I Am a Greek European Worldwidel Man-Now!- www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

I Am a Greek European Worldwide Man-Now!-

www.artpoeticacouvelis.blogspot.com

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

GREEK POETRY -Τα υβριολογια στην Οδύσσεια του Ομήρου- η μολοβρος γλωττη- POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

.
.
GREEK POETRY
-Τα υβριολογια στην Οδύσσεια του Ομήρου- η μολοβρος γλωττη-
POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης
.
.

ΜΕΤΑ-ΦΡΑΣΤΙΚΑ ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ-ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ-TRANSLATING HOMER-Iliada-Odysseia -μεταφραση -translating-c.n.couvelis χ.ν.κουβελης

Τα υβριολογια στην Οδύσσεια του Ομήρου- η μολοβρος γλωττη-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΤΟ ΥΒΡΙΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΜΕΛΑΝΘΟΥ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ[Ομηρου Οδυσσεια,ρ',204-238]
ΚΑΙ ΤΟ ΟΙΚΤΡΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΜΝΗΣΤΗΡΟΦΟΝΙΑ[Ομηρου Οδυσσεια,χ',473-476]
μεταφραση χ.ν.κουβελης

ο Μελανθος[μελας+ανθος]του Δολιου ηταν Ιθακισιος βοσκος και αθλιος συνεργατης
των μνηστηρων ,μαζι με την αδερφη του Μελανθω,ερωμενη του Ευρυμαχου,οταν
βρισκει τον Οδυσσεα[Ομηρου Οδυσσεια,ραψωδια ρ' στιχοι 204-238]ντυμενο γερο ζητιανο,
μαζι με τον πιστο του χοιροβοσκο Ευμαιο,τον βριζει σκαια και χυδαια.
Στη ραψωδια χ',στιχοι 473-476,Ομηρου Οδυσσεια,εχουμε το οικτρο τελος του στην μνηστη-
ροφονια
.
.
το υβριολογιο του Μελανθου στον Οδυσσεα[Ομηρου Οδυσσεια ,ρ',204-238]
το οικτρο τελος του στην μνηστηροφονια[Ομηρου Οδυσσεια,χ',473-476]
μεταφραση χ.ν.κουβελης

[Ομηρου Οδυσσεια ,ρ',204-238]
ἀλλ' ὅτε δὴ στείχοντες ὁδὸν κάτα παιπαλόεσσαν
ἄστεος ἐγγὺς ἔσαν καὶ ἐπὶ κρήνην ἀφίκοντο
τυκτὴν καλλίροον, ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται,
τὴν ποίησ' Ἴθακος καὶ Νήριτος ἠδὲ Πολύκτωρ·
ἀμφὶ δ' ἄρ' αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν ἄλσος,
πάντοσε κυκλοτερές, κατὰ δὲ ψυχρὸν ῥέεν ὕδωρ
ὑψόθεν ἐκ πέτρης· βωμὸς δ' ἐφύπερθε τέτυκτο    210
Νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιῤῥέζεσκον ὁδῖται·
ἔνθα σφέας ἐκίχανεν υἱὸς Δολίοιο Μελανθεὺς
αἶγας ἄγων, αἳ πᾶσι μετέπρεπον αἰπολίοισι,
δεῖπνον μνηστήρεσσι· δύω δ' ἅμ' ἕποντο νομῆες.
τοὺς δὲ ἰδὼν νείκεσσεν ἔπος τ' ἔφατ' ἔκ τ' ὀνόμαζεν
ἔκπαγλον καὶ ἀεικές· ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσῆος·
«νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ κακὸς κακὸν ἡγηλάζει,
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον.
πῇ δὴ τόνδε μολοβρὸν ἄγεις, ἀμέγαρτε συβῶτα,
πτωχὸν ἀνιηρόν, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα;    220
ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται ὤμους,
αἰτίζων ἀκόλους, οὐκ ἄορα οὐδὲ λέβητας.
τόν γ' εἴ μοι δοίης σταθμῶν ῥυτῆρα γενέσθαι
σηκοκόρον τ' ἔμεναι θαλλόν τ' ἐρίφοισι φορῆναι,
καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο.
ἀλλ' ἐπεὶ οὖν δὴ ἔργα κάκ' ἔμμαθεν, οὐκ ἐθελήσει
ἔργον ἐποίχεσθαι, ἀλλὰ πτώσσων κατὰ δῆμον
βούλεται αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρ' ἄναλτον.
ἀλλ' ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
αἴ κ' ἔλθῃ πρὸς δώματ' Ὀδυσσῆος θείοιο,    230
πολλά οἱ ἀμφὶ κάρη σφέλα ἀνδρῶν ἐκ παλαμάων
πλευραὶ ἀποτρίψουσι δόμον κάτα βαλλομένοιο.»
ὣς φάτο, καὶ παριὼν λὰξ ἔνθορεν ἀφραδίῃσιν
ἰσχίῳ· οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν,
ἀλλ' ἔμεν' ἀσφαλέως. ὁ δὲ μερμήριξεν Ὀδυσσεύς,
ἠὲ μεταΐξας ῥοπάλῳ ἐκ θυμὸν ἕλοιτο
ἦ πρὸς γῆν ἐλάσειε κάρη ἀμφουδὶς ἀείρας·
ἀλλ' ἐπετόλμησε, φρεσὶ δ' ἔσχετο.
.
.
[Ομηρου Οδυσσεια,χ',473-476]
ἐκ δὲ Μελάνθιον ἦγον ἀνὰ πρόθυρόν τε καὶ αὐλήν·
τοῦ δ' ἀπὸ μὲν ῥῖνάς τε καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ
τάμνον μήδεά τ' ἐξέρυσαν, κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι,
χεῖράς τ' ἠδὲ πόδας κόπτον κεκοτηότι θυμῷ
.
.
μεταφραση χ.ν.κουβελης

αλλ'οταν μαζι κατηφοριζοντας τον αποκρημνο δρομο
και στη πολη κοντα ησαν και στη βρυση εφτασαν
τη κτιστη που καθαρα τα νερα ρεει,απ'οπου υδρευονταν οι πολιτες,
αυτη που'φκιαξε ο Ιθακος κι ο Νηριτος κι επισης ο Πολυκτωρας,
και γυρω ηταν αλσος με λευκες που το νερο τις τρεφει,
απο παντου σε κυκλο,κατω δε παγωμενο ερρεε νερο
ψηλα απ'τη πετρα ,κι απο πανω βωμος ηταν κτισμενος 210
των Νυμφων,οπ'εκει ολοι εθυσιαζαν οι οδοιποροι
εκει τους ετυχε ο γιος του Δολιου ο Μελανθος
γιδια πηγαινοντας,σ'ολα τα αιγοκοπαδα τα πιο ξεχωρισμενα,
δειπνο στους μνηστηρες,και μαζι δυο ακολουθαγαν βοσκοι,
και βλεπωντας τους φιλονεικιας λογο ειπε και μιλησε
τρομερο κι απρεπο,του δε Οδυσσεα ταραχτηκε η καρδια,
''να τωρα ενας παντελως αθλιος εναν αθλιο σερνει,
 ετσ'οπως παντα τον ομοιο φερνει ο θεος στον ομοιο,
που αυτον εδω τον σαπροφαγο πας,σιχαμερε γουρναρη,
τον ενοχλητικο φτωχο,των φαγητων τον αποροφητηρα, 220
αυτος σε πολλες πορτες και κατωφλια θα ξυνει τους ωμους
επαιτωντας ψωμοκοματα,οχι ξιφη κρεμαστα και λεβετια,
αυτον σε με να δωσεις των μαντριων φυλακας να γινει
σαρωτης του σταυλου να'ναι,χλωρο κλαρι να φερνει στα κατσικια
και τρογαλο πινωντας χοντρο μπουτι να φκιαξει,
αλλ'αφου λοιπον εργα αθλια εμαθε,δεν θα θελησει
δουλεια να πιασει,αλλα να γυριζει ασυστολα στη χωρα
θελει επαιτωντας να βοσκησει την αχορταγη κοιλια,
αλλα σε σε θα πω,κι αυτο και τετελεσμενο να'ναι,
αν κι ερθει προς τα σπιτια του Οδυσσεα του θειου 230
πολλα γυρω απ'το κεφαλι σκαμνια απ'των αντρων τις παλαμες
τα πλευρα θα συντριψουν σωρηδον καταπανω πεταμενα''
ετσ'ειπε,και περνωντας κλωτσια με πηδημα εδωσ'αφραδιαζοντας
στο γοφο,ομως αυτος εξω απ'την ατραπο δεν τρανταχτηκε,
αλλ'εμεινε ακουνητος,ο δε Οδυσσεας διστασε,
η' ορμωντας με το ροπαλο τη ψυχη να του τραβηξει
η' απ'τη γη σηκωνοντας να του κοπανισει το κεφαλι κατω χαμω,
αλλ'υπομεινε,στα νευρα δε κρατηθηκε
.
.
μετα τον Μελανθο εσυραν κατα το προθυρο και την αυλη,
απ'αυτον και τη μυτη και τ'αυτια μ'ανηλεο χαλκο
χωρισαν,και τ'αχαμνα ξεριζωσαν,στα σκυλια ωμα πετωντας να φανε,
και χερια και ποδια εκοψαν μ' οργισμενη τη καρδια
.
.
ΖΗΤΙΑΝΙΑΔΑ
[προαγγελμα της Νεας Κωμωδιας και της Commedia dell'Arte]
[Ομηρου Οδυσσεια-ραψωδια σ' στιχοι 1-31]-μεταφραση χ.ν.κουβελης
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος, ὃς κατὰ ἄστυ
πτωχεύεσκ᾽ Ἰθάκης, μετὰ δ᾽ ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ
ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν· οὐδέ οἱ ἦν ἲς
οὐδὲ βίη, εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι.
Ἀρναῖος δ᾽ ὄνομ᾽ ἔσκε· τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ
ἐκ γενετῆς· Ἶρον δὲ νέοι κίκλησκον ἅπαντες,
οὕνεκ᾽ ἀπαγγέλλεσκε κιών, ὅτε πού τις ἀνώγοι·
ὅς ῥ᾽ ἐλθὼν Ὀδυσῆα διώκετο οἷο δόμοιο,
καί μιν νεικείων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
"εἶκε, γέρον, προθύρου, μὴ δὴ τάχα καὶ ποδὸς ἕλκῃ.
οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες,
ἑλκέμεναι δὲ κέλονται; ἐγὼ δ᾽ αἰσχύνομαι ἔμπης.
ἀλλ᾽ ἄνα, μὴ τάχα νῶϊν ἔρις καὶ χερσὶ γένηται."
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
"δαιμόνι᾽, οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ᾽ ἀγορεύω,
οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι καὶ πόλλ᾽ ἀνελόντα.
οὐδὸς δ᾽ ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται, οὐδέ τί σε χρὴ
ἀλλοτρίων φθονέειν· δοκέεις δέ μοι εἶναι ἀλήτης
ὥς περ ἐγών, ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν.
χερσὶ δὲ μή τι λίην προκαλίζεο, μή με χολώσῃς,
μή σε γέρων περ ἐὼν στῆθος καὶ χείλεα φύρσω
αἵματος· ἡσυχίη δ᾽ ἂν ἐμοὶ καὶ μᾶλλον ἔτ᾽ εἴη
αὔριον· οὐ μὲν γάρ τί σ᾽ ὑποστρέψεσθαι ὀΐω
δεύτερον ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος."
τὸν δὲ χολωσάμενος προσεφώνεεν Ἶρος ἀλήτης·
"ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει,
γρηῒ καμινοῖ ἶσος· ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην
κόπτων ἀμφοτέρῃσι, χαμαὶ δέ κε πάντας ὀδόντας
γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης.
ζῶσαι νῦν, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι καὶ οἵδε
μαρναμένους· πῶς δ᾽ ἂν σὺ νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχοιο;"
εκει ηρθε ενας πασιγνωστος σ'ολοκληρο τον δημο διακονιαρης
που διακονευε μεσα στη πολη της Ιθακης,αχορταγη η κοιλια του
ετρωγε κι επινε ακαταπαυστα, ομως ουτε δυναμη ειχε
ουτε παλλικαρια,αν και πολυ μεγαλοσωμος φαινονταν να'ναι
Αρναιος ηταν τ'ονομα του,αυτο του το'δωσε η κυρα μανα του
σαν γεννηθηκε.Ιρον τον φωναζαν οι νεαροι απαντες
γιατι ετρεχε και πηγαινε μηνυματα οπου καποιος τον εστελνε,
αυτος οταν ηρθε εδιωχνε τον Οδυσσεα απ'το δικο του σπιτι
και μ' εριστικα λογια πεταχτα για καβγα τ'απευθυνθηκε
''φευγα,γερο,απ'τη πορτα,γρηγορα κι απ'τα ποδια θα σε συρω
δεν βλεπεις π'ολοι μου κανουν νοημα,να σε συρω με παρακινουν
εγω ομως ντρεπομαι να το κανω
Ελα σηκω,τραβα γρηγορα,μην πιαστουμε στα χερια απ'τα λογια''
Αυτον τον στραβοκοιταξε ο πανεξυπνος Οδυσσεας απαντωντας
''παλιανθρωπε,ουτε μ'εργα σ'εβλαψα ουτε λογια σου'πα
ουτε αυτα που σου δινουν φτοναω οσα πολλα κι αν ειναι
το κατωφλι και τους δυο μας χωραει,ουτε σε κατι σ'ωφελει
για τα ξενα να φθονεις,μου φαινεται να'σαι περιπλανωμενος
οπως κι εγω,την ευτυχια στο μελλον οι θεοι θα στειλουν,
στα χερια να πιαστουμε μη με παραπροκαλεις,μη με θυμωσεις
αν και γερος στα στηθια και στα χειλια θα σε γεμισω
μ'αιματα.και την ησυχια μου μαλιστα θα βρω απ'αυριο
γιατι δεν νομιζω να τολμησεις να ξαναγυρισεις για δευτερη φορα
στο σπιτι του γιου του Λαερτη Οδυσσεα''
Σ'αυτον θυμωμενος απαντησε ο περιπλανωμενος ζητιανος Ιρος
''Α φοβηθηκα,πως το ψωρογουρουνι χωρις να σκεφτει μιλαει,
ομοια με μπαμπογρια στο τζακι,στ'αληθεια να τον τσακισω
μετα δυο μου τα χερια,κατω στο χωμα ολα τα δοντια
απ'τα σαγονια να ξεριζωσω οπως γουρουνας που ρημαζει σιταροχωραφα
Ετοιμασου λοιπον τωρα,ωστε ολοι να μας δουν και να διασκεδασουν
ν'αρπαζομαστε,πως εσυ μ'εναν νεωτερο ανδρα τσακωνεσαι''
.
και η ΖΗΤΙΑΝΙΑΔΑ σε Αγοραιον Λογον
τοτε μπουκαρισ'εδω ενα νουμερο ρεντικολο σ'ολη τη πολη διακονιαρης
που στο Θιακη μεσα ψωμοζητουσε αχορταγη η μπακα του
ετρωγε κι επινε του σκασμου ομως δεν ειχε καρδια ουτε
παλλικαρια κι ας φαινονταν μεγας μαμουχαλος κρεμανταλας.
Αρναιος ητανε το'νομα του,ετσι τον νοματισε η κακομοιρα η μανα του
σαν γεννηθηκε,Ιρο τον εκραζε απασα η μαριδα
γιατ'ετρεχε για θεληματα παντου οποιος τον εστελνε
αυτος λοιπον οταν εφτασε εδω κοιταε πως να διωξει τον Δυσσεα απ'το σπιτικο του
και με μπολικες εριστικες κουβεντες για καβγα του επιτεθηκε
''Ξεκουμπα,γερο,απ'τη πορτα αντε μπρος απο δω μη σε συρω απ'τα ποδαρια
δεν βλεπεις π'ολοι νοημα μου κανουν να σε τραβηξω μου λενε
εγω ομως πολυ εντρεπομαι να το πραξω ετουτο
Ελα σηκω,αντε τραβα,μην αρπαχτουμε για καλα στα χερια απ'τα λογια''
Τοτε τον στραβοκοιταξε ο μαχαλομαγκας Δυσσεας και του'ριξε τα λογια
''παλιοδιαολε,μ'εργα δεν σ'εβλαψα ουτε με λογια
ουτε αυτηνα που σου πετανε ζηλευω οσα πολλα κι αν κονομας
το κατωφλι εδω ειναι και για τους δυο ,ουτε κι ωφελεισαι
τιποτα για τα ξενα να ζηλευεις,βλεπω πως εισαι ταλαιπωρος
αλητης σαν κι εμενα,κι οι θεοι θ'αργησουν εντελει να μας καζαντισουν
μην με προκαλεις το λοιπον ν'αρπαχτουμε στα χερια,μη με τσαντισεις
γιατι αν και γερος τα στηθια και τα χειλια σου με γροθιες
θα τα μπλατσαρωσω μ'αιματα,κι ετσι απο αυριο θα'χω ησυχια
γιατι δεν νομιζω να τολμησεις να ξαναμολαρεις δευτερη φορα
για το σπιτι του Δυσσεα του Λαερτη υιου λεω''
Και τοτε αγριεμενο σκυλι του την επεσε αυτος ο αλητηριος Ιρος
''Α ποσο σκιαχτικα,ψωρογουρουνι χωρις νιονιο παρλαρεις
σαν να'σαι καμια μπαμπογρια στις σταχτες, θα σου ορμιξω
και θα σε τσακισω με τα δυο μου χερια κι ολα τα δοντια απ'τα σαγονια σου
θα τα ξεριζωσω να φανε χωμα οπως γουρουνας που ρημαζει αγροτεμαχια
Ελα λοιπον τωρα τοιμασου,ολοι να μας παρουν ματι και να κανουν χαζι
που θ'αρπαχτουμε,εσυ ενας γερος ν'αυτοχειρεις μ'ενα τζοβενο σου να πιαστεις''
.
.
το επισοδειο με τη Μελανθω
[Ομηρου Οδυσσεια ραψωδια τ',65-88]-μεταφραση χ.ν.κουβελης
ἡ δ' Ὀδυσῆ' ἐνένιπε Μελανθὼ δεύτερον αὖτις·65
"ξεῖν', ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ' ἀνιήσεις διὰ νύκτα
δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῖκας;
ἀλλ' ἔξελθε θύραζε, τάλαν, καὶ δαιτὸς ὄνησο·
ἢ τάχα καὶ δαλῷ βεβλημένος εἶσθα θύραζε."
τὴν δ' ἄρ' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 70
"δαιμονίη, τί μοι ὧδ' ἐπέχεις κεκοτηότι θυμῷ;
ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷμαι,
πτωχεύω δ' ἀνὰ δῆμον; ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει.
τοιοῦτοι πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες ἔασι.
καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον
ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ
τοίῳ, ὁποῖος ἔοι καὶ ὅτευ κεχρημένος ἔλθοι·
ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι ἄλλα τε πολλά,
οἷσίν τ' εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.
ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων· ἤθελε γάρ που. 80
τῶ νῦν μή ποτε καὶ σύ, γύναι, ἀπὸ πᾶσαν ὀλέσσῃς
ἀγλαΐην, τῇ νῦν γε μετὰ δμῳῇσι κέκασσαι,
ἤν πώς τοι δέσποινα κοτεσσαμένη χαλεπήνῃ
ἢ Ὀδυσεὺς ἔλθῃ· ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα.
εἰ δ' ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε καὶ οὐκέτι νόστιμός ἐστιν,
ἀλλ' ἤδη παῖς τοῖος Ἀπόλλωνός γε ἕκητι,
Τηλέμαχος· τὸν δ' οὔ τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν
λήθει ἀτασθάλλουσ', ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐστίν."88
στον Οδυσσεα την επεσε η Μελανθω για δευτερη φορα
''ξενε,ακομα και τωρα εδω θα μας ενοχλας μεσα στη νυχτα
στριφογυρνοντας στο σπιτι και να παιρνεις ματι τις γυναικες
αντε παρε δρομο,ταλαιπορε,το φαι κονομησες
η' μηπως θελεις με τη σκουπα να πεταχτεις εξω απ'τη πορτα
αυτη αυστηρα κοιτωντας της μιλησε ο πανεξυπνος Οδυσσεας 70
''διαολε,γιατι ετσ'εδω μου μπαινεις με κακια διαθεση
γιατ'ειμαι βρωμικος κι ασχημα στο σωμα ρουχα εχω
ζητιανευοντας στη πολη απ'την αναγκη της πεινας
τετοιοι ειν'οι φτωχοι κι οι περιπλανωμενοι ανθρωποι
κι εγω καποτε σ'ανθρωπινο σπιτι εμενα
ευτυχης με πλουτη και συχνα εδωνα στον περιπλανωμενο
σ'οποιονδηποτε,οποιος και να'τανε και για οτι χρειαζονταν να'ρχονταν
και σκλαβους ειχα αμετρητους κι αλλα πολλα
που'χουν αυτοι που καλοπερνανε και πλουσιοι καλουνται
αλλα ο Διας ο Κρονιος με κατεστρεψε ετσι το'θελε 80
και τωρα προσεξε μηπως ποτε κι εσυ,γυναικα,χασεις ολη
την λαμψη,που σε ξεχωριζει μεσα στις σκλαβες
αν με σενα η κυρα θυμωσει και δυσαρεστηθει
η' ο Οδυσσεας γυρισει,οπως ακομα το ελπιζουν
κι αν εκεινος χαθηκε και πια δεν εχει γυρισμο
αλλα τωρα πια το παιδι σαν τον Απολλωνα ειναι,
ο Τηλεμαχος,απ'αυτον καμια μεσα στο σπιτι απ'τις γυναικες
δεν θα ξεφυγει ν'αυθαδιασει,επειδη ανηλικος δεν ειναι''88
.
.
.

 


Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία σ' ,στίχοι 320-339

Λογομαχία Μελανθους και Οδυσσέα

-μεταφραση χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Και η τιμωρία της μαζί με τις αλλες εντεκα ερωμένες των μνηστήρων

(ραψωδία χ',στίχοι 417-473)


είπε,κι αυτές γέλασαν,η μια την άλλη κοιτώντας 320

κι άσχημα τ'αντιμιλησε η Μελανθω η ομορφομαγουλη

αυτή που ο Δόλιος γέννησε κι η Πηνελόπη φρόντισε

κι από παιδί ανάθρεψε,δινοντας με την καρδιά της παιχνιδια

αλλ'ομως αυτή δεν συμπονουσε πια την Πηνελοπη

αλλά με τον Ευρυμαχο σμιγονταν και ερωτοτροπούσε 325

αυτή λοιπόν στον Οδυσσέα αντιμιλησε με ξεδιάντροπος λόγια

ελεεινε ξενε,τα'χεις ολότελα χαμένα και μας ξεκουφανες

δεν πας λέω να κοιμηθείς μεσ'στο χαλκωματαδικο

η' στη παράγκα,παρά εδώ γύρω πολύ ν'αγορευεις

με θράσος σε τόσους πολλούς άντρες χωρίς κάποιος φόβος 330

να σε τρομάζει,η' μήπως το κρασί σου πήρε τα φρενα,η' τώρα

πάντα τέτοια τα μυαλά σου είναι,γι'αυτό και αερολογεις

η' μήπως πενευεσαι ότι τον Ιρο νικησες τον ζητιανο;

πρόσεξε μήπως απ'τον Ιρο πιο δυνατος άλλος εμφανισθει

κάποιος που μεσ' στα δύο στιβαρα του χέρια σου σπάσει το κεφαλι 335

κι απ'τό παλάτι σε ξαποστειλει βουτηγμένο μεσ'στα πολλά  αιματα

τοτ'αυτη αγριοκοιταζοντας είπε ο πολυστροφος Οδυσσεας

τώρα γρηγορα στον Τηλέμαχο θα πω,σκύλα,αυτά π'αγορευεις

προς τα κεί πηγαίνοντας,αμέσως για να σε κάνει κομματια 339

.

.

Ομήρου Οδύσσεια,ραψωδία σ' στίχοι 320-339


ὣς ἔφαθ', αἱ δ' ἐγέλασσαν, ἐς ἀλλήλας δὲ ἴδοντο.   320

τὸν δ' αἰσχρῶς ἐνένιπε Μελανθὼ καλλιπάρῃος,

τὴν Δολίος μὲν ἔτικτε, κόμισσε δὲ Πηνελόπεια,

παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε, δίδου δ' ἄρ' ἀθύρματα θυμῷ·

ἀλλ' οὐδ' ὧς ἔχε πένθος ἐνὶ φρεσὶ Πηνελοπείης,

ἀλλ' ἥ γ' Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν.   325

ἥ ῥ' Ὀδυσῆ' ἐνένιπεν ὀνειδείοισ' ἐπέεσσι·

«ξεῖνε τάλαν, σύ γέ τις φρένας ἐκπεπαταγμένος ἐσσί,

οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν

ἠέ που ἐς λέσχην, ἀλλ' ἐνθάδε πόλλ' ἀγορεύεις

θαρσαλέως πολλοῖσι μετ' ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ   330

ταρβεῖς· ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας, ἤ νύ τοι αἰεὶ

τοιοῦτος νόος ἐστίν, ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις.

ἦ ἀλύεις ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην;

μή τίς τοι τάχα Ἴρου ἀμείνων ἄλλος ἀναστῇ,

ὅς τίς σ' ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι   335

δώματος ἐκπέμψῃσι φορύξας αἵματι πολλῷ.»

τὴν δ' ἄρ' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·

«ἦ τάχα Τηλεμάχῳ ἐρέω, κύον, οἷ' ἀγορεύεις,

κεῖσ' ἐλθών, ἵνα σ' αὖθι διὰ μελεϊστὶ τάμῃσιν.»

.

.

.

και μέσα στα τρομερά γεγονότα της Μνηστηριοφονιας(ραψωδία χ',στίχοι 417-473) την Μελανθω  την κρεμασαν για τιμωρια μαζί με  τις έντεκα  άλλες ερωμένες των μνηστήρων

Ο Οδυσσέας είπε στην τροφο Ευρυκλεια να καλέσει  τις 12 άπιστες γυναίκες,

αυτές που σμιγονταν αδιαντροπα με τους μνηστήρες,τὴν ἄρ' ὑπὸ μνηστῆρσιν ἔχον μίσγοντό τε λάθρῃ 445,

κι αφού μαζέψουν τους νεκρούς και καθαρίσουν τα τραπέζια ο Τηλέμαχος με

τον βουκολο και τον χοιροβοσκός να τις σφάξουν,όμως ο Τηλέμαχος έκρινε 

πιο ατιμωτικό θάνατο γι'αυτες,να τις κρεμασουν


ἀλλ' ἄγε μοι σὺ γυναῖκας ἐνὶ μεγάροις κατάλεξον,

αἵ τέ μ' ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσι.»


τὸν δ' αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·

«τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθείην καταλέξω.   420

πεντήκοντά τοί εἰσιν ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες

δμῳαί, τὰς μέν τ' ἔργα διδάξαμεν ἐργάζεσθαι,

εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι·

τάων δώδεκα πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν,

οὔτ' ἐμὲ τίουσαι οὔτ' αὐτὴν Πηνελόπειαν.   425

Τηλέμαχος δὲ νέον μὲν ἀέξετο, οὐδέ ἑ μήτηρ

σημαίνειν εἴασκεν ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν.

ἀλλ' ἄγ' ἐγὼν ἀναβᾶσ' ὑπερώϊα σιγαλόεντα

εἴπω σῇ ἀλόχῳ, τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε.»


τὴν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·   430

«μή πω τήν γ' ἐπέγειρε· σὺ δ' ἐνθάδε εἰπὲ γυναιξὶν

ἐλθέμεν, αἵ περ πρόσθεν ἀεικέα μηχανόωντο.»


ὣς ἄρ' ἔφη, γρηῢς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει

ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι.

αὐτὰρ ὁ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην   435

εἰς ἓ καλεσσάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·


«ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας·

αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας

ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν.

αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον διακοσμήσησθε,   440

δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,

μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,

θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων

ψυχὰς ἐξαφέλησθε καὶ ἐκλελάθωντ' Ἀφροδίτης,

τὴν ἄρ' ὑπὸ μνηστῆρσιν ἔχον μίσγοντό τε λάθρῃ.»   445


ὣς ἔφαθ', αἱ δὲ γυναῖκες ἀολλέες ἦλθον ἅπασαι,

αἴν' ὀλοφυρόμεναι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσαι.

πρῶτα μὲν οὖν νέκυας φόρεον κατατεθνηῶτας,

κὰδ δ' ἄρ' ὑπ' αἰθούσῃ τίθεσαν εὐερκέος αὐλῆς,

ἀλλήλοισιν ἐρείδουσαι· σήμαινε δ' Ὀδυσσεὺς   450

αὐτὸς ἐπισπέρχων· ταὶ δ' ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ.

αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας

ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον.

αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης

λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο   455

ξῦον· ταὶ δ' ἐφόρεον δμῳαί, τίθεσαν δὲ θύραζε.

αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο,

δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,

μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,

εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι.   460

τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἦρχ' ἀγορεύειν·


«μὴ μὲν δὴ καθαρῷ θανάτῳ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην


τάων, αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ' ὀνείδεα χεῦαν

μητέρι θ' ἡμετέρῃ, παρά τε μνηστῆρσιν ἴαυον.»


ὣς ἄρ' ἔφη, καὶ πεῖσμα νεὸς κυανοπρῴροιο   465

κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο,

ὑψόσ' ἐπεντανύσας, μή τις ποσὶν οὖδας ἵκοιτο.

ὡς δ' ὅτ' ἂν ἢ κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι

ἕρκει ἐνιπλήξωσι, τό θ' ἑστήκῃ ἐνὶ θάμνῳ,

αὖλιν ἐσιέμεναι, στυγερὸς δ' ὑπεδέξατο κοῖτος,   470

ὣς αἵ γ' ἑξείης κεφαλὰς ἔχον, ἀμφὶ δὲ πάσαις

δειρῇσι βρόχοι ἦσαν, ὅπως οἴκτιστα θάνοιεν.

ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ, οὔ τι μάλα δήν.

.

·

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου