,
η αλεπού τον πλησίασε και του μίλησε,
ε,καλέ μου βιολιστη,πόσο ωραία παίζεις,να'ταν να μπορούσα κι εγώ να μαθω,
γρήγορα θα μάθεις,μίλησε ο βιολιστής,αν αυτά όλα κάνεις ,που θα σου πω,
βιολιστή μου,απάντησε η αλεπού,θα σε υπακούσω,όπως ένας μαθητής τον δάσκαλο του,
ακολούθησε με,είπε ο βιολιστής,κι όταν μια αποσταση πήγαν,έφτασαν σ'ενα μονοπάτι,που'χε στις δύο πλευρές του ψηλους θάμνους,
εκεί ο βιολιστής στάθηκε,λύγισε απ'τη μια πλευρά μια φουντουκια στη γη και την πάτησε με το πόδι του στην άκρη,μετα λύγισε επισης απ'την αλλη πλευρά ένα μικρο θάμνο κάτω κι είπε,
πολύ ωραία,αλεπουδιτσα μου,αν θέλεις να μάθεις,δωσ'μου τ'αριστερη σου πατούσα,
η αλεπού υπάκουσε κι ο βιολιστής έδεσε τη πατούσα στο αριστερο κλαδί,
αλεπουδιτσα μου,είπε,τώρα δωσ'μου την.δεξια,
και αυτή την έδεσε στο δεξί κλαδί,
κι αφού έλεγξε,αν οι κόμποι του σχοινιου ήταν καλά σφιγμένοι,τ'αφησε,κι οι θάμνοι τιναχτηκαν ψηλά και εκσφεντόνισαν την αλεπουδιτσα πανω,στην αέρα να αιωρείται και να σπαρταραει,
περίμενε εκεί μέχρι να επιστρέψω,είπε ο βιολιστής και συνέχισε τον δρόμο του,
πάλι μονολογησε,βαριεμε τόσο πολύ μέσα στο δάσος,θα γυρέψω μια αλλη συντροφιά,
πήρε το βιολί του κι ο ήχος του αντηχησε μέσα στο δάσος,
τότε ήρθε ένας λαγός τρέχοντας,
ωχ ένα λαγός έρχεται,είπε ο βιολιστής,αυτό δεν το θέλω με τίποτα,
ε καλέ μου βιολιστή,είπε ο λαγός,πόσο ωραία παίζεις,να'ταν να μπορούσα κι εγώ να μαθω,
γρήγορα θα μάθεις,μίλησε ο βιολιστής,αν αυτά όλα κάνεις,που θα σου πω,
βιολιστή μου,απάντησε το λαγουδάκι,θα σε υπακούσω,όπως ένας μαθητής τον δάσκαλο του,
πήγαν μια απόσταση μαζί,μέχρι που σ'ενα ανοιχτό μέρος έφτασαν,όπου μια λευκα ήταν,
ο βιολιστής έδεσε τον λαγό μ'ένα μακρύ σχοινί γύρω απ' τον λαιμό,όπου την άλλη άκρη στο δέντρο συνδεσε,
ωραία έλα,λαγε,τώρα γυρνα είκοσι φορές γύρω απ'το δέντρο, φωναξε ο βιολιστής κι ο λαγός υπάκουσε,
κι όπως αυτός είκοσι φορές έφερε γύρα,το σχοινί είκοσι φορές γυρω απ'το κορμό τυλίχτηκε,κι ο λαγός ήταν αιχμαλωτισμενος,
κι όσο τραβούσε,τόσο του'κοβε το σχοινι το μαλακό του λαιμο,
περίμενε εκεί,μέχρι να επιστρέψω,ειπε ο βιολιστής και απομακρύνθηκε,
ο λύκος εν τω μεταξύ είχε μετακινήσει,τραβήξει,δαγκώνοντας τη πέτρα,κι είχε τόσο πολύ προσπαθησει,μεχρι που τις πατούσες του ελευθέρωσε και έξω απ'τη σχισμή είχε τραβηχτεί,
γεμάτος θυμό κι οργή έτρεξε πίσω απ' τον βιολιστή κι ήθελε να τον κατασπαραξει,
όταν η αλεπού τον είδε να τρέχει,άρχισε να του φωνάζει,και να ουρλιάζει μ'ολη τη δύναμη της,
αδελφέ μου λύκε,έλα να με βοηθήσεις,ο βιολιστής με γέλασε,
ο λύκος τράβηξε τα κλαδιά κάτω,έκοψε τα σχοινί κι ελευθέρωσε την αλεπού,που πήγε μαζί του κι εκδίκηση απ'τον βιολιστη ήθελαν να πάρουν,
αυτοί βρήκαν τον δεμένο λαγό,που τον έλυσαν και τότε όλοι μαζί έψαχναν τον εχθρο τους,
ο βιολιστής πάλι στο δρόμο του το βιολί του έπαιζε,κι αυτή τη φορά ήταν περισσότερο τυχερος,οι ήχοι έφτασαν στ'αυτια ενός φτωχού ξυλοκόπου,ο οποίος ήθελε δεν ήθελε,τη δουλειά εφησε και με το τσεκούρι στο χέρι πλησίασε,τη μουσική ν'ακουσει,
επιτέλους έρχεται ο σύντροφος που θελω,είπε ο βιολιστής,
γιατί έναν άνθρωπο έψαχνα κι όχι άγρια θηρία,
κι άρχισε κι έπαιζε τοσο ωραία και ευχάριστα,που ο φτωχός άντρας μαγεμένος στέκονταν,κι η καρδιά από χαρά χτυπούσε,
κι όπως έτσι στέκονταν,πλησίασαν ο λύκος,η αλεπού κι ο λαγός ,και καταλαβε,πως κάποιο κακό σκοπό είχαν,
τότε σήκωσε τ'αστραφτερο του τσεκούρι και στάθηκε μπροστά απ' τον βιολιστη,σαν να'θελε να πει,
όποιος σ'αυτόν τολμήσει να κάνει κακό,θα'χει με μένα να κάνει,
τότε τα θηρία φοβήθηκαν κι έτρεξαν στο δάσος πίσω,
κι ο βιολιστής έπαιξε στον άντρα ακόμα μια φορά να τον ευχαριστήσει και μετά εφυγε
.
.
Der wunderliche Spielmann
Ein Märchen der Brüder Grimm
Es war einmal ein wunderlicher Spielmann, der ging durch einen Wald mutterseelenallein und dachte hin und her. Und als für seine Gedanken nichts mehr übrig war, sprach er zu sich selbst: "Mir wird hier im Walde Zeit und Weile lang, ich will einen guten Gesellen herbeiholen." Da nahm er die Geige vom Rücken und fiedelte eins, daß es durch die Bäume schallte. Nicht lange, so kam ein Wolf durch das Dickicht daher getrabt. "Ach, ein Wolf kommt! Nach dem trage ich kein Verlangen," sagte der Spielmann. Aber der Wolf schritt näher und sprach zu ihm: "Ei, du lieber Spielmann, was fiedelst du so schön! Das möchte ich auch lernen." - "Das ist bald gelernt," antwortete der Spielmann, "du mußt nur alles tun, was ich dir heiße." - "O Spielmann," sprach der Wolf, "ich will dir gehorchen, wie ein Schüler seinem Meister." Der Spielmann hieß ihn mitgehen, und als sie ein Stück Wegs zusammen gegangen waren, kamen sie an einen alten Eichbaum, der innen hohl und in der Mitte aufgerissen war. "Sieh her," sprach der Spielmann, "willst du fiedeln lernen, so lege die Vorderpfoten in diesen Spalt." Der Wolf gehorchte, aber der Spielmann hob schnell einen Stein auf und keilte ihm die beiden Pfoten mit einem Schlag so fest, daß er wie ein Gefangener da liegenbleiben mußte. "Warte da so lange, bis ich wiederkomme," sagte der Spielmann und ging seines Weges.
Über eine Weile sprach er abermals zu sich selber: "Mir wird hier im Walde Zeit und Weile lang, ich will einen anderen Gesellen herbeiholen," nahm seine Geige und fiedelte wieder in den Wald hinein. Nicht lange, so kam ein Fuchs durch die Bäume dahergeschlichen. "Ach, ein Fuchs kommt," sagte der Spielmann, "nach dem trage ich kein Verlangen." Der Fuchs kam zu ihm heran und sprach: "Ei, du lieber Spielmann, was fiedelst du so schön! Das möchte ich auch lernen." - "Das ist bald gelernt," sprach der Spielmann, "du mußt nur alles tun, was ich dir heiße." - "O Spielmann," antwortete der Fuchs, "ich will dir gehorchen, wie ein Schüler seinem Meister." - "Folge mir," sagte der Spielmann, und als sie ein Stück Wegs gegangen waren, kamen sie auf einen Fußweg, zu dessen beiden Seiten hohe Sträucher standen. Da hielt der Spielmann still, bog von der einen Seite ein Haselnußbäumchen zur Erde herab und trat mit dem Fuß auf die Spitze, dann bog er von der andern Seite noch ein Bäumchen herab und sprach: "Wohlan, Füchslein, wenn du etwas lernen willst, so reich mir deine linke Vorderpfote." Der Fuchs gehorchte, und der Spielmann band ihm die Pfote an den linken Stamm. "Füchslein," sprach er, "nun reich mir die rechte." Die band er ihm an den rechten Stamm. Und als er nachgesehen hatte, ob die Knoten der Stricke auch fest genug waren, ließ er los, und die Bäumchen fuhren in die Höhe und schnellten das Füchslein hinauf, daß es in der Luft schwebte und zappelte. "Warte da so lange, bis ich wiederkomme," sagte der Spielmann und ging seines Weges.
Wiederum sprach er zu sich: "Zeit und Weile wird mir hier im Walde lang; ich will einen andern Gesellen herbeiholen," nahm seine Geige und der Klang erschallte durch den Wald. Da kam ein Häschen dahergesprungen. "Ach, ein Hase kommt!" sagte der Spielmann, "den wollte ich nicht haben." - "Ei, du lieber Spielmann," sagte das Häschen, "was fiedelst du so schön, das möchte ich auch lernen." - "Das ist bald gelernt," sprach der Spielmann, "du mußt nur alles tun, was ich dir heiße." - "O Spielmann," antwortete das Häslein, "ich will dir gehorchen, wie ein Schüler seinem Meister." Sie gingen ein Stück Wegs zusammen, bis sie zu einer lichten Stelle im Walde kamen, wo ein Espenbaum stand. Der Spielmann band dem Häschen einen langen Bindfaden um den Hals, wovon er das andere Ende an den Baum knüpfte. "Munter, Häschen, jetzt spring mir zwanzigmal um den Baum herum!" rief der Spielmann, und das Häschen gehorchte. Und wie es zwanzigmal herumgelaufen war, so hatte sich der Bindfaden zwanzigmal um den Stamm gewickelt, und das Häschen war gefangen, und es mochte ziehen und zerren, wie es wollte, es schnitt sich nur den Faden in den weichen Hals. "Warte da so lange, bis ich wiederkomme," sprach der Spielmann und ging weiter.
Der Wolf indessen hatte gerückt, gezogen, an dem Stein gebissen, und so lange gearbeitet, bis er die Pfoten freigemacht und wieder aus der Spalte gezogen hatte. Voll Zorn und Wut eilte er hinter dem Spielmann her und wollte ihn zerreißen. Als ihn der Fuchs laufen sah, fing er an zu jammern, und schrie aus Leibeskräften: "Bruder Wolf, komm mir zu Hilfe, der Spielmann hat mich betrogen!" Der Wolf zog die Bäumchen herab, biß die Schnur entzwei und machte den Fuchs frei, der mit ihm ging und an dem Spielmann Rache nehmen wollte. Sie fanden das gebundene Häschen, das sie ebenfalls erlösten, und dann suchten alle zusammen ihren Feind auf.
Der Spielmann hatte auf seinem Weg abermals seine Fiedel erklingen lassen, und diesmal war er glücklicher gewesen. Die Töne drangen zu den Ohren eines armen Holzhauers, der alsbald, er mochte wollen oder nicht, von der Arbeit abließ und mit dem Beil unter dem Arme herankam, die Musik zu hören. "Endlich kommt doch der rechte Geselle," sagte der Spielmann, "denn einen Menschen suchte ich und keine wilden Tiere." Und fing an und spielte so schön und lieblich, daß der arme Mann wie bezaubert dastand, und ihm das Herz vor Freude aufging. Und wie er so stand, kamen der Wolf, der Fuchs und das Häslein heran, und er merkte wohl, daß sie etwas Böses im Schilde führten. Da erhob er seine blinkende Axt und stellte sich vor den Spielmann, als wollte er sagen: "Wer an ihn will, der hüte sich, der hat es mit mir zu tun." Da ward den Tieren angst und sie liefen in den Wald zurück; der Spielmann aber spielte dem Manne noch eins zum Dank und zog dann weiter.
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου