.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-Κρίσεις Ιστορίας,1,2,3
-χ.ν κουβέλης c.n.couvelis
Κρίση Ιστορίας,3,
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
-εχει πανσέληνο αποψε',είπε,
το φεγγάρι θ'ανέβει,θα περάσει τα κυπαρίσσια,οι βάρκες περιμένουν στην ακρογιαλιά,
σιωπηλοί,βουβοί,εκει θα στοιβαχτουμε,
'αυριο που θα ξημερωθουμε,μάνα;',ρώτησε το παιδί,
τι να του απαντήσουμε,
αν δεν πνιγούμε,
παραλίγο να πουμε την αλήθεια,δεν το κάναμε,τι ωφελεί η αλήθεια;
μια γυναικα,σκιά στο φως του φεγγαριού,εξαυλωμένη,την ακούσαμε,να απαγγέλει,
Ευριπίδη,Τρωάδες,στιχοι 1167-1191
ὦ φίλταθ᾽, ὥς σοι θάνατος ἦλθε δυστυχής.
εἰ μὲν γὰρ ἔθανες πρὸ πόλεως, ἥβης τυχὼν
γάμων τε καὶ τῆς ἰσοθέου τυραννίδος,
1170μακάριος ἦσθ᾽ ἄν, εἴ τι τῶνδε μακάριον.
νῦν αὔτ᾽ ἰδὼν μὲν γνούς τε, σῇ ψυχῇ, τέκνον,
οὐκ οἶσθ᾽, ἐχρήσω δ᾽ οὐδὲν ἐν δόμοις ἔχων.
δύστηνε, κρατὸς ὥς σ᾽ ἔκειρεν ἀθλίως
τείχη πατρῷα, Λοξίου πυργώματα,
1175ὃν πόλλ᾽ ἐκήπευσ᾽ ἡ τεκοῦσα βόστρυχον
φιλήμασίν τ᾽ ἔδωκεν, ἔνθεν ἐκγελᾷ
ὀστέων ῥαγέντων φόνος, ἵν᾽ αἰσχρὰ μὴ λέγω.
ὦ χεῖρες, ὡς εἰκοὺς μὲν ἡδείας πατρὸς
κέκτησθ᾽, ἐν ἄρθροις δ᾽ ἔκλυτοι πρόκεισθέ μοι.
1180ὦ πολλὰ κόμπους ἐκβαλὸν φίλον στόμα,
ὄλωλας, ἐψεύσω μ᾽, ὅτ᾽ ἐσπίπτων λέχος,
«Ὦ μῆτερ, ηὔδας, ἦ πολύν σοι βοστρύχων
πλόκαμον κεροῦμαι, πρὸς τάφον θ᾽ ὁμηλίκων
κώμους ἀπάξω, φίλα διδοὺς προσφθέγματα».
1185σὺ δ᾽ οὐκ ἔμ᾽, ἀλλ᾽ ἐγὼ σὲ τὸν νεώτερον,
γραῦς ἄπολις ἄτεκνος, ἄθλιον θάπτω νεκρόν.
οἴμοι, τὰ πόλλ᾽ ἀσπάσμαθ᾽ αἵ τ᾽ ἐμαὶ τροφαὶ
ὕπνοι τ᾽ ἐκεῖνοι φροῦδά μοι. τί καί ποτε
γράψειεν ἄν σοι μουσοποιὸς ἐν τάφῳ;
1190Τὸν παῖδα τόνδ᾽ ἔκτειναν Ἀργεῖοί ποτε
δείσαντες; αἰσχρὸν τοὐπίγραμμά γ᾽ Ἑλλάδι.
πολυαγαπημενο μου,εσένα θάνατος σε βρήκε άδικος,
γιατί αν για την πόλη πέθαινες,αν τα νιάτα χαιροσουν
και τους γάμους και την ισοθεη βασιλεια,
θα σε νόμιζαν για ευτυχισμένο,αν σ'αυτά κάποια ευτυχία υπαρχει,
τώρα συ αυτά δεν πρόλαβες να δεις και να γνωρίσεις,παιδί μου,δεν τα νιωσες,
τίποτα δεν χάρηκες αν και δικά σου,
δυσμοιρο,πως το κεφάλι σου σπάσανε οικτρά τα τείχη των πατέρων,του Λοξια οι πυργοι,
οπου πολλά στα μαλλιά αυτή που δε γέννησε σου δίνε φιλιά,
εκεί τώρα απ' τα ραγισμένα κόκκαλα ξεπετιεται ο θανατος,
ας ηταν το κακό να μην λέω,
χέρια,που γλυκά
μοιάζεται με του πατέρα,όμως
είστε εξαρθρωμενα μπροστά μου,
αχ πόσα πολλά γλυκολογα μου'λες
αγαπημένο μου στόμα,όμως χάθηκες,και δε τα κράτησες,όταν στο κρεβάτι μου ερχόσουν,
μητέρα, φωναζες,αν πεθάνεις τα μαλλια μου ολα για σενα θα κόψω,στο τάφο με συντροφια συνομηλικους με πόνο θα αποχαιρετησω,
όμως όχι εσύ εμένα,αλλ'εγω σένα τον νεώτερο,
μια γριά χωρίς πατρίδα χωρίς παιδιά κακοθανατισμενο σε θάβω νεκρο,
αλίμονο,τα τόσα φιλιά κι οι έγνοιες μου για σένα
κι εκείνα τα ξενύχτια πάνε χάθηκαν,
και τι κάποτε θα γράψει για σενα ποιητής στον τάφο σου πάνω;
αυτό εδω το παιδί κάποτε σκότωσαν οι Αργειτες απο φοβο,
επίγραμμα ντροπής για την Ελλαδα
ένα προς ένα τα λόγια της μας ανασηκωσαν τις μνήμες μας,
μια γυναίκα ανάμεσα μας την λέγανε Εκάβη,μια Ανδρομάχη,μια Κασανδρα,μια
Καλιοπακι,
τόσες γυναίκες τι θρηνούσαν:
κάποιο παιδί μωρο,ονόματι Σκαμανδριο.η' Αστυανακτα,
γιο του Έκτορα και της Ανδρομαχης
.
.
( μετάφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis)
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου