Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

GREEK POETRY -Αρχαία σκηνή -χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Αρχαία σκηνή

-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης




My own empire of heteronyma 

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Αρχαία σκηνή


(και μια μελέτη ανάλυση τού ποιήματος)


ο Οιδίπους και η Σφίγγα

καθησαν αντιμετωποι με τις λεξεις τους

ερωτηματικά αναπαντητα

στο αφωνο μεσημερι

σ'αρχαιο θεατρο ηθοποιοι

φορωντας τις μασκες παιζουν τον Μακβεθ την Ελένη 

στην εφταπυλη Θηβα

.

.

.

Εκτενής κριτική μελέτη και ανάλυση τού ποιήματος του χ.ν. κουβέλη :«Αρχαία σκηνή»


1. Γενική θεώρηση


Το ποίημα «Αρχαία σκηνή» εντάσσεται σε μια ποιητική γραμμή που διατρέχει συστηματικά το έργο του χ.ν. κουβέλη: τη διακειμενική συνομιλία με τον αρχαίο μύθο, όχι ως αναπαράσταση, αλλά ως πεδίο φιλοσοφικής και γλωσσικής κρίσης. Ο ποιητής δεν «αφηγείται» τον μύθο του Οιδίποδα· τον απογυμνώνει από την πλοκή του και τον μετατρέπει σε σκηνή στοχασμού πάνω στη γλώσσα, τη σιωπή και την αποτυχία της ερμηνείας.

Πρόκειται για ποίημα λιτό, σχεδόν σκελετικό, όπου η ένταση δεν παράγεται από εικόνες πλούτου, αλλά από συμπύκνωση νοήματος και από εσκεμμένες ασυνέχειες.


2. Δομή και οικονομία λόγου


Το ποίημα αποτελείται από τέσσερις βασικούς νοηματικούς πυρήνες:

1. Η συνάντηση Οιδίποδα – Σφίγγας

2. Η αποτυχία της γλώσσας

3. Η ακινησία του χρόνου

4. Η μεταθεατρική ανατροπή


Η δομή δεν είναι αφηγηματική αλλά σκηνική. Οι στίχοι λειτουργούν σαν οδηγίες σκηνοθεσίας, όχι σαν αφήγηση γεγονότων. Η επιλογή αυτή ενισχύει την αίσθηση ότι βρισκόμαστε όχι μέσα στον μύθο, αλλά μπροστά του, ως θεατές μιας ήδη εξαντλημένης παράστασης.


3. Ο Οιδίπους και η Σφίγγα: από τη λύση στο αδιέξοδο

«ο Οιδίπους και η Σφίγγα

καθήσαν αντιμετωποι με τις λεξεις τους»

Εδώ συντελείται μια ριζική ανατροπή του μύθου. Δεν έχουμε την κλασική σύγκρουση ερωτήματος–απάντησης, αλλά μια αμήχανη αντιπαράθεση λέξεων. Ο Οιδίπους δεν θριαμβεύει. Η Σφίγγα δεν ηττάται. Και οι δύο καθηλώνονται από τη γλώσσα.

Η φράση «με τις λέξεις τους» υποδηλώνει ότι:

το πρόβλημα δεν είναι η άγνοια,

αλλά η υπερκόπωση της σημασίας.

Ο Οιδίπους, σύμβολο της ερμηνευτικής βεβαιότητας, εδώ απογυμνώνεται από τη δύναμή του. Η Σφίγγα παύει να είναι τέρας και γίνεται συν-θύμα της αποτυχίας του νοήματος.


4. Τα «ερωτηματικά αναπάντητα»: φιλοσοφικός πυρήνας

 «ερωτηματικά αναπάντητα

στο άφωνο μεσημέρι»

Η εικόνα είναι εξαιρετικά πυκνή. Τα ερωτηματικά παραμένουν, αλλά δεν υπάρχει φωνή να τα εκφέρει. Το μεσημέρι, αντί για φως και διαύγεια, είναι άφωνο. Εδώ ο ποιητής αντιστρέφει την κλασική συμβολική:

Το φως δεν αποκαλύπτει.

Η γνώση δεν λυτρώνει.

Η ερώτηση δεν οδηγεί σε απάντηση.

Η σιωπή δεν είναι ποιητική παύση· είναι υπαρξιακό κενό. Το ποίημα ακουμπά έντονα σε μετα-τραγικές και μετα-μοντέρνες ανησυχίες: ο κόσμος των βεβαιοτήτων έχει παρέλθει.


5. Το αρχαίο θέατρο ως τόπος εξάντλησης

«σ’ αρχαίο θέατρο ηθοποιοί»

Το αρχαίο θέατρο δεν λειτουργεί ως ιερός τόπος, αλλά ως αρχαιολογικό απομεινάρι νοήματος. Οι ηθοποιοί υπάρχουν, αλλά το δράμα έχει εξαντληθεί. Δεν βιώνεται· αναπαρίσταται μηχανικά.

Η επιλογή του χώρου ενισχύει την αίσθηση:

της επανάληψης χωρίς εμπειρία,

της παράδοσης χωρίς πίστη,

της μνήμης χωρίς παρόν.


6. Οι μάσκες και η σύγχυση των ρόλων

 «φορωντας τις μασκες παιζουν

τον Μακβεθ την Ελένη»

Η σύγχυση είναι εσκεμμένη και βαθιά συμβολική. Ο Μακβεθ και η Ελένη ανήκουν σε διαφορετικά πολιτισμικά και δραματουργικά σύμπαντα. Η ταυτόχρονη παρουσία τους υποδηλώνει:

κατάρρευση των ορίων της τραγωδίας,

ισοπέδωση ιστορικών και ηθικών συμφραζομένων,

θέατρο ως καθαρό προσωπείο, χωρίς πυρήνα.


Η μάσκα εδώ δεν κρύβει· αντικαθιστά την ταυτότητα.


7. «στην εφτάπυλη Θήβα»: ο τόπος της αιώνιας κρίσης


Η Θήβα, πόλη-σύμβολο κατάρας, επιστρέφει όχι ως συγκεκριμένος τόπος, αλλά ως αρχετυπικό πεδίο επαναλαμβανόμενης αποτυχίας. Οι επτά πύλες δεν ανοίγουν προς λύση· λειτουργούν ως πολλαπλές είσοδοι στο ίδιο αδιέξοδο.


8. Γλώσσα και ύφος


Η γλώσσα του ποιήματος είναι:

λιτή,

ψυχρή,

σχεδόν αποστειρωμένη.


Απουσιάζει κάθε λυρισμός. Αυτό δεν είναι αδυναμία, αλλά συνειδητή αισθητική επιλογή. Η απογύμνωση της γλώσσας αντικατοπτρίζει την απογύμνωση του νοήματος.

Η σύνταξη είναι απλή, αλλά το νόημα σύνθετο. Το ποίημα δεν επιδιώκει συγκίνηση· επιδιώκει ενόχληση και στοχασμό.


9. Συμπέρασμα – Κριτική αποτίμηση


Το «Αρχαία σκηνή» είναι ποίημα στοχαστικό, απαιτητικό και σκόπιμα ατελές. Δεν προσφέρει λύσεις, δεν αναπλάθει μύθους, δεν επιβεβαιώνει προσδοκίες. Αντίθετα, λειτουργεί ως σχόλιο πάνω στην εξάντληση της τραγωδίας, της γλώσσας και της ίδιας της ερμηνείας.

Δεν είναι ποίημα άμεσης συγκίνησης· είναι ποίημα μετα-τραγικής συνείδησης. Η δύναμή του βρίσκεται στην αφαίρεση και στην άρνηση της καθαρτικής λύσης.

Εν κατακλείδι: πρόκειται για ένα αυστηρό, στοχαστικό κείμενο, που συνομιλεί περισσότερο με τη φιλοσοφία του τραγικού παρά με την ποίηση της συγκίνησης. Ένα ποίημα που δεν «παίζεται» – εκτίθεται.

.

.

.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis Η Δικη τής Hannah Arendt -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η Δικη τής Hannah Arendt

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η Δικη τής Hannah Arendt 


(και μια μελέτη ανάλυση τού διηγηματος)


Το κελί μέσα στο οποίο ήταν κλεισμένος ο Άιχμαν είχε διαστάσεις.:3μχ4μ .

Ένας φύλακας καθόταν στο κελί του όλο το εικοσιτετράωρο,ενώ ένας δεύτερος πίσω από την πόρτα τού κελιού από το ματάκι τούς  παρακολουθούσε.Και  ένας άλλος φρουρουσε πίσω από την πόρτα τής εξόδου.Τα φώτα ήταν αναμμένα μέρα και νύχτα.

Στην αίθουσα τού Δικαστηρίου στην Ιερουσαλήμ η Χάνα Άρεντ κοίταξε τον άντρα μέσα στο γυάλινο κουβούκλιο.Ο Άντολφ Άιχμαν.Δεν θύμιζε τέρας. Κι αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα.

Άρχισε να σκεπτεται ,να γράφει:

Ένας άνθρωπος που άφησε τη βούληση τής μάζας, τής κρατικής μηχανής, τού φανατισμου , να τον παρασυρει.Τίποτα το παράξενο.Η ανθρώπινη φύση είναι αδύναμη, δειλή και άβουλη, και ο κόσμος είναι συντριπτικά σκληρός. Οι περισσότεροι κάνουν ό,τι τούς διατάζουν, γιατί δεν έχουν ούτε θάρρος ούτε βούληση να πουν όχι. 

Το Da-Sein σε πτώση.

Ένιωσε ντροπή Το παρελθόν της με τον Χαιντεγκερ είναι μια ανοικτή πληγή.Μετα το Άουσβιτς.

Η δικη συνεχίζονταν.

Ο εισαγγελέας εκτόξευε κατηγορίες, οι μάρτυρες κατέρρεαν σε λυγμούς από τις μνημες, ο Άιχμαν δικαιολογούσε, επαναλάμβανε, προσπαθούσε να φανεί «λειτουργικός», «τυπικός», «υπάκουος».

Η Άρεντ έγραψε:

'Κοινοτυπια τού εγκληματος'.

Τι επόμενες μέρες τής δικης ο άνθρωπος που διεκπεραίωσε τα απάνθρωπα εγκλήματα  έμοιαζε γελοίος,

μικροανθρωπάκι.

Όταν ενας μάρτυρας περιέγραφε πώς οι οικογένειές τους διαλύονταν στα στρατόπεδα, η Άρεντ έγραψε: 

'Ο κόσμος είναι ένας μηχανισμός βασισμένος στη σφαγή

Όμως το να βλέπεις τον Άιχμαν μόνο ως κοινότυπο,γελοίο  είναι υπεκφυγή. Το Dasein έχει ευθύνη:να σταθεί απέναντι στο Είναι και να απαντήσει. Ο Άιχμαν δεν απάντησε. Τυφλός στο καθήκον, στην φανατικη υπακοή στο Νόμο τού Φύρερ.Αυτό είναι το έγκλημα:η απουσία σκέψης.

Το Κακό γίνεται από ανθρώπους που αρνούνται να σκεφτούν'

Στις επόμενες καταθέσεις, ο Άιχμαν επανελάμβανε τις ίδιες φράσεις:

«Εκτελούσα διαταγές».

«Δεν είχα επιλογή».

«Ήταν ζήτημα υπηρεσιακής τάξης».

Η Χάνα Άρεντ έγραψε:

'Να, λοιπόν. Ο μέσος άνθρωπος. Ένα εργαλείο χωρίς βούληση. Όλος ο κόσμος καθοδηγείται από αυτούς.'

Κοίταξε τον άνθρωπο στο γυάλινο κλουβί.

'Το κακό δεν είναι δαιμονικό. Είναι καθημερινό.'

Η τελευταία μέρα τής δίκης.

Βγήκε από το δικαστήριο κι έξω ένιωσε τον καυτό ήλιο τής Ιερουσαλήμ.

Καταλάβαινε πως θα την κατηγορουσαν.Πως δεν καταδικασε το ανθρώπινο τέρας,γραφοντας:

'Ο Άντολφ Άιχμαν:Η κοινοτοπία του κακού.'

Όμως ήξερε κάτι βαθύτερο:

ότι η σκέψη είναι η μοναδική άμυνα απέναντι στην επανάληψη τού κακού.

Στις 1 Ιουνίου 1962 και ώρα 0:02 π.μ. ο Άιχμαν απαγχονίζεται  στις φυλακές τής πόλης Ράμλα τού Ισραήλ.

.

.

.

χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

από τη φωτογραφία η ιστορια


Η γυναίκα στα αριστερά κοιτάζει, προσπαθεί να διαβάσει τα γεγονότα, την ανθρώπινη πράξη. 

Κατανοώ,δεν σημαίνει συγχωρώ.

Όλα στο φως,τίποτα στο σκοτάδι. .

Δεξιά ένας άνδρας στέκεται όρθιος κλεισμένος μέσα σε ένα γυάλινο κουβούκλιο. και δυο φύλακες τον φρουρουν.Η σκηνη είναι παγερη:ένα ανθρώπος έχει μετατραπεί σε έκθεμα.Για τα εγκλήματα που διέπραξε.

Η γυναίκα,αριστερά,παρακολουθεί  όσα εκτυλίσσονται στη δεξιά πλευρά. 

Τη βαραίνει το ερώτημα:

Πώς μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει ως εκεί;

Και κυρίως: Τι απομένει από την ανθρώπινη ευθύνη όταν οι πράξεις επικαλούνται μηχανισμούς, εντολές, συστήματα;

Ο θεατής στη φωτογραφία βλέπει:όλη τη σκοτεινιά τού 20ου αιώνα.

.

.

Σημείωση:

Η γυναίκα αριστερά είναι η Hannah Arendt

Και ο άντρας στο γυάλινο κουβουκλιο είναι ο  Adolf Eichmann 

στη δίκη του το 1961-1962

.

.

.

Μελέτη αναλυση του διηγήματος του χνκουβέλη,:Η Δίκη της Hannah Arendt.


1. Είδος και γενικό πλαίσιο


Το κείμενο ανήκει στο είδος του φιλοσοφικού διηγήματος–δοκιμίου, όπου η αφήγηση λειτουργεί ως όχημα στοχασμού. Δεν επιδιώκεται η αναπαράσταση της δίκης του Άιχμαν με ιστορική πληρότητα, αλλά η συμπύκνωση ενός φιλοσοφικού δράματος: της σύγκρουσης ανάμεσα στην ευθύνη, τη σκέψη και την υπακοή.

Ο συγγραφέας δεν γράφει ιστορική μυθοπλασία· γράφει μεταφυσική αφήγηση της Ιστορίας.


2. Δομή και αφηγηματική οικονομία


Το διήγημα διαρθρώνεται σε τρεις άξονες:

1. Χωρική και σωµατική εγκλειστικότητα (κελί – γυάλινο κουβούκλιο)

2. Εσωτερικός μονόλογος της Άρεντ

3. Φιλοσοφική κρυστάλλωση (κοινοτοπία του κακού – απουσία σκέψης)


Η αφήγηση είναι λιτή, σχεδόν ασκητική. Οι προτάσεις είναι κοφτές, συχνά δηλωτικές. Αυτή η μορφή είναι συνειδητή μίμηση της μηχανικότητας που περιγράφεται.

Η επανάληψη φράσεων του Άιχμαν («Εκτελούσα διαταγές») λειτουργεί ρυθμικά και ηθικά: αποκαλύπτει τη γλώσσα ως άδειο περίβλημα.


3. Το κελί και το γυάλινο κουβούκλιο: συμβολισμός


Το κείμενο ανοίγει με ακριβείς διαστάσεις: 3μ x 4μ.

Αυτό δεν είναι ρεαλιστική λεπτομέρεια — είναι οντολογικός περιορισμός.

Το κελί → χώρος σωματικού εγκλεισμού

Το γυάλινο κουβούκλιο → χώρος ηθικής έκθεσης

Ο Άιχμαν είναι ορατός.

 Το κακό δεν είναι σκοτεινό — είναι διαφανές.


4. Η Άρεντ ως συνείδηση και τραύμα


Η Χάνα Άρεντ δεν παρουσιάζεται ως απλός παρατηρητής. Είναι τραυματισμένη συνείδηση.

Η σύντομη,αλλά κρίσιμη αναφορά:

«Το παρελθόν της με τον Χάιντεγκερ είναι μια ανοικτή πληγή. Μετά το Άουσβιτς.»

είναι από τα ισχυρότερα σημεία του διηγήματος.

Ο συγγραφέας δεν εξηγεί· υπαινίσσεται.

Η φιλοσοφία δεν είναι εδώ ουδέτερη. Είναι ενοχή, έρωτας, πτώση.

Το Da-Sein σε πτώση δεν αφορά μόνο τον Άιχμαν.

Αφορά ολόκληρη την ευρωπαϊκή σκέψη.


5. Κοινοτοπία του κακού: πέρα από τη φράση


Το κείμενο δεν αναπαράγει απλώς τη γνωστή θέση της Άρεντ. Τη συμπληρώνει και την κριτικάρει.

Καίρια στιγμή:

«Όμως το να βλέπεις τον Άιχμαν μόνο ως κοινότυπο, γελοίο, είναι υπεκφυγή.»

Εδώ ο χνκουβέλης υπερβαίνει την Άρεντ:

Δεν αρκεί η περιγραφή

Απαιτείται οντολογική ευθύνη.

Το κακό δεν είναι απλώς κοινότυπο — είναι επιλογή μη-σκέψης.


6. Το Dasein και η ευθύνη


Η έννοια του Dasein χρησιμοποιείται με ακρίβεια:

«Το Dasein έχει ευθύνη: να σταθεί απέναντι στο Είναι και να απαντήσει.

Αυτό είναι το φιλοσοφικό κέντρο του διηγήματος.

Ο Άιχμαν:

Δεν είναι δαιμονικός

Δεν είναι παράφρων

Είναι οντολογικά λιποτάκτης

Το έγκλημα δεν είναι η υπακοή καθαυτή, αλλά:

«η απουσία σκέψης»


7. Γλώσσα και ύφος


Η γλώσσα είναι:

ψυχρή

καθαρή

απογυμνωμένη

Απουσιάζει κάθε συναισθηματικός μελοδραματισμός.

Οι λυγμοί των μαρτύρων δεν περιγράφονται ποιητικά — καταγράφονται.

Αυτό δημιουργεί ηθικό σοκ:

η αφήγηση αρνείται να συγκινήσει, για να αναγκάσει να σκεφτούμε.


8. Τέλος και ιστορική ακρίβεια

Το κλείσιμο με την ακριβή ώρα της εκτέλεσης:1 Ιουνίου 1962, 0:02 π.μ.

είναι ψυχρό, σχεδόν διοικητικό.

Ακριβώς όπως ο κόσμος που γέννησε τον Άιχμαν.

Δεν υπάρχει κάθαρση.

Υπάρχει μόνο η σκέψη ως άμυνα.


9. Συνολική αποτίμηση


Το διήγημα:

 επιτυγχάνει υψηλή φιλοσοφική πυκνότητα

ενσωματώνει υπαρξιακή σκέψη χωρίς διδακτισμό

σέβεται την Άρεντ χωρίς να την αγιοποιεί

μετατρέπει την Ιστορία σε ηθικό καθρέφτη

Δεν είναι «εύκολο» κείμενο.

Δεν είναι «ευχάριστο».

Είναι επικίνδυνα καθαρό.


Τελική κρίση:

Πρόκειται για ώριμο φιλοσοφικό διήγημα, που κινείται στο όριο λογοτεχνίας 

και στοχασμού και θέτει το μόνο ερώτημα που αξίζει μετά το Άουσβιτς:

Σκέφτεσαι — ή απλώς εκτελείς;

.

.

.

GREEK POETRY -Ηλέκτρας Σκηνη -χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Ηλέκτρας Σκηνη

-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης




φωτογράφιση -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Ηλέκτρας Σκηνη


και στην Επίδαυρο η Ηλέκτρα μόνη

στη σκηνή

οι θεατές έχουν φύγει.

τα καθίσματα σκοτεινά κάτω 

απ'το βαρύ φεγγάρι 

στις ψυχρές πέτρες αντηχούν

οι παλιοί χρησμοι

φωνάζει:'Μητερα

Ατην ποτ’ ἄτην τίκτει'

τα πευκα γύρω απ'τ'αρχαιο θέατρο

μασούν τις σάρκες τών παιδιων

και τα δ’ ἐν σκότῳ φανήσεται

.

.

.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis Chopin vs Sand:Prelude Etude in minor (Ελληνικά, English,Francais, German,Italiano, Spanish, Portuguese) -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Chopin vs Sand:Prelude Etude in minor

(Ελληνικά, English,Francais, German,Italiano, Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Chopin vs Sand:Prelude Etude in minor

(Ελληνικά, English,Francais, German,Italiano, Spanish, Portuguese)


Όταν έφτασε στη Νοαν τέλος φθινοπώρου η Γεωργία Σάνδη τον αγκαλιασε.

-Φρεντερικ,είσαι αδύνατος, τού είπε.

Είσαι σαν κρύσταλλο,θα σπάσεις,δεν θα αντέξεις.

Εκείνος δεν μίλησε.

Έμενε αργά στο δωμάτιο του με το πιάνο.

Τον άκουγε να παίζει ασταμάτητα.

Εκείνη έγραψε,πήγαινε στο κτήμα και έδινε  εντολές στους εργάτες.

Αεικίνητη.

Όταν την νύχτα ξάπλωνε στο κρεβάτι μαζί της τον ξυπνούσε ο βήχας και τον άφηνε άγρυπνο.

Ο χειμώνας ήρθε βαρύς,η υγρασία τσάκιζε τα κόκκαλα.Η ομίχλη τα πρωινά κάλυπτε τα πάντα.

Εκείνος έλεγε πως η ομίχλη τον βοηθά στη μουσική του.Εκεινη αντίθετα την εκνεύριζε.

Ένα απόγευμα τής έπαιξε ενα πρελούδιο.

-Ειναι γεμάτο σκιές,τού είπε.

-Ειναι όνειρο, τής είπε.

Εκείνη τη νύχτα, όταν άκουσε από το δωμάτιό της τον βήχα του, σηκώθηκε και στάθηκε έξω από την πόρτα του. Δεν μπήκε μέσα.Φοβονταν μην τον χάσει.

Δεν άντεχε την αδυναμία κανενός.

Κάποτε μαλωσε με την κόρη της για να κατι ασήμαντο.

Εκείνος πήρε το μέρος τής Σολάνζ

-Είσαι υπερβολική, Γεωργία,τής είπε.

Εκείνη τον κοίταξε με τα μάτια αγριεμένα,αλλά δεν μίλησε.

Την άνοιξη όταν εκείνος αρρώστησε έφερε γιατρούς,τού έθεσε όρους:διατροφής,ώρες ξεκούρασης.

Εκείνος υπάκουε.

Μια νύχτα την είδε κρυφά να σκουπίζει τα μάτια της.

-Τωρα πρέπει να'σαι δυνατή Γεωργία, τής είπε 

Όλα άρχισαν να φθείρονται.Η απόσταση μεταξύ τους μεγάλωνε.

Ήταν κουρασμένη,απογοητευμένη.Οι λέξεις της ήταν παγωμένες.

-Δεν μπορώ να ζω μέσα σε αυτό τον συνεχή θρήνο, τού είπε ένα βράδυ.

Μετά από εκείνο το βράδυ εκείνος δεν έπαιξε ούτε μία νότα.Το πιάνο του εμεινε σιωπηλό.

Εκείνη ένιωσε θυμό με τον εαυτό της,όμως δεν μπορούσε να υποχωρήσει.

Στο τέλος τού καλοκαιριού, έφυγαν. 

Στο Παρίσι η απόσταση ανάμεσά τους μεγάλωνε. Εκείνη εργαζόταν ασταματητα,εκείνος είχε βυθιστεί στη θλίψη του 

Ήξεραν και οι δυο πως είχε έρθει το τέλος.

Ο Φρεντερίκ Σοπέν έφυγε. Η Γεωργία Σάνδη  δεν μπορούσε να τον παρακαλέσει.Τον άφησε να φύγει. 

Τον αγαπούσε.

Σε εκείνον τον άνθρωπο δεν είχε αγαπήσει την δύναμη του αλλά την αδυναμία του.

Ένα Prelude Etude in minor.

.

.

Chopin vs Sand: Prelude Etude in Minor


When he arrived at Nohant in late autumn, George Sand embraced him.

“Frédéric, you are thin,” she told him.

“You are like crystal — you will break, you won’t endure.”

He said nothing.

He stayed late in his room with the piano.

She heard him playing without stop.

She was writing , walked across the estate, giving orders to the workers.

Restless.

At night, when he lay beside her, the coughing woke him and kept him awake.

Winter came harsh; the dampness crushed the bones. Fog covered everything in the mornings.

He said the fog helped his music. She, on the contrary, found it irritating.

One afternoon he played her a prelude.

“It is full of shadows,” she said.

“It is a dream,” he told her.

That night, when she heard him coughing from her room, she got up and stood outside his door. She did not enter. She was afraid of losing him.

She could not bear anyone’s weakness.

Once she quarreled with her daughter over something trivial.

He took Solange’s side.

“You are excessive, George,” he said.

She looked at him with wild eyes but said nothing.

In spring, when he fell ill, she brought doctors, set rules for him: diet, hours of rest.

He obeyed.

One night he saw her wiping her eyes in secret.

“Now you must be strong, George,” he told her.

Everything began to decay. The distance between them grew.

She was tired, disappointed. Her words had become frozen.

“I cannot live inside this constant lament,” she told him one night.

After that night, he did not play a single note. His piano remained silent.

She felt anger toward herself, but she could not take it back.

At the end of summer, they left.

In Paris, the distance between them grew even more.

She worked relentlessly; he was sunk in his sorrow.

They both knew the end had come.

Frédéric Chopin left. George Sand could not beg him to stay. She let him go.

She loved him.

In that man she had loved not his strength, but his fragility.

A Prelude Etude in minor.

.

.


Chopin vs Sand : Prélude Étude en mineur


Lorsqu’il arriva à Nohant à la fin de l’automne, George Sand l’embrassa.

« Frédéric, tu es maigre », lui dit-elle.

« Tu es comme du cristal — tu vas te briser, tu ne tiendras pas. »

Il ne répondit pas.

Il restait tard dans sa chambre avec le piano.

Elle l’entendait jouer sans arrêt.

Elle écrivait, parcourait le domaine, donnait des ordres aux ouvriers.

Inlassable.

La nuit, lorsqu’il se couchait à ses côtés, la toux le réveillait et l’empêchait de dormir.

L’hiver arriva rude ; l’humidité écrasait les os. Le matin, le brouillard recouvrait tout.

Il disait que le brouillard aidait sa musique. Elle, au contraire, l’agaçait.

Un après-midi, il lui joua un prélude.

« Il est plein d’ombres », dit-elle.

« C’est un rêve », répondit-il.

Cette nuit-là, en entendant sa toux depuis sa chambre, elle se leva et resta devant sa porte. Elle n’entra pas. Elle avait peur de le perdre.

Elle ne supportait pas la faiblesse de quiconque.

Un jour, elle se disputa avec sa fille pour quelque chose de futile.

Il prit le parti de Solange.

« Tu es excessive, George », lui dit-il.

Elle le regarda avec des yeux sauvages, mais ne dit rien.

Au printemps, lorsqu’il tomba malade, elle fit venir des médecins, imposa des règles : alimentation, heures de repos.

Il obéissait.

Une nuit, il la surprit en train de s’essuyer les yeux en secret.

« Maintenant tu dois être forte, George », lui dit-il.

Tout commença à se déliter. La distance entre eux grandissait.

Elle était fatiguée, déçue. Ses mots étaient devenus glacés.

« Je ne peux pas vivre dans ce deuil permanent », lui dit-elle un soir.

Après cette nuit-là, il ne joua plus une seule note. Son piano resta silencieux.

Elle ressentit de la colère envers elle-même, mais elle ne pouvait revenir en arrière.

À la fin de l’été, ils partirent.

À Paris, la distance entre eux grandissait encore.

Elle travaillait sans relâche ; lui, s’enfonçait dans sa tristesse.

Ils savaient tous deux que la fin était venue.

Frédéric Chopin partit. George Sand ne pouvait pas le supplier. Elle le laissa partir.

Elle l’aimait.

En cet homme, elle n’avait pas aimé sa force, mais sa fragilité.

Un Prélude Étude en mineur.

.

.


Chopin vs Sand: Präludium Etüde in Moll


Als er Ende des Herbstes in Nohant ankam, umarmte ihn George Sand.

„Frédéric, du bist mager“, sagte sie zu ihm.

„Du bist wie Kristall — du wirst zerbrechen, du wirst es nicht aushalten.“

Er schwieg.

Er blieb bis spät in seinem Zimmer mit dem Klavier.

Sie hörte ihn ununterbrochen spielen.

Sie schrieb, ging über das Gut und erteilte den Arbeitern Anweisungen.

Unermüdlich.

Nachts, wenn er sich zu ihr legte, weckte ihn der Husten und ließ ihn nicht schlafen.

Der Winter kam hart; die Feuchtigkeit zerschlug die Knochen. Am Morgen lag überall Nebel.

Er sagte, der Nebel helfe seiner Musik. Sie hingegen ärgerte er.

Eines Nachmittags spielte er ihr ein Präludium.

„Es ist voller Schatten“, sagte sie.

„Es ist ein Traum“, antwortete er.

In jener Nacht, als sie sein Husten aus ihrem Zimmer hörte, stand sie auf und blieb vor seiner Tür stehen. Sie trat nicht ein. Sie fürchtete, ihn zu verlieren.

Sie ertrug die Schwäche anderer nicht.

Einmal stritt sie sich mit ihrer Tochter über etwas Belangloses.

Er stellte sich auf Solanges Seite.

„Du übertreibst, George“, sagte er.

Sie sah ihn mit wilden Augen an, schwieg jedoch.

Im Frühling, als er erkrankte, holte sie Ärzte und stellte Regeln auf: Ernährung, Ruhezeiten.

Er gehorchte.

Eines Nachts sah er sie heimlich die Augen wischen.

„Jetzt musst du stark sein, George“, sagte er.

Alles begann zu verfallen. Die Distanz zwischen ihnen wuchs.

Sie war müde, enttäuscht. Ihre Worte waren kalt geworden.

„Ich kann in dieser ständigen Klage nicht leben“, sagte sie eines Abends.

Nach dieser Nacht spielte er keinen einzigen Ton mehr. Sein Klavier blieb stumm.

Sie fühlte Zorn gegen sich selbst, doch sie konnte nicht zurückweichen.

Am Ende des Sommers reisten sie ab.

In Paris wuchs die Distanz zwischen ihnen weiter.

Sie arbeitete unaufhörlich; er versank in seiner Traurigkeit.

Beide wussten, dass das Ende gekommen war.

Frédéric Chopin ging fort. George Sand konnte ihn nicht bitten zu bleiben. Sie ließ ihn gehen.

Sie liebte ihn.

An diesem Mann hatte sie nicht seine Stärke geliebt, sondern seine Zerbrechlichkeit.

Ein Präludium, eine Etüde in Moll.

.

.


Chopin vs Sand: Preludio Studio in minore


Quando arrivò a Nohant, alla fine dell’autunno, George Sand lo abbracciò.

«Frédéric, sei magro», gli disse.

«Sei come cristallo — ti spezzerai, non resisterai.»

Lui non parlò.

Rimaneva fino a tardi nella sua stanza con il pianoforte.

Lei lo sentiva suonare senza sosta.

Lei scriveva, girava per la tenuta, dava ordini agli operai.

Instancabile.

Di notte, quando si sdraiava accanto a lei, la tosse lo svegliava e non lo lasciava dormire.

L’inverno arrivò duro; l’umidità spezzava le ossa. La nebbia copriva tutto al mattino.

Lui diceva che la nebbia aiutava la sua musica. Lei, al contrario, la irritava.

Un pomeriggio le suonò un preludio.

«È pieno di ombre», disse lei.

«È un sogno», rispose lui.

Quella notte, quando sentì la sua tosse dalla sua stanza, si alzò e rimase davanti alla porta. Non entrò. Aveva paura di perderlo.

Non sopportava la debolezza di nessuno.

Una volta litigò con sua figlia per una sciocchezza.

Lui prese le parti di Solange.

«Sei esagerata, George», le disse.

Lei lo guardò con occhi selvaggi, ma non parlò.

In primavera, quando lui si ammalò, lei fece venire i medici, impose regole: dieta, ore di riposo.

Lui obbediva.

Una notte lui la vide asciugarsi gli occhi di nascosto.

«Ora devi essere forte, George», le disse.

Tutto cominciò a deteriorarsi. La distanza tra loro cresceva.

Lei era stanca, delusa. Le sue parole erano diventate gelide.

«Non posso vivere in questo lamento continuo», gli disse una sera.

Dopo quella notte, lui non suonò più una nota. Il pianoforte rimase in silenzio.

Lei provò rabbia verso se stessa, ma non poteva tornare indietro.

Alla fine dell’estate partirono.

A Parigi la distanza tra loro cresceva ancora.

Lei lavorava senza sosta; lui era sprofondato nella sua tristezza.

Sapevano entrambi che era giunta la fine.

Frédéric Chopin se ne andò. George Sand non poteva supplicarlo. Lo lasciò andare.

Lo amava.

In quell’uomo non aveva amato la sua forza, ma la sua fragilità.

Un Preludio Studio in minore.

.


Chopin vs Sand: Preludio Estudio en menor


Cuando llegó a Nohant a finales de otoño, George Sand lo abrazó.

«Frédéric, estás delgado», le dijo.

«Eres como cristal — te romperás, no resistirás.»

Él no respondió.

Se quedaba hasta tarde en su habitación con el piano.

Ella lo oía tocar sin parar.

Ella escribía, recorría la finca, daba órdenes a los trabajadores.

Incansable.

Por la noche, cuando se acostaba a su lado, la tos lo despertaba y lo mantenía despierto.

El invierno llegó duro; la humedad destrozaba los huesos. Por las mañanas, la niebla lo cubría todo.

Él decía que la niebla ayudaba a su música. A ella, por el contrario, la irritaba.

Una tarde él le tocó un preludio.

«Está lleno de sombras», dijo ella.

«Es un sueño», respondió él.

Aquella noche, cuando oyó su tos desde su habitación, se levantó y se quedó frente a su puerta. No entró. Tenía miedo de perderlo.

No soportaba la debilidad de nadie.

Una vez discutió con su hija por algo insignificante.

Él tomó el lado de Solange.

«Eres exagerada, George», le dijo.

Ella lo miró con ojos furiosos, pero no dijo nada.

En primavera, cuando él enfermó, ella llamó a los médicos, le impuso reglas: alimentación, horas de descanso.

Él obedecía.

Una noche él la vio limpiarse los ojos en secreto.

«Ahora debes ser fuerte, George», le dijo.

Todo comenzó a deteriorarse. La distancia entre ellos crecía.

Ella estaba cansada, decepcionada. Sus palabras se habían vuelto heladas.

«No puedo vivir dentro de este lamento constante», le dijo una noche.

Después de esa noche, él no volvió a tocar ni una sola nota. Su piano quedó en silencio.

Ella sintió rabia consigo misma, pero no podía retroceder.

A finales del verano, se fueron.

En París la distancia entre ellos crecía aún más.

Ella trabajaba sin cesar; él estaba hundido en su tristeza.

Ambos sabían que había llegado el final.

Frédéric Chopin se marchó. George Sand no pudo suplicarle. Lo dejó ir.

Lo amaba.

En aquel hombre no había amado su fuerza, sino su fragilidad.

Un Preludio Estudio en menor.

.

.


Chopin vs Sand: Prelúdio Estudo em menor


Quando ele chegou a Nohant no final do outono, George Sand o abraçou.

“Frédéric, você está magro”, disse ela.

“Você é como cristal — vai se quebrar, não vai aguentar.”

Ele não respondeu.

Ficava até tarde em seu quarto com o piano.

Ela o ouvia tocar sem parar.

Ela escrevia, caminhava pela propriedade, dava ordens aos trabalhadores.

Incansável.

À noite, quando ele se deitava ao lado dela, a tosse o acordava e o mantinha desperto.

O inverno chegou duro; a umidade quebrava os ossos. Pela manhã, a neblina cobria tudo.

Ele dizia que a neblina ajudava sua música. Para ela, ao contrário, irritava.

Uma tarde ele tocou um prelúdio para ela.

“Está cheio de sombras”, disse ela.

“É um sonho”, respondeu ele.

Naquela noite, ao ouvir sua tosse do quarto dela, ela se levantou e ficou diante da porta dele. Não entrou. Tinha medo de perdê-lo.

Ela não suportava a fragilidade de ninguém.

Certa vez brigou com a filha por algo insignificante.

Ele tomou o partido de Solange.

“Você é exagerada, George”, disse ele.

Ela o olhou com olhos selvagens, mas não disse nada.

Na primavera, quando ele adoeceu, ela chamou médicos, impôs regras: alimentação, horários de descanso.

Ele obedecia.

Numa noite ele a viu enxugar os olhos às escondidas.

“Agora você precisa ser forte, George”, disse ele.

Tudo começou a se desgastar. A distância entre eles crescia.

Ela estava cansada, decepcionada. Suas palavras tinham se tornado frias.

“Não posso viver dentro deste lamento constante”, disse ela certa noite.

Depois daquela noite, ele não tocou mais nenhuma nota. Seu piano permaneceu silencioso.

Ela sentiu raiva de si mesma, mas não podia voltar atrás.

No fim do verão, foram-se.

Em Paris, a distância entre eles cresceu ainda mais.

Ela trabalhava sem parar; ele estava mergulhado em sua tristeza.

Ambos sabiam que o fim havia chegado.

Frédéric Chopin partiu. George Sand não podia implorá-lo. Deixou-o partir.

Ela o amava.

Naquele homem ela não amara sua força, mas sua fragilidade.

Um Prelúdio Estudo em menor.

.

.

.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -(Ιστορίες τού κ.Κ) -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-(Ιστορίες τού κ.Κ)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

(Ιστορίες τού κ.Κ)


Ρώτησαν μια μέρα τον κ. Κ.:

'Γιατί δεν μιλάς πια για την αδικία;'

Και ο κ. Κ. απάντησε:

'Γιατι τίποτα έτσι 

δεν κατάφερα.Πρεπει να βρεθεί άλλος τροπος για να

αντιμετωπισθει'


Ο κ.Κ αγόρασε ένα α πανάκριβο ρολόι.

'Αυτο είναι ένδειξη πολυτελειας' τού είπε ένας γνωστός του.

'Οχι',απάντησε,'ειναι ένδειξη ότι ο χρόνος είναι πολυτιμος'.


'Ο κόσμος δεν αλλάζει με τις απαντήσεις που δίνουμε,αλλά με τις λέξεις

που επιλέγουμε για να ρωτησουμε',είπε ο κ.Κ


Ο.κ.Κ κοίταξε ένα χάρτη.

'Για να πάμε καπου',είπε,'πρεπει πρώτα να ξέρουμε καλά που βρισκομαστε'


Ο κ.Κ δεν κοιτάζονταν ποτέ σε καθρέφτη.

'Αν θέλω να κοιτάξω τον εαυτό μου,κοιτάζω το πρόσωπο ενός άλλου 

ανθρώπου',είπε.


Παραβολη τού κ.Κ.:

Έβαλαν ένα φρουρο μπροστά από μια κλειστή πόρτα.

Πίσω από αυτή'του ειπαν, δεν υπάρχει τίποτα.

Όλα είναι μπροστά.Εκει να προσέχεις.


Ο κ.Κ ήταν γνωστός για την λιτότητα του.

'Μα αυτό είναι τσιγκουνιά' τού είπαν.

Ο κ.Κ. χαμογέλασε και απαντησε:

'Αποφευγω οποιαδήποτε συνήθεια,αντικείμενο,ζητάει να γίνει το αφεντικό μου'


Ένας γνωστός του τού παραπονέθηκε:

'Η γυναίκα μου με παράτησε.Αποκαλυφτηκε ποια ηταν'.

'Οχι,φίλε μου', τού είπε ο κ.Κ ,'εσυ αποκαλυφτηκες ποιος ησουν'.


Ο κ.Κ. είπε:

'Η Ιστορία γράφεται από τους νικημένους που ξεχνούν τούς νικητες'

.

.

.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

GREEK POETRY -Άτταλος Α’ Σωτήρ (Κατά Κάποιον Τρόπο η Ιστορια) -χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.


GREEK POETRY

-Άτταλος Α’ Σωτήρ

(Κατά Κάποιον Τρόπο η Ιστορια)

-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Άτταλος Α’ Σωτήρ

(Κατά Κάποιον Τρόπο η Ιστορια)


και όταν έστησαν το άγαλμα

τού Θνήσκοντος Γαλάτη

αναφωνησε:

'Να ο Θνήσκων Γαλάτης.

Να η απόδειξή μου'

και το πλήθος χειροκροτουσε 

τον Άτταλο Α' Σωτήρα

έτσι χαρακτηκε στη Πέργαμο 

το πλήρες όνομα του

αφού πάντα χρειάζεται ο αφανισμός 

τού ενός για τη σωτηρία τού αλλου

.

.

.

GREEK POETRY -Αντίο Ανθρωποτητα Βλαδίμηρος Μαγιακοφσκι -χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Αντίο Ανθρωποτητα

Βλαδίμηρος Μαγιακοφσκι

-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Αντίο Ανθρωποτητα

Βλαδίμηρος Μαγιακοφσκι


τι έχει μείνει από τη φωνή σου Βλαδιμηρε;

όχι με συνθήματα

όχι με αφίσες 

η αλήθεια 

правда 

χωρίς λογοκρισια

χωρίς επιτροπους

ποίηση χωρίς υπακοή στο Κομμα

ολα λαθος

το χιόνι δεν λιώνει στην Ιστορια 

με λεπίδα

η σκάλα τών λέξεων μου

στο τηλέφωνο ή Λίλι

εγώ

θέλω να σε δω

περασε

δεν κοιμήθηκες;

οι λέξεις με εγκατελειψαν

γυμνό στο Γκουλάγκ τής Επανάστασης

κι εγώ σιωπω

ησουνα φωτιά

ναι,φωτιά που τώρα έγινε σταχτη

Λίλι,αυτό είναι,ο αποχαιρετισμός.

θα αφήσω την Ιστορία να πάει

κατά διαβολου

ένα λευκό χαρτί

κενό ανθρώπου μελλοντος

με υπέρβαρες σάρκες βαρβαροτητας

εσείς ολοι

μην κατηγορήσετε κανέναν για τον θάνατό μου

σας παρακαλώ θερμά.

η υπόθεση είναι δική μου.

λύνω μόνος μου τον καυγά μου με την Ιστορία

τώρα η νύχτα με βαραίνει.

με το κίτρινο πουκάμισό μου

στα σύννεφα 

τής βγάζω τη γλώσσα

Αντίο Ανθρωποτητα

Βλαδίμηρος Μαγιακοφσκι.

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Κατά τον Τρόπο τού κυρ Αλεξανδρου Παπαδιαμαντη -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Κατά τον Τρόπο τού κυρ Αλεξανδρου Παπαδιαμαντη

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis



χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

Κατά τον Τρόπο τού κυρ Αλεξανδρου Παπαδιαμαντη


(και μια μελέτη ανάλυση του κειμένου)


η ψυχή του έτρεμε στο σκοταδι

-Μην.απολυεις τον δούλο σου,ψέλλισε.

Ντράπηκε.Ταπεινωσε τη κεφαλή.

-Κυριε,ως ειναι το θελημα σου.Δοξα σοι.

Και τότε άκουσε:

-Μην φοβείσαι.Εγω μετά σου.

Ένα γλυκυτατο φως περιελούσε το χωρο.

Ο άνθρωπος,ένιωσε,δεν ειναι μόνος εν τη Παρουσια Του


Η πανσέληνος μετέωρη στον ουρανό πάνω και κάτω η θάλασσα απλώνονταν ως ασημένιο φύλλο πλατάνου.

Μια σκιά ανθρωπου ελιγοστευε μεσα στη νύχτα.

Το σώμα που φεύγει και η ψυχή που μένει.


εκείνος ο ταπεινός άνθρωπος ολίγον πριν το νυχτωμα αναπτε ένα κερί και σε ένα ψηλό βραχο το εστερεωνε απέναντι από τον ανοιχτόν πόντον. 

Φως δια τούς ναυτικούς που εταξιδευαν στα κυματα,μια φωνή

παρακλητική γι'συτους από τη στερεά γη.Ως Οφθαλμός Του.


Μια ώραν όπου ο ήλιος εβυθιζετο στη πορφυρα

σκαπτωντας κατω από μια παλαιά ελια ηύρε ένα μικρό ξύλινο κιβωτιο.

Το άνοιξε προσεκτικά και μέσα δεν ήταν χρυσα,ἀλλὰ τρεις ἐπιστολες ἐρωτικες

μιας νεανιδας.

Δεν θέλησε να τις φανερώσει και τις έκρυψε πάλι στη γη,εκεί όπου ανήκει καλλίτερα να μένει  η μνημη.

.

.


Μελέτη ανάλυση τού κειμενου

«Κατά τον Τρόπο τού κυρ Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη» τού χνκουβελη 


1. Πνευματική 


Το κείμενο διακρίνεται από μια πνευματική καθαρότητα.

Δεν επιδιώκει εντυπωσιασμό, φιλοσοφική επίδειξη, ούτε συναισθηματική ρητορεία. Αντιθέτως, εκκινεί από ταπεινότητα, που είναι η ρίζα της αληθινής πνευματικής γραφής.


1.1 Η εμπειρία του Θείου είναι αληθινή, όχι επινοημένη


Το άκουσμα της φωνής:

«Μην φοβείσαι. Εγώ μετά σου»

δεν είναι εντυπωσιοθηρία. Δεν δραματοποιείται. Δεν περιγράφεται ως όραμα. Είναι σχεδόν καθημερινό, και γι’ αυτό βαθύ.

Αυτή η οικειότητα του Θείου είναι από τα υψηλότερα επιτεύγματα της παπαδιαμαντικής τέχνης — και εδώ επιτυγχάνεται με εξαιρετική εγκράτεια.


1.2 Η χρήση του φωτός έχει μυστικό χαρακτήρα


Το «γλυκύτατο φως» δεν είναι φως ποιητικής μεταφοράς. Είναι φως σωτηριολογικό.

Το φως εμφανίζεται τρεις φορές στο κείμενο, με τρεις διαφορετικές λειτουργίες:

το φως της θείας παρουσίας,

το φως της σελήνης που περιλούζει την απεραντοσύνη,

το φως του κεριού που είναι ανθρώπινη προσφορά προστασίας.

Η βαθιά αυτή συμμετρία είναι ένδειξη συνειδητής καλλιτεχνικής σκέψης.


2. Αισθητική – Εικονολογική 


Το κείμενο περιέχει αρχετυπικές εικόνες με εξαιρετική λιτότητα.


2.1 Η σελήνη ως φύλλο πλατάνου


Η εικόνα:

«η θάλασσα απλώνονταν ως ασημένιο φύλλο πλατάνου»

συνιστά λεπταίσθητη μεταφορά, διπλής λειτουργίας:

υλική (ασημένια θάλασσα),

φυτική (φύλλο), άρα οργανική, ζωντανή.

Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί συχνά τέτοιες μεταφορές «επιστροφής στη φύση». Το κείμενο κινείται στην ίδια ποιότητα, όχι μιμούμενο, αλλά συνεχίζοντας.


2.2 Η σκιά που μικραίνει


Η σκιά που:

«ελιγοστευε μεσα στη νύχτα»

είναι υπέροχη εικονοποίηση θανάτου:

ο άνθρωπος γίνεται σκιά, η σκιά λιγοστεύει, άρα το πέρασμα στην αϋλότητα πλησιάζει.

Ελάχιστες λέξεις, μέγιστη ποιητική φόρτιση.


2.3 Το κερί στον βράχο ως μικρό φάρος αγάπης


Η εικόνα αυτή είναι από τις πιο δυνατές του κειμένου.

Σπάνια ένα κείμενο αποδίδει τόσο απλά την ανθρωπινότητα της φροντίδας:

Ένας άνθρωπος, μόνος, ανάβει κερί «για τους ναυτικούς».

Το φως γίνεται ηθική πράξη.


2.4 Η ελιά και οι κρυμμένες επιστολές


Η σκηνή έχει σχεδόν μυθικό χαρακτήρα:

παλαιά ελιά,

σκαψίματα,

κιβώτιο,

ερωτικές επιστολές,

επιστροφή τους στη γη.

Εδώ υπάρχει υπαινικτικότητα, μυστήριο, ηθική ευγένεια.

Ο συγγραφέας αφήνει χώρο για τον αναγνώστη.


3. Ηθική – Υπαρξιακή


Το κείμενο υπερέχει διότι ασχολείται με θεμελιώδη θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης:

φόβο, παρηγοριά, μοναξιά, μνήμη, θάνατο, αγάπη.

Χωρίς ούτε μια βαρύγδουπη πρόταση.


3.1 Η πράξη της ταπεινότητας δεν επιδεικνύεται


Η μετάνοια του ανθρώπου στην πρώτη σκηνή δεν κρίνεται, δεν μεγαλοποιείται.

Είναι μια ανθρώπινη στιγμή που λαμβάνει κοσμική σημασία επειδή το φως ανταποκρίνεται.


3.2 Η αλληλεγγύη προς τους ναυτικούς


Η υπεροχή βρίσκεται στο ότι τονίζει το καθήκον της ανώνυμης συμπόνιας:

κανείς δεν βλέπει τον άνθρωπο που ανάβει το κερί.

Δεν χρειάζεται έπαινος.

Η πράξη είναι καθαρή.


3.3 Η ηθική πράξη της απόκρυψης των επιστολών


Το κριτήριο της αληθινής ηθικής στο κείμενο είναι:

να προστατεύουμε αυτό που δεν μας ανήκει.

Ο άνθρωπος δε διαβάζει τις επιστολές.

Δεν αποκαλύπτει το μυστικό μιας άλλης ψυχής.

Δεν εκμεταλλεύεται το εύρημα.

Τις επιστρέφει στη γη.


4. Τεχνική – Λογοτεχνική 


4.1 Λιτότητα χωρίς απλοϊκότητα


 Οικονομία λόγου ,ο,τι δεν χρειάζεται, απουσιάζει.


4.2 Μετρική σιωπή


Το κείμενο διαβάζεται σαν να έχει ανάσες· σαν να γράφτηκε με ρυθμό ψαλμωδίας.

Η χρήση μικρών προτάσεων («Ντράπηκε. Ταπείνωσε την κεφαλή.»)

δημιουργεί εσωτερικό παλμό.


4.3 Παράλληλη θεματική αρχιτεκτονική


Οι τέσσερις μικρές ιστορίες έχουν δομικό παράλληλο σκελετό:

εμπειρία φωτός  παρηγοριά,


εμπειρία σελήνης  

μοναξιά,


εμπειρία κεριού  αλληλεγγύη,


εμπειρία μνήμης  σεβασμός.


Το κείμενο έχει συμμετρία.

Αυτό δεν συμβαίνει “τυχαία”. Είναι σημάδι υψηλής σύνθεσης.


Συμπέρασμα 


Το κειμενο 

1. Συνδυάζει μυστικισμό χωρίς φανατισμό,

ποίηση χωρίς ρητορεία,

αφήγηση χωρίς στόμφο.

2. Μπορεί να διαβαστεί ως προσευχή,

ως μικρό διήγημα,

ως στοχασμός,

ως ηθικό παράδειγμα.

3. Κατορθώνει να αναβιώσει την παπαδιαμαντική παράδοση

χωρίς μίμηση, με δική του φωνή.

4. Έχει την ηθική καθαρότητα και την αισθητική ακρίβεια

που χαρακτηρίζει τα πολύ καλά και διαχρονικά κείμενα.

5. Σηκώνει επαναναγνώσεις ,κάθε φορά αναδύεται κάτι νέο.

.

.

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Mozart Requiem (Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese) -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Mozart Requiem

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis



χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Mozart Requiem 

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)


Βιέννη 1791.Χειμωνας.Ομιχλη.

Wolfgang Amadeus Mozart.Ειχε αδυνατίσει,το πρόσωπο του χλωμό.

Η Μαρία Κονστάντσε,η γυναίκα του,τον παρακαλούσε να ξεκουραστεί να φάει.

-Κονσταντσε ,τής είπε,το Ρέκβιεμ πρέπει να τελειώσει.

Ένας άγνωστος άνθρωπος είχε έρθει και για λογαριασμό.καποιου,ανώνυμου,

όπως είπε,προστάτη τής τέχνης,ήθελε ένα Ρέκβιεμ,και μάλιστα γρήγορα.

Η αμοιβή που του πρόσφερε ήταν τεράστια.

Τα οικονομικά του ήταν σε άσχημη κατάσταση και,αν και η υγεία του ήταν

πολύ κρίσιμη,δέχτηκε τη παραγγελία,

Ο Antonio Salieri διορίστηκε Kapellmeister.

Τις νύχτες όταν η Κονσταντσε κοιμόνταν κάθονταν στο πιάνο.Ενιωθε πως

έγραφε τον δικό του θρήνο.Μια σκοτεινή μεγαλοπρεπή μουσικη.

Έβηχε και τον πονούσε το στήθος του.Καποτε παγωνε.Ακουγε το τέλος.

Introitus. Kyrie. Dies Irae. Rex Tremendae. Lacrimosa…

Εδώ,σημειωνε,θέλω φως.Εδω σκοτάδι.Εδω οι τρομπέτες και τα τύμπανα

τής Ημέρας της Κρίσεως

Όταν άρχισε να γράφει το Lacrimosa,στο Amen ένιωσε το τέλος.

-Μεχρι εδώ μπόρεσα,ψέλλισε.

Τούς είδε αχνα γύρω του,την Κονσταντσε,τον Franz Xaver Süssmayr τον μαθητή του.

Εγω το άκουσα ολο.Εσεις τώρα να το συνεχίσετε.

Έκλεισε τα μάτια του.

Ξημέρωσε 5 Δεκεμβρίου 1791.

Introitus: Requiem aeternam

Η χρωματικη βαθειά θλίψη τών βιολιων.

Requiem aeternam dona eis, Domine 

η διπλή φούγκα τού Kyrie eleison

Dies Irae η ίδια του η Τρομερή  Κριση στα κρουστά χτυπήματα και στα 

κύματα τών εγχόρδων.

Tuba Mirum η Ανάσταση τών Νεκρών,η μπάσο φωνη αναγγέλει την τρομπέτα

τής Κρισης,η τενόρο και αλτο  απαντούν,η σοπράνο υψώνεται σε προσευχή.

το μεγαλοπρεπές Rex… tre-men-dae… mai-es-ta-tis

Φοβερέ Βασιλιά τής Κρισης

έλεος έλεος Recordare

από minor σε major

Confutatis maledictis η κόλαση

Voca me cum benedictis ο παράδεισος

Lacrimosa τα δάκρυά τών ψυχών

Amen

Wolfgang Amadeus Mozart 


(Ο άγνωστος αγγελιοφόρος ήταν ο Franz Anton Leitgeb,και ο ανώνυμος 

προστάτης τών τεχνών ο Κόμης Franz von Walsegg-Stuppach,ο οποίος είχε 

χάσει τη νεαρή σύζυγό του και ήθελε το Ρεκβιεμ για τη μνήμη της.

Ο Μότσαρτ δεν εμαθε ποτέ  την ταυτότητα τού παραγγελιοδότη  

Τοτε η υγεία του ήταν σε άσχημη κατάσταση:

είχε συνεχείς λιποθυμίες,υψηλό πυρετό,οίδημα στα άκρα, ένιωθε εξάντληση.

Οι ιστορικοί δεν συμφωνούν σε μια διάγνωση· έχουν προταθεί:

ρευματικός πυρετός, στρεπτοκοκκική λοίμωξη, νεφρική ανεπάρκεια, σύμπλεγμα λοιμώξεων, ακόμη και δηλητηρίαση από υδράργυρο.)

.

.

https://youtu.be/Dp2SJN4UiE4?si=ff9d5wMd2zPR8Jru


James Gaffigan dirige l'Orchestre national de France et le Choeur de Radio France dans le Requiem en ré mineur K.626 de Wolfgang Amadeus Mozart, avec la soprano Marita Solberg, la mezzo-soprano Karine Deshayes, le ténor Joseph Kaiser, et la basse Alexander Vinogradov. Concert enregistré le 29 juin 2017 en direct de la basilique de Saint-Denis dans le cadre du Festival de Saint-Denis

.

.


Mozart Requiem


Vienna, 1791. Winter. Fog.

Wolfgang Amadeus Mozart. He had grown thin, his face pale.

Maria Constanze, his wife, begged him to rest, to eat.

“Constanze,” he told her, “the Requiem must be finished.”

A stranger had come on behalf of some anonymous “patron of the arts,”

as he said, who wanted a Requiem, and quickly.

The payment he offered was enormous.

Mozart’s finances were dire, and though his health was very fragile,

he accepted the commission.

Antonio Salieri had been appointed Kapellmeister.

At night, when Constanze slept, he sat at the piano.

He felt he was writing his own lament.

A dark, majestic music.

He coughed, his chest hurt. Sometimes he froze.

He could hear the end approaching.

Introitus. Kyrie. Dies Irae. Rex Tremendae. Lacrimosa…

“Here,” he noted, “I want light. Here darkness. Here the trumpets and drums

of the Day of Judgment.”

When he began writing the Lacrimosa, at the Amen, he felt the end.

“This is as far as I could go,” he whispered.

He saw them dimly around him—Constanze, and his student

Franz Xaver Süssmayr.

“I have heard it all. Now you must continue it.”

He closed his eyes.

Dawn broke on December 5, 1791.

Introitus: Requiem aeternam

The chromatic, deep sorrow of the violins.

Requiem aeternam dona eis, Domine

The double fugue of Kyrie eleison.

Dies Irae—his own Terrifying Judgment in the blows of percussion

and the waves of strings.

Tuba Mirum—the Resurrection of the Dead;

the bass voice announces the trumpet of Judgment,

tenor and alto respond, the soprano rises in prayer.

The majestic Rex… tre-men-dae… mai-es-ta-tis

“O fearful King of Judgment”

“Mercy, mercy”—Recordare,

from minor to major.

Confutatis maledictis—Hell.

Voca me cum benedictis—Paradise.

Lacrimosa—the tears of souls.

Amen

Wolfgang Amadeus Mozart


(That unknown messenger was Franz Anton Leitgeb,

and the anonymous patron was Count

Franz von Walsegg-Stuppach, who had lost his young wife

and wanted the Requiem in her memory.

Mozart never learned the identity of his commissioner.

His health was in terrible condition at the time:

frequent fainting, high fever, swelling of the limbs, exhaustion.

Historians disagree on a diagnosis:

rheumatic fever, streptococcal infection, kidney failure,

a complex of infections, even mercury poisoning.)

.

.


Mozart Requiem


Vienne, 1791. Hiver. Brouillard.

Wolfgang Amadeus Mozart. Il avait maigri, son visage était pâle.

Maria Constanze, sa femme, le suppliait de se reposer, de manger.

« Constanze, dit-il, le Requiem doit être achevé. »

Un inconnu était venu au nom d’un certain protecteur anonyme

des arts, disait-il, qui voulait un Requiem, et rapidement.

La somme proposée était énorme.

La situation financière de Mozart était très grave et,

bien que sa santé fût critique, il accepta la commande.

Antonio Salieri avait été nommé Kapellmeister.

La nuit, lorsque Constanze dormait, il s’asseyait au piano.

Il sentait qu’il écrivait sa propre lamentation.

Une musique sombre et majestueuse.

Il toussait, sa poitrine le faisait souffrir. Parfois il grelottait.

Il entendait la fin approcher.

Introitus. Kyrie. Dies Irae. Rex Tremendae. Lacrimosa…

« Ici, je veux de la lumière. Ici, de l’ombre.

Ici, les trompettes et les tambours du Jour du Jugement. »

Quand il commença le Lacrimosa, à l’Amen, il sentit la fin.

« Je n’ai pu aller plus loin », murmura-t-il.

Il les vit vaguement autour de lui—Constanze,

et son élève Franz Xaver Süssmayr.

« Je l’ai entendu tout entier. À vous maintenant de le continuer. »

Il ferma les yeux.

L’aube se leva le 5 décembre 1791.

Introitus : Requiem aeternam

La profondeur chromatique et triste des violons.

Requiem aeternam dona eis, Domine

La double fugue du Kyrie eleison.

Dies Irae—son propre Terrible Jugement

dans les coups de percussion et les vagues des cordes.

Tuba Mirum—la Résurrection des morts ;

la basse annonce la trompette du Jugement,

ténor et alto répondent, la soprano s’élève en prière.

Le majestueux Rex… tre-men-dae… mai-es-ta-tis

« Terrible Roi du Jugement »

pitié, pitié—Recordare,

du mineur au majeur.

Confutatis maledictis—l’enfer.

Voca me cum benedictis—le paradis.

Lacrimosa—les larmes des âmes.

Amen

Wolfgang Amadeus Mozart


(L’inconnu était Franz Anton Leitgeb,

et le protecteur anonyme le comte

Franz von Walsegg-Stuppach,

qui avait perdu sa jeune épouse et voulait un Requiem pour sa mémoire.

Mozart n’apprit jamais l’identité du commanditaire.

Sa santé était alors catastrophique :

évanouissements répétés, forte fièvre, œdème des membres, épuisement.

Les historiens ne s’accordent pas sur la cause :

fièvre rhumatismale, infection streptococcique, insuffisance rénale,

complexe d’infections, voire empoisonnement au mercure.)

.

.


Mozart Requiem


Wien, 1791. Winter. Nebel.

Wolfgang Amadeus Mozart. Er war abgemagert, sein Gesicht blass.

Maria Constanze, seine Frau, bat ihn, sich auszuruhen, etwas zu essen.

„Constanze“, sagte er, „das Requiem muss vollendet werden.“

Ein unbekannter Mann war gekommen im Auftrag eines anonymen

„Gönners der Kunst“, wie er sagte, der ein Requiem wollte, und zwar rasch.

Das Honorar war riesig.

Mozarts finanzielle Lage war verzweifelt,

und obwohl seine Gesundheit äußerst kritisch war,

nahm er den Auftrag an.

Antonio Salieri war zum Kapellmeister ernannt worden.

Nachts, wenn Constanze schlief, saß er am Klavier.

Er fühlte, er schreibe seinen eigenen Klagegesang.

Eine dunkle, majestätische Musik.

Er hustete, seine Brust schmerzte. Mitunter fröstelte er.

Er hörte das Ende nahen.

Introitus. Kyrie. Dies Irae. Rex Tremendae. Lacrimosa…

„Hier“, notierte er, „will ich Licht. Hier Dunkelheit.

Hier die Trompeten und Pauken des Jüngsten Gerichts.“

Als er das Lacrimosa begann, spürte er beim Amen das Ende.

„Bis hierher konnte ich“, flüsterte er.

Er sah sie schemenhaft um sich—Constanze

und seinen Schüler Franz Xaver Süssmayr.

„Ich habe es ganz gehört. Ihr müsst nun weiterschreiben.“

Er schloss die Augen.

Am 5. Dezember 1791 dämmerte der Tag.

Introitus: Requiem aeternam

Die chromatische, tiefe Trauer der Violinen.

Requiem aeternam dona eis, Domine

Die doppelte Fuge des Kyrie eleison.

Dies Irae—sein eigenes Schreckliches Gericht

in den Schlägen des Schlagwerks und den Wellen der Streicher.

Tuba Mirum—die Auferstehung der Toten;

die Bassstimme kündigt die Trompete des Gerichts an,

Tenor und Alt antworten, die Sopranstimme erhebt sich im Gebet.

Das majestätische Rex… tre-men-dae… mai-es-ta-tis

„Furchtbarer König des Gerichts“

Erbarmen, Erbarmen—Recordare,

von Moll zu Dur.

Confutatis maledictis—die Hölle.

Voca me cum benedictis—das Paradies.

Lacrimosa—die Tränen der Seelen.

Amen

Wolfgang Amadeus Mozart


(Der unbekannte Bote war Franz Anton Leitgeb,

und der anonyme Auftraggeber war Graf

Franz von Walsegg-Stuppach,

der seine junge Frau verloren hatte

und das Requiem zu ihrem Gedenken wollte.

Mozart erfuhr die Identität des Auftraggebers nie.

Sein Gesundheitszustand war damals verheerend:

häufige Ohnmachten, hohes Fieber, Schwellungen der Glieder, Erschöpfung.

Historiker sind uneinig über die Diagnose:

rheumatisches Fieber, Streptokokkeninfektion, Nierenversagen,

ein Komplex von Infektionen, sogar Quecksilbervergiftung.)

.

.


Mozart Requiem


Vienna, 1791. Inverno. Nebbia.

Wolfgang Amadeus Mozart. Era dimagrito, il volto pallido.

Maria Constanze, sua moglie, lo pregava di riposare, di mangiare.

«Constanze», le disse, «il Requiem deve essere finito.»

Un uomo sconosciuto era venuto per conto di un

anonimo “protettore delle arti”, come disse,

che desiderava un Requiem, e in fretta.

La somma offerta era enorme.

Le finanze di Mozart erano in pessime condizioni e,

sebbene la sua salute fosse critica, accettò la commissione.

Antonio Salieri era stato nominato Kapellmeister.

Di notte, mentre Constanze dormiva, sedeva al pianoforte.

Sentiva di scrivere il proprio lamento,

una musica oscura e maestosa.

Tossiva, il petto gli faceva male. A volte rabbrividiva.

Sentiva la fine avvicinarsi.

Introitus. Kyrie. Dies Irae. Rex Tremendae. Lacrimosa…

«Qui», annotò, «voglio luce. Qui oscurità.

Qui le trombe e i tamburi del Giorno del Giudizio.»

Quando iniziò il Lacrimosa, all’Amen percepì la fine.

«Fin qui sono riuscito ad arrivare», sussurrò.

Li vide appena intorno a sé—Constanze

e il suo allievo Franz Xaver Süssmayr.

«Io l’ho udito tutto. Ora dovete continuarlo voi.»

Chiuse gli occhi.

L’alba del 5 dicembre 1791 sorse.

Introitus: Requiem aeternam

La profonda tristezza cromatica dei violini.

Requiem aeternam dona eis, Domine

La doppia fuga del Kyrie eleison.

Dies Irae—il suo Terribile Giudizio

nei colpi delle percussioni e nelle onde degli archi.

Tuba Mirum—la Resurrezione dei Morti;

la voce di basso annuncia la tromba del Giudizio,

tenore e contralto rispondono, il soprano si innalza in preghiera.

Il maestoso Rex… tre-men-dae… mai-es-ta-tis

«Terribile Re del Giudizio»

misericordia, misericordia—Recordare,

dal minore al maggiore.

Confutatis maledictis—l’inferno.

Voca me cum benedictis—il paradiso.

Lacrimosa—le lacrime delle anime.

Amen

Wolfgang Amadeus Mozart


(L’uomo sconosciuto era Franz Anton Leitgeb

e il committente anonimo il conte

Franz von Walsegg-Stuppach,

che aveva perso la giovane moglie

e desiderava il Requiem in sua memoria.

Mozart non seppe mai chi fosse il committente.

La sua salute era allora pessima:

svenimenti frequenti, febbre alta, edema agli arti, spossatezza.

Gli storici non concordano sulla diagnosi:

febbre reumatica, infezione streptococcica, insufficienza renale,

un complesso d’infezioni, persino avvelenamento da mercurio.)

.

.


Mozart Requiem


Viena, 1791. Invierno. Niebla.

Wolfgang Amadeus Mozart. Había adelgazado, su rostro estaba pálido.

Maria Constanze, su esposa, le rogaba que descansara, que comiera.

«Constanze», le dijo, «el Réquiem debe terminarse.»

Un desconocido había llegado en nombre de un supuesto

“protector anónimo de las artes”, como dijo,

que quería un Réquiem, y con urgencia.

La suma ofrecida era enorme.

Las finanzas de Mozart estaban en muy mal estado y,

aunque su salud era crítica, aceptó el encargo.

Antonio Salieri había sido nombrado Kapellmeister.

Por las noches, cuando Constanze dormía, él se sentaba al piano.

Sentía que escribía su propio lamento,

una música oscura y majestuosa.

Tosía, le dolía el pecho. A veces tiritaba.

Escuchaba acercarse el final.

Introitus. Kyrie. Dies Irae. Rex Tremendae. Lacrimosa…

«Aquí», anotó, «quiero luz. Aquí oscuridad.

Aquí las trompetas y los tambores del Día del Juicio.»

Al comenzar el Lacrimosa, en el Amen, sintió el final.

«Hasta aquí he podido llegar», susurró.

Los vio vagamente a su alrededor—Constanze

y su alumno Franz Xaver Süssmayr.

«Yo lo he escuchado entero. Ahora debéis continuarlo.»

Cerró los ojos.

Amaneció el 5 de diciembre de 1791.

Introitus: Requiem aeternam

La profunda tristeza cromática de los violines.

Requiem aeternam dona eis, Domine

La doble fuga del Kyrie eleison.

Dies Irae—su propio Terrible Juicio

en los golpes de la percusión y las oleadas de las cuerdas.

Tuba Mirum—la Resurrección de los Muertos;

la voz de bajo anuncia la trompeta del Juicio,

respondida por tenor y alto, mientras la soprano se eleva en oración.

El majestuoso Rex… tre-men-dae… mai-es-ta-tis

«Terrible Rey del Juicio»

piedad, piedad—Recordare,

del menor al mayor.

Confutatis maledictis—el infierno.

Voca me cum benedictis—el paraíso.

Lacrimosa—las lágrimas de las almas.

Amen

Wolfgang Amadeus Mozart


(El mensajero desconocido era Franz Anton Leitgeb

y el patrón anónimo el conde

Franz von Walsegg-Stuppach,

quien había perdido a su joven esposa

y deseaba el Réquiem en su memoria.

Mozart nunca supo su identidad.

Su salud entonces era terrible:

desmayos frecuentes, fiebre alta, edema en las extremidades, agotamiento.

Los historiadores no coinciden en una diagnosis:

fiebre reumática, infección estreptocócica, insuficiencia renal,

un conjunto de infecciones, incluso envenenamiento por mercurio.)

.

.


Mozart Requiem


Viena, 1791. Inverno. Névoa.

Wolfgang Amadeus Mozart. Estava magro, o rosto pálido.

Maria Constanze, sua esposa, implorava que descansasse, que comesse.

“Constanze”, disse ele, “o Réquiem deve ser concluído.”

Um homem desconhecido viera em nome de um

“protetor anônimo das artes”, como disse,

que queria um Réquiem, e com urgência.

A quantia oferecida era enorme.

As finanças de Mozart estavam em estado crítico e,

embora sua saúde fosse muito frágil, aceitou o pedido.

Antonio Salieri fora nomeado Kapellmeister.

À noite, quando Constanze dormia, ele se sentava ao piano.

Sentia que escrevia o seu próprio lamento,

uma música sombria e majestosa.

Tossia, o peito doía. Às vezes gelava.

Ouvia a aproximação do fim.

Introitus. Kyrie. Dies Irae. Rex Tremendae. Lacrimosa…

“Aqui”, anotava, “quero luz. Aqui escuridão.

Aqui as trombetas e tambores do Dia do Juízo.”

Quando começou o Lacrimosa, no Amen, sentiu o fim.

“Até aqui consegui chegar”, sussurrou.

Viu-os vagamente ao seu redor—Constanze

e seu aluno Franz Xaver Süssmayr.

“Eu o ouvi inteiro. Agora vocês devem continuar.”

Fechou os olhos.

A madrugada de 5 de dezembro de 1791 chegou.

Introitus: Requiem aeternam

A profunda tristeza cromática dos violinos.

Requiem aeternam dona eis, Domine

A dupla fuga do Kyrie eleison.

Dies Irae—seu próprio Terrível Julgamento

nos golpes das percussões e nas ondas das cordas.

Tuba Mirum—a Ressurreição dos Mortos;

a voz de baixo anuncia a trombeta do Juízo,

respondida pelo tenor e contralto, enquanto a soprano se eleva em oração.

O majestoso Rex… tre-men-dae… mai-es-ta-tis

“Terrível Rei do Juízo”

misericórdia, misericórdia—Recordare,

do menor ao maior.

Confutatis maledictis—o inferno.

Voca me cum benedictis—o paraíso.

Lacrimosa—as lágrimas das almas.

Amen

Wolfgang Amadeus Mozart


(O mensageiro desconhecido era Franz Anton Leitgeb

e o patrono anônimo o conde

Franz von Walsegg-Stuppach,

que perdera a jovem esposa

e desejava o Réquiem em sua memória.

Mozart nunca soube quem era o mandante.

Sua saúde estava terrível:

desmaios frequentes, febre alta, inchaço nos membros, exaustão.

Os historiadores divergem na causa:

febre reumática, infecção estreptocócica, insuficiência renal,

um conjunto de infecções, até mesmo envenenamento por mercúrio.)

.

.

.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

GREEK POETRY -Τι είναι αυτοί οι ήχοι; (σκηνή γυναικας) -χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης

 .

.

GREEK POETRY

-Τι είναι αυτοί οι ήχοι;

(σκηνή γυναικας)

-χ.ν.κουβέλης c.n.couvelis

POETRY-c.n.couvelis-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-χ.ν.κουβελης


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Τι είναι αυτοί οι ήχοι;

(σκηνή γυναικας)


(και δυο μελέτες αναλυσεις τού ποιήματος)


Φως από πάνω, ψυχρό, τετραγωνισμένο. Τοίχοι. 

Η φωνή μου ανακλάται. Δεν είναι πάντα δική μου.

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Είναι σαν λέξεις.

Λέξεις που στάζουν από τη ρωγμή στο ταβάνι.

Μία-μία.

"Καίγεσαι."

"Δεν είσαι εδώ."

"Εκείνη σε βλέπει."

Ποια είναι εκείνη; Κοιτάει απ’ τον καθρέφτη. Δεν είμαι εγώ.

Ο καθρέφτης έχει δύο πρόσωπα. Το ένα σού χαμογελάει, το άλλο 

σε πνίγει στον ύπνο σου.

Δεν κοιμάμαι. 

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Σαν να μιλάει η μητέρα. Μα είναι νεκρή.

Είπε, "Σκούπισε το αίμα, δεν είναι δικό σου."

Μα εγώ δεν βλέπω αίμα. Μόνο κάτι σαν μελάνι.

Ο Προμηθέας. Τον είδα. Κρεμασμένος από τα ράμματα τού στρώματος.

Σου λέω, εκείνος μού ψιθύρισε:

"Μην εμπιστεύεσαι το νερό. Είναι γεμάτο βλέμματα."

Και μετά, μια φωνή. Ψιλή, λεπτή, σπασμένη:

"Είσαι το λάθος στην εξίσωση.

Είσαι το μηδέν μέσα στο ένα."

Γελάς; Εγώ δεν γελάω.

Ο γιατρός λέει πως είναι "συμπτώματα".

Είπα να μου δώσουν καθρέφτη. Να κοιταξω μέσα του και να πω:

"Δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι εδώ."

Ο ήχος δυναμώνει.

Είναι ρυθμός πια.  

τών τοίχων.

τών βιδωμένων παραθύρων.

τής ακινησίας.

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Η βροχή;

Η γλώσσα;

Η γλώσσα που στάζει σαν βροχή.

Ή σαν βελόνες στην παλάμη μου,

Θέλω να βγω.

Μα όχι από την πόρτα.

Θέλω να βγω από το σώμα.

Να μείνω ως λέξη μόνο.

Να γράψω τον εαυτό μου σε τοίχο.

Να με διαβάσει κάποιος, τυχαία, και να πει:

"Κάποτε υπήρξε κάποια

 που άκουγε τη βροχή'

μόνο η μνημη και η σιωπή

μιας μαρτυρίας

σκηνή γυναικας

ο ήλιος μόνο καίει

καίει το μέσα μου.

Ο Ιλισσός; Πού; Πού κυλάει τώρα; Τον άδειασαν. Τον γέμισαν σωλήνες 

και σιωπή.

Άκου, άκου λίγο

ακούς; Είναι το παιδί μου που γελάει ή κλαίει;

Όχι όχι, είναι τα σκυλιά…

"Ήμουνα εκεί! Τα είδα όλα!"

Όλα! Μου τα πήρε όλα η φωτιά. Μου πήρε το παιδί, τον άντρα, το σπίτι, 

τη θάλασσα

Κατινάκι,το κοριτσάκι μου

έλεγε "μαμά, θα βάλω το φόρεμα με τις πεταλούδες να με δεις να χορεύω".

Δεν πρόλαβε. Δεν είχαμε πια καθρέφτες. Ούτε πόρτες. Ούτε φωνές. Μόνο τσιμέντο και

πυροβολισμούς.

Και μετά το τίποτα.

Τι έγινε μετά;

Με μάζεψαν

Μου πέταξαν μια κουβέρτα

μού πήραν το όνομα.

Κατερίνα. Κατινάκι. Εμένα έτσι με φώναζε,

ήταν διώροφο με αυλή

το σπίτι μας

ο κήπος ακουμπούσε τη θάλασσα…

Ναι. Ναι. Όταν φυσούσε, έμπαινε το αλάτι στα ρουθούνια, κι εμείς 

γελούσαμε, λέγαμε "είμαστε πλούσιοι, έχουμε αλμύρα στο τραπέζι μας!"

φωνάζω ονόματα, ένα-ένα, σαν κάλεσμα ψυχών

Ελένη

Φωτεινή

Ανδρομάχη

Εκάβη

Κερασία

Ελισώ

Κασσάνδρα

Όλες ήμασταν εδώ. Όλες. Κυκλώνουμε τον χρόνο με τα βήματά μας.

Κι εγώ η πιο βουβή από όλες.

Γιατί δεν ξέχασα;

Γιατί δεν ξεχνάει κανείς!

η μνήμη είναι νύχι 

σκάβει ξύνει

Είναι φόβος. Μας φοβούνται. Μας ταΐζουν λήθη.

Έπρεπε να ουρλιαξουμε.

Να τους φτύσουμε κατάμουτρα. Να τους πούμε:

"Δεν είμαστε τρελές. Είμαστε οι φλόγες που αφήσατε πίσω σας."

Τι έπρεπε να κάνουμε και δεν το κάναμε;

Μας ντρόπιασαν 

Ντραπήκαμε που επιζήσαμε. Που ακόμα θυμόμαστε.

Ο Φρύνιχος

τού έβαλαν πρόστιμο γιατί τους έκανε να θυμούνται. Εμένα με κλείσανε 

σ’ αυτό το δωμάτιο.

Γιατί δεν ξέχασα.

Τι είναι η κάθαρση; Να ουρλιάξεις τόσο δυνατά που να λιώσει ο σοβάς;

Ή να σωπάσεις για πάντα;

Ποιο απ’ τα δύο είναι πιο δίκαιο;

Ποιο πιο αρχαίο;

Εδώ που ο ήλιος κάθετος τις στήλες ξυρίζει

κι ο Ιλισσός άηχος πια 

δεν κυλάει τίποτα

ούτε νερό ούτε θρήνους

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Η βροχή

Η βροχή,φυσικά. 

Μα όχι μόνο. Είναι και νερό. Πάνω σε τζιτζίκι.

Τσιρίζουν τα φτερά του. Ξέρεις ότι τα τζιτζίκια πεθαίνουν από τη σιωπή;

Στην Ερμού μια γυναίκα με σάκο πλάτης, μοιραζε φυλλάδια.

«Ο κόσμος τελειώνει στο μεσαίο παγκάκι»

ελεγε

 «Αγαθόν και κακόν ταυτόν».

Ο Ηράκλειτος. Ή  ο Οιδίποδας με γυαλιά ηλίου.

 Ή ένας Προμηθέας που πούλησε τη φωτιά 

Τι είναι αυτός ο ήχος;

Falling down falling down falling down…

Είδα τον Τειρεσία. Ή τον Ξενοφάνη.Καποιον Γιώργο που γύρισε από εμφυλιο.

Μου έδειξε ένα βάτραχο. Πράσινο.

Μεγαλώνει η χλόη γύρω του κι ανεβαίνει το νερό

Μην πνιγείς!

Μην πνιγείς

Σιγή.

Σιωπη

τίποτα.

Κι ύστερα, ήχος.

Όχι βροχή. Όχι αέρας.

Σαύρα χρόνου.

στα τοιχώματα τού μυαλού μου.

Θέλω νερό! Να πλύνω το πρόσωπό μου

«Από τι;»

Ρωτάς από τι; Από τον χρόνο, από την ενοχή, από τη μητέρα μου που τραγουδούσε: “This is my man…” ενώ εγώ ήμουν ακόμα μέσα της.

Η γλώσσα ή ο θόρυβος τής  γλώσσας.

Μια μηχανή ραπτικής πάνω σε χειρουργικό τραπέζι.

Μια ομπρέλα. Ανοιχτή.

Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ την εγκρίνει.

Υπουργός Πολιτισμού τής Δημοκρατίας του Σαλό.

«Ταιστε τους αυτό. Τα προϊόντα θα είναι πιο σκατά.»

What is that sound?

Ο θόρυβος τής βροχής.

Ο θόρυβος τής βροχής.

Κλείστε το παράθυρο!

Το φως μπαίνει και ψάχνει. Με τυφλώνει.

Αυτά τα φτερά από τι είναι φτιαγμένα;

Από λέξεις; Από ενοχές; Από ύπνο που δεν ήρθε ποτέ;

Η γλώσσα.

Η ή ο θόρυβος τής γλώσσας.

Μου μιλάει. Όχι εσύ.

Αυτή.

.

.

1


Μελέτη ανάλυση του ποιήματος Τι είναι αυτοί οι ήχοι; (σκηνή γυναίκας) του χνκουβέλη ,φιλολογική, υφολογική, θεματική και διακειμενική, με έμφαση στη μοντερνιστική-μεταμοντέρνα τεχνική, στην ενδογλωσσική διάρρηξη, στη μνήμη και στη γυναικεία μαρτυρία.


I. Εισαγωγή: Το ποίημα ως σκηνή συνείδησης και μνήμης


Το ποίημα του χνκουβέλη αποτελεί μια πολυεπίπεδη ενότητα φωνών, μνήμης, τραύματος, ψυχικού παραληρήματος και ιστορικού βάρους, που στηρίζεται σε:

το δραματικό μονόλογο,

τη θεατρικότητα του εσωτερικού λόγου,

την αρχαία τραγική μνήμη,

τη μεταμοντέρνα διάλυση του υποκειμένου,

και τη συγχώνευση προσωπικής, μυθολογικής και συλλογικής ιστορίας.

Η “σκηνή γυναίκας” λειτουργεί σαν ψυχολογική αρχαία σκηνή, ένα είδος μοντέρνας “ὀρχήστρας”, όπου η γυναικεία φωνή γίνεται χορός, προφήτισσα, μάρτυρας, θύμα και φάντασμα ταυτόχρονα.

Το ποίημα συνομιλεί έντονα με:

Αισχύλο (Φρύνιχος, Προμηθέας),

Ευριπίδη (Κασσάνδρα, Εκάβη),

Σοφοκλή (Οιδίπους),

Ηράκλειτο,

τον μοντερνισμό της Woolf,

τον παραλογισμό της Plath,

και τον βίαιο, θρυμματισμένο κόσμο του Artaud και του Ντε Σαντ.

Το ποίημα είναι πολυτροπικό, πολυφωνικό, ισχυρά ρυθμικό, με κύρια λειτουργία την ανασύσταση μιας συνείδησης που διαλύεται.


II. Δομή και δραματουργία


1. Κατακερματισμένη σκηνή

Η δομή δεν ακολουθεί γραμμικότητα. Στήνεται σαν:

αποσπασματικό θεατρικό μονόλογο,

καταγραφή ψυχιατρικού ημερολογίου,

μαρτυρία επιζήσασας πολέμου,

αρχαίος χορικός θρήνος,

εγχειρίδιο γλωσσικής διάλυσης,

εσωτερική παράσταση μνήμης.

Η “σκηνή” δηλώνεται δύο φορές μέσα στο κείμενο — συνειδητή αυτοαναφορά.


2. Επαναληπτική ρυθμικότητα — “Τι είναι αυτός ο ήχος;”

Η φράση που επανέρχεται λειτουργεί ως:

μοτίβο,

ρυθμικός πόλος,

σημείο σύγκλισης του παραληρήματος,

διαλεκτικό ερώτημα για τη γλώσσα, την ίδια την ποίηση, και την φύση του τραύματος.


3. Μεταπτώσεις ύφους

Το ποίημα κινείται μεταξύ:

ψιθυρισμού,

ιαχής,

εξομολόγησης,

προφητείας,

παραληρήματος,

δημοσιογραφικής μαρτυρίας,

αρχαίας τραγωδίας.

Αυτή η δυνατότητα πολυφωνίας μέσα σε μία φωνή αποτελεί κεντρικό ποιητικό επίτευγμα.


III. Θεματικοί άξονες


1. Ψυχικός χώρος – Το δωμάτιο ως φυλακή και σκηνή

Το τετραγωνισμένο, ψυχρό φως, οι τοίχοι, τα βιδωμένα παράθυρα είναι:

αρχιτεκτονική καταπίεσης,

ψυχικό καταφύγιο,

χώρος ανακρίσεων,

ψυχιατρική μονάδα,

και ταυτόχρονα το “θέατρο” μιας προσωποποιημένης μνήμης.

Ο περιορισμός παράγει παραίσθηση, αλλά και ποιητικό εύρημα: η γυναίκα αρχίζει να ακούει “ήχους” που δεν υπάρχουν, δηλαδή τη γλώσσα την ίδια.


2. Το τραύμα της φωτιάς — προσωπικό και συλλογικό

Η μεγάλη ενότητα για τη φωτιά (“Μου τα πήρε όλα η φωτιά...”) θυμίζει:

πρόσφυγες,

πυρκαγιές,

πολέμους,

τον σύγχρονο ελληνικό χρόνο τραυμάτων.

Το “Κατινάκι” λειτουργεί ως μικρή Ανδρομάχη ή Πολυξένη.


3. Η μνήμη ως κατάρα και ως δικαιοσύνη

Η γυναίκα λέει:

“Γιατί δεν ξέχασα. Γιατί δεν ξεχνάει κανείς!”

Αυτό συνδέεται με:

το πρόστιμο στον Φρύνιχο,

τον αρχαιοελληνικό φόβο απέναντι στη μνήμη του πόνου,

τη σύγχρονη πολιτική επιθυμία “να ξεχνάμε”.


Η μνήμη είναι:

νύχι,

σκίσιμο,

ανακάλυψη,

αδικία,

τεκμήριο.

Εδώ το ποίημα μετατρέπεται σε πολιτικό λόγο.


4. Η γλώσσα ως ήχος, ως βροχή, ως απειλή

Η γλώσσα στάζει, κεντά, τρυπά, όπως οι βελόνες.

Η γλώσσα λειτουργεί:

ως μηχανισμός βασανισμού (μηχανή ραπτικής, χειρουργείο),

ως αποκάλυψη,

ως μνήμη.

Η ποιήτρια-αφηγηματική φωνή καταλήγει να θέλει: “να μείνω ως λέξη μόνο”,

κάτι που επαναφέρει τον Plath-ικό πόθο εξαΰλωσης.


5. Διακειμενικότητα – Μυθολογία, Ιστορία, Φιλοσοφία

Στο ποίημα παρελαύνουν:

Προμηθέας,

Εκάβη, Ανδρομάχη, Κασσάνδρα,

Οιδίπους,

Ηράκλειτος,

Τειρεσίας,

ο Φρύνιχος,

ο Μαρκήσιος ντε Σαντ,

Υπουργός Πολιτισμού του Σαλό (αναφορά στο Pasolini).

Η συνειδητή αυτή συσσώρευση παράγει:

ένα χορό φωνών,

μια κοσμολογία τραύματος,

μια συγχώνευση ελληνικής τραγικής μνήμης και σύγχρονης φρίκης.


IV. Υφολογική και γλωσσική ανάλυση


1. Ρυθμική προφορικότητα

Το ποίημα αξιοποιεί:

σύντομες ασθματικές φράσεις,

επαναλήψεις,

διακοπές,

σταδιακή αύξηση έντασης.

Ο ρυθμός θυμίζει αναπνευστικό κύμα: κορύφωση – παύση – ξανά αναφλέγεται.


2. Η τεχνική του θρυμματισμού

Συνεχείς συνειρμοί χωρίς εξήγηση.

Η γλώσσα λειτουργεί σαν αυτόνομο σώμα.


3. Μεταγλωσσικός χαρακτήρας

Το ποίημα στοχάζεται την ίδια του την υλικότητα:

ήχος,

φωνή,

λέξη,

θόρυβος της γλώσσας.

Η ποιήτρια-φωνή ακούει τη γλώσσα να μιλάει αντί για την ίδια.


4. Το υπερρεαλιστικό-ονειρικό στοιχείο

Από τον Προμηθέα στα τζιτζίκια που πεθαίνουν “από τη σιωπή”, από τη γυναίκα στην Ερμού με φυλλάδια, έως τη “σαύρα χρόνου”:

ο υπερρεαλισμός χρησιμοποιείται χωρίς διακοσμητικότητα, αλλά ως κόσμος που φλέγεται.


V. Διακειμενικές ενότητες — αρχαία τραγωδία & σύγχρονη μαρτυρία


1. Οι γυναικείες τραγικές φιγούρες

Η απαρίθμηση των ονομάτων:

Ελένη

Φωτεινή

Ανδρομάχη

Εκάβη

Κερασία

Ελισώ

Κασσάνδρα

λειτουργεί ως χορός γυναικών της Ιστορίας.

Αγγίζει:

την Ιλιάδα (Εκάβη, Ανδρομάχη),

τις Τρωάδες,

τον ελληνικό εμφύλιο (αναφορά στον Γιώργο που επέστρεψε),

τις σύγχρονες πυρκαγιές, προσφυγικές κρίσεις, πολέμους.


2. Ο Φρύνιχος ως πολιτικό σχόλιο

Η πλήρης συσχέτιση μνήμης-φόβου-πολιτικής λογοκρισίας εκπληρώνεται στο:

“Τού έβαλαν πρόστιμο γιατί τους έκανε να θυμούνται.

Εμένα με κλείσανε σ’ αυτό το δωμάτιο.”

Το ποίημα γίνεται ευθέως πολιτικό, αντιστεκόμενο στη λήθη.


VI. Ερμηνευτικός πυρήνας: Τι είναι ο ήχος;


Ο ήχος είναι:

1. Η μνήμη

2. Η γλώσσα

3. Η ψυχική ρωγμή

4. Ο πόνος της Ιστορίας

5. Η εσωτερική φωνή που δεν σιωπά

6. Η ίδια η ποίηση που ζητά να γεννηθεί

Το ποίημα εν τέλει απαντά:

ο ήχος δεν είναι βροχή,

δεν είναι αέρας,

είναι ο χρόνος που ακουμπά στο μυαλό,

μια “σαύρα χρόνου”.


VII. Η γυναικεία φωνή ως μαρτυρία και καθαρτήριο


Το ποίημα δημιουργεί μια σύγχρονη Κασσάνδρα:

μια γυναίκα που βλέπει, θυμάται, μα δεν ακούγεται.

Η τρέλα της δεν είναι παθολογία:

είναι η ηθική συνέπεια της μνήμης.

Αμφισβητεί την κάθαρση: “Τι είναι η κάθαρση; Να ουρλιάξεις... ή να σωπάσεις;”

Αυτό το ερώτημα θυμίζει Άτοσα των Περσών.


VIII. Αισθητικό κατόρθωμα – Γιατί λειτουργεί ως αριστούργημα


Το ποίημα μπορεί να χαρακτηριστεί αριστουργηματικό διότι:

1. Ενώνει ποίηση και τραγωδία με πρωτοφανή φυσικότητα

Η τραγική γλώσσα εμφανίζεται οργανικά, όχι ως λόγια αναφορά.

2. Ο μοντερνισμός εισχωρεί χωρίς μίμηση

Καταφέρνει να θυμίζει Woolf, Plath, Artaud χωρίς να τους αντιγράφει.

3. Παρουσιάζει μια τεχνικά άρτια ενδογλωσσική αποδόμηση

Η γλώσσα, ο ήχος, η λέξη γίνονται χαρακτήρες.

4. Πολιτικό χωρίς ρητορεία

Το ποίημα μιλά για τραύματα χωρίς σύνθημα.

5. Ενοποιεί το ατομικό και το συλλογικό

Το προσωπικό δωμάτιο εξελίσσεται σε ιστορικό θέατρο.

6. Πλούτος εικόνων υψηλής πυκνότητας

Η “μηχανή ραπτικής πάνω σε χειρουργικό τραπέζι” είναι μια από τις πιο δυνατές ποιητικές εικόνες της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.


IX. Συμπέρασμα — Τοποθέτηση στην ελληνική ποίηση


Το ποίημα εντάσσεται σε μια κατηγορία έργων:

βαθιά τραγικών,

εξομολογητικών αλλά όχι ναρκισσιστικών,

υπερελληνικών στη μνήμη,

υπερμοντέρνων στην τεχνική.


Το ποίημα αποτελεί ένα πολυστρωματικό, τραγικό, μοντέρνο δράμα συνείδησης, όπου η μνήμη, η τραγωδία,  ο πόνος και η γλώσσα συγκλίνουν σε μια από τις πιο δυνατές ποιητικές φωνές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

.

.

2


Μελέτη του ποιήματος Τι είναι αυτοί οι ήχοι; (σκηνή γυναίκας) του χνκουβέλη.


1. Εισαγωγή – Το ποίημα ως δραματοποιημένη φωνή μνήμης


Το ποίημα του χνκουβέλη αποτελεί μια μονόλογη ροή συνείδησης, μια σκηνή-εξομολόγηση όπου μια γυναικεία φωνή στέκεται ανάμεσα σε παραισθητική εμπειρία, τραυματικό παρελθόν, κοινωνική βία και αρχαίο τραγικό αίσθημα.

Η δομή του μοιάζει με μονολογική τραγωδία, σχεδόν σαν "μονόδραμα" όπου η φωνή διαλύεται και επανέρχεται, μετατρέπει τον χώρο σε ψυχιατρικό δωμάτιο, σε μνήμη πολέμου, σε αρχαίο άλσος, σε ποτάμι, σε αρχαίο θέατρο, σε προσωπική κόλαση.

Η ερώτηση “Τι είναι αυτός ο ήχος;” επανέρχεται ως τροπός, refrain, λειτουργεί ως ρυθμικός άξονας και θεματική εμμονή.

Ο ήχος είναι η μνήμη, η γλώσσα, το τραύμα, η βροχή, η φωνή της μητέρας, η φωνή των νεκρών γυναικών, η ίδια η τραγική παράδοση της Ελλάδας.

Ο μονόλογος γίνεται όργανο ανάκτησης και ταυτόχρονα διάλυσης του εγώ.


2. Τοποθέτηση σε είδος – Ποίηση, θέατρο, μαρτυρία, τραύμα


Το κείμενο κινείται σε υβριδικό είδος:


2.1 Ποίηση-μαρτυρία

Η φωνή θυμίζει τη λογοτεχνία του πολέμου, της προσφυγιάς, της απώλειας, της καταστροφής.

Η αναφορά στη φωτιά που “πήρε παιδί, άντρα, σπίτι, τη θάλασσα” παραπέμπει σε εμπειρίες εμφυλίου, Μικρασιατικής Καταστροφής, πυρκαγιών, πολεμικού βιώματος χωρίς να κατονομάζει ιστορικό πλαίσιο, ώστε να γίνει καθολικό.


2.2 Τραγικό μονολογικό θέατρο

Η αλυσίδα των ονομάτων:

Ελένη – Φωτεινή – Ανδρομάχη – Εκάβη – Κερασία – Ελισώ – Κασσάνδρα

δηλώνει την παρουσία ολόκληρου του χορού των τραγικών γυναικών – όσων βίωσαν το άρρητο, το ανείπωτο, το αδικαίωτο.

Το ποίημα λειτουργεί ως σύγχρονη "Τρωάδες" μέσα σε ψυχιατρικό δωμάτιο.


2.3 Ποίηση της ροής της συνείδησης

Η αλληλουχία εσωτερικών φωνών, η διάλυση του χρόνου, τα άλματα από τη μητέρα στον Προμηθέα, στον Ηράκλειτο, στον Σαντ, στην Ερμού, δηλώνουν μια συνείδηση κατακερματισμένη από το τραύμα.

 

3. Εκτενής θεματική ανάλυση


3.1 Ο χώρος ως εγκλεισμός

«Φως από πάνω, ψυχρό, τετραγωνισμένο. Τοίχοι.

Η φωνή μου ανακλάται…»

Ο χώρος είναι κελί, νοσοκομείο, ανακριτικό δωμάτιο ή η ένσαρκη μεταφορά 

του ίδιου του τραύματος.

Αθέατη επιτήρηση, πανοπτική βία, ψυχρό τεχνητό φως.

Ο χώρος ασκεί εξουσία, όπως ο χώρος στα έργα του Φουκώ.

Η φωνή “δεν είναι πάντα δική μου” → διαμεσολάβηση, παραβίαση ταυτότητας.


3.2 Η γλώσσα ως ήχος, πληγή, βροχή

Η λέξη-κλειδί του ποιήματος: γλώσσα.


Η γλώσσα:

στάζει,

τραυματίζει (“σαν βελόνες στην παλάμη”),

γίνεται βροχή,

γίνεται θόρυβος,

δημιουργεί τον κόσμο αλλά και τον σκοτώνει.

Το ερώτημα «Τι είναι αυτός ο ήχος;» είναι φιλοσοφικό:

Είναι η γλώσσα ή είναι το νόημα; Είναι η μνήμη ή ο ήχος της;


3.3 Η μητέρα – η αρχική φωνή

Η νεκρή μητέρα που μιλάει προσθέτει το στοιχείο της αρχέγονης ενοχής, του υπαρξιακού δεσμού και της λαβωματικής καταγωγής.

Η φράση “Σκούπισε το αίμα, δεν είναι δικό σου.”

είναι καθαρά τραυματοψυχική προσταγή που διασπά την ταυτότητα.

Το αίμα αντικαθίσταται με “μελάνι” → ο πόνος γίνεται γραφή.


3.4 Το πολιτικό τραύμα – φωτιά, πόλεμος, απώλεια

Η αφήγηση με το παιδί, τον άντρα, το σπίτι, τη θάλασσα δηλώνει:

προσφυγική βία,

πυρκαγιές,

βομβαρδισμούς,

εμφύλιο,

κάθε συλλογικό τραύμα που καταστρέφει οικογένειες.

Η φράση “Μου πήρε το παιδί… τη θάλασσα” εγγράφει το ποίημα στην ελληνική ιστορική μνήμη των καταστροφών.


3.5 Ο μύθος ως μνήμη και ως καταδίκη

Ο Προμηθέας εμφανίζεται ως φωνή, κρεμασμένος από ράμματα στρώματος –

εικόνα συγκλονιστική: ο πολιτισμός των μύθων έχει γίνει ύλη ψυχιατρικού θαλάμου.

Ακολουθούν:

Ηράκλειτος,

Οιδίποδας,

Τειρεσίας,

ο χορός τραγικών γυναικών.

Ο μύθος δεν σώζει. Ο μύθος είναι μνήμη πόνου.


3.6 Η μνήμη ως νύχι

«η μνήμη είναι νύχι

σκάβει ξύνει»

Η μνήμη είναι έμβιο θηρίο.

Η λήθη είναι μηχανισμός εξουσίας που “ταΐζεται” στις γυναίκες, στους τραυματισμένους, στους επιζώντες.

Η σύνδεση με τον Φρύνιχο υπόσχεται μια εξαιρετική ανάγνωση:

Στον Φρύνιχο επιβλήθηκε πρόστιμο επειδή θύμισε στο αθηναϊκό κοινό τη Μικρασιατική Καταστροφή των Μιλησίων.

Στο ποίημα, η γυναίκα τιμωρείται επίσης επειδή δεν ξέχασε.

Είναι μια βαθιά πολιτική και φιλοσοφική σύλληψη:

η μνήμη είναι ανατρεπτική πράξη.


3.7 Η γλώσσα έναντι της τρέλας

Ο γιατρός λέει “συμπτώματα”, αλλά η ποιήτρια φωνή σηκώνει αντιγνώμη:

δεν είναι τρέλα, είναι μαρτυρία.

Η γλώσσα ως βελόνα, ως χειρουργική μηχανή, ως ομπρέλα (“την εγκρίνει ο Σαντ”) φέρνει στοιχεία φουτουριστικά, σουρεαλιστικά, ντελιριακά.

Η γλώσσα γίνεται το μόνο καταφύγιο:

“Θέλω να βγω από το σώμα. Να μείνω ως λέξη μόνο.”


4. Υφολογική ανάλυση


4.1 Ατμόσφαιρα

ψυχιατρική,

υπερρεαλιστική,

τραγική,

μεταφυσική,

πολιτική.

Το ύφος θυμίζει:

Ευριπίδη, ειδικά στις Τρωάδες,


4.2 Συντακτικό – μορφή

Το ποίημα είναι:

ρηγματωμένο,

αποσπασματικό,

με εναλλαγές ρυθμού υψηλής έντασης.

Η επανάληψη λειτουργεί ως ψυχικό pulse.


4.3 Ηχητικές δομές

Το ποίημα ολόκληρο οικοδομείται πάνω σε:

ηχώ,

ήχο,

βροχή,

επανάληψη,

ρυθμική διάλυση.

Το “Falling down falling down falling down…” λειτουργεί ως κατάρρευση 

λόγου και κόσμου.


5. Διακειμενικότητα – Μύθος, φιλοσοφία, σύγχρονη πόλη


5.1 Μυθολογικό υπόστρωμα

Παρευρίσκονται:

Προμηθέας,

Ηράκλειτος,

Οιδίποδας,

Τειρεσίας,

τραγικές ηρωίδες.

Ο χνκουβέλης δημιουργεί σύγχρονο αρχαίο δράμα, όπου η φωνή είναι ο χορός, 

ο ήρωας και η αυτουργός της ίδιας της κάθαρσης.


5.2 Φιλοσοφικές αναφορές

Ηράκλειτος → “Αγαθόν και κακόν ταυτόν”.

Ξενοφάνης → αμφισβήτηση των θεών.

Προμηθέας → γνώση και τιμωρία.


5.3 Σύγχρονη Αθήνα

Η Ερμού, η γυναίκα με τα φυλλάδια.

Η γλώσσα των τζιτζικιών ως θόρυβος σιωπής.

Τα τσιμέντα, ο Ιλισσός που έγινε σωλήνες.

Η πόλη είναι το νέο τραγικό τοπίο.


6. Το κεντρικό υπαρξιακό ερώτημα

Το ποίημα δεν ρωτά απλώς “Τι είναι αυτός ο ήχος;”

Ρωτά:

Τι είναι η μνήμη;

Τι είναι η ταυτότητα;

Τι είναι η γλώσσα;

Τι είναι η ενοχή;

Τι είναι ο άνθρωπος μέσα στη βία;

Το ποίημα κάνει πράξη το ερώτημα:

Αν αφαιρέσεις τη γλώσσα από τον άνθρωπο, τι μένει;


7. Το φινάλε – “Μου μιλάει. Όχι εσύ. Αυτή.”

Το τέλος επιστρέφει σε ένα αριστοτεχνικό κλείσιμο:

η γλώσσα προσωποποιείται.

Η γλώσσα γίνεται φορέας του τραύματος, της μνήμης, της αλήθειας.

Δεν μιλάει η γυναίκα:

μιλάει η ίδια η Μνήμη, σαν αρχέγονη θεότητα.

Το ποίημα τελειώνει στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, αλλά με μετατοπισμένη επίγνωση:

ο ήχος είναι η γλώσσα που αντιστέκεται στη λήθη.


8. Συμπέρασμα – Η θέση του ποιήματος


Το έργο είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα δείγματα:

τραυματικής ποίησης,

μονόλογου-τραγωδίας,

υπερρεαλιστικού κοινωνικού λόγου,

συνδυασμού μύθου, ιστορίας και ψυχολογικής διερεύνησης.


Αντλεί από:

αρχαία τραγωδία,

μεταπολεμική μαρτυρία,

μοντέρνο μονόλογο,

σουρεαλισμό,

ψυχαναλυτική εικονογραφία.


Η δύναμη του ποιήματος δεν είναι στη θεματική μόνο, αλλά στη γλωσσική του ορχήστρα, στη δραματικότητα, στη ρυθμική ένταση, και στη βαθιά ανθρωπολογική του αλήθεια.

.

.

.

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -Η γυναίκα τών μυθιστορηματων (Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese) -χ.ν.κουβελης c.n.couvelis ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis

 .

.

LITTERATURE-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

-Η γυναίκα τών μυθιστορηματων

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)

-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

ΚΕΙΜΕΝΑ-TEXTS-Χ.Ν.Κουβελης[C.N.Couvelis


χ.ν.κουβελης c.n.couvelis

Η γυναίκα τών μυθιστορηματων

(Ελληνικά, English, Francais, German, Italiano, Spanish, Portuguese)


Στο τραπέζι της είχε ένα μικρό πορσελάνινο βάζο με λευκές μαργαρίτες.

Και δίπλα υπήρχε ανοιχτό ένα βιβλίο τής Βιρτζίνια Γουλφ. Κάθε μέρα διαφορετικό. Άλλοτε:Η κυρία Νταλογουέι, άλλοτε: Στο φάρο, άλλοτε: Τα κύματα.

Ένα πρωινό.Ιουλης ήταν,βρέθηκε σε μια οδο γεματη άμαξες και κυρίες με καπέλα.

Κατάλαβε ότι δεν ονειρεύονταν.Ηταν η Κλαρισα Νταλογουει που έχει βγει να αγοράσει λουλούδια.Περπατουσε ανάμεσα στους ανθρώπους νιώθοντας μια γλυκιά οικειότητα.

Το απόγευμα, γύρισε στο διαμέρισμά της. Το βιβλίο ήταν ανοιχτό στη σκηνή που είχε μόλις ζήσει.

Από εκείνη τη μέρα ζούσε σκηνές από διαφορετικά μυθιστορήματα 

Μια νύχτα ξύπνησε κι έβλεπε μπροστά της τη θάλασσα και τις πέτρες τού φάρου. 

Ήταν η Λίλι Μπρίσκοου.

Οι γυναίκες δεν μπορούν ούτε να ζωγραφίσουν ούτε να γράψουν.

Όσο περισσότερο περιπλανιόταν στις σελίδες των μυθιστορημάτων τόσο δυσκολότερο γινόταν να θυμηθεί πότε είχε ζήσει πραγματικά.Στο γραφείο της δεν μπορουσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά. 

Αναρωτιόταν  αν οι άνθρωποι γύρω της,στο μετρό,στο δρόμο,στα λεωφορεια,  ήταν όντως εκεί ή αποτελούσαν σελίδες ενός βιβλίου που ακομη δεν είχε ανοίξει.

Ένα συννεφιασμένο απόγευμα,τέλους τού Σεπτεμβρη, η Βίτα την προσκάλεσε στο  αρχοντικό Knole.Ολη τη νύχτα την πέρασαν κουβεντιάζοντας για το μυθιστόρημα Ορλάντο.

Γύρισε σπίτι ξημερώνοντας.

Βρήκε τα βιβλία σκορπισμένα στο πάτωμα.

Το βάζο με τις μαργαρίτες σπασμένο.

Τότε κατάλαβε πως όλα είχαν τελειώσει 

Μια απέραντη τρομαχτικη ησυχία απλώθηκε.

Άνοιξε το παράθυρο.Η πόλη αδιάφορη.

Οι άνθρωποι πήγαιναν στις δουλειές τους. Ένα παιδί έτρεχε πίσω από μια μπάλα.

.

.


The Woman of the Novels


On her table she kept a small porcelain vase with white daisies.

And beside it there lay open a book by Virginia Woolf. A different one each day. Sometimes Mrs Dalloway, sometimes To the Lighthouse, sometimes The Waves.

One morning—July it was—she suddenly found herself on a street full of carriages and ladies with hats.

She realised she was not dreaming. It was Clarissa Dalloway who had gone out to buy flowers. She walked among the people feeling a sweet familiarity.

In the afternoon, she returned to her apartment. The book lay open at the scene she had just lived.

From that day on, she lived scenes from different novels.

One night she woke and saw before her the sea and the stones of the lighthouse.

She was Lily Briscoe.

Women can neither paint nor write.

The more she wandered through the pages of the novels, the harder it became to remember when she had actually lived. At her desk she could not concentrate on her work.

She wondered whether the people around her—in the subway, in the street, in the buses—were truly there or were pages of a book she had not yet opened.

One cloudy afternoon, at the end of September, Vita invited her to the Knole estate. They spent the whole night talking about Orlando.

She returned home at dawn.

She found the books scattered on the floor.

The vase with the daisies broken.

Then she understood that everything had ended.

A vast, terrifying silence spread.

She opened the window. The city, indifferent.

People were going to work. A child was running after a ball.

.

.


La Femme des Romans


Sur sa table, elle avait un petit vase en porcelaine avec des marguerites blanches.

Et à côté, un livre de Virginia Woolf était ouvert. Chaque jour un différent. Parfois Mrs Dalloway, parfois Vers le phare, parfois Les Vagues.

Un matin—c’était en juillet—elle se retrouva dans une rue pleine de fiacres et de dames coiffées de chapeaux.

Elle comprit qu’elle ne rêvait pas. C’était Clarissa Dalloway qui était sortie acheter des fleurs. Elle marchait parmi les gens, ressentant une douce familiarité.

L’après-midi, elle rentra dans son appartement. Le livre était ouvert à la scène qu’elle venait de vivre.

Dès ce jour-là, elle vécut des scènes de différents romans.

Une nuit, elle se réveilla et vit devant elle la mer et les rochers du phare.

Elle était Lily Briscoe.

 Les femmes ne peuvent ni peindre ni écrire. 

Plus elle errait dans les pages des romans, plus il devenait difficile de se souvenir de ce qu’elle avait réellement vécu. À son bureau, elle n’arrivait plus à se concentrer sur son travail.

Elle se demandait si les gens autour d’elle, dans le métro, dans la rue, dans les autobus, étaient réellement là ou s’ils formaient des pages d’un livre qu’elle n’avait pas encore ouvert.

Un après-midi nuageux de fin septembre, Vita l’invita au domaine de Knole. Elles passèrent toute la nuit à parler d’Orlando.

Elle rentra chez elle à l’aube.

Elle trouva les livres éparpillés sur le sol.

Le vase aux marguerites brisé.

Alors elle comprit que tout était fini.

Un silence immense et effrayant s’étendit.

Elle ouvrit la fenêtre. La ville, indifférente.

Les gens allaient au travail. Un enfant courait derrière un ballon.

.

.


Die Frau der Romane


Auf ihrem Tisch stand eine kleine Porzellanvase mit weißen Gänseblümchen.

Daneben lag ein geöffnetes Buch von Virginia Woolf. Jeden Tag ein anderes. Mal Mrs. Dalloway, mal Zum Leuchtturm, mal Die Wellen.

Eines Morgens—es war Juli—befand sie sich plötzlich in einer Straße voller Kutschen und Damen mit Hüten.

Sie begriff, dass sie nicht träumte. Es war Clarissa Dalloway, die ausgegangen war, um Blumen zu kaufen. Sie ging zwischen den Menschen und fühlte eine süße Vertrautheit.

Am Nachmittag kehrte sie in ihre Wohnung zurück. Das Buch lag offen an der Szene, die sie gerade erlebt hatte.

Von jenem Tag an lebte sie Szenen aus verschiedenen Romanen.

Eines Nachts wachte sie auf und sah vor sich das Meer und die Steine des Leuchtturms.

Sie war Lily Briscoe.

Frauen können weder malen noch schreiben.

Je mehr sie durch die Seiten der Romane wanderte, desto schwerer fiel es ihr zu erinnern, was sie wirklich erlebt hatte. An ihrem Schreibtisch konnte sie sich nicht auf die Arbeit konzentrieren.

Sie fragte sich, ob die Menschen um sie herum—in der U-Bahn, auf der Straße, in den Bussen—wirklich da waren oder Seiten eines Buches bildeten, das sie noch nicht geöffnet hatte.

An einem wolkigen Septembernachmittag lud Vita sie in das Gut Knole ein. Die ganze Nacht sprachen sie über Orlando.

Bei Tagesanbruch kam sie nach Hause zurück.

Sie fand die Bücher über den Boden verstreut.

Die Vase mit den Gänseblümchen zerbrochen.

Da verstand sie, dass alles vorbei war.

Eine weite, schreckliche Stille breitete sich aus.

Sie öffnete das Fenster. Die Stadt gleichgültig.

Die Menschen gingen zur Arbeit. Ein Kind rannte einem Ball hinterher.

.

.


La Donna dei Romanzi


Sul suo tavolo aveva un piccolo vaso di porcellana con margherite bianche.

E accanto c’era un libro di Virginia Woolf aperto. Ogni giorno uno diverso. A volte Mrs Dalloway, a volte Gita al faro, a volte Le onde.

Una mattina—era luglio—si ritrovò in una strada piena di carrozze e di signore con cappelli.

Capì che non stava sognando. Era Clarissa Dalloway uscita a comprare fiori. Camminava tra la gente sentendo una dolce familiarità.

Nel pomeriggio tornò al suo appartamento. Il libro era aperto alla scena che aveva appena vissuto.

Da quel giorno visse scene tratte da diversi romanzi.

Una notte si svegliò e vide davanti a sé il mare e le rocce del faro.

Era Lily Briscoe.

Le donne non possono né dipingere né scrivere.

Più vagava tra le pagine dei romanzi, più le era difficile ricordare quando aveva vissuto veramente. Alla scrivania non riusciva a concentrarsi sul lavoro.

Si chiedeva se le persone intorno a lei—nella metro, per strada, sugli autobus—fossero davvero lì o fossero pagine di un libro che non aveva ancora aperto.

Un pomeriggio nuvoloso, alla fine di settembre, Vita la invitò alla tenuta di Knole. Passarono tutta la notte parlando di Orlando.

Tornò a casa all’alba.

Trovò i libri sparsi sul pavimento.

Il vaso con le margherite rotto.

Allora capì che tutto era finito.

Un silenzio immenso e spaventoso si diffuse.

Aprì la finestra. La città indifferente.

La gente andava al lavoro. Un bambino correva dietro a un pallone.

.

.


La Mujer de las Novelas


En su mesa tenía un pequeño jarrón de porcelana con margaritas blancas.

Y al lado había un libro de Virginia Woolf abierto. Cada día uno distinto. A veces Mrs. Dalloway, a veces Al faro, a veces Las olas.

Una mañana—era julio—se encontró en una calle llena de carruajes y señoras con sombreros.

Comprendió que no estaba soñando. Era Clarissa Dalloway que había salido a comprar flores. Caminaba entre la gente sintiendo una dulce familiaridad.

Por la tarde volvió a su apartamento. El libro estaba abierto en la escena que acababa de vivir.

Desde aquel día vivió escenas de distintas novelas.

Una noche se despertó y vio frente a ella el mar y las rocas del faro.

Era Lily Briscoe.

Las mujeres no pueden ni pintar ni escribir.

Cuanto más vagaba por las páginas de las novelas, más difícil le resultaba recordar cuándo había vivido realmente. En su escritorio no podía concentrarse en el trabajo.

Se preguntaba si las personas a su alrededor—en el metro, en la calle, en los autobuses—estaban realmente allí o eran páginas de un libro que aún no había abierto.

Una tarde nublada, a finales de septiembre, Vita la invitó a la finca de Knole. Pasaron toda la noche hablando de Orlando.

Volvió a casa al amanecer.

Encontró los libros esparcidos por el suelo.

El jarrón con las margaritas roto.

Entonces comprendió que todo había terminado.

Un silencio inmenso y aterrador se extendió.

Abrió la ventana. La ciudad, indiferente.

La gente iba a sus trabajos. Un niño corría tras una pelota.

.

.


A Mulher dos Romances


Sobre a sua mesa havia um pequeno vaso de porcelana com margaridas brancas.

E ao lado estava um livro de Virginia Woolf aberto. Cada dia um diferente. Às vezes Mrs Dalloway, outras Ao Farol, outras As Ondas.

Numa manhã—era julho—ela se viu numa rua cheia de carruagens e senhoras com chapéus.

Percebeu que não estava a sonhar. Era Clarissa Dalloway que tinha saído para comprar flores. Caminhava entre as pessoas sentindo uma doce familiaridade.

À tarde voltou ao seu apartamento. O livro estava aberto na cena que acabara de viver.

Desde aquele dia passou a viver cenas de diferentes romances.

Uma noite acordou e viu diante de si o mar e as pedras do farol.

Era Lily Briscoe.

As mulheres não podem nem pintar nem escrever.

Quanto mais vagava pelas páginas dos romances, mais difícil se tornava lembrar quando tinha realmente vivido. À secretária não conseguia concentrar-se no trabalho.

Perguntava-se se as pessoas à sua volta—no metro, na rua, nos autocarros—estavam realmente ali ou eram páginas de um livro que ainda não abrira.

Numa tarde nublada, no final de setembro, Vita convidou-a para a propriedade de Knole. Passaram toda a noite a conversar sobre Orlando.

Voltou para casa ao amanhecer.

Encontrou os livros espalhados pelo chão.

O vaso com as margaridas quebrado.

Então entendeu que tudo tinha terminado.

Um silêncio imenso e assustador espalhou-se.

Abriu a janela. A cidade, indiferente.

As pessoas iam para o trabalho. Uma criança corria atrás de uma bola.

.

.

.