I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-FAIRY TALES-GREEK FAIRY TALES - MARCHEN- ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-C.N.COUVELIS[Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ]-Η ΑΓΕΝΝΗΤΗ

.
.

.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-FAIRY TALES
GREEK FAIRY TALES - MARCHEN-
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ-C.N.COUVELIS[Χ.Ν.ΚΟΥΒΕΛΗΣ]
.
Η ΑΓΕΝΝΗΤΗ
.
.

.
.
.
Η ΑΓΕΝΝΗΤΗ
[Παραμυθι]
.
''Ανδρα μοι ενεπε...''
Ομηρος
.
''Ειναι παιδια πολλων ανθρωπων
τα λογια μας''
Γ.Σ.Σεφερης
.
.
Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενα βασιλοπουλο,
κι ειχε χτισει μια βρυσουλα να τρεχει μελι και
γαλα.Να'ρχονται οι κοπελλες της χωρας να γε-
μιζουν τα δοχεια τους μελι και γαλα.Να δει ηθε-
λε ποια απ'αυτες θα του αρεσε περισσοτερο να
την ζητησει να παντρευτει.
Πρωτη ηρθε μια γρια να γεμισει μελι και γαλα.
Γεμισε οσα δοχεια ειχε στο σπιτι της.Γεμιζε και
γεμιζε και τελειωμο δεν ειχε.
Μεχρι κι αυγοτσουφλα γεμιζε με μελι και γαλα.
Το βασιλοπουλο ηταν κρυμενο εκει κοντα και
τα'βλεπε ολα.
Η γρια συνεχεια γεμιζε αυγοτσουφλα με μελι και
γαλα.
Τοτε για να γελασει μαζι της το βασιλοπουλο της
εριξε πετρουλα στ'αυγοτσουφλα και τα'σπασε.
Η γρια τοτε θυμωσε πολυ και κακισε περισοτερο
και στο θυμο της πανω τον καταραστηκε:
''Να παντρευτεις τοτε μονο αν βρεις την Αγεννητη!''
Το βασιλοπουλο ακουσε την καταρα και τρομαξε
πολυ.
Στην βρυσουλα ερχονταν παρεες οι κοπελλες της
χωρας να γεμισουν μελι και γαλα.Εκεινος τις κοι-
τουσε κρυμενος,μα καμια κοπελλα δεν του αρεσε.
Σκεφτηκε,πως εκεινη η γρια του εκανε μαγια και
του φαινονται ολες ασχημες.
Μερα τη μερα,βδομαδα τη βδομαδα,μηνα το μηνα
ελιωνε απ'τον καημο του.
Τον εβλεπε η μανα του και βαθεια στεναχωριονταν.
Μια μερα τον ρωτησε:
''Τοσο πολυ καιρο τι σου τρωει τα σωθηκα και τι
σου βασανιζει το μυαλο;''
Το βασιλοπουλο τα ειπε ολα στη μανα του,της
ειπε για τη γρια και την καταρα της:Τοτε μονο
θα παντρευτει αν βρει την Αγεννητη!
Κι η μανα του του ειπε:
''Ποιος ξερει,γιε μου,που ειναι η Αγεννητη;Αν στον
κοσμο καπου ειναι και ζει αυτο μονο ο Ηλιος το
γνωριζει.Αυτος απο χαμηλα ανεβαινει ψηλα και
χαμηλωνει κι ολα κοντινα και μακρυνα,κρυφα και
φανερα τα βλεπει.Παρε το δρομο κατα που δυει
ο Ηλιος.Εκει θα τον συναντησεις και παρακαλα τον.
Να σου μαρτυρησει που ειναι η Αγεννητη,να την
παντρευτεις.''
Γρηγορα ετοιμασθηκε το βασιλοπουλο και τ'αλλο
πρωι πριν ξημερωσει κινησε κατ'εκει που δουσε
ο Ηλιος.
Πηγαινε,πηγαινε και πηγαινε.
Διαβηκε πυκνα δαση,περασε ψηλα βουνα και διε-
σχισε ορμητικα ποταμια,κι αλλα δαση κι αλλα
βουνα κι αλλα ποταμια απ'την αρχη.
Και το μεσημερι μιας μερας εφτασε σ'ενα ποταμι.
Στις οχθες του ποταμου ηταν φυτρωμενα πολλα
ψηλα δεντρα σκιερα και σ'ενα πλατυ ισκιο αρνο-
βοσκος ησυχαζε αποκοιμισμενος.
Οταν το βασιλοπουλο πλησιασε,γαυγισαν τα σκυλια
και ορμησαν πανω του και θα τον κατασπαραζαν
αν δεν ξυπνουσε ο αρνοβοσκος και δεν πετιονταν
πανω και με δυνατες φωνες δεν τα φωναζε.Τοτε
αυτα σαν ακουσαν τη φωνη του αφεντη τους σωπα-
σαν και καθησαν κατω ησυχα.
Ο βοσκος ηταν γερος ανθρωπος,με τα γενια του
ασπρα,ψηλος ομως και δυνατος στο κορμι.
''Καλη σου μερα,παππουλακη!''
''Καλη σου μερα και σενα,παλλικαρακη!''του
ανταπαντησε ο γερος κι αμεσως τον ρωτησε:
''Τι ειν'αυτο που σ'εφερε σε τουτα εδω τα μερη;
Εδω σπανια φτανουν ταξιδιωτες.''
Το βασιλοπουλο του διηγηθηκε την ιστορια του,
απο την αρχη ως το τελος.Πως παει να βρει τον
Ηλιο να τον ρωτησει για την Αγεννητη.
Κι εκεινος του ειπε:
''Πρωτα να περασεις απο το στενωμα τον ποτα-
μο κι επειτα εκεινο τον λοφο να σκαρφαλωσεις.
Πισω απο τον λοφο κατω απλωνεται μεγαλη πε-
διαδα,στο μεσο της πεδιαδας ακριβως ειναι κηπος
και μεσα στον κηπο ειναι το παλατι του Ηλιου.Σπα-
νια παταει εκει ανθρωπου ποδι.Τραβα εκει κι οτι
ο θεος σ'ορισε ας γινει.''
''Ο θεος να σου δινει υγεια,παππουλη,κι ησυχα γε-
ραματα.''τον ευχαριστησε το βασιλοπουλο κι εφυ-
γε.
Περασε πρωτα το ποταμι απ'το στενωμα,κι ανεβηκε
επειτα τον λοφο.
Ο Ηλιος σε λιγο θα δουσε.
Το βασιλοπουλο εφτασε στην κορυφη του λοφου.Κα-
τω χαμηλα ως περα μακρια απλωνονταν μεγαλη πε-
διαδα και στο κεντρο ακριβως ηταν καταπρασινος
κηπος και στον κηπο μεσα ολολευκο μαρμαρινο
ανακτορο,οπως του το'πε ο γερος αρνοβοσκος.
Κατηφορισε το λοφο κι εφτασε στον κηπο και
στις πορτες του Ηλιου.
Χτυπησε την πορτα τρεις φορες,κι η πορτα ανοιξε
και στο ανοιγμα εμφανισθηκε μια μεγαλη ψηλη γυ-
ναικα.
''Καλημερα,Κυρα-Μανα του Ηλιου.''
''Καλημερα,γιε μου''του απαντησε,''εδω περα σ'αυτα
τα μερη,ξενε,ανθρωπος δεν περπατει και ταξιδιωτης
δεν φτανει.Μα σαν μ'αποκαλεσες Μανα του Ηλιου
ελα μπες μεσα στο σπιτι,και πες μου για ποιο λογο
ως εδω μακρια εφτασες,γρηγορα πριν να γυρισει ο
Ηλιος.''
Μπροστα πηγαινοντας αυτη και πισω ακολουθων-
τας το βασιλοπουλο μπηκαν μεσα στο ανακτορο.
Η μεγαλη και ψηλη σαλα του ελαμπε σαν τη φω-
τια κι αστραφτε σαν το χρυσαφι.
Σταθηκε .Γυρισε και του ειπε:
''Θα'σαι πολυ κουρασμενος,γιε μου,απ'το ταξιδι κι
ο ηλιος θα σ'εχει καψει.Καθησε,αναπαυσου και μου
τα ανιστορεις ολα με τη σειρα στην ωρα τους.
Κι ολα με τη σειρα της τα διηγηθηκε,απο το χτι-
σιμο της βρυσουλας ως εδω τωρα που ειναι,πως
εφτασε στο ανακτορο του Ηλιου,και πως ηρθε να
ρωτησει τον Ηλιο που απο τα χαμηλα ανεβαινει
ψηλα και χαμηλωνει κι ολα τα βλεπει κοντινα και
μακρυνα κρυφα και φανερα,αν ειδε την Αγεννητη
να του πει και που' ναι να τη βρει και να την παν-
τρευτει.
Τ'ακουσε ολα με προσοχη η Μανα του Ηλιου και
του'πε με τη σειρα της:
''Εδω ανθρωπος ποτε δεν φτανει,κι εχουμε ξεμα-
θει απο ανθρωπους.Σε λιγο ο Ηλιος θα γυρισει και
θα'ναι κουρασμενος,θα'ναι και σκονισμενος,θα'ναι
και οργισμενος και φλογισμενος και θα σε κατα-
καψει αν μπροστα του σε βρει.Ολη τη μερα του
μαγειρευα φαγητα να φαει να χορτασει,εννια πα-
χιες αγελαδες του'ψησα κι εννια μεγαλα καρβελια
του φουρνισα.Προτου χορτασει τη μεγαλη πεινα
του κανεις μην του μιλησει να τολμησει.Να σε με-
ταμορφωσω πρεπει σε σιδερενιο καρφι και να σε
καρφωσω πισω απ'τη πορτα στα ξυλα της.Κι οταν
ο Ηλιος χορτασει την πεινα του,τοτε σε ξεκαρφωνω
κι οπως τωρα εισαι και φαινεσαι θα γινεις παλι.Τοτε
να παρουσιαστεις μπροστα στον Ηλιο,και κινδυνος
δεν υπαρχει,να του τα διηγηθεις ολα με τη σειρα
τους.''
Κι ετσι εγινε.Η Κυρα-Μανα του Ηλιου τον αγγιξε
και τον μεταμορφωσε σε σιδερενιο καρφι που το
καρφωσε πισω απ'την πορτα στα ξυλα της.
Αρχισε μετα να στρωνει το μεγαλο τραπεζι του
Ηλιου,εβαλε πανω τις εννια ψητες παχιες αγελα-
δες,τα εννια μεγαλα φουρνιστα καρβελια κι εννια
μεγαλα κανατια γεματα με κρασι.
Κι ηρθε στην ωρα του ο Ηλιος φλογερος και σκο-
τεινος,πεινασμενος,σκονισμενος.Πλυθηκε στα μα-
τια και στα χερια με το ζεστο καθαρο νερο που του
ετοιμασε η Μανα,επειτα σκουπισθηκε και καθησε
στο μεγαλο στρωμενο τραπεζι με τα φαγητα.
Καθως αρχισε να τρωει ρωτησε τη μανα του:
''Μανα,ανθρωπινη σαρκα μου μυριζει!''
''Τι ζηταει,γιε μου,ενας ανθρωπος εδω στην ερημια;''
του'πε η μανα του,''τρωγε το δειπνο σου και μην σκε-
φτεσαι ανθρωπινη σαρκα''.
Ετρωγε και σαν μισοχορτασε ειπε παλι:
''Μανα,μυριζει ανθρωπινη σαρκα!''
''Τι λες ,γιε μου;Καμια ανθρωπινη ψυχη δεν φτανει
ως εδω.Φαε και πιες.Δεν υπαρχει εδω καμια ανθρω-
πινη ψυχη!''
Ο Ηλιος ετρωγε και σαν χορτασε απο φαι κι απο
πιοτο ,την ρωτησε για τριτη φορα.
''Μανα,μια ανθρωπινη ψυχη ειναι εδω''
''Κανεις,γιε μου,δεν μπορει να κρυφτει απο σενα''.
Κι ολα για το βασιλοπουλο του διηγηται απο την
αρχη ως το τελος.Και πως σε καρφι σιδερενιο τον
μεταμορφωσε.
Σαν τ'ακουσε ολα με προσοχη ο Ηλιος της ειπε να
παει να τον φερει μπροστα του.
Κι ετσι εγινε.Πηγε η Μανα και ξεκαρφωσε το καρφι
απο τα ξυλα της πορτας .Το καρφι εξαφανισθηκε στα
χερια της και παρουσιασθηκε το βασιλοπουλο μπρο-
στα της και μπροστα στον Ηλιο.
Οταν ειδε τον Ηλιο γονατισε και του φιλησε τα χερια.
''Εδω κανενας ανθρωπος δεν φτανει.Εσυ πως εφτασες
εδω;''τον ρωτησε ο Ηλιος.
''Μ'εχουν καταραστει,Αρχοντα μου,αλλη γυναικα
να μην παντρευτω μοναχα την Αγεννητη.Μα δεν γνω-
ριζω ουτε που ειναι ουτε που ζει.Η μανα μου μ'εστει-
λε να ρθω σε σενα.Απο χαμηλα ανεβαινεις ψηλα κι
επειτα χαμηλωνεις κι ολα στον κοσμο κοντινα και
μακρινα κρυφα και φανερα τα βλεπεις.Καπου θα'χεις
δει την Αγεννητη.Γι'αυτο ηρθα να σε ρωτησω.''
Και τοτε τα διηγηθηκε ολα του Ηλιου,απο το χτι-
σιμο της βρυσουλας ως τον ερχομο στο ανακτορο
του.
Ο Ηλιος τ'ακουσε ολα με προσοχη.Οταν το βασιλο-
πουλο τελειωσε την ιστορια του,εμεινε λιγο σιω-
πηλος,σαν να συλλογιζονταν ,επειτα γελασε και
ειπε:
''Πισω απ' το κηπο ειναι μια μηλια. Απ'τα κλαδια
της κρεμονται τρια χρυσα μηλα. Κοψε ενα, οποιο
απ'αυτα σ'αρεσει κι οταν απομακρυνθεις απο 'δω,
κοψε το μηλο στα δυο. Απο μεσα θα πεταχτει μια
χρυση κοπελα και θα σου πει :
“Δως μου αλατι και ψωμι!”
Εσυ να της δωσεις ψωμι κι αλατι .Οταν φατε μαζι
ψωμι και αλατι τοτε θα 'ναι δικη σου,να την παν-
τρευτεις.''
Το βασιλοπουλο τ'ακουσε,φιλησε του Ηλιου τα
χερια,και της Μανας του φιλησε τα χερια,τους
ευχαριστησε κι εφυγε.
Βρεθηκε στον κηπο με την μηλια.Σαν ειδε τα
κλαδια με τα χρυσα μηλα θαμπωσαν τα ματια
του.Διστασε,δεν ηξερε ποιο απ'τα τρια να κο-
ψει.Το'να μηλο ομορφοτερο απ'τ'αλλο.Στο τελος
τ'αποφασισε και τα κοψε και τα τρια μηλα,και
πηρε τον δρομο του γυρισμου.
Και τοτε συλλογισθηκε:
''Τον Ηλιο δεν ακουσα κι εκοψα και τα τρια μη-
λα.Θα κοψω ενα μηλο να βγει μια χρυση κοπελ-
λα''
Το ειπε και το εκανε.Πηρε ενα χρυσο μηλο εβγα-
λε το μαχαιρακι του κι εκοψε στα δυο το μηλο.
Μολις το'κοψε το χρυσο μηλο πεταχτηκε απο
μεσα μια χρυση κοπελλα ομορφη λαμπερη σαν
τον Ηλιο και σταθηκε μπροστα του.
''Δως μου αλατι και ψωμι!''του ζητησε
''Δεν εχω'' της ειπε κι η χρυση κοπελλα χαθηκε
σαν σκια απο μπροστα του.
Πολυ στεναχωρεθηκε που η χρυση κοπελλα εξα-
φανισθηκε.Υστερα θυμηθηκε πως ειχε αλλα δυο
μηλα και παρηγορηθηκε.
Τραβηξε και παλι τον δρομο του.Πουθενα δεν
εβρησκε ψωμι κι αλατι.Τ'αποφασισε και με το μα-
χαιρακι του εκοψε και το δευτερο χρυσο μηλο
στα δυο.Απο μεσα πεταχτηκε μια χρυση κοπελ-
λα ομορφοτερη απ'την πρωτη και σταθηκε μπρο-
στα του λαμπερη σαν τον ηλιο.
''Δως μου ψωμι κι αλατι!''του ζητησε η κοπελλα.
''Δεν εχω''της ειπε κι η χρυση κοπελλα χαθηκε
σαν σκια απο μπροστα του.
Οταν κι αυτη η χρυση κοπελλα εξαφανισθηκε
τοτε καταλαβε πως τιμωρηθηκε γιατι παρακου-
σε τον Ηλιο.
Και πηγαινε και πηγαινε.
Κι ορκιστηκε στη μανα του το τριτο χρυσο μηλο
να το κοψει μονο σαν βρει ψωμι κι αλατι.
Κι εφτασε στα μερη τα δικα του και βρηκε ψωμι
κι αλατι.
Τοτε πηρε το τριτο χρυσο μηλο και με το μαχαι-
ρακι του το εκοψε σε δυο κοματια.Απο μεσα
πεταχτηκε μια χρυση κοπελλα πιο ομορφοτερη
απ'ολες και σταθηκε μπροστα του λαμπερη σαν
τον ηλιο.
''Δως μου ψωμι κι αλατι!'' του ζητησε η κοπελλα.
Της εδωσε.Κι ετρωγε η κοπελλα μια μπουκια κι
ετρωγε και το βασιλοπουλο το ιδιο.Μαζι φαγανε
ψωμι κι αλατι.Κι ετσι εγινε δικη του.
Το βασιλοπουλο μιλησε στην Αγεννητη.
''Εδω στον κηπο θα σ'αφησω.Θα παω στη πολι-
τεια να ετοιμασω το γαμο μας.Και σαν γυρισω
θα σε παρω με χορο και τραγουδι νυφη στη μα-
να μου.''
''Με ποιον εδω θα μεινω;,που μονη μου να μεινω
φοβαμαι''του ειπε η κοπελλα.
Στον κηπο μεσα ηταν ενα ψηλο δεντρο κι απο κα-
τω λιμνουλα.
''Θα σ'ανεβασω στο δεντρο εκει να μεινεις ωσπου
να γυρισω,να μην σε πειραξουν ανθρωποι κι αγρι-
μια''της ειπε.
Ετσι κι εγινε.Την ανεβασε το βασιλοπουλο την Α-
γεννητη στο ψηλο δεντρο κι εκεινη εκατσε σ'ενα
κλαδι να τον περιμενει να γυρισει.
Και το βασιλοπουλο εφυγε για την μανα του.
Μετα απο λιγο ηρθε μια κακια γυναικα να βγαλει
νερο απ'τη λιμνουλα.Κι ως εσκυψε στη λιμνουλα
ειδε τη χρυση κοπελλα να καθρεφτιζεται στα νερα
της.Θαμπωθηκε.Κι εκανε πως δεν την ειδε.Αναπο-
δογυρισε το δοχειο της με τον πατο προς τα πανω,
κι εβγαζε νερο και το εχυνε στο αναποδογυρισμε-
νο δοχειο να γεμισει,που εμενε αδειο.Αρχισε τα
ψευτικα κλαματα,η δυστυχη,πως θα γεμισει το
δοχειο.
Η χρυση κοπελλα την λυπηθηκε και της φωναξε
ψηλα απο το δεντρο.
''Αναποδογυρισε το δοχειο σου με το ανοιγμα προς
τα πανω κι επειτα ριξε το νερο μεσα να γεμισει''
Η κακια γυναικα κοιταξε προς τα πανω κι εκανε
πως εβλεπε την κοπελλα για πρωτη φορα.
''Κατεβα κατω ,νυφουλα μου,να με βοηθησεις και
δεν ξερω''ειπε με παραπονιαρικη φωνη.
Και την πιστεψε η χρυση κοπελλα την κακια γυναι-
κα πως δεν ηξερε και κατεβηκε να της δειξει.
Δεν προλαβε να πατησει το ποδι της στο χωμα κι
επεσε η κακια γυναικα πανω στη κοπελλα σαν
αρπακτικο και την επνιξε.Μετα πηρε τα χρυσα
ρουχα της και τα φορεσε,και πεταξε την Αγεννητη
μαζι με τα κουρελια της στα νερα της λιμνης.Σαν
εκανε αυτα ανεβηκε στο δεντρο στη θεση της κο-
πελλας και περιμενε.
Μετα απο λιγο ηρθε το βασιλοπουλο να την παρει
την Αγεννητη,καββαλαρης σ'αλογο στολισμενος γαμ-
προς και πισω ακολουθουσε χρυση αμαξα για την
νυφη,μαζι ηταν κι οργανοπαιχτες.
Κατω απ'το δεντρο σταματησε τ'αλογο,κοιταξε ψη-
λα κι ειδε τα χρυσα τα ρουχα και κοπελλα μαυρη
κι ασχημη να καθεται στα κλαδια.Της φωναξε να
κατεβει να την παρει η χρυση αμαξα νυφη.Η κακια
γυναικα κατεβηκε κι οταν την ειδε απο κοντα την
ρωτησε:
''Που'ναι η πρωτη σου ομορφαδα,τι τοσο μαυρη κι
ασχημη εγινες;''
Κι εκεινη απαντησε:
''Ηλιος ποτε δεν μ'ειδε,κι εδω μ'εκαψε.Αερας ποτε
δεν μ'αγγιξε κι εδω με μαρανε''
Το βασιλοπουλο στεναχωρηθηκε,ομως ορκο ειχε
παρει και την πηρε στη μανα του νυφη.Ο γαμος
εγινε με την κακια γυναικα στη θεση της Αγεννη-
της.
Κι εγινε το βασιλοπουλο ο βασιλιας κι η κακια
γυναικα η βασιλισα της χωρας.
Δεν περασαν πολλες μερες και παραπονεθηκαν
οι υπηρετες του βασιλια πως στα νερα της λιμνης
ειναι ενα χρυσοψαρο κι εμποδιζει τ'αλογα του βα-
σιλια να πιουν νερο να ξεδιψασουν.Κι ως τ'ακουσε
ο βασιλιας διεταξε επιδεξιους ψαραδες να πιασουν
το χρυσοψαρο.
Κι ετσι εγινε,το'πιασαν και το πηγαν στον βασιλια.
Το'πιασε στα χερια του κι ελαμπε το χρυσοψαρο
σαν τον ηλιο.Επειτα το'δωσε στους μαγειρους να
το τηγανισουν να το φαει αυτος και η βασιλισσα.
Κι ετσι εγινε ,τηγανισθηκε το χρυσοψαρο και κα-
θησαν στο τραπεζι να φανε.Κι η βασιλισσα δεν
ετρωγε απο το ψαρι.
''Ελα,βασιλισα,ας φαμε το φρεσκο ψαρι''της ειπε
ο βασιλιας.
''Δεν τρωω ψαρια''αρνιονταν η βασιλισα να φαει.
Οταν ο βασιλιας χορτασε η βασιλισα διεταξε ολα
τα υπολειματα του ψαριου να τα ριξουν στη φωτια
να καουν.
Ομως στο χερι του βασιλια καρφωθηκε ενα ψα-
ροκοκκαλο στο χερι του,το 'βγαλε απ'το χερι
του και το πεταξε απ'τ'ανοιχτο παραθυρο στον
κηπο κατω.
Και δεν περασε καιρος και φυτρωσε κατω απ'το
παραθυρο του βασιλια στον κηπο μια μηλια και
μεγαλωσε γρηγορα τον κορμο και τα κλαδια της.
Κι εμπεναν τα κλαδια της φορτωμενα μηλα στη
κρεβατοκαμαρα του βασιλια,χαιδευαν τον βασιλια
και χτυπουσαν την βασιλισα.
''Κοψ'την την παλιομηλια''φωναζε η βασιλισα.Και
την εκοψε την μηλια ο βασιλιας.Την ξεριζωσαν κι
ολο το δεντρο το εριξαν στη φωτια να καει κατα
διαταγη της βασιλισας.
Ομως ενα ξερο μικρο κλαδι εμεινε και το βρηκε
το παιδι μιας γυναικας υφαντρας που δουλευε στον
βασιλια,και το μικρο παιδι το'κανε παιχνιδι αλογακι,
το καβαλικευε να παιξει.
Οταν τελειωσε τη δουλεια στον βασιλια η υφαντρα
εφυγε και το μικρο παιδι πηρε μαζι του και το μι-
κρο ξυλο.Επαιξε κι οταν το βαρεθηκε το αφησε
κατω απ'το κρεβατι του και το ξεχασε εκει.
Η μανα του πηγαινε σε ξενες δουλειες κι ελειπε ολη
τη μερα απ'το σπιτι ,επερνε μαζι της και το μικρο
παιδι να μην μενει μονο του στο σπιτι.Οταν γυρνου-
σαν το βραδυ εβρισκαν το σπιτι συγυρισμενο ,σκου-
πισμενο,ολα τακτοποιημενα,καθαρα και μαλιστα
ειχαν μαγειρεψει.Μια φορα δυο φορες και τρεις
φορες αυτο εγινε.
''Θα κρυφτω,να δω ποιος μας υπηρετει'' ειπε η υφαν-
τρα.
Κι ετσι εγινε,κρυφτηκε κι ειδε κατω απ'το κρεβατι
του παιδιου να βγαινει μια πανεμορφη κοπελλα,και
ν'αρχιζει το σκουπισμα.Η γυναικα βγηκε απ'την κρυ-
ψωνα της κι αρπαξε την κοπελλα,αυτη πασχισε να
ξεφυγει να κρυφτει,αλλα δεν το καταφερε.
''Στασου,κορουλα μου,μην φοβασε ,καλη μου.Μην
μου φυγεις.Μεινε μαζι μας,να γινεις η μονακριβη
κορη μου''
Κι ετσι εγινε.την επεισε να μεινει μαζι τους και να
γινει κορη της.
Η γυναικα εμαθε τον αργαλειο στην χρυση κοπελλα
κι εκεινη γρηγορα εμαθε την τεχνη κι ηταν πολυ
επιδεξια.
Το σπιτι που εμενε κι υφαινε η κορη ηταν στο δρο-
μο κι η κοπελλα στο παραθυρο αστραφτε σαν τον
ηλιο.Και περασε μια μερα απο εκει ο βασιλιας κοιτα-
ξε ψηλα την ειδε και θαμπωθηκε απο την ομορφια
της.
Τοτε διεταξε ολες οι κοπελλες οι υφαντρες της χωρας
να μαζευτουν στην αυλη του,να υφανουν σε διαγωνι-
σμο.
Κι ετσι εγινε και μαζευτηκαν οι κοπελλες,κι αναμεσα
τους ξεχωριζε η κορη της υφαντρας.Σαν απο λαμπερο
ηλιο φωτισθηκε η αυλη.
Καθησαν στους αργαλειους τα κοριτσια να υφανουν.
Καθε κοπελλα τραγουδουσε κι ενα τραγουδι με τη
σειρα.Ηρθαν κι ο βασιλιας με τη βασιλισα να δουν
να ακουσουν και να κρινουν.
Σαν ηρθε η σειρα της κορης της υφαστρας να τρα-
γουδησει,αυτη ειπε:
''Να τραγουδησω δεν μπορω τι'ναι βαρια η καρδια
μου.Μοναχα θελω να αφηγηθω μια ιστορια.Δωστε
μου ενα καλαθακι γεματο με κοραλλια κι ενα αδειο.''
Ο βασιλιας διεταξε και της εδωσαν ενα καλαθακι
με κοραλλια γεματο κι ενα αδειο.
Η χρυση κοπελλα πηρε ενα κοραλλι κι αρχισε την
ιστορια της:
''Μια φορα κι ενα καιρο ηταν ενα βασιλοπουλο-ενα
κοραλλι''κι εριξε το κοραλλι στ'αδειο καλαθακι.Συ-
νεχισε:''κι ειχε χτισει μια βρυσουλα-ενα κοραλι-
να τρεχει μελι και γαλα-ενα κοραλλι-...''
Ετσι διηγονταν την ιστορια του βασιλοπουλου.
Ο βασιλιας με την βασιλισα ακουγαν κι η κοπελλα
με καθε φραση αφηνε να πεφτει ενα κοραλλι στο
αδειο καλαθι,που γεμιζε.
Οταν η διηγηση της εφτασε στο σημειο που η κα-
κια γυναικα την πλανεψε απ'το δεντρο να κατεβει
και πως σαν αρπακτικο την αρπαξε και την επνιξε
κι επειτα στη λιμνουλα την πεταξε,τοτε η βασιλισα
χλωμιασε και προφασιστηκε πως ξαφνικα αρρωστη-
σε κι εφυγε απο την συναξη.
Ο βασιλιας ακουσε την ιστορια ολοκληρη ως το τελος
της.Κι οταν η κοπελλα ειπε:
''Τωρα εκεινα διηγηθηκε η χρυση κοπελλα μπροστα
στον αργαλειο,εδω στην αυλη του βασιλια''και τελει-
ωσε την ιστορια της,αφηνοντας το τελευταιο κοραλλι
στο αδειο καλαθι που ηταν στην αρχη γεμιζοντας το,
τοτε ο βασιλιας καταλαβε πως αυτη ηταν η Αγεννητη
κι αυτη που παντρευτηκε κι εγινε βασιλισα ηταν η
κακια γυναικα.Κι αμεσως ζητησε την βασιλισα,κι
εστειλε στρατιωτες να την πιασουν πριν προλαβει
να ξεφυγει.
Κι ετσι εγινε.Την επιασαν και την εφεραν μπροστα
του.Τοτε σηκωθηκε και την ξεντυσε απο τα χρυσα
φορεματα,την εντυσε παλι στα κουρελια της και την
εδιωξε σε μακρινη εξορια.
Απο την αλλη μερα το πρωι ξεκινησαν οι ετοιμασιες
για τον γαμο του βασιλια με την Αγεννητη,την μονα-
κριβη κορη της φτωχης υφαντρας.
Κι εγιναν οι γαμοι τους με τραγουδια και χορους,και
εφερε απο τον βασιλια στη ζωη η χρυση κοπελλα τρια
αγορια και τρια κοριτσια,ομορφα οπως τα χρυσα μηλα
και λαμπερα σαν τον ηλιο.
Κι εγω που σας τα διηγηθηκα αυτα,περασα μια μερα
απο κει και τα ειδα με τα ματια μου τα παιδια να παιζουν
στον καταπρασινο κηπο,τρεχοντας απο δω κι απο κει
ξεγνοιαστα,και τραγουδωντας στον αερα σαν χρυσα
πουλια.
.
.
.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου