.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-μεταφράζοντας
-Λουκιανός
-Εταιρικοί Διάλογοι
-Μήτηρ και Φιλιννα
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Λουκιανός
Εταιρικοί Διάλογοι
-Μήτηρ και Φιλιννα-
μάνα
-τρελλαθηκες, Φίλιννα,τι έπαθες στο γλέντι χτες;
γιατί μου'ρθε ο Διφιλος εδω κλαίγοντας και μου'πε αυτά που του'κανες,πως μεθυσες και σηκώθηκες να χορέψεις ενώ αυτός σε τράβαγε να μην το κάνεις και σαν να μην έφτασαν αυτά φιλησες τον Λαμπρια τον φίλο του,κι επειδή τού κακοφανηκε τον παράτησες και πηγες στον Λαμπρια και τον αγκαλιασες,κι αυτός εσκαγε απ'τη ζήλεια του μ'αυτα που'βλεπε να γίνονται,αλλά ούτε και τη νύχτα,νομίζω,κοιμήθηκες μ'αυτον,τον παράτησες να κλαιει και μόνη καθοσουν δίπλα του στο κάθισμα τραγουδώντας και στεναχωροντας τον.
Φίλιννα
-τα δικά του,μάνα,όμως δεν σου'πε,γιατί τότε δεν θα'περνες το μέρος του,γιατί αφού μ'αφησε πήγε κι έκανε παρέα στη Θαιδα τη γκόμενα τού Λαμπρια,όταν εκείνος ήταν απών,κι όταν με είδε αυτό να μου κακοφαινεται και τού έκανα νόημα να συμμαζευτει,αφού τής Θαιδας τής αγγιζει τ'αυτι και στρέφει το λαιμο την φιλάει με τέτοιο παθος που πολύ δύσκολα ξεκόλλησε τα χείλη,
κι ενώ εγώ έκλαιγα αυτός στο αυτί τής Θαιδας μιλούσε πολύ ώρα και για εναντιον εμένα έλεγε,κι η Θαιδα χαμογελούσε ειρωνικά κοιτώντας με,και μόλις κατάλαβαν να πλησιάζει ο Λαμπείας και χόρτασαν να φιλιουνται τραβήχτηκαν ,εγώ όμως κοντά του κάθισα,για να μην το κρατήσουν υστερα,ενώ η Θαιδα αφού σηκώθηκε άρχισε πρώτη να χορεύει δείχνοντας γυμνά τα μπούτια της σαν αυτή μονάχα να'χει τα πιο όμορφα,κι όταν σταμάτησε ο Λαμπριας σιωπούσε και τίποτα δεν είπε,ο Διφιλος όμως παινευε πάρα πολύ το ρυθμό της και το πώς χόρευε και ότι με τη μουσική πήγαινε το πόδι και τα μπούτια ήταν όμορφα κι άλλα παρά πολλά,σαν να παινευε την Σωσαντρα τού Καλάμιδα,κι όχι τη Θαιδα,
που κι εσύ την ξέρεις πως είναι αφού μαζί μας λούζεται,κι ενώ τέτοια η Θαιδα είναι κοροιδευτικα μού'πε,-αν κάποια δεν ντρέπεται που'χει λεπτά πόδια να σηκωθεί και να χορέψει,
τι να της έλεγα,μάνα;,σηκώθηκα και χόρεψα,τι έπρεπε να κάνω;να κάνω τα στραβά μάτια για τη κοροϊδια και την Θαιδα να
κάνει το κοματι της στο γλέντι;
μάνα
-θα'πρεπε να συγκρατηθεις,κορίτσι μου,και να μην δώσεις συνέχεια,όμως πες μου τι έγινε μετά απ' αυτά
Φίλιννα
-λοιπον οι άλλοι παινευαν,μόνο ο Διφιλος ξάπλωσε φαρδυς πλατύς και το ταβανι κοιτούσε,μέχρι που εγώ αφού τα'δωσα όλα σταματησα
μάνα
-το ότι με τον Λαμπρια φιληθηκες αλήθεια ήταν και ότι πηγές να αγκαλιαστεις μ'αυτον;
γιατί σωπαίνεις;δεν ειν' αυτα λόγος για συγνώμη;
Φίλιννα
-να τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα ηθελα
μάνα
-κι έπειτα ούτε μαζί του ξαπλωσες,αλλά και τραγουδουσες ακομα ενώ εκείνος έκλαιγε;δεν είχες συναίσθηση,κοπέλα μου,ότι είμαστε φτωχες,
ούτε θυμάσαι όσα απ'αυτον πήραμε και πως θα βγάζαμε περα τον περσινο χειμωνα αν αυτόν η Αφροδίτη δεν μας τον εστελνε;
Φίλιννα
-και τί;θα ανέχομαι γι'αυτό να με προσβάλει;
μάνα
-να θυμώνεις,όμως μην αντιδρας με προσβολές,
δεν ξέρεις ότι με τις προσβολές τελειώνουν οι έρωτες;κι εσύ γίνεσαι συνεχως πολυ σκληρή με τον άνθρωπο,και κοίτα μήπως σύμφωνα με τη παροιμία τεντώνοντας παρα πολύ το σκοινί το σπασουμε
μήτηρ
[1] [p. 284] Ἐμάνης, ὦ Φίλιννα, ἢ τί ἔπαθες ἐν τῷ ξυμποσίῳ χθές; ἧκε γὰρ παρ᾽ ἐμὲ Δίφιλος ἕωθεν δακρύων καὶ διηγήσατό μοι ἃ ἔπαθεν ὑπὸ σοῦ· μεμεθύσθαι γάρ σε καὶ ἐς τὸ μέσον ἀναστᾶσαν ὀρχήσασθαι αὐτοῦ διακωλύοντος καὶ μετὰ ταῦτα φιλῆσαι Λαμπρίαν τὸν ἑταῖρον αὐτοῦ, καὶ ἐπεὶ ἐχαλέπηνέ σοι, καταλιποῦσαν αὐτὸν ἀπελθεῖν πρὸς τὸν Λαμπρίαν καὶ περιβαλεῖν ἐκεῖνον, ἑαυτὸν δὲ ἀποπνίγεσθαι τούτων γιγνομένων. ἀλλ᾽ οὐδὲ τῆς νυκτός, οἶμαι, συνεκάθευδες μετ᾽ αὐτοῦ, καταλιποῦσα δὲ δακρύοντα μόνη ἐπὶ τοῦ πλησίον σκίμποδος κατέκεισο ᾄδουσα καὶ λυποῦσα ἐκεῖνον.
Φίλιννα
[2] τὰ γὰρ αὐτοῦ σοι, ὦ μῆτερ, οὐ διηγήσατο· οὐ γὰρ ἂν συνηγόρευες αὐτῷ ὑβριστῇ γε ὄντι, ὃς ἐμοῦ [p. 239] ἀφέμενος ἐκοινολογεῖτο Θαΐδι τῇ Λαμπρίου ἑταίρᾳ, μηδέπω ἐκείνου παρόντος· ἐπεὶ δὲ χαλεπαίνουσαν εἶδέ με καὶ διένευσα αὐτῷ οἷα ποιεῖ, τοῦ ὠτὸς ἄκρου ἐφαψάμενος ἀνακλάσας τὸν αὐχένα τῆς Θαΐδος ἐφίλησεν οὕτω προσφυῶς, ὥστε μόλις ἀπέσπασε τὰ χείλη, εἶτ᾽ ἐγὼ μὲν ἐδάκρυον, ὁ δὲ ἐγέλα καὶ πρὸς τὴν Θαΐδα πολλὰ πρὸς τὸ οὖς ἔλεγε κατ᾽ ἐμοῦ δηλαδή, καὶ ἡ Θαῒς ἐμειδία βλέπουσα πρὸς ἐμέ. ὡς δὲ προσιόντα ᾔσθοντο τὸν Λαμπρίαν καὶ [p. 285] ἐκορέσθησάν ποτε φιλοῦντες ἀλλήλους, ἐγὼ μὲν ὅμως παρ᾽ αὐτὸν κατεκλίθην, ὡς μὴ καὶ τοῦτο προφασίζοιτο ὕστερον, ἡ Θαῒς δὲ ἀναστᾶσα ὠρχήσατο πρώτη ἀπογυμνοῦσα ἐπὶ πολὺ τὰ σφυρὰ ὡς μόνη καλὰ ἔχουσα, καὶ ἐπειδὴ ἐπαύσατο, ὁ Λαμπρίας μὲν ἐσίγα καὶ εἶπεν οὐδέν, Δίφιλος δὲ ὑπερεπῄνει τὸ εὔρυθμον καὶ τὸ κεχορηγημένον, καὶ ὅτι εὖ πρὸς τὴν κιθάραν ὁ ποὺς καὶ τὸ σφυρὸν ὡς καλὸν καὶ ἄλλα μυρία, καθάπερ τὴν Καλάμιδος Σωσάνδραν ἐπαινῶν, ἀλλ᾽ οὐχὶ Θαΐδα, ἣν καὶ σὺ οἶσθα συλλουομένην ἡμῖν οἵα ἐστί, Θαῒς δὲ οἷα καὶ ἔσκωψεν εὐθὺς ἐς ἐμέ· εἰ γάρ τις, ἔφη, μὴ αἰσχύνεται λεπτὰ ἔχουσα τὰ σκέλη, ὀρχήσεται καὶ αὐτὴ ἐξαναστᾶσα. τί ἂν λέγοιμι, ὦ μῆτερ; ἀνέστην γὰρ καὶ ὠρχησάμην. τί γὰρ ἔδει ποιεῖν; ἀνασχέσθαι καὶ ἐπαληθεύειν τὸ σκῶμμα καὶ τὴν Θαΐδα ἐᾶν τυραννεῖν τοῦ συμποσίου;
μήτηρ
[3] φιλοτιμότερον μέν, ὦ θύγατερ· οὐδὲ φροντίζειν γὰρ ἐχρῆν· λέγε δ᾽ ὅμως τὰ μετὰ ταῦτα.
Φίλιννα
οἱ μὲν οὖν ἄλλοι ἐπῄνουν, ὁ Δίφιλος δὲ μόνος ὕπτιον καταβαλὼν ἑαυτὸν ἐς τὴν ὀροφὴν ἀνέβλεπεν, ἄχρι δὴ καμοῦσα ἐπαυσάμην.
μήτηρ
τὸ φιλῆσαι δὲ τὸν Λαμπρίαν ἀληθὲς ἦν καὶ τὸ μεταβᾶσαν περιπλέκεσθαι αὐτῷ; τί σιγᾷς; οὐκέτι γὰρ ταῦτα συγγνώμης ἄξια.
Φίλιννα
ἀντιλυπεῖν ἐβουλόμην αὐτόν. [p. 240]
μήτηρ
εἶτα οὐδὲ συνεκάθευδες, ἀλλὰ καὶ ᾖδες ἐκείνου δακρύοντος; οὐκ αἰσθάνῃ, ὦ θύγατερ, ὅτι πτωχαί ἐσμεν, οὐδὲ μέμησαι ὅσα παρ᾽ αὐτοῦ ἐλάβομεν ἢ οἷον δὴ τὸν πέρυσι χειμῶνα διηγάγομεν ἄν, εἰ μὴ τοῦτον ἡμῖν ἡ Ἀφροδίτη ἔπεμψε; [p. 286]
Φίλιννα
τί οὖν; ἀνέχωμαι διὰ τοῦτο ὑβριζομένη ὑπ᾽ αὐτοῦ;
μήτηρ
Ὀργίζου μέν, μη ἀνθύβριζε δέ. οὐκ οἶσθα ὅτι ὑβριζόμενοι παύονται οἱ ἐρῶντες καὶ ἐπιτιμῶσιν ἑαυτοῖς; σὺ δὲ πάνυ χαλεπὴ ἀεὶ τῷ ἀνθρώπῳ γεγένησαι, καὶ ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον.
.
.
.