.
.
LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
-μεταφράζοντας
-Παλαιά Διαθήκη, Έξοδος
-στην Αίγυπτο ,γέννηση και εύρεση Μωυσή
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis
χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis
μεταφράζοντας
Παλαιά Διαθήκη, Έξοδος
-στην Αίγυπτο ,γέννηση και εύρεση Μωυσή -
1,1 Ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ τῶν εἰσπεπορευμένων εἰς Αἴγυπτον ἅμα Ἰακὼβ τῷ πατρὶ αὐτῶν, ἕκαστος πανοικὶ αὐτῶν εἰσήλθοσαν.
(αυτά ειναι τα ονόματα τών υιών τού Ισραήλ που εχουν εισελθει στην Αίγυπτο μαζί με τον Ιακώβ με τον πατέρα αυτών,κάθε ενας με όλη την οικογένεια του εισήλθαν)
1,2 Ῥουβήν, Συμεών, Λευΐ, Ἰούδας,
1,3 Ἰσσάχαρ, Ζαβουλὼν καὶ Βενιαμίν,
1,4 Δὰν καὶ Νεφαθλείμ, Γὰδ καὶ Ἀσήρ.
1,5 Ἰωσὴφ δὲ ἦν ἐν Αἰγύπτῳ. ἦσαν δὲ πᾶσαι ψυχαὶ ἐξ Ἰακὼβ πέντε καὶ ἑβδομήκοντα.
(ο Ιωσήφ ήταν τότε στην Αίγυπτο,ήσαν τότε όλες οι ψυχές από τον Ιακώβ εβδομήντα πέντε)
1,6 ἐτελεύτησε δὲ Ἰωσὴφ καὶ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ γενεὰ ἐκείνη.
(πέθανε ο Ιωσήφ και όλα τα αδέλφια του και όλη η γενιά εκείνη)
1,7 οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο. καὶ κατίσχυον σφόδρα σφόδρα, ἐπλήθυνε δὲ ἡ γῆ αὐτούς.
(οι υιοί όμως τού Ισραήλ αυξήθηκαν και επληθυνθηκαν και πλήθος εγιναν,και δυνάμωσαν πάρα πολύ,η γη τους πληθύνει)
1,8 Ἀνέστη δὲ βασιλεὺς ἕτερος ἐπ᾿ Αἴγυπτον, ὃς οὐκ ᾔδει τὸν Ἰωσήφ.
(τότε ένας άλλος βασιλιάς ανέβηκε στην Αίγυπτο,που δεν γνώριζε τον Ιωσήφ)
1,9 εἶπε δὲ τῷ ἔθνει αὐτοῦ· ἰδοὺ τὸ γένος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ μέγα πλῆθος καὶ ἰσχύει ὑπὲρ ἡμᾶς·
(και είπε στον λαό του,
ιδού το γένος τών υιών τού Ισραήλ μέγα πλήθος και πιο ισχυρο από μας)
1,10 δεῦτε οὖν κατασοφισώμεθα αὐτούς, μή ποτε πληθυνθῇ, καὶ ἡνίκα ἂν συμβῇ ἡμῖν πόλεμος, προστεθήσονται καὶ οὗτοι πρὸς τοὺς ὑπεναντίους καὶ ἐκπολεμήσαντες ἡμᾶς ἐξελεύσονται ἐκ τῆς γῆς.
(ελάτε λοιπόν να τους ελέγξουμε,να μην ποτέ πληθυνθουν,γιατί αν μας συμβεί πόλεμος,θα προσχωρήσουν κι αυτοί με τους εχθρούς,και κατανικώντας μας από τη χώρα θα φύγουν)
1,11 καὶ ἐπέστησεν αὐτοῖς ἐπιστάτας τῶν ἔργων, ἵνα κακώσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ἔργοις· καὶ ᾠκοδόμησαν πόλεις ὀχυρὰς τῷ Φαραώ, τήν τε Πειθὼμ καὶ Ῥαμεσσῆ καὶ Ὤν, ἥ ἐστιν Ἡλιούπολις.
(και τοποθέτησε σ'αυτους ανθρώπους να τούς επιστρατεύουν στις εργασιες,για να τούς κακοποιουν στις εργασίες,και οικοδόμησαν πόλεις οχυρες στον Φαραώ,και την Πειθωμ και την Ραμεσση και την Ών )
1,12 καθότι δὲ αὐτοὺς ἐταπείνουν, τοσούτῳ πλείους ἐγίγνοντο, καὶ ἴσχυον σφόδρα σφόδρα· καὶ ἐβδελύσσοντο οἱ Αἰγύπτιοι ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.
(παρόλο που τούς καταπίεζαν,τόσο περισσότεροι γίνονταν και πιο ισχυροί,και ήταν μισητοί οι Αιγύπτιοι από τους υιούς τού Ισραήλ)
1,13 καὶ κατεδυνάστευον οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ βίᾳ
(και καταδυναστευαν οι Αιγύπτιοι τούς υιούς τού Ισραήλ με τη βία)
1,14 καὶ κατωδύνων αὐτῶν τὴν ζωὴν ἐν τοῖς ἔργοις τοῖς σκληροῖς, τῷ πηλῷ καὶ τῇ πλινθείᾳ καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις τοῖς ἐν τοῖς πεδίοις, κατὰ πάντα τὰ ἔργα, ὧν κατεδουλοῦντο αὐτοὺς μετὰ βίας.
(και με πόνους τούς δυσκόλευαν τη ζωή τους σε σκληρές εργασίες,στον πηλο και στους πλίνθους και σ' όλες τις εργασίες στους χώρους εργασιας,σ'ολες τις εργασίες,που δούλους τους είχαν με τη βία)
1,15 Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῶν Αἰγυπτίων ταῖς μαίαις τῶν Ἑβραίων· τῇ μιᾷ αὐτῶν ὄνομα Σεπφώρα, καὶ τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας Φουά,
(και είπε ο βασιλιάς τών Αιγυπτίων στις μαιες των τών Εβραίων,στη μια από αυτές με το όνομα Σεπφωρα,και το όνομα τής δεύτερης Φουά)
1,16 καὶ εἶπεν· ὅταν μαιοῦσθε τὰς Ἑβραίας καὶ ὦσι πρὸς τῷ τίκτειν, ἐὰν μὲν ἄρσεν ᾖ, ἀποκτείνατε αὐτό, ἐὰν δὲ θῆλυ, περιποιεῖσθε αὐτό.
(και είπε,όταν πάτε να ξεγεννηστε τις Εβραιες και είναι να γεννήσουν ,αν είναι αρσενικό,να το σκοτώνετε,αν είναι θηλυκο,
να το φροντιζετε)
1,17 ἐφοβήθησαν δὲ αἱ μαῖαι τὸν Θεὸν καὶ οὐκ ἐποίησαν καθότι συνέταξεν αὐταῖς ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου, καὶ ἐζωογόνουν τὰ ἄρσενα.
(όμως φοβήθηκαν τον Θεό οι μαίες και δεν έκαναν όπως διεταξε σ'αυτες ο βασιλιάς τής Αιγύπτου,και άφηναν να ζήσουν τα αρσενικά)
1,18 ἐκάλεσε δὲ ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου τὰς μαίας καὶ εἶπεν αὐταῖς· τί ὅτι ἐποιήσατε τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἐζωογονεῖτε τὰ ἄρσενα;
(τότε κάλεσε ο βασιλιάς τής Αιγύπτου τις μαίες και είπε σ'αυτες,γιατί αυτό το πράγμα κάνετε και αφήνετε να ζήσουν τα αρσενικά;)
1,19 εἶπαν δὲ αἱ μαῖαι τῷ Φαραώ· οὐχ ὡς γυναῖκες Αἰγύπτου αἱ Ἑβραῖαι, τίκτουσι γὰρ πρὶν ἢ εἰσελθεῖν πρὸς αὐτὰς τὰς μαίας· καὶ ἔτικτον.
(και είπαν οι μαίες στον Φαραώ,δεν είναι όπως οι γυναίκες τής Αιγύπτου οι Εβραιες,γιατι γεννούν πριν να έρθουν σ'αυτες οι μαίες,και γεννούσαν)
1,20 εὖ δὲ ἐποίει ὁ Θεὸς τὰς μαίας, καὶ ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα.
(και ο Θεός προστατεύει τις μαίες,και επληθυνθηκε ο.λαος και πιο ισχυροτερος έγινε)
1,21ἐπεὶ δὲ ἐφοβοῦντο αἱ μαῖαι τὸν Θεόν, ἐποίησαν ἑαυταῖς οἰκίας.
(και επειδή φόβο Θεού είχαν οι μαίες,έκαναν τις οικογενειες τους
1,22 συνέταξε δὲ Φαραὼ παντὶ τῷ λαῷ αὐτοῦ λέγων· πᾶν ἄρσεν, ὃ ἐὰν τεχθῇ τοῖς Ἑβραίοις, εἰς τὸν ποταμὸν ῥίψατε· καὶ πᾶν θῆλυ, ζωογονεῖτε αὐτό.
(τότε διέταξε ο Φαραώ σ'όλο το λαό του λέγοντας,κάθε αρσενικό,που θα γεννηθει
στους Εβραίους,στο ποταμό να το ρίξετε,και κάθε θηλυκό,να το αφήσετε να ζήσει)
2,1 Ἦν δέ τις ἐκ τῆς φυλῆς Λευΐ, ὃς ἔλαβε τῶν θυγατέρων Λευΐ,
(ήταν τότε κάποιος από τη φυλή Λευί,ο οποίος πήρε μια από τις θυγατερες Λευί)
2,2 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβε καὶ ἔτεκεν ἄρσεν· ἰδόντες δὲ αὐτὸ ἀστεῖον ἐσκέπασαν αὐτὸ μῆνας τρεῖς.
(και στη κοιλιά συνέλαβε και γέννησε αρσενικό,βλέποντας το χαριτωμένο το έκρυψαν μήνες τρεις)
2,3 ἐπεὶ δὲ οὐκ ἠδύναντο αὐτὸ ἔτι κρύπτειν, ἔλαβεν αὐτῷ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θῖβιν καὶ κατέχρισεν αὐτὴν ἀσφαλτοπίσσῃ καὶ ἐνέβαλε τὸ παιδίον εἰς αὐτὴν καὶ ἔθηκεν αὐτὴν εἰς τὸ ἕλος παρὰ τὸν ποταμόν.
(επειδή όμως δεν μπορούσαν άλλο να το κρυβουν,πήρε η μητέρα του καλάθι από πάπυρο και το άλειψε με πίσσα άσφαλτο και μέσα σ'αυτο έβαλε το παιδί και το άφησε στο έλος διπλα στον ποταμό)
2,4 καὶ κατεσκόπευεν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ μακρόθεν μαθεῖν, τί τὸ ἀποβησόμενον αὐτῷ.
(και παρακολουθούσε η αδελφή του από μακρυά,τι θα συμβεί σ'αυτο)
2,5 κατέβη δὲ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ λούσασθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν, καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς παρεπορεύοντο παρὰ τὸν ποταμόν. καὶ ἰδοῦσα τὴν θῖβιν ἐν τῷ ἕλει, ἀποστείλασα τὴν ἅβραν ἀνείλατο αὐτήν.
(τότε κατέβηκε η θυγατερα τού Φαραώ να λουστεί στον ποταμό,
και οι υπηρέτριες της ακολουθούσαν στον ποταμό,και βλέποντας το καλάθι στο έλος,έστειλε την υπηρέτρια να το πάρει)
2,6 ἀνοίξασα δὲ ὁρᾷ παιδίον κλαῖον ἐν τῇ θίβει, καὶ ἐφείσατο αὐτοῦ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ καὶ ἔφη· ἀπὸ τῶν παιδίων τῶν Ἑβραίων τοῦτο.
(όταν το ανοιξε βλέπει ενα παιδί που έκλαιγε μέσα στο καλαθι,και το λυπήθηκε η θυγατέρα τού Φαραώ και είπε,από τα παιδιά των Εβραίων αυτό)
2,7 καὶ εἶπεν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ τῇ θυγατρὶ Φαραώ· θέλεις καλέσω σοι γυναῖκα τροφεύουσαν ἐκ τῶν Ἑβραίων καὶ θηλάσει σοι τὸ παιδίον;
(και είπε η αδελφή του στη θυγατέρα τού Φαραώ,θέλεις να σου φωναξω μια γυναίκα τροφό από τις Εβραιες και να σου θηλάσει το παιδί;)
2,8 ἡ δὲ εἶπεν ἡ θυγάτηρ Φαραώ· πορεύου. ἐλθοῦσα δὲ ἡ νεᾶνις ἐκάλεσε τὴν μητέρα τοῦ παιδίου.
(τοτε είπε η θυγατέρα τού Φαραώ,πηγενε,
αφού λοιπόν πήγε η κοπέλα φώναξε τη μητέρα τού παιδιού)
2,9 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ἡ θυγάτηρ Φαραώ· διατήρησόν μοι τὸ παιδίον τοῦτο καὶ θήλασόν μοι αὐτό, ἐγὼ δὲ δώσω σοι τὸν μισθόν. ἔλαβε δὲ ἡ γυνὴ τὸ παιδίον καὶ ἐθήλαζεν αὐτό.
(τότε είπε σ'αυτη η θυγατέρα τού Φαραώ,
φρόντισε μου το παιδί αυτό και θήλασε μου αυτο,και θα σε πληρώσω,
τότε πήρε η γυναίκα το παιδί και θήλαζε αυτο)
2,10 ἀδρυνθέντος δὲ τοῦ παιδίου, εἰσήγαγεν αὐτὸ πρὸς τὴν θυγατέρα Φαραώ, καὶ ἐγενήθη αὐτῇ εἰς υἱόν· ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μωυσῆν λέγουσα· ἐκ τοῦ ὕδατος αὐτὸν ἀνειλόμην.
(αφού μεγάλωσε το παιδί,πήγε αυτο στη θυγατέρα τού Φαραώ,
και το έκανε γιο της,
και ονομάτισε το όνομα αυτού Μωυσή λέγοντας,
απ'το νερό αυτόν έβγαλα)
.
.
.